0
Your Καλαθι
Από τη ζωή ενός αγωνιστή Ι 1930-1943
Περιγραφή
Ο συγγραφέας στον πρώτο τόμο των απομνημονευμάτων του με γενικό τίτλο "Από τη ζωή ενός αγωνιστή", περιγράφει την αγωνιστική του δράση από το 1930, όταν, σε ηλικία 15 ετών, εντάχθηκε στο κομμουνιστικό κίνημα της Σάμου, μέχρι το 1943. Οι αναφορές του στα γεγονότα και τις εξελίξεις της δεκαετίας του 1930, αποτελούν μοναδικές μαρτυρίες για την εμφάνιση και την ανάπτυξη του κινήματος της αριστεράς στη Σάμο στη διάρκεια του μεσοπολέμου.
[...]
Πρόκειται για ένα μοναδικό, ντοκουμέντο για την πορεία της χώρας μας και της αριστεράς, στην τραγική και ηρωική αυτή περίοδο της σύγχρονης ιστορίας μας.
Απόσπασμα από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Είναι κοινός τόπος ότι η ιστορία του ελληνικού αριστερού κινήματος στον 20ό αιώνα δεν έχει ακόμα γραφτεί. Και παρ' όλο που οι συμβολές συνεχώς πληθαίνουν, απουσιάζουν τα συστηματικά και συνθετικά έργα, τα οποία θα επιχειρούσαν να συνδυάσουν ένα πλήθος στοιχείων όπως έχουν έλθει στο φως μέσα από την αρχειακή έρευνα, τη βιβλιογραφική επισκόπηση και την έκδοση ενός πλήθους αυτοβιογραφικών και βιογραφικών κειμένων. Κείμενα καταγγελτικά ή δικαιωτικά, κείμενα που προσφέρουν εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πληροφορίες για ανθρώπους και γεγονότα, αλλά κυρίως για στάσεις και νοοτροπίες, έστω και διαμεσολαβημένες από το χρόνο και τη συγκυρία, όπως για την προηγούμενη εικοσαετία, η οποία σε μεγάλο βαθμό, καθορίστηκε από δυο σημαίνουσες αλλαγές. Αναφέρομαι, αφ' ενός, στην ελληνική Μεταπολίτευση και ιδιαίτερα στην πολιτική μεταβολή μετά το 1981 με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και, αφ' ετέρου, σε τελείως διαφορετική κλίμακα και κλίμα, στην κατάρρευση του λεγομένου «υπαρκτού σοσιαλισμού». Γεγονότα που καθόρισαν στάσεις, διαμόρφωσαν συνειδήσεις, επέδρασαν καταλυτικά στην επανανάγνωση των προσωπικών ιστοριών. Το 1988 ο Σαμιώτης Γιώργος Κυριακού, σε ηλικία 73 χρόνων, αποφάσισε να γράψει τη βιογραφία του. Η επιδίωξή του ήταν, όπως σημειώνει, να καταγράψει γεγονότα που υπήρχε ο κίνδυνος να τα σβήσει ο χρόνος, να επισημάνει την αντιστοιχία τού τότε με το σημερινό προοδευτικό κίνημα και να ασκήσει κριτική στην πολιτική των κομμουνιστικών κομμάτων κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο.
Η αφήγηση ξεκινά το 1930, όταν η οικονομική κρίση που έπληξε το νησί ανάγκασε τον ήρωα να διακόψει τη φοίτησή του στο Γυμνάσιο στο Βαθύ και να επιστρέψει στο χωριό του, τον Παγώνδα, για να βοηθήσει τον αγρότη πατέρα του. 15 χρόνων παρακολούθησε το πρώτο του συλλαλητήριο, ενώ δυο χρόνια αργότερα έγινε κι επίσημα μέλος της κομμουνιστικής νεολαίας του χωριού, αναλαμβάνοντας μια σειρά από δραστηριότητες: συμμετοχή σε εκλογές, οργάνωση συλλαλητηρίων, παράνομη αναγραφή συνθημάτων, στρατολογήσεις μελών, συνεννοήσεις με τα γειτονικά χωριά, οργανώσεις μετωπικών επιτροπών για την ειρήνη σε μια μικρή κοινωνία, όπου πλησιάζοντας προς τη δικτατορία του Μεταξά ο αντικομμουνισμός διαδιδόταν όλο και περισσότερο, ενώ τα κατασταλτικά μέτρα ενισχύονταν. Η επιβολή του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου τον οδήγησε στη φυλακή κι έπειτα στην εξορία της Ανάφης για έξι μήνες. Ως στρατιώτης, πλέον, επέστρεψε στο νησί του. Υστερα από στρατιωτική θητεία ενός περίπου χρόνου με έντονη πολιτική δράση μέσα στη μονάδα του, λιποτάκτησε και πέρασε στην παρανομία. Το 1938 συνελήφθη, βασανίστηκε σκληρά και καταδικάστηκε σε έναν χρόνο φυλακή και πάλι έξι μήνες εξορία, στη Σίφνο αυτήν τη φορά, από όπου μετά την κατάρρευση του μετώπου απέδρασε και ήλθε στην Αθήνα. Στις τελευταίες σελίδες του τόμου περιγράφεται η δράση του στην πρωτεύουσα ως ενεργού πλέον κομματικού στελέχους το οποίο συμμετείχε στην Αντίσταση κατά των κατακτητών. Το βιβλίο σταματά το 1943, ενώ το δεύτερο μέρος, που παραμένει ακόμη ανέκδοτο, φτάνει ώς τις αρχές της δεκαετίας του 1980, σύμφωνα με τον επιμελητή της έκδοσης Μανόλη Βουρλιώτη.
Ο ανά χείρας τόμος αποτελεί μια σημαντική συνεισφορά κατ' αρχήν στην ιστορία του αριστερού κινήματος στη χώρα μας. Οι περιγραφές των συνθηκών ζωής στις φυλακές και στις εξορίες προστίθενται στις λιγοστές που έχουμε για τους προπολεμικούς τόπους μαρτυρίου των κομμουνιστών, ενώ η περιγραφή της δράσης του στο στρατό αποτελεί μία από τις λίγες αντίστοιχες για τους κομμουνιστές στρατιώτες πριν από το 1940 και γενικότερα για τη διάδοση και την πρόσληψη των αριστερών ιδεών στο Μεσοπόλεμο.
Το βιβλίο συνιστά, όμως, κυρίως μια πολύτιμη μαρτυρία για την ιστορία της Αριστεράς στη Σάμο. Περιγράφει τη ζωή ενός τοπικού στελέχους την περίοδο 1930-1943 σε ένα νησί για το οποίο διαθέτουμε ελάχιστες μαρτυρίες σχετικά με το αριστερό κίνημα την περίοδο αυτή, για ένα κίνημα που τα μετέπειτα χρόνια θα γνωρίσει μια εξαιρετική άνθηση. Μας παρέχει πληροφορίες για το προσωπικό που στελέχωσε το κομμουνιστικό κόμμα, πλήθος ονομάτων και ιδιοτήτων, περιγραφές κομμουνιστικών δραστηριοτήτων, αναφορά στις αντιδράσεις και τις στάσεις των υπόλοιπων κατοίκων. Ποιοι ήταν οι άνθρωποι, η επαγγελματική τους ταυτότητα, η ταξική τους θέση, που συστοιχήθηκαν στις κομμουνιστικές ιδέες, τι αντιπροσώπευαν στον Παγώνδα; Ποια ήταν τα οικογενειακά και τα τοπικά δίκτυα που επέτρεψαν τη διάδοση των ιδεών; Στην αφήγηση του Κυριακού, ο φυλακισμένος αδελφός, η ανύπαντρη αδελφή, τα ξαδέλφια αποτελούν πρόσωπα εμπιστοσύνης, η συγγενική τους σχέση συνδέεται με την πολιτική, γίνεται στήριγμα στην παρανομία. Ως παράνομος, σε μερικές από τις ωραιότερες σελίδες του βιβλίου, τριγυρίζει στο νησί, δίπλα σε έναν κόσμο που συνεχίζει τις αγροτικές ή κτηνοτροφικές δουλειές του, γνωρίζοντας είτε αγνοώντας την ύπαρξή του. Οι κινήσεις των παρανόμων, τα καλύβια και οι στάνες που γίνονται καταφύγια, οι τρόποι επιβίωσης περιγράφονται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, αναδεικνύοντας την ανθρωπογεωγραφία του χώρου, προβάλλοντας διαδρομές που η προέλευσή τους χάνεται στο χρόνο. Το βιβλίο θέτει μια σειρά από ερωτήματα στον ιστορικό, των οποίων η απάντηση υπερβαίνει τις σελίδες του, συνδέεται με τη μελέτη και την ανάλυση μιας σειράς στοιχείων για την ιστορία του νησιού. Η πρόσφατη δημοσίευση από τον ίδιο εκδοτικό οίκο δύο άλλων μαρτυριών για την ιστορία της Σάμου [Σταύρος Χατζηγεωργίου (Γαλάνης), Συνδικάτα: Το εργατικό κίνημα των βυρσοδεψεργατών Καρλοβάσου Σάμου 1899-1947 και Αργύρης Πετρονώτης, Χρονικό Ελισσαβίτη] προσθέτει σημαντικές ψηφίδες σε αυτό το ψηφιδωτό και αποτελεί μια πραγματική προσφορά στην τοπική ιστορία.
Ο λόγος του Γιώργου Κυριακού είναι ένας λόγος λιτός, ξερός, χωρίς κοσμητικά επίθετα, δίχως γλαφυρότητες: ένας λόγος καθαρός, εστιασμένος στα γεγονότα, με λιγοστές κρίσεις για τους ανθρώπους. Η πνευματική του διαδρομή, τα ερωτηματικά και οι αμφιθυμίες παραμένουν στη σκιά, όπως και η πιο προσωπική του ζωή, ενώ οι αναφορές στην οικογένειά του είναι μετρημένες. Κάπου μαθαίνουμε ότι ήταν σοβαρά άρρωστος, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις. Οι σελίδες που αφιερώνει στον εαυτό του, τη δυνατότητά του να αντεπεξέρχεται στις κακουχίες, στα καλά λόγια που ακούει από φίλους και εχθρούς για τη δράση του συνδέονται κυρίως με την πίστη του στον αγώνα, με τα κομματικά διαβάσματα που έχει κάνει, με τα ισχυρά πρότυπα που είχε.
Η συγκεκριμένη αφήγηση δεν αποτελεί απλώς μια επιλογή υπαγορευμένη από το χρόνο, συνδέεται με τις διαδικασίες συγκρότησης του συγγραφέα, με την κοσμοαντίληψή του, όπως έχει διαμορφωθεί ιδιαίτερα στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Το κείμενο του Κυριακού είναι το κείμενο ενός αγωνιστή -θυμίζω άλλωστε και τον τίτλο του- ο οποίος προτάσσει πριν από καθετί προσωπικό το γενικό καλό όπως εκφράζεται από το Κόμμα, επιθυμεί να σταθεί αντάξιος των ιδανικών του, ονειρεύεται να γίνει ο ίδιος πρότυπο. Αναφέρεται έτσι στη στάση του και στη δυνατότητά του να αντέξει τα βασανιστήρια, θεωρώντας το υποχρέωση κάθε στελέχους, το οποίο πρέπει να αποτελεί υπόδειγμα για τα απλά μέλη. Οι λιγοστές αναφορές στα εσωκομματικά προβλήματα προκύπτουν, ενδεχομένως, από μια αίσθηση συνωμοτικότητας και την ανάγκη διαφύλαξης της εικόνας του κόμματος, αλλά και από την προσπάθεια του συγγραφέα να αναδείξει μια λαμπρή εικόνα του προοδευτικού κινήματος. Πενήντα χρόνια μετά, ο Κυριακού χρησιμοποιεί στο λεξιλόγιό του μια σειρά από όρους της κομμουνιστικής Αριστεράς του Μεσοπολέμου τονίζοντας τον ομφάλιο λώρο που τον συνδέει με αυτήν. Το κείμενό του εντάσσεται σε ένα ευρύτερο αφήγημα μιας γενιάς ανθρώπων. Εάν δεν συνειδητοποιήσουμε τις διαδικασίες συγκρότησης αυτών των ανθρώπων, τον τρόπο που ονειρεύονταν, την πίστη τους σε έναν καλύτερο κόσμο, ο οποίος θα ήταν ριζικά διαφορετικός από τον σημερινό, δεν θα καταλάβουμε ούτε τον τρόπο γραφής τους ούτε, κυρίως, τους απίστευτους αγώνες που κατέβαλαν, και κάποτε δυστυχώς και τις βαναυσότητες που διέπραξαν.
Το κείμενο του Κυριακού αποτελεί, παρά τη λιτότητά του, μια πολύτιμη μαρτυρία για την ιστορία της προπολεμικής κυρίως Αριστεράς στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στη Σάμο. Αποτελεί ακόμη ένα σημαντικό δείγμα του τρόπου συγκρότησης ενός κομμουνιστή, όπως αποτυπώνεται στις σελίδες του βιβλίου, έστω και διαμεσολαβημένου από το χρόνο και τις συγκυρίες. Πρέπει να τονιστεί ότι σε ένα κείμενο που αναφέρεται στα εσωτερικά μιας μικρής κοινότητας με έντονες συγκρούσεις, από τις οποίες ο συγγραφέας έχει κακοπάθει, λείπουν οι βαρείς χαρακτηρισμοί, απουσιάζουν οι προσωπικές αιχμές. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν ο Κυριακού αποφασίζει, στα ύστερα της ζωής του, να εκδώσει το βιβλίο, καθώς η αρχική σκέψη ήταν να παραμείνει ανέκδοτο, αντικαθιστά με αρχικά τα ονόματα εκείνων που τον κατέδωσαν, ενώ αμφιβάλλει και για το εάν για τη σύλληψή του από τη μεταξική δικτατορία ευθύνεται εκείνος ο οποίος κατηγορήθηκε. Το βιβλίο συνολικά αναδεικνύει ένα ξεχωριστό ήθος και έναν βαθύτατο ανθρωπισμό. Εάν το επισημαίνω, είναι γιατί δεν είναι καθόλου αυτονόητο.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 18/07/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις