0
Your Καλαθι
Οπισθοδρομήσεις
Αναδρομή ζωής
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Θα πρέπει εξαρχής να τονίσω ότι ελαχιστότες φορές κατέφυγα μέχρι σήμερα στον πεζό λόγο. Κι ακόμη, να διευκρινίσω πως το κείμενο που ακολουθεί δεν μπορεί με κανέναν τρόπο, απολύτως με κανέναν τρόπο, να συμπεριληφθεί στην κατηγορία των αυτογραφιών οποιασδήποτε μορφής. Περιλαμβάνει ένα σύνολο αναδρομών στα περασμένα, χωρίς την παραμικρή ιδανική χρονολογική σειρά. Ένα σύνολο από άτακτες μνήμες που εφορμούν στα τυφλά σε γεγονότα κάποιων άλλων εποχών.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Με την επικούρεια ρήση «Λάθε βιώσας» κατέληγε ο Κλείτος Κύρου το καλοκαίρι του 1998 τη νεκρολογία δύο φίλων του ποιητών, του Σερραίου Γιώργου Καφταντζή και του Ξανθιώτη Ηλία Γαργάλα. Απόφθεγμα που νομίζουμε ότι ως έναν βαθμό ισχύει και για τον ίδιο, καθώς την προβολή μάλλον ποτέ δεν την επεδίωξε. Ενδεικτικές και οι φειδωλές τιμητικές διακρίσεις που του επεφύλαξε η Πολιτεία· μόλις ένα Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης, το 1988, για τεσσαρακονταετή ποιητική παρουσία και ένα κρατικό βραβείο μετάφρασης, το 1994, αφού είχε διανυθεί μισός αιώνας μεταφραστικής δημιουργίας. Επίσης, το 2001, τα ογδοντάχρονά του πέρασαν απαρατήρητα, τουλάχιστον όσον αφορά την πρωτεύουσα. Όλα αυτά, πρόσθετοι λόγοι που κάνουν τη συνέντευξη-ποταμό στον Γ. Καλιεντζίδη του ραδιοφωνικού σταθμού Μακεδονίας άκρως ευπρόσδεκτη. Ο ποιητής, «με οπισθοδρομήσεις» και «ψήγματα μνήμης», αποπειράται μια «αναδρομή ζωής».
Από μιας αρχής μάς άρεσε η ιδέα των υπευθύνων του 9,58 FM της ΕΡΤ3 να δώσουν τη μορφή βιβλίων στη σειρά εκπομπών «Το ταξίδι της μνήμης». Τα πρώτα δύο βιβλία με τις εξομολογητικές ανιστορήσεις του Ν. Μπακόλα και του Ντ. Χριστιανόπουλου κυκλοφόρησαν τον Οκτώβριο του 1997. Στα τέσσερα ενδιάμεσα χρόνια προστέθηκαν οι ιστορίες των Κ. Μοσκώφ, Τηλ. Αλαβέρα, Κ. Λαχά, Ν. Κοκκαλίδου-Ναχμία και δύο νεότερων, του Αλέξ. Κοσματόπουλου και του Π. Θεοδωρίδη (αν δεν χάσαμε κάποιο, καθώς ως γνωστόν η αθηναϊκή αγορά ομφαλοσκοπεί). Το πρόσφατο του Κλ. Κύρου διαφέρει μορφικά από τα προηγούμενα, αφού, τουλάχιστον το σχήμα, καθορίστηκε από τον αθηναίο εκδότη, ωστόσο παραμένει πιστό ως προς το περιεχόμενο.
Και η αφήγηση του Κλ. Κύρου ξεκινά από τους παππούδες και τις γιαγιάδες, όταν στα τέλη του 19ου αιώνα συρρέουν στη Θεσσαλονίκη για μεγαλύτερη ασφάλεια αλλά και για βιοποριστικούς λόγους. Ο εκ πατρός παππούς έρχεται από την Καλέβιστα, τη μετέπειτα Καλή Βρύση, χωριό 392 κατοίκων, κατά την απογραφή του 1928, στην ελληνοαλβανική μεθόριο, που σβήστηκε από τον χάρτη μετά τον Εμφύλιο. Ο άλλος παππούς, ονόματι Νικόλαος Κατσανίκας, κατάγεται από το Βλάτσι ή και Βλάστη, το παλαιότερον Μπλάτσι, ιστορική κοινότητα στην επαρχία Εορδαίας του Νομού Κοζάνης, κοντά στα Καϊλάρια, τη σημερινή Πτολεμαΐδα. Από το Μπλάτσι και το σόι εκ πατρός του Ν. Μπακόλα, αν και με ρίζες «στην Ήπειρο, ψηλά, στην Κορυτσά» και πατρίδα τη Δάρδα. Παράξενοι που είναι οι συγγραφείς· λεπτομερειακά προσδιορίζει το οικογενειακό δέντρο ο ποιητής Κλ. Κύρου, ενώ ο Ν. Μπακόλας μόλις που αναφέρεται στον πάππο του, μια και τον έχει πολλαπλώς εμπλέξει στις μυθοπλασίες του.
Μυθιστορηματική φυσιογνωμία ο πατέρας του ποιητή. Γεννημένος το 1886, βρέθηκε το 1908 στο Σεντ Λούις των ΗΠΑ, όπου πήρε πτυχίο υπομηχανικού και είχε εξαιρετικές επιδόσεις στην πυγμαχία, την ίδια ακριβώς εποχή που περνά από την πόλη ο Αντρέας Κορδοπάτης από τη Δάρα Μαντινείας στην, κατά Θ. Βαλτινό, ιστορία του. Όταν ο Σωτήρης Κύρου επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, έφερε μαζί του μοτοσικλέτα, φωτογραφική μηχανή και διαφορετικές συνήθειες. Ιδιος ο γιος του στις φωτογραφίες, με αδυναμία στις φάρσες. Πέθανε νωρίς, το 1942, και ο Κλ. Κύρου θα ζήσει στενά δεμένος με τη μητέρα του, την Κόνα Λένκω.
Επακόλουθο των πατρικών χρόνων στην Αμερική, η φοίτηση του Κλ. Κύρου στο κολέγιο «Ανατόλια» της συμπρωτεύουσας, παρά «τα τσουχτερά δίδακτρα». Εκεί ο φιλόλογος Λάμπρος Παραράς τού άνοιξε «τις πύλες της Ποίησης». Η συνέχεια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, και δη στη Νομική Σχολή, όπου εισήχθη τον Σεπτέμβριο του 1939, 27ος επί συνόλου 150. Στα πανεπιστημιακά έδρανα φτιάχνεται μια συντροφιά που μετέχει στην αντίσταση κατά των κατακτητών και πληρώνει το τίμημα· άλλοι θα βρεθούν αντιμέτωποι με μια θανατική καταδίκη, άλλοι στον Γράμμο και μετά πολιτικοί πρόσφυγες στις σοσιαλιστικές χώρες, και άλλοι θα δεινοπαθήσουν στα μετόπισθεν.
Μέσα στη μεγάλη παρέα, μια μικρότερη με λογοτεχνικές ανησυχίες θα κυκλοφορήσει δύο φοιτητικά περιοδικά: το «Ξεκίνημα», για εννέα μήνες, από τις 15 Φεβρουαρίου 1944 ως την αποχώρηση των Γερμανών από τη Θεσσαλονίκη, στις 30 Οκτωβρίου, και αμέσως μετά τον «Φοιτητή». Προ πάντων θα σταθεί το φυτώριο από όπου θα ξεπηδήσουν οι κοινωνικοί ποιητές της Θεσσαλονίκης. Οσοι, μετρημένοι, διασώζουν οι γραμματολόγοι αλλά και οι άλλοι που μένουν, τουλάχιστον προσώρας, στα παραλειπόμενα της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, με στίχους που ζητούν επίμονα την ευκαιρία μιας επανεξέτασης.
Ο Κλ. Κύρου σκιαγραφεί τους στενούς φίλους. Επιστήθιος ο Θανάσης Φωτιάδης, συνομήλικός του Κωνσταντινουπολίτης, και αυτός δικηγόρος, από το 1950 και ώς τον θάνατό του, το 1989, εγκατεστημένος στην Αθήνα, ο οποίος ανήκει κατά τον Κλ. Κύρου στους παραγνωρισμένους. Μετά έρχεται «ένας ψηλός με μια κιθάρα, έξαλλος, ύφος τέλειο Κόντογλου, βυζαντινό, ήρωας του Γκρέκο». Ένας Μανόλης Αναγνωστάκης, τόσο διαφορετικός από τη μετέπειτα γνωστή εικόνα του ποιητή. Ακολουθούν οι ξενομερίτες: ο πρόσφυγας από τη βουλγαροκρατούμενη Ξάνθη Ηλ. Γαργάλας και «ο αξέχαστος Σερραίος συγγραφέας και λάτρης του χωρατού» Γ. Καφταντζής. Ακόμη, ένας λίγο μεγαλύτερος, «ο λεβέντης Ανθος Φιλητάς», ψευδώνυμο του Ανθιμου Χατζηανθίμου, ο Γιάννης Μακεδόνας του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού, ένας ποιητής που μοιράστηκε και χάθηκε ένθεν και ένθεν του «παραπετάσματος». Όσο για τον τέταρτο της εκδοτικής ομάδας του περιοδικού «Ξεκίνημα» (πλην των Θ. Φωτιάδη, Μ. Αναγνωστάκη, Κλ. Κύρου) και τρίτο διασωθέντα από χωροθέτες ιστορικούς στο σκάφος της γενιάς (πλην των Μ. Αναγνωστάκη, Κλ. Κύρου), τον θεσσαλονικέα ποιητή Πάνο Θασίτη, ο Κλ. Κύρου τον αναφέρει στις «τρελές συντροφιές» των μετέπειτα δεκαετιών.
Την ανιστόρηση του Κλ. Κύρου εικονογραφούν φωτογραφίες εποχής και απλώνουν περαιτέρω ένθετα ποιήματα, τα οποία συνδέονται άμεσα με τις μνημονικές αναδρομές, δείχνοντας και τον τρόπο που τα πρόσωπα, τα γεγονότα και η αλλοτινή ατμόσφαιρα εξέθρεψαν το ποιητικό σώμα. Τέλος, συγκρατούμε την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής, «Αναζήτηση», τυπωμένης στις Σέρρες από τον Θανάση Γραικόπουλο, αυτήν που ο λίγο πρεσβύτερος Αρης Δικταίος υποδέχθηκε με τη φράση «Ενώ η πρωτεύουσα φλυαρεί, η Θεσσαλονίκη ομιλεί».
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ, ΤΟ ΒΗΜΑ , 20-01-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις