0
Your Καλαθι
Ύστερα, ήρθαν οι μέλισσες ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Μυθιστόρημα
Έκπτωση
60%
60%
Περιγραφή
... Εκείνοι που ανέλαβαν να παίξουν το ρόλο του Θεού πριμοδότησαν και τους θανάτους
-τιμωρία των αναμνήσεών τους. Θάνατος προσώπων από ένα υγρό, αμύθητο παρελθόν, ευτράπελο όσο και τρομακτικό, προσκολλημένο στα τέλη της δεκαετίας του '40.
Τότε που ο θίασος της Μαρίκας Σουέζ περιόδευε με τρέλα και αυταπάρνηση στις ιαματικές λουτροπηγές μιας εξαθλιωμένης από τους πολέμους Ελλάδας. Για τον Στάθη, που κόντευε τα εξήντα, με παράστημα αλά Κλιντ Ίστγουντ, όπως αρμόζει σε διασωθέντα ήρωα, όλα αυτά ήταν γρίφος. Όμως όσο κι αν το πήρε αψήφιστα, ασφαλισμένος στο χλιαρό παρόν του, συνεχίζοντας δηλαδή να εκδίδει επιμελώς μοναχικά το μελισσοκομικό περιοδικό του-μέρος κι αυτό της αλυσιδωτής περιπέτειας-χρειάστηκε να μπει στη λογική του φόβου και στα "επιμέρους" μιας ηθελημένα ξεχασμένης περιόδου. Ίσως της πιο ανεξέλεγκτα ασύδοτης. Γεμάτη πάθος, παράλογη βία, έρωτες, παραστάσεις με ομοιοκατάληκτα δράματα, όπως Η Παναγιά τιμωρεί το Κρεμλίνο -αινίγματα φωσφορούχα στα μάτια ενός μικρού αγοριού που βιαζόταν να μεγαλώσει. Έτσι άνοιξε η επικίνδυνη χαραμάδα στο "ιαματικό" παρελθόν, μπάζοντας ταυτόχρονα ανέμους με αλήθειες και υστερικά συναισθήματα, φορτωμένα τα εύσημα της αγάπης, του μίσους αλλά και της μεγάλης νοσταλγίας που υφαίνει το δέρμα του ανήσυχου ύπνου.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ένας γρανιτένιος εξηντάρης άντρας, ίδιος ο Κλιντ Ίστγουντ, διαπιστώνει απροσδόκητα κάποια «ρωγμή» εντός του. Από αυτή τη ρωγμή, που αναθυμιάζει θειάφι, ξεπηδούν πρόσωπα μοχθηρά και απροσάρμοστα, μεγεθυσμένα στους τρόπους τους με συμπεριφορές που καταδηλώνουν την υπερβολή. Πρόκειται για απίθανες καρικατούρες οι οποίες δραπετεύουν από ένα παρελθόν ζοφερό, διεκδικώντας με απελπισμένη εμπάθεια να διαδραματίσουν τον ρόλο τους στο εφησυχασμένο, «χλιαρό» παρόν του πρωταγωνιστή.
Είναι οι θεατρίνοι της Μαρίκας Σουέζ. Μιας μέγαιρας, επικεφαλής πλανόδιου θιάσου, που «μεσουρανούσε» στις μελαγχολικές λουτροπόλεις και στα υπαίθρια ιαματικά λουτρά, αποσκοπώντας στην ίαση των ψυχών ανθρώπων βασανισμένων, της Ελλάδας του τέλους της δεκαετίας του '40. Επιτυγχάνει όμως να ανοίξει καινούργιες πληγές και να σπείρει άγριο μίσος.
Η θεατρίνα πάσχει στην ψυχή και στο σώμα (φαλακρή και με άλλα κουσούρια), ζει μόνο με λάθη και χαίρεται γι' αυτά. «Γιατί μέσα από τα λάθη της έζησε τα καλύτερα πράγματα», ισχυρίζεται ο τριτοπρόσωπος αφηγητής και παντεπόπτης συγγραφέας. Ανήμπορη γριά σήμερα, απόλυτα κακιά ακόμη, βρίσκεται αποτραβηγμένη στους ίδιους χώρους της παλιάς δόξας της, ανατροφοδοτούμενη από το μίσος της. Ώσπου κάποιος, αποδίδοντας δικαιοσύνη, τη σκοτώνει, μαζί με την παράλυτη αδελφή της.
Ο Στάθης Χωραφάς, ο γρανιτένιος εξηντάρης, εκδότης μελισσοκομικού περιοδικού, δεκάχρονο μέλος του θιάσου στη δεκαετία του '40, και κύρια persona του μύθου, αποθέτει το παρελθόν του ενώπιόν μας, σε μια απόπειρα να διευθετήσει τη ζωή του. Να ελέγξει δηλαδή την εισβολή των παλαιών προσώπων και να ξεκαθαρίσει μαζί τους τους ανοιχτούς λογαριασμούς του, ώστε να απαλλαγεί και να επιβιώσει. Το πρόσωπο αυτό λειτουργεί ταυτόχρονα εν είδει περισκοπίου, ως μέσο εκτύλιξης του μυθιστορηματικού υλικού. Αυτό το ξεκαθάρισμα το κατορθώνει, παρ' όλα αυτά, δραστικότερα, ένα άλλο τυραγνισμένο μέλος του θιάσου, το οποίο βάλθηκε μετά τη θιασάρχη και την αδελφή της, να ξεπαστρέψει και τους επιζώντας πρώην συναδέλφους του.
Όλη η δομή του μυθιστορήματος συντείνει στην έκθεση και αναπαράσταση της ζωής τού κάθε μέλους του θιάσου, που καταλήγει στον βίαιο θάνατό του. Ως δίκαιος κριτής, ως «Θεός» εκείνο το πρόσωπο αποδίδει δικαιοσύνη. Ο Χωραφάς, στο τέλος, θα 'ρθει και ο ίδιος αντιμέτωπος με τον εκδικητή θεό. Η ρομφαία του, παρ' όλα αυτά, αυτόν δεν θα τον αγγίξει. Αντίθετα, η συνάντηση θα συντελέσει αποφασιστικά στην τακτοποίηση των όποιων εκκρεμοτήτων του παρελθόντος, καθιστώντας πια το παρόν του υποφερτό και ίσως παρηγορητικό.
Το άγχος ενός νόστου μακρινού, και μάλλον απροσδιόριστου, κυριαρχεί στο βιβλίο καθώς και η αγωνία εξόφλησης παλαιών οφειλών.
Με τρυφερότητα και άνεση αφηγηματική στήνεται μια αστυνομικής υφής μυθολογία. Ο Γιάννης Ξανθούλης κατορθώνει να συμπαρασύρει τον αναγνώστη του στον μουντό κόσμο του, παρά τη συχνή κατάχρηση της γλωσσικής άνεσης και τον συναισθηματικό ρητορισμό του. Ευθύς εξαρχής επιβάλλει το κλίμα του και υποδηλώνει τη φιλοσοφική του θέαση της ζωής ως παράστασης. Σε αυτή την οπτική του είναι συνεπής. Ο χώρος μάλιστα αυτός φαίνεται πως του είναι ιδιαίτερα οικείος. Ο θίασος πείθει και συγκινεί ως απείκασμα και μικρογραφία μιας Ελλάδας ταλαίπωρης και απελπισμένης. Η διάχυτη λύπη του συγγραφέα εμποτίζει τον αναγνώστη του που επιθυμεί να συμπορευτεί μαζί του, θέλει την απεμπλοκή και απελευθέρωση του αφηγητή, συγκατανεύει στους αλλεπάλληλους, έστω και πληθωριστικούς, φόνους, είναι συγκαταβατικός με τις γραφικές περσόνες και τους σχηματικούς χαρακτήρες του έργου και πρόθυμος να τους αποδεχθεί. Η ευκολία της αφήγησης δεν προκαλεί τη δυσφορία του, ούτε η ελευθεριότητα και η προφορικότητα της έκφρασης προσκρούει στην αντίστασή του. Η ποιητική μάλιστα πρόθεση του συγγραφέα και η ευαίσθητη περιήγησή του στον κόσμο και στον χρόνο των ηρώων του είναι φορές που υποστασιοποιείται σε γνήσια συγκίνηση. Δημιουργεί δηλαδή ο Γιάννης Ξανθούλης έναν ευδιάκριτο κόσμο. Ο αναπαριστώμενος αυτός κόσμος του κατορθώνει, εν πολλοίς, να πολιορκήσει τον πραγματικό κόσμο, να εισβάλλει σε αυτόν, να τον αναγελάσει και να τον διαβρώσει με μια ισχυρά ειρωνική στάση. Επίτευγμα δηλαδή που δικαιώνει το όλο εγχείρημά του, παρά το γεγονός ότι ο συγγραφέας κλείνει το μάτι στον «συμβατικό αναγνώστη», μη αποκλείοντάς τον από το «παιχνίδι», έτσι ώστε σκόπιμα να καταργούνται οι σιωπές και η υπαινικτική κατάθεση και να καταδηλώνονται οι αισθητικές προθέσεις του συγγραφέα.
Το κυρίαρχο επομένως, κατά τη γνώμη μου, ερώτημα που ανακύπτει από τη σύμπλευση με το βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη αφορά ακριβώς τον ρόλο του αναγνώστη και πώς αυτός προσλαμβάνει σήμερα και μεταστοιχειώνει ένα σύγχρονο λογοτεχνικό βιβλίο ευρείας κυκλοφορίας. Όπως ασφαλώς επίσης και ποια στάση υπαγορεύει ο αναγνώστης πλέον αυτός στον συγγραφέα. Διότι ο συγγραφέας δεν δημιουργεί ένα είδος έκφρασης για τον εαυτό του. Για να υπάρξει ένα είδος απαιτείται κάποια μορφή αναγνώρισης εκ μέρους του αναγνώστη. Το ύφος δεν αποτελεί ύφος παρά μόνο όταν αναγνωρίζεται γι' αυτό που είναι. Αν, επομένως, σύμφωνα και με τις φορμαλιστικές θεωρίες της λογοτεχνίας, οι οποίες υποθέτουν τον αναγνώστη μέσα στο κείμενο, δεχθούμε ότι το λογοτεχνικό κείμενο αναδεικνύεται διά των «συμφραζομένων» του και ότι η λογοτεχνική παραγωγή περιλαμβάνει τη διαπραγμάτευση και διαμεσολάβηση ανάμεσα στον μεμονωμένο συγγραφέα και στους κοινωνικούς θεσμούς, τότε δεν μπορούμε παρά να συνυπολογίσουμε τον παράγοντα αναγνώστη ως αναγκαίο και βασικό όρο στη διαδικασία της γραφής.
Από 'κεί και πέρα, πρέπει να απαντηθούν ερωτήματα, όπως σε ποιον ακριβώς απευθύνεται το κείμενο και πού αποσκοπεί. Ανακυκλώνοντας δηλαδή τα στοιχειώδη προβλήματα των περίφημων «προθέσεων του συγγραφέα» και ακόμη ίσως των προθέσεων του αναγνώστη. Πρέπει επομένως να επαναπροσδιοριστεί πλέον η ταυτότητα του συγγραφέα και του αναγνώστη. Ασφαλώς πολλοί θα ζητήσουν καταφυγή στις θέσεις των Νέων Κριτικών, στις πάγιες και κλασικές θέσεις της αυτοδυναμίας και αυτονομίας του κειμένου, στην αξία που ενέχει το «κείμενο καθεαυτό», αρνούμενοι να εμπλακούν σε παρόμοια ερωτήματα. Θέσεις σεβαστές που δεν γνωρίζω με πόση γενναιότητα αντιμετωπίζουν τη σύγχρονη λογοτεχνική πραγματικότητα. Ο συγγραφέας, ισχυρίζονται πολλοί, είναι πεδίο μάχης παρά πηγή, η δε νοηματοδότηση της κάθε δημιουργίας σήμερα είναι πράξη περίπλοκη. Ας μην ξεχνάμε ότι πολλοί ορίζουν τη λογοτεχνία ως την αδιάλειπτη και αναγκαστική σχέση αμοιβαίας ανταλλαγής με τον πραγματικό κόσμο. Η ανταπόκριση, θέλω να πω, του αναγνώστη προς το έργο ποικίλλει ανάλογα με τη συγκρότησή του, με το τι αυτός γνωρίζει. Ο αναγνώστης επομένως υποστασιοποιείται πάλι από τον συγγραφέα και η ταυτότητά του μόνον κατ' αυτόν τον τρόπο μπορεί να γίνει ορατή. Το κείμενο γεννά δηλαδή τον αναγνώστη του, η δε διαβόητη λογοτεχνική ποιότητα εξαρτάται απόλυτα από τη διαμορφωμένη αισθητική. Καταλήγουμε νομίζω αναπότρεπτα στην καταξίωση του υποκειμενισμού. Αυτόν αναδεικνύει άλλωστε και υπερασπίζεται, ιδιαίτερα σήμερα, η λογοτεχνία, σαρκάζοντας τις απόπειρες του επιστημονισμού και της ανάλυσης.
Δεν γνωρίζω, εν πάση περιπτώσει, σε ποιον αναγνώστη ενδίδει και συναινεί ο Γιάννης Ξανθούλης ή ποιον εκκολάπτει μέσα στο μυθιστόρημά του αυτό. Γνωρίζω όμως ότι ο συμπαθής, γι' αυτόν τον λόγο, πρωταγωνιστής του δεν φαίνεται να είναι ικανός να απαλλαγεί από το παρελθόν του. Ισως γιατί συναισθάνεται, κατά πώς λέει ο Ευγένιος Ο' Νιλ, ότι μόνο το παρελθόν υφίσταται. Ούτε παρόν υπάρχει ούτε μέλλον.
Και ας επιμένει ο Γιάννης Ξανθούλης να μας ανεβοκατεβάζει με τον μεταφορικό ανελκυστήρα του σε διαφορετικούς χρόνους, να τους αναβιώνει με ζέση και οίστρο, προσκαλώντας πρόσωπα καίρια του χθες να τον συνδράμουν (Ζακ Λακαριέρ) ή άλλα που στιγματίζουν τραγελαφικά την επικαιρότητα να εμπλακούν στον ιστό του. Να θεάται ακόμη τη ζωή του από απόσταση, ως «τη ζωή ενός άλλου», υπαινισσόμενος καινούργιους δρόμους διαφυγής και σωτηρίας, καθώς το ωραίο τέλος του βιβλίου.
Ο κόσμος του Γιάννη Ξανθούλη βρίσκεται πάντα ενώπιόν του και ενώπιόν μας απερίγραπτα ψευδής και ταυτόχρονα αληθινός. «Μα κατά τα ξημερώματα, προτού αρχίζουν τα κελαηδίσματα των πουλιών, όλα σταματούν κι ένα αυτοκίνητο φορτηγό υποθέτουν απ' το λαχάνιασμα της μηχανής απομακρύνεται σε κατευθύνσεις όπου δεν υπάρχουν δρόμοι, διέξοδοι ή χνάρια από παλιά μονοπάτια...».
Ανδρέας Μήτσου, ΤΟ ΒΗΜΑ, 03-05-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις