0
Your Καλαθι
Επιλογή κριτικών κειμένων
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Τα κείμενα που ανθολογούνται στο βιβλίο αυτό συγκροτούν στην πραγματικότητα την τρίτη ανθολογία του κριτικού έργου του Ξενόπουλου.Ο συγγραφέας περιλαμβάνει προγενέστερες ή μεταγενέστερες κριτικές για πρόσωπα που περιέχονται στον ενδέκατο τόμο για να φανούν οι ενδεχόμενες αλλαγές στη διαμόρφωση και την έκφραση της κριτικής σκέψης του Ξενόπουλου.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η συζήτηση για τον κριτικό Ξενόπουλο έχει αρχίσει εδώ και αρκετό καιρό και ολοένα αβγαταίνει. Η ανθολογία την οποία μας προσφέρει τώρα η Γ. Φαρίνου - Μαλαματάρη (ένα σώμα 26 κριτικών κειμένων, που ξεκινούν από το 1890 και φτάνουν ώς το 1937) είναι μια θαυμάσια ευκαιρία να δούμε καλύτερα το θέμα, όπως και να το εννοήσουμε σε μεγαλύτερο βάθος. Ο τόμος παρουσιάζει εξαιρετική ποικιλία και μας δείχνει αμέσως το εύρος των ενδιαφερόντων του Ξενόπουλου: από την υπεράσπιση του νατουραλισμού και του Ζολά ή τα φιλολογικά πορτρέτα του Τολστόι, του Ροΐδη, του Γρυπάρη, του Μητσάκη, του Καρκαβίτσα και του Αχιλλέα Παράσχου ώς τις θεατρικές κριτικές για τη «Δεσποινίδα Τζούλια» του Στρίντμπεργκ και την «Τρισεύγενη» του Παλαμά ή την αρθρογραφία για την υψηλή και την εμπορική λογοτεχνία. Οπως σημειώνει η επιμελήτρια, πρόκειται για την τρίτη κατά σειρά κριτική ανθολόγηση του Ξενόπουλου. Η πρώτη έγινε από τον ίδιο, το 1923, σε μια συναγωγή που έφερε τον τίτλο «Στάχυα και παπαρούνες», ενώ η δεύτερη βρίσκεται στον ενδέκατο τόμο των Απάντων του από τις εκδόσεις «Μπίρη» (1972).
Αναλυτική και ταξινομική ικανότητα
Η γλώσσα του Ξενόπουλου είναι σαφής και χωρίς διακοσμητικούς περισπασμούς, με μια φύσει αναλυτική και συνάμα ταξινομική ικανότητα. Οπαδός μιας μάλλον μέσης οδού, ο κριτικός δεν θαυμάζει ποτέ δίχως επιφυλάξεις και δεν καταδικάζει παρά σπανίως δίχως ελαφρυντικά. Συγκινείται από την ποιητική πνοή της «Τρισεύγενης», αλλά δυσκολεύεται να δεχτεί τη σκηνική της αποτελεσματικότητα, δίνει μάχη για τους «επιστημονικούς» στόχους των νατουραλιστών, αλλά διστάζει μπροστά στη φωτογραφική τους μηχανή, τον θέλγει ο αντικειμενικός κόσμος του Καρκαβίτσα, αλλά δεν θέλει να παραβλέψει τη νεωτερική υποκειμενικότητα του Επισκοπόπουλου, κατανοεί την ευαισθησία και τη γνήσια έμπνευση του Παράσχου, αλλά δεν του χαρίζει τις τεχνικές του ευκολίες, τάσσεται παρά τω πλευρώ του Ροΐδη ως προς την αξία και τη λειτουργικότητα της δημοτικής, αλλά δεν παραβλέπει την ανάγκη του να εκφράζεται με την καθαρεύουσα, τιμά τη λογοτεχνία που απευθύνεται σ' ένα υποψιασμένο και προχωρημένων απαιτήσεων ακροατήριο, αλλά δεν σπεύδει να αποκηρύξει τα μυθιστορήματα που κερδίζουν την αγάπη των πολλών, συντηρώντας ταυτοχρόνως τις ποιοτικές παραμέτρους.
Βλέποντας τα κριτικά κείμενα του Ξενόπουλου από τη σημερινή μας απόσταση, και ανεξαρτήτως των ιστορικών και των πραγματολογικών τους συμφραζομένων, δεν μπορούμε να μην τους αναγνωρίσουμε ευθυκρισία, νηφαλιότητα, θεωρητική ενημέρωση, καθώς και ουσιαστική, καίρια διαπραγμάτευση (και ανάδειξη) του αντικειμένου τους. Εκείνο που πρωτίστως διαθέτει ο Ξενόπουλος ως κριτικός είναι η ευχέρεια να εντοπίζει και να ξεχωρίζει τα στοιχεία που δίνουν στο λογοτεχνικό έργο τη θεμελιακή δυναμική του -όσα, με άλλα λόγια, χαρακτηριστικά το οπλίζουν με μέσα ισχυρής αντοχής και το διασώζουν στην τιτάνια μάχη του με το χρόνο. Οι περισσότερες από τις κρίσεις του στον ανά χείρας τόμο επιβεβαιώνονται από τον τωρινό λογοτεχνικό και κριτικό κανόνα: η ειρωνική μαεστρία του Ροΐδη, τα εθνογραφικά (αν μπορώ να το πω έτσι) ενδιαφέροντα του Καρκαβίτσα, ο αθεάτριστος Παλαμάς, η αφηγηματική άνεση και δεξιότητα του Βουτυρά, το ποιητικό εκτόπισμα του Γρυπάρη, το βάρος της πένας του Κοσμά Πολίτη, η σημασία (έστω και κάπως παρατονισμένη) του αποσπασματικού Μητσάκη. Και υπό αυτή την έννοια, έχουμε σίγουρα ενώπιόν μας ένα σοβαρό όσο και ιδιαίτερα προσεκτικό κριτικό πνεύμα.
Το ιστορικό κλίμα
Διαβάζοντας την εισαγωγή της Γ. Φαρίνου - Μαλαματάρη, που αποτελεί μία ολοκληρωμένη μελέτη της κριτικής δραστηριότητας του Ξενόπουλου, εξετάζοντας και κείμενα τα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται στον τόμο, θα διακρίνουμε ανάγλυφη και την αθέατη εκ πρώτης όψεως ιστορική πραγματικότητα: τα κίνητρα που καθοδηγούν τις επιλογές του κριτικού, τις βλέψεις που κρύβονται πίσω από τις αποτιμήσεις του ή τις φιλοδοξίες που προϋποθέτουν ο έπαινος και ο ψόγος του. Από τις πολλαπλές και ιδιαίτερα διεισδυτικές παρατηρήσεις της κρατώ τη σημαντικότερη: την κριτική του Ξενόπουλου θα πρέπει να τη σκεφτούμε σε στενή συνάφεια με τη μυθιστορηματική και τη θεατρική παραγωγή του.
Δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός ότι ως κριτικός ο Ξενόπουλος διατηρεί πάντα εκλεκτικές σχέσεις με το νατουραλισμό, μη παραλείποντας εκ παραλλήλου να τονίζει συστηματικά (τις ξέρουμε κιόλας) τις αρχές της διπλής ανάγνωσης και της διπλής αναγνώρισης: το επιτυχημένο λογοτεχνικό έργο διαβάζεται σε δύο ή περισσότερα επίπεδα και αναγνωρίζεται τόσο από το καλλιεργημένο όσο και από το ευρύτερο κοινό. Στις θέσεις αυτές καθρεφτίζεται ο ίδιος ως δημιουργός. Σε ό,τι αφορά το νατουραλισμό, φλερτάρει εφ' όρου ζωής με τους εκπροσώπους του, χωρίς, παρ' όλα αυτά, να υιοθετεί ποτέ καθ' ολοκληρίαν τις μεθόδους τους (ένα πολύ εύγλωττο παράδειγμα, το οποίο μας δείχνει με ποιον τρόπο ανοίγει ένας τέτοιος δρόμος, είναι, νομίζω, το νεανικό του μυθιστόρημα «Νικόλας Σιγαλός», που δημοσιεύτηκε το 1890 και τυπώθηκε ξανά μόνο την περασμένη χρονιά από το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, σε φιλολογική επιμέλεια της Ευτυχίας Αμιλήτου). Σε ό,τι αφορά τη διπλή ανάγνωση και τη διπλή αναγνώριση, ας μην ξεχνάμε την επιτυχία που γνωρίζουν τα μυθιστορηματικά και θεατρικά έργα του Ξενόπουλου στα χρόνια τους, όπως και την έντονη προσπάθειά του να συνδυάσει τη δόξα και το χρήμα με την ποιότητα και τη λογοτεχνική καταξίωση. Οπως κι αν έχει, η κουβέντα για τον κριτικό Ξενόπουλο είναι μπροστά μας, και θα πυκνώσει ασφαλώς στο μέλλον περισσότερο. Και μακάρι να έρθουν σύντομα στην επιφάνεια κι άλλα εύγλωττα δείγματα (όπως κι εξίσου φροντισμένα) της κριτικής του σκέψης.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 21/02/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις