0
Your Καλαθι
Τα τιμαλφή
Περιγραφή
Βρες ένα ψέμα
απ’ το μικρό του δάχτυλο να κρατηθείς
καθώς βυζαίνεις άδειο
κι ο πόνος σε βουβαίνει
Περνά ένα γαλάζιο πότε-πότε
μ’ ένα χάδι στη στροφή
ας λιγοστεύει η ζωή
καταργώντας τα κτητικά
κι άλλες του νου νυχτωδίες
Σ’ αυτό το λίγο βυθίζεται η ελπίδα
κι απ’ αυτό αναδύεται να σε γελάσει πάλι
[...] Διακρίνουμε στη γραφή του Πάνου Κυπαρίσση τα στοιχεία μιας ποιητικής που συνδέεται με την εντοπιότητα και την καταγωγή, που πραγματεύεται το θέμα ενός ενδότερου νόστου και τον ανάγει, με τις δημοτικές υπομνήσεις αλλά και την απερίφραστη λιτότητα του ελεύθερου στίχου, σε ύλη βαθιά βιωματική και αφηγημένη. Έχοντας πίσω του μια ενήλικη ζωή με σκηνικό υπόβαθρό της την καθημερινότητα του μεγάλου αστικού κέντρου, ο ποιητής θυμάται, διαλέγεται με την παιδική του ηλικία και συνομιλεί με το αίμα και με τον τόπο του.
[...] Εκτός από μετάλλευμα, η μνήμη αναδεικνύεται και η ίδια σε φως που καθιστά ορατό τον κόσμο και του δίνει σχήμα. Προκειμένου να αποδώσει κάτι που γίνεται αντιληπτό ως τέλος εποχής, ο Κυπαρίσσης αγγίζει και την Ιστορία, ιδίως των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, μέσα από τη μικρή κλίμακα που διεκδικεί τη φωνή της στον λόγο του βιώματος και της μαρτυρίας, εδώ που «όλα τα μουσεία θάνατο δείχνουν».
Γιάννης Δούκας , περ. ΔΙΑΒΑΖΩ, Ιούλιος – Αύγουστος 2012
[...] Ο Πάνος Κυπαρίσσης προσπαθεί με τρόπους πολλούς να συλλάβει το νόημα της στιγμής που συνιστά η ύπαρξη απέναντι στην αιωνιότητα του θανάτου. Περνώντας ο χρόνος, προελαύνει η σιωπή, παλεύει σώμα με σώμα με τον λόγο, πάντα τη νικά αυτός, αλλά κερδίζει έδαφος κι εκείνη [...]
[...] Πριν και μετά, ο κόσμος, η φύση, ο άλλος, η λέξη. Πάντα η σιωπή. Που δεν τρομάζει στα ποιήματα του Κυπαρίσση, ησυχάζει λες τον αναγνώστη με τη διακριτική παρουσία της. Ο Κυπαρίσσης αποδέχεται το σκοτάδι για να το εξημερώσει, το εξεικονίζει ως μέρος αναπόσπαστο της ύπαρξης για να το κάνει οικείο, το ντύνεται ποιητικά για να μας δείξει ότι μπορεί να είναι και απαλό, μαύρο βαμβάκι, «χνούδι μαύρο φως», άγγιγμα που σαρώνει και λυτρώνει. Πάντα στα όρια, τη μοίρα του ανθρώπου, τη μοίρα της γραφής.
Τιτίκα Δημητρούλια, εφ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 10/10/2012
απ’ το μικρό του δάχτυλο να κρατηθείς
καθώς βυζαίνεις άδειο
κι ο πόνος σε βουβαίνει
Περνά ένα γαλάζιο πότε-πότε
μ’ ένα χάδι στη στροφή
ας λιγοστεύει η ζωή
καταργώντας τα κτητικά
κι άλλες του νου νυχτωδίες
Σ’ αυτό το λίγο βυθίζεται η ελπίδα
κι απ’ αυτό αναδύεται να σε γελάσει πάλι
[...] Διακρίνουμε στη γραφή του Πάνου Κυπαρίσση τα στοιχεία μιας ποιητικής που συνδέεται με την εντοπιότητα και την καταγωγή, που πραγματεύεται το θέμα ενός ενδότερου νόστου και τον ανάγει, με τις δημοτικές υπομνήσεις αλλά και την απερίφραστη λιτότητα του ελεύθερου στίχου, σε ύλη βαθιά βιωματική και αφηγημένη. Έχοντας πίσω του μια ενήλικη ζωή με σκηνικό υπόβαθρό της την καθημερινότητα του μεγάλου αστικού κέντρου, ο ποιητής θυμάται, διαλέγεται με την παιδική του ηλικία και συνομιλεί με το αίμα και με τον τόπο του.
[...] Εκτός από μετάλλευμα, η μνήμη αναδεικνύεται και η ίδια σε φως που καθιστά ορατό τον κόσμο και του δίνει σχήμα. Προκειμένου να αποδώσει κάτι που γίνεται αντιληπτό ως τέλος εποχής, ο Κυπαρίσσης αγγίζει και την Ιστορία, ιδίως των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, μέσα από τη μικρή κλίμακα που διεκδικεί τη φωνή της στον λόγο του βιώματος και της μαρτυρίας, εδώ που «όλα τα μουσεία θάνατο δείχνουν».
Γιάννης Δούκας , περ. ΔΙΑΒΑΖΩ, Ιούλιος – Αύγουστος 2012
[...] Ο Πάνος Κυπαρίσσης προσπαθεί με τρόπους πολλούς να συλλάβει το νόημα της στιγμής που συνιστά η ύπαρξη απέναντι στην αιωνιότητα του θανάτου. Περνώντας ο χρόνος, προελαύνει η σιωπή, παλεύει σώμα με σώμα με τον λόγο, πάντα τη νικά αυτός, αλλά κερδίζει έδαφος κι εκείνη [...]
[...] Πριν και μετά, ο κόσμος, η φύση, ο άλλος, η λέξη. Πάντα η σιωπή. Που δεν τρομάζει στα ποιήματα του Κυπαρίσση, ησυχάζει λες τον αναγνώστη με τη διακριτική παρουσία της. Ο Κυπαρίσσης αποδέχεται το σκοτάδι για να το εξημερώσει, το εξεικονίζει ως μέρος αναπόσπαστο της ύπαρξης για να το κάνει οικείο, το ντύνεται ποιητικά για να μας δείξει ότι μπορεί να είναι και απαλό, μαύρο βαμβάκι, «χνούδι μαύρο φως», άγγιγμα που σαρώνει και λυτρώνει. Πάντα στα όρια, τη μοίρα του ανθρώπου, τη μοίρα της γραφής.
Τιτίκα Δημητρούλια, εφ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 10/10/2012
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις