0
Your Καλαθι
Το τανγκό των Χριστουγέννων ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Ένα τανγκό για τα Χριστούγεννα γίνεται αφορμή να ανατραπεί ο "αμφίσημος" -έτσι κι αλλιώς- αισθηματικός κόσμος του Στρατοπέδου Βάτη στον Έβρο. Ένα τανγκό που ξεδιπλώνει ρυθμικά σχέσεις και απελπισίες μέσα από ξεκαρδιστικά δραματικές συγκυρίες. Καταγραφέας όλων αυτών ο Λάζαρος Λαζάρου, που γίνεται μάρτυρας ερώτων, θανάτων και εορταστικών πανικών. Έτσι τα Χριστούγεννα του 1970 θα καταχωρηθούν στη μνήμη του σαν σκοτεινός αισθησιακός εφιάλτης, που θα τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή με ένα αθεράπευτα ρυθμικό τανγκό.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Σε δύο τόπους και σε δύο χρόνους, από το παρόν προς το παρελθόν και τανάπαλιν, κινείται το καινούριο, δέκατο τρίτο κατά σειρά μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθούλη. Στο επίπεδο του παρόντος, ο κεντρικός ήρωας Λάζαρος Λαζάρου, ένας εργένης ο οποίος έχει σπαταλήσει δεξιά και αριστερά τη ζωή του, χωρίς να έχει στο μεταξύ καταφέρει και να αποκομίσει κάτι ουσιαστικό, εξασφαλίζοντας μιαν υποτυπώδη έστω παρακαταθήκη, ετοιμάζεται να υποδεχθεί τα Χριστούγεννα του 2002 υπό το βάρος μιας απολύτως καταθλιπτικής είδησης: οι ιατρικές του εξετάσεις δείχνουν μίαν επικίνδυνα προχωρημένη ασθένεια και ο θάνατος βρίσκεται προ των πυλών. Μόνο ένα θαύμα μπορεί να γλιτώσει τον Λάζαρο Λαζάρου από τα νύχια του κι επειδή τα θαύματα δεν είναι μάλλον του κόσμου ετούτου, το πάνω χέρι παίρνουν αναπόφευκτα η μοναξιά και ο τρόμος. Βυθισμένος στην εγκατάλειψη και περνώντας σιγά σιγά σ' ένα καθεστώς μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, όπου τα πάντα αποκτούν έναν ρευστό κι έωλο χαρακτήρα, ο μυθιστορηματικός πρωταγωνιστής του Ξανθούλη ταξιδεύει εκών άκων σε μια σημαδιακή στιγμή του παρελθόντος: στα Χριστούγεννα του 1970, στο Στρατόπεδο Λοχαγού Βάτη, στον Εβρο, όπου η τύχη το έφερε να αποκτήσει μιαν από τις σκληρότερες εμπειρίες της νεανικής του ηλικίας.
Διπλό πένθος
Ο αφηγηματικός χρόνος του έργου συμπυκνώνεται σ' ένα πενθήμερο: ένα πενθήμερο στο οποίο αθροίζονται δύο ημέρες από το παρόν και τρεις ημέρες από το παρελθόν. Κατά τη διάρκεια της τωρινής προπαραμονής και παραμονής των Χριστουγέννων, ο Λάζαρος Λαζάρου πενθεί τον εαυτό του και τα διά παντός χαμένα του χρόνια. Επιστρέφοντας στα Χριστούγεννα του 1970 (προπαραμονή, παραμονή και ανήμερα), ο ήρωας ανακαλεί ένα άλλο, επίσης οδυνηρό πένθος: το πένθος για τον εγκλεισμό του (μολονότι παλιοσειρά) στο στρατόπεδο του Εβρου την ώρα που ο πόθος και το πάθος για ζωή έξω από τα τείχη φουντώνουν και καλπάζουν, επισκιάζοντας ακόμη και το γεγονός ότι η μάνα του αργοπεθαίνει χιλιόμετρα μακριά του, στο οικογενειακό τους σπίτι, στην Αθήνα. Και την ούτως ή άλλως απέλπιδα αυτή κατάσταση έρχεται να επιβαρύνει ο υπολοχαγός Καραμανίδης, που φλογισμένος από έρωτα για τη γυναίκα του διοικητή ζητάει από τον Λάζαρο Λαζάρου να του μάθει τανγκό μέσα σε δύο νύχτες, προκειμένου να καταπλήξει την αγαπημένη του στη μεγάλη χριστουγεννιάτικη γιορτή η οποία ετοιμάζεται πυρετωδώς στο στρατόπεδο.
Από το σημείο αυτό και πέρα τα πράγματα τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα: ο Καραμανίδης σώζει τον Λάζαρο Λαζάρου από την εξάντληση την οποία του προξενούν η πολύωρη αϋπνία και τα ατέλειωτα μαθήματα τανγκό δίνοντάς του το φιλί της ζωής, σπεύδει να δημιουργήσει μια ακαριαία αλλά καρπερή σχέση με τη γυναίκα του διοικητή και εν συνεχεία τα ίχνη του εξαφανίζονται οριστικά λίγο πριν από την πτώση της χούντας. Επανακάμπτοντας από τη μνήμη του στον παρόντα χρόνο, ο Λάζαρος Λαζάρου θα πέσει τυχαία πάνω στο παιδί του εξαφανισμένου υπολοχαγού και της γυναίκας τού νεκρού πλέον διοικητή, ένα μόλις βήμα πριν από το δικό του θάνατο. Και τι συμβαίνει τότε, σ' αυτή την τόσο απροσδόκητη συνάντηση; Μα, τι θα μπορούσε, στ' αλήθεια, να συμβεί; Τίποτε απολύτως. Οι δύο άντρες ανταλλάσσουν μερικά γρήγορα λόγια και ύστερα απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο σαν να μη διασταυρώθηκαν ποτέ. Η αυλαία πέφτει απότομα και ο καθένας είναι σε θέση να βγάλει ελεύθερα τα συμπεράσματά του.
Συσχέτιση παρόντος και παρελθόντος
Ο Ξανθούλης οργανώνει προσεκτικά την αντιστοίχιση παρόντος και παρελθόντος, που αποτελεί τη δεσπόζουσα του έργου του, χωρίς παράλληλα να υπερτονίζει την εσωτερική διαπλοκή των δύο αφηγηματικών πεδίων, κάτι που θα αδυνάτιζε εμφανώς τη δυναμική της. Ωραία βγάζει ο συγγραφέας και το στρατοκρατούμενο κλίμα της εποχής, στήνοντας διάφορα ιλαροτραγικά επεισόδια, με κορυφαίο εκείνο της απαγγελίας του υμνητικού και δοξαστικού, πλην ακατανόητα αθυρόστομου και αιρετικού γιορτινού ποιήματος από την Μπέμπα, την κόρη του διοικητή, εν μέσω των κατάπληκτων αξιωματικών. Λειτουργικά τοποθετημένος γύρω από τα κεντρικά πρόσωπα είναι και ο θίασος των κομπάρσων: με σύντομες, αλλά πυκνές πινελιές ο Ξανθούλης φτιάχνει ένα ολοζώντανο ανθρώπινο σμάρι, που φωτίζει κατάλληλα τις πράξεις και τις ενέργειες των πρωταγωνιστών.
Και οι πρωταγωνιστές, όμως, είναι σχεδιασμένοι με έκτυπα και ανάγλυφα χαρακτηριστικά, στα οποία κυριαρχούν πολλά ζωηρά χρώματα. Από τον εσωστρεφή και μονίμως ανικανοποίητο Λάζαρο Λαζάρου, που αποδεικνύεται μάλλον απρόβλεπτος σε πλήθος καθημερινές αντιδράσεις του, τον ήπιο και κατά βάθος μοναχικό αντισυνταγματάρχη Λόγγο, που αναδεικνύει έναν πειστικά τυπικό στρατιωτικό στο ρόλο του αρχηγού του στρατοπέδου, και τη μοιρασμένη μεταξύ παρατεταμένου ρεμβασμού και άσκοπης ωραιοπάθειας Ζωή, που αναλαμβάνει να σταθεί στο πλευρό του ως γυναίκα του, μέχρι το σκοτεινό και απεγνωσμένο Καραμανίδη, τον παθιασμένο και βίαιο αρσενικό, από τον οποίο δεν λείπει ένα κρυφό ομοφυλοφιλικό στοιχείο, που βγάζει πολλές δυνατές σκηνές όσο κρατούν τα μαθήματα χορού με τον σφόδρα καταπιεσμένο υφιστάμενό του, και ταιριάζει σωστά με τη σύνολη προσωπικότητά του.
Στο φόντο της δράσης, η ομαδική στρατιωτική ζωή υπό το σιδερένιο πέλμα της ελληνοχριστιανικής χούντας, παρουσιασμένη συχνά (όπως το 'χουμε κιόλας δει) μέσα από το φίλτρο μιας δραματικής κομεντί, όπου όλες οι δημόσιες εκδηλώσεις του καθεστώτος μετατρέπονται σε συμπτώματα ενός γελοίου, αλλά βαριά άρρωστου μηχανισμού εξουσίας, που έχει τη δύναμη να εξοντώνει αντιστάσεις, αλλά και να καταστρέφει συνειδήσεις. Συμπερασματικά, ένα καλά ισορροπημένο και οπωσδήποτε διαβαστερό μυθιστόρημα.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 30/01/2004
ΚΡΙΤΙΚΗ
Σε δύο τόπους και σε δύο χρόνους, από το παρόν προς το παρελθόν και τανάπαλιν, κινείται το καινούριο, δέκατο τρίτο κατά σειρά μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθούλη. Στο επίπεδο του παρόντος, ο κεντρικός ήρωας Λάζαρος Λαζάρου, ένας εργένης ο οποίος έχει σπαταλήσει δεξιά και αριστερά τη ζωή του, χωρίς να έχει στο μεταξύ καταφέρει και να αποκομίσει κάτι ουσιαστικό, εξασφαλίζοντας μιαν υποτυπώδη έστω παρακαταθήκη, ετοιμάζεται να υποδεχθεί τα Χριστούγεννα του 2002 υπό το βάρος μιας απολύτως καταθλιπτικής είδησης: οι ιατρικές του εξετάσεις δείχνουν μίαν επικίνδυνα προχωρημένη ασθένεια και ο θάνατος βρίσκεται προ των πυλών. Μόνο ένα θαύμα μπορεί να γλιτώσει τον Λάζαρο Λαζάρου από τα νύχια του κι επειδή τα θαύματα δεν είναι μάλλον του κόσμου ετούτου, το πάνω χέρι παίρνουν αναπόφευκτα η μοναξιά και ο τρόμος. Βυθισμένος στην εγκατάλειψη και περνώντας σιγά σιγά σ' ένα καθεστώς μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, όπου τα πάντα αποκτούν έναν ρευστό κι έωλο χαρακτήρα, ο μυθιστορηματικός πρωταγωνιστής του Ξανθούλη ταξιδεύει εκών άκων σε μια σημαδιακή στιγμή του παρελθόντος: στα Χριστούγεννα του 1970, στο Στρατόπεδο Λοχαγού Βάτη, στον Εβρο, όπου η τύχη το έφερε να αποκτήσει μιαν από τις σκληρότερες εμπειρίες της νεανικής του ηλικίας.
Διπλό πένθος
Ο αφηγηματικός χρόνος του έργου συμπυκνώνεται σ' ένα πενθήμερο: ένα πενθήμερο στο οποίο αθροίζονται δύο ημέρες από το παρόν και τρεις ημέρες από το παρελθόν. Κατά τη διάρκεια της τωρινής προπαραμονής και παραμονής των Χριστουγέννων, ο Λάζαρος Λαζάρου πενθεί τον εαυτό του και τα διά παντός χαμένα του χρόνια. Επιστρέφοντας στα Χριστούγεννα του 1970 (προπαραμονή, παραμονή και ανήμερα), ο ήρωας ανακαλεί ένα άλλο, επίσης οδυνηρό πένθος: το πένθος για τον εγκλεισμό του (μολονότι παλιοσειρά) στο στρατόπεδο του Εβρου την ώρα που ο πόθος και το πάθος για ζωή έξω από τα τείχη φουντώνουν και καλπάζουν, επισκιάζοντας ακόμη και το γεγονός ότι η μάνα του αργοπεθαίνει χιλιόμετρα μακριά του, στο οικογενειακό τους σπίτι, στην Αθήνα. Και την ούτως ή άλλως απέλπιδα αυτή κατάσταση έρχεται να επιβαρύνει ο υπολοχαγός Καραμανίδης, που φλογισμένος από έρωτα για τη γυναίκα του διοικητή ζητάει από τον Λάζαρο Λαζάρου να του μάθει τανγκό μέσα σε δύο νύχτες, προκειμένου να καταπλήξει την αγαπημένη του στη μεγάλη χριστουγεννιάτικη γιορτή η οποία ετοιμάζεται πυρετωδώς στο στρατόπεδο.
Από το σημείο αυτό και πέρα τα πράγματα τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα: ο Καραμανίδης σώζει τον Λάζαρο Λαζάρου από την εξάντληση την οποία του προξενούν η πολύωρη αϋπνία και τα ατέλειωτα μαθήματα τανγκό δίνοντάς του το φιλί της ζωής, σπεύδει να δημιουργήσει μια ακαριαία αλλά καρπερή σχέση με τη γυναίκα του διοικητή και εν συνεχεία τα ίχνη του εξαφανίζονται οριστικά λίγο πριν από την πτώση της χούντας. Επανακάμπτοντας από τη μνήμη του στον παρόντα χρόνο, ο Λάζαρος Λαζάρου θα πέσει τυχαία πάνω στο παιδί του εξαφανισμένου υπολοχαγού και της γυναίκας τού νεκρού πλέον διοικητή, ένα μόλις βήμα πριν από το δικό του θάνατο. Και τι συμβαίνει τότε, σ' αυτή την τόσο απροσδόκητη συνάντηση; Μα, τι θα μπορούσε, στ' αλήθεια, να συμβεί; Τίποτε απολύτως. Οι δύο άντρες ανταλλάσσουν μερικά γρήγορα λόγια και ύστερα απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο σαν να μη διασταυρώθηκαν ποτέ. Η αυλαία πέφτει απότομα και ο καθένας είναι σε θέση να βγάλει ελεύθερα τα συμπεράσματά του.
Συσχέτιση παρόντος και παρελθόντος
Ο Ξανθούλης οργανώνει προσεκτικά την αντιστοίχιση παρόντος και παρελθόντος, που αποτελεί τη δεσπόζουσα του έργου του, χωρίς παράλληλα να υπερτονίζει την εσωτερική διαπλοκή των δύο αφηγηματικών πεδίων, κάτι που θα αδυνάτιζε εμφανώς τη δυναμική της. Ωραία βγάζει ο συγγραφέας και το στρατοκρατούμενο κλίμα της εποχής, στήνοντας διάφορα ιλαροτραγικά επεισόδια, με κορυφαίο εκείνο της απαγγελίας του υμνητικού και δοξαστικού, πλην ακατανόητα αθυρόστομου και αιρετικού γιορτινού ποιήματος από την Μπέμπα, την κόρη του διοικητή, εν μέσω των κατάπληκτων αξιωματικών. Λειτουργικά τοποθετημένος γύρω από τα κεντρικά πρόσωπα είναι και ο θίασος των κομπάρσων: με σύντομες, αλλά πυκνές πινελιές ο Ξανθούλης φτιάχνει ένα ολοζώντανο ανθρώπινο σμάρι, που φωτίζει κατάλληλα τις πράξεις και τις ενέργειες των πρωταγωνιστών.
Και οι πρωταγωνιστές, όμως, είναι σχεδιασμένοι με έκτυπα και ανάγλυφα χαρακτηριστικά, στα οποία κυριαρχούν πολλά ζωηρά χρώματα. Από τον εσωστρεφή και μονίμως ανικανοποίητο Λάζαρο Λαζάρου, που αποδεικνύεται μάλλον απρόβλεπτος σε πλήθος καθημερινές αντιδράσεις του, τον ήπιο και κατά βάθος μοναχικό αντισυνταγματάρχη Λόγγο, που αναδεικνύει έναν πειστικά τυπικό στρατιωτικό στο ρόλο του αρχηγού του στρατοπέδου, και τη μοιρασμένη μεταξύ παρατεταμένου ρεμβασμού και άσκοπης ωραιοπάθειας Ζωή, που αναλαμβάνει να σταθεί στο πλευρό του ως γυναίκα του, μέχρι το σκοτεινό και απεγνωσμένο Καραμανίδη, τον παθιασμένο και βίαιο αρσενικό, από τον οποίο δεν λείπει ένα κρυφό ομοφυλοφιλικό στοιχείο, που βγάζει πολλές δυνατές σκηνές όσο κρατούν τα μαθήματα χορού με τον σφόδρα καταπιεσμένο υφιστάμενό του, και ταιριάζει σωστά με τη σύνολη προσωπικότητά του.
Στο φόντο της δράσης, η ομαδική στρατιωτική ζωή υπό το σιδερένιο πέλμα της ελληνοχριστιανικής χούντας, παρουσιασμένη συχνά (όπως το 'χουμε κιόλας δει) μέσα από το φίλτρο μιας δραματικής κομεντί, όπου όλες οι δημόσιες εκδηλώσεις του καθεστώτος μετατρέπονται σε συμπτώματα ενός γελοίου, αλλά βαριά άρρωστου μηχανισμού εξουσίας, που έχει τη δύναμη να εξοντώνει αντιστάσεις, αλλά και να καταστρέφει συνειδήσεις. Συμπερασματικά, ένα καλά ισορροπημένο και οπωσδήποτε διαβαστερό μυθιστόρημα.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 30/01/2004
ΚΡΙΤΙΚΗ
Κατά τον Οσκαρ Ουάι-λντ, η μουσική μάς αποκαλύπτει ένα ιδιωτικό παρελθόν που ως τότε το αγνοούσαμε, και μας κάνει να θρηνούμε για δυστυχίες που δεν μας συνέβησαν και λάθη που δεν κάναμε. Το γεγονός ότι αυτή ακριβώς η φράση του Ουάιλντ παρατίθεται από τον Μπόρχες στην Ιστορία του τανγκό, δεν αποτελεί μόνο μια εν προκειμένω εξαίσια σύμπτωση, αλλά και μας ωθεί, σχεδόν με τον αυστηρό ρυθμό του τανγκό, να διαβάσουμε το Τανγκό των Χριστουγέννων του Γιάννη Ξανθούλη και ως μια μεταφορά· ενδεχομένως την εμμελή (και με τις δύο έννοιες) παραβολή της χαμένης ευκαιρίας. Αυτό με τη σειρά του μας οδηγεί σχεδόν νομοτελειακά στην περίφημη αποστροφή του μεγάλου αμερικανού στοχαστή Κρίστιαν Γκρέινβιλ: «Οταν ψυχορραγώ, θα μετανοήσω για τις αμαρτίες που δεν έκανα» και δι' αυτής στο κλασικό δοκίμιό του Λανθάνων ερωτισμός («Latent Erotism» στο: Anaesthetics, Harvard University Press, 1978).
Οι απαρχές του ερωτισμού
Κατά τον Γκρέινβιλ, οι απαρχές του ερωτισμού στην τέχνη ανάγονται σε ή συμπίπτουν με τις πρώτες θρησκευτικές ή λατρευτικές εκδηλώσεις του ανθρώπου: τα καμώματα των θεών δεν είναι παρά η προβολή των ερωτικών φαντασιώσεων ή απωθημένων των θνητών, το σώμα στις αρχαίες μυθολογίες λατρεύεται και κηδεύεται λατρευτικά (όχι μόνο γιατί «τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται», αλλά και κυρίως γιατί προσδοκάται η παλιγγενεσία του και το μέγα έλεος μιας αειθαλούς ανοίξεως - Αδωνις, Αττις, Ιησούς), οι καταδύσεις του Ορφέα στον Αδη και του Δάντη στον Κάτω Κόσμο έχουν ως κοινό κίνητρο το (σκοτεινό ή όχι) αντικείμενο του πόθου τους. Στη συνέχεια, «στενεύοντας» το πλαίσιο του συλλογισμού του για να φτάσει στο κυρίως θέμα του δοκιμίου του, ο Γκρέινβιλ προσπαθεί να οροθετήσει τις (κατ' αυτόν) δύο κατηγορίες λανθάνοντος ερωτισμού στην καλλιτεχνική έκφραση. H πρώτη έχει να κάνει με τους κώδικες ηθικής, με το σύστημα ηθικών αξιών που πρυτανεύει την εποχή της καλλιτεχνικής δημιουργίας. «Είναι προφανές», γράφει, «ότι εδώ το λανθάνον αφορά τη μορφή· όχι το περιεχόμενο»: ο καλλιτέχνης αυτοπεριορίζεται, αλλά με τον αυτοπεριορισμό του γίνεται πιο εφευρετικός, η «γλώσσα» του πιο παραβολική, οι μεταφορές δίνουν και παίρνουν - δεν είναι ο Θεός που έπλασε την Αλμπερτίν γυναίκα, ούτε (μόνο) το πλατωνικό αρχέτυπο του Κάλλους που ταλανίζει τον δύστυχο Ασενμπαχ. Στη δεύτερη κατηγορία ο ερωτισμός λανθάνει κατ' απαίτησιν όχι κάποιου Περφίτ ή Κώδικα Χέιζ, αλλά του ίδιου του περιεχομένου του καλλιτεχνικού δημιουργήματος (εξ ου και η εν προκειμένω κατά κράτος νίκη της λογοτεχνίας έναντι της άλλης μεγάλης αφηγηματικής τέχνης, του κινηματογράφου, όπου ο λανθάνων ερωτισμός, αυτός δηλαδή που ελλοχεύει στις παρυφές του λόγου, έχει να παλέψει με την πεμπτουσία της εικόνας, την αποκαλυπτικότητά της: μπορείς να κρύψεις κάτι από το βλέμμα, αλλά δεν μπορείς να του ζητήσεις να μη δει κάτι που δεν είναι κρυμμένο).
Μαθαίνοντας τανγκό
Στο μυθιστόρημα του Ξανθούλη ο απροκάλυπτος ερωτικός χαρακτήρας του αφηγηματικού προσχήματος (ένας υπολοχαγός ζητάει από τον φαντάρο-αφηγητή να του μάθει μέσα σε λίγες ημέρες τανγκό ώστε να χορέψει με την κυρία διοικητού στον επικείμενο χριστουγεννιάτικο χορό του στρατοπέδου) οξειδώνεται από τις αναθυμιάσεις ενός ανομολόγητου ερωτισμού που εκλύονται ανάμεσα από τις αράδες αυτού του ιδιότυπου... Bildungsroman. Τα μέρη του βιβλίου στο αυτοσχέδιο χοροδιδασκαλείο όπου διαδραματίζεται αυτή η εξουθενωτική ερωτική μύηση διαπλέκονται αριστοτεχνικά, χάρη στην εμπνευσμένη εφαρμογή στους πεζογραφικούς τρόπους του λεγόμενου «παράλληλου» μοντάζ, με τις εντέχνως «ράθυμες» περιγραφές των προετοιμασιών της - συνήθως ύποπτης και ασυνήθως ανύποπτης - κυρίας διοικητού, για να κορυφωθούν όχι στον χριστουγεννιάτικο χορό, όπως θα... φοβόταν κανείς, αλλά σε μια μικρή φράση στον τελευταίο διάλογο του βιβλίου, μόλις τρεις σελίδες πριν από την αμετάκλητη μελαγχολία του τέλους. Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο το πώς ο Ξανθούλης προσέρχεται στον καθρέφτη της μυθοπλασίας με τόσο λίγο ναρκισσιστικές διαθέσεις: η βασική μελωδική γραμμή της αφήγησης, το μεγάλο φλασμπάκ, «παίζεται» με σουρντίνα που πνίγει μεν την ένταση, αλλά δεν αποκλείει το θάλπος· η ανατροπή (αυτή η αποκαλυπτική φράση στον τελευταίο διάλογο) περνάει στο βάθος του πλάνου σαν «μαγική εικόνα χωρίς εικόνα» ή σαν εκείνες τις cameo εμφανίσεις του Χίτσκοκ στις ταινίες του· οι καταβολές του Ξανθούλη, αν δεν δηλώνονται ευθαρσώς, ουδέποτε αποκρύπτονται ή ψιμυθιώνονται - από το Οσο υπάρχουν άνθρωποι των Τζόουνς - Ζίνεμαν στον Ωραίο λοχαγό του Μένη Κουμανταρέα (κορυφαίο δείγμα ηφαιστειακής λογοτεχνίας που κυοφορεί την ερωτική λάβα αλλά δεν την εκβάλλει ποτέ) -, ενώ η ατμόσφαιρα από τις Ανταύγειες σε χρυσά μάτια των Μακ Κάλερς - Χιούστον μεταφυτεύεται από τον αμερικανικό Νότο στον ελληνικό Βορρά χωρίς την παραμικρή θερμοκρασιακή απώλεια: και εδώ τα σώματα εξομολογούνται ιδρώνοντας.
Αποκλειστικά από άνδρες
Στην αρχή, μας λέει ο Μπόρχες στην Ιστορία του τανγκό, καθώς καμιά γυναίκα δεν ήθελε να παίρνει μέρος σε αυτόν τον «ακόλαστο χορό», το τανγκό χορευόταν αποκλειστικά από άνδρες· το μαρτυρούν και κάποιοι στίχοι του Εβαρίστο Καριέγο: «... στο τέμπο ενός τανγκό, του «La morocha», / φιγούρες σβέλτες κάνουνε δυο μάγκες». Μα, ποια εξιλέωση δεν προϋποθέτει την ακολασία; Στο Τανγκό των Χριστουγέννων μια τυχαία συνάντηση που πυροδοτεί την ανάμνηση, μια συμπτωματική επαφή με το παρελθόν, αρκεί για να καθάρει τον αφηγητή από την όποια ακολασία των επαφών.
Σε αυτή τη σημερινή απροκάλυπτη επίθεση αμετροεπούς πεζότητας από πεζογράφους που συγχέουν το ανέκδοτο με τη δημιουργική μυθοπλασία, ο Γιάννης Ξανθούλης «αμύνεται» με την ευγένεια, την ευπρέπεια και την ευφυΐα του όντως αθώου. H γραφή του - ανάερη και ευθυτενής σαν το παράστημα αργεντίνου καβαλιέρου - χορεύει πάνω από τις ανάδελφες μικροψυχίες μας και μας παραδίδει τα βήματα μιας άλλης φιγούρας: αυτής που υπηρετεί την αναδρομή με την απόσταση του ήθους και της ειλικρίνειας. «H νοσταλγία δεν είναι πια αυτό που ήταν» έγραφε κάποτε η Σιμόν Σινιορέ. Ευτυχώς.
Αχιλλέας Κυριακίδης (συγγραφέας)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 29-02-2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις