0
Your Καλαθι
Απόκρυφες ιστορίες
Μύθοι και θρύλοι από τον κόσμο των πρώτων χριστιανών
Περιγραφή
Οι «Απόκρυφες ιστορίες» καταγράφουν και παρουσιάζουν ορισμένες ξεχασμένες, αποσιωπημένες, περίεργες ή, απλώς, ακατανόητες αφηγήσεις που σχετίζονται με τον πρώιμο χριστιανισμό. Για τη συγγραφή τους ο Δημήτρης Κυρτάτας κάνει συστηματική χρήση των λεγόμενων απόκρυφων ευαγγελίων, πράξεων και αποκαλύψεων. Πολλές από τις πληροφορίες που προσκομίζει τις αντλεί πάντως από την επίσημη χριστιανική παράδοση, από συγγράμματα των εκκλησιαστικών πατέρων και, κυρίως, από την «Εκκλησιαστική ιστορία» του Ευσέβιου. Ακόμα και όταν προέρχονται από έγκυρες πηγές, οι αφηγήσεις που επιλέγει έχουν παραμείνει άγνωστες και ανεκμετάλλευτες. Σπανίως θα τις συναντήσει κανείς, για παράδειγμα, σε όσα διδάσκονται στην πολυετή θρησκευτική παιδεία των ελληνικών σχολείων.
Οι «Απόκρυφες ιστορίες» μάς φέρνουν πλησιέστερα στο μύθο και το θρύλο παρά στα συμβάντα με τα οποία ασχολείται συνήθως η παραδοσιακή ιστορία. Συχνά κινούνται στο χώρο της φαντασίας ή ακόμα και των ονείρων. Αυτό πάντως δεν τις καθιστά λιγότερο αληθινές. Εάν για τη μελέτη ενός θρησκευτικού φαινομένου η αλήθεια των ιδεών είναι εξίσου σημαντική και, κάποτε, σημαντικότερη από την αλήθεια των πράξεων, ο μικρός αυτός τόμος μπορεί να διαβαστεί και ως συμπλήρωμα στην καθιερωμένη προσέγγιση του πρώιμου χριστιανισμού και της ιστορίας του.
Απο το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το ιστορικό έργο του Δημήτρη Κυρτάτα είναι μια σημαντική συμβολή στην έρευνα του πρώιμου χριστιανικού κινήματος -έρευνα η οποία ως επί το πλείστον, και για λόγους εν πολλοίς ακατανόητους, έχει αφεθεί στα χέρια των θεολόγων. Είναι σαν να λέμε ότι οι μόνοι που μπορούμε να εμπιστευθούμε ως έγκυρους ιστορικούς της ρωσικής επανάστασης του 1917 είναι οι διαπιστευμένοι ερευνητές της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ! Αν, εν πάση περιπτώσει, ισχύει ότι η ιστορία, ως επιστήμη, είναι υποχρεωμένη να βασίζεται σε γραπτά τεκμήρια και αρχειακές καταγραφές, το «γεγονός» στο οποίο αποβλέπει δεν μπορεί να ταυτίζεται πλέον με το (οιοδήποτε) γραπτό τεκμήριο, αλλά θα πρέπει να διασταλεί τόσο ώστε να συμπεριλάβει τις ίδιες τις διαδικασίες και πράξεις που οδηγούν στην παραγωγή αυτού ή του άλλου τεκμηρίου: και καταλαβαίνει κανείς ότι αν ο ιστορικός αντιμετωπίσει με τέτοιο διασταλτικό τρόπο το έργο του, καμία καταγραφή, επίσημη ή ανεπίσημη, γραπτή ή προφορική, πρωτογενής ή δευτερογενής, δεν είναι χωρίς αξία.
Αν εν γένει τα μορφώματα πολιτισμού, αυτά που εκχωρούμε στην αρμοδιότητα της ιστορικής έρευνας, είναι πολύπλοκα υφασμένες διαπλοκές γεγονότων και κειμενικών κατασκευών σε αλλεπάλληλες σπείρες, τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο για τις θρησκευτικές παραδόσεις. Και για κάποιον ειδικό ιστορικό λόγο, αυτό που ισχύει κανονικά για όλες τις θρησκείες, ισχύει ακόμη περισσότερο για το χριστιανισμό: ο χριστιανισμός είναι αναμφίβολα η πιο «κειμενική» απ' όλες τις θρησκείες, και αυτό όχι απλώς με την έννοια ότι επικεντρώνεται γύρω από ένα ιερό βιβλίο (πολλές άλλες θρησκείες το κάνουν εξίσου), αλλά κυρίως ότι διαβάζει τα ιερά του κείμενα ως δεσμευτικές ιστορικές αφηγήσεις και αναπλάθει την «πραγματική» του ιστορία μέσ' από κειμενικές κατασκευές, οι οποίες έγιναν ακριβώς για ν' αποκλειστούν εναλλακτικές αφηγήσεις των γεγονότων ή εναλλακτικές εκδοχές της πίστης. Η ιστορία της χριστιανικής πίστης είναι η ιστορία μιας ατέρμονης παραγωγής «αιρέσεων», και χωρίς το φως που της ρίχνουν οι αιρέσεις «του», η ιστορία του χριστιανικού δόγματος θα ανήκε απλώς στην αρμοδιότητα της λογοτεχνικής κριτικής. Ο ιστορικός του Χριστιανισμού είναι υποχρεωμένος λοιπόν να εργαστεί ως κατεξοχήν γενεαλόγος (με την έννοια του Foucault): να επικεντρωθεί όχι τόσο στην επίσημη εξιστόρηση που ελάχιστη ιστορική αξία έχει από μόνη της, αλλά στις τομές και στις ρήξεις που διαμορφώνουν κάθε φορά ένα συνεχές λόγου, το οποίο καταλήγει να εκλαμβάνεται ως έγκυρη εξιστόρηση.
Ο Δημήτρης Κυρτάτας, ξαναλέω, είναι ίσως ο μόνος Ελληνας ιστορικός που προσέγγισε παραγωγικά και υποψιασμένα την ιστορία του χριστιανισμού, προσπαθώντας να φωτίσει το πολύπλοκο νήμα των ηθών και των κοσμοθεωρήσεων, των ταξικών και πολιτισμικών αντιθέσεων, των σωτηριολογικών αναμονών και των λατρευτικών πρακτικών του ύστερου αρχαίου κόσμου, μέσ' από τις οποίες συγκροτήθηκε ένα εξαιρετικά ετερογενές θρησκευτικό κίνημα, που έφτασε, μέσ' από ατελείωτες διαμάχες, σχίσματα, επανεπεξεργασίες και αναδιατυπώσεις, να γίνει η θρησκεία που όλοι πιστεύουμε σήμερα πως είναι ο Χριστιανισμός και η οποία, συνδέοντας τα πεπρωμένα της με την πολιτική μορφή της Αυτοκρατορίας, θα σφυρηλατούσε αποφασιστικά το πνεύμα του νεότερου κόσμου. Από αυτή την άποψη το τελευταίο του βιβλίο μπορεί να διαβαστεί σαν μια παιγνιώδης υποσημείωση στο προηγούμενο, «σοβαρό» ιστορικό του έργο. Σε αυτό συμβάλλει το ύφος της γραφής του: σύντομες αφηγήσεις που διαβάζονται στο νανουριστικό ρυθμό του παραμυθιού, εντυπωσιακά όμοιες με τα ψευδοϊστορικά διηγήματα του Μπόρχες, που πίσω από την απλοϊκότητα της αφηγηματικής τους πρόσοψης κρύβουν έναν λαβυρινθώδη ενδοκειμενισμό και το λογικό βηματισμό του αστυνομικού μυθιστορήματος. Αντίστοιχα, μια λεπτή ειρωνεία διατρέχει απ' άκρου εις άκρον τη γραφή του, φορτίζοντας τα διάκενα του λόγου μ' ένα πρόσθετο νόημα, που μένει στον αναγνώστη να επεξεργαστεί και να εξαγάγει τις συνέπειές του.
Τι μας λένε αυτές οι ιστορίες; Πάρα πολλά πράγματα, έστω για να τα παραθέσουμε εδώ. Πότε «γεννήθηκε» τελικά ο Χριστός, την ημέρα των Χριστουγέννων ή των Θεοφανίων; Πόσοι ήταν πραγματικά οι τρεις μάγοι του μύθου της γέννησής του; Ποια ήταν η οικογένεια και τ' αδέλφια του Ιησού και γιατί ο θρύλος τον θέλει μαραγκό; Ποιος ή ποιοι κρύβονται πίσω από το όνομα του Ιωάννη των Ευαγγελίων και της Αποκάλυψης; Ηταν ο Πέτρος και ο Παύλος ομόφρονες και ομόδοξοι; Ποιοι οι αληθινοί οργανωτές της χριστιανικής Εκκλησίας; Ποιος ήταν ο πρώτος χριστιανός αυτοκράτορας, αν όχι ο Κωνσταντίνος; Πώς μετρούσαν το χρόνο οι διάφορες χριστιανικές ομάδες και εκκλησίες, και από πότε υφίσταται η σημερινή μας ιστορική χρονολόγηση; Από πού έρχονται οι αφηγήσεις για τον Παράδεισο και την Κόλαση; Και πολλά, πολλά άλλα. Εκείνο που στην πραγματικότητα κάνει ο Δημήτρης Κυρτάτας είναι να ξεκινάει από μία συμβατική άποψη, η οποία γίνεται δεκτή ως επίσημη από το χριστιανικό δόγμα και την εκκλησιαστική ιστορία, και ύστερα να την αποδομεί συστηματικά, παραθέτοντας αντιφατικά και αντικρουόμενα στοιχεία που προέρχονται από ένα πλήθος ετερόδοξες αφηγήσεις, απόκρυφα ευαγγέλια, εναλλακτικές εκδοχές των ίδιων των χριστιανών απολογητών που υπαινίσσονται διαφορετικές πηγές κ.ο.κ. -κατά τρόπο που εκθέτει ανεπανόρθωτα την «ορθόδοξη» χριστιανική εκδοχή στα μάτια του αναγνώστη, δημιουργώντας ένα πολύ ευρύτερο πλαίσιο εκδοχών και αφήνοντας τον αναγνώστη να τις ανασυνθέσεις μόνος του, για δικό του λογαριασμό, σε μια εντελώς διαφορετική ιστορική αφήγηση.
Πέρ' από τα πολλά και πολύτιμα άγνωστα στοιχεία που με τον τρόπο αυτό θέτει έμμεσα υπόψη μας ο συγγραφέας, σκηνοθετεί αναμφίβολα ένα διασκεδαστικό παιχνίδι. Επισημάναμε ήδη μια αισθητική του αναλογία με την αστυνομική μυθιστοριογραφία και τη διηγηματογραφία του Μπόρχες· θα μπορούσε κάποιος εξίσου να διακρίνει αναλογίες με τον τρόπο που λειτουργεί ο μαύρος αυτοσχεδιαστής της τζαζ, ο οποίος παραλαμβάνει ένα θέμα του ελαφρού «λευκού» ρεπερτορίου και το αποδομεί αμετάκλητα μέσ' από έναν λαβύρινθο ρυθμικών κατατμήσεων και αρμονικών διαμελισμών, με τρόπο που κάνει αδύνατη για τον ακροατή την επάνοδο στην πρώτη, εφησυχαστική του ομοιογένεια και συνοχή. Ακόμη πιο πέρα, ωστόσο, ο υποψιασμένος αναγνώστης μπορεί να διακρίνει εδώ έναν υπόρρητο αυτοαναστοχασμό του ιστορικού πάνω στα ίδια του τα μέσα: τι είναι «μαρτυρία», τι είναι «γεγονός», τι είναι εντέλει «ιστορία»...
ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 26/03/2004
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο δίδυμος αδελφός του Ιησού, τα ετεροθαλή αδέλφια του, τα ξαδέλφια του, ο απόστολος Πέτρος - ένας οικογενειάρχης ψαράς -, ο απόστολος Παύλος - ένας καλλιεργημένος και πολύγλωσσος πρώην Φαρισαίος που δεν γνώρισε ποτέ τον Ιησού και είναι ζήτημα αν συνάντησε και τον Πέτρο ποτέ -, οι πρώτοι καταδότες μέσα από τους κύκλους των χριστιανών, οι πρώτοι φανατικοί υποστηρικτές της ορθοδοξίας, οι πρώτοι ασκητές της ερήμου συμμετείχαν, ο καθένας με τον τρόπο του, σε έναν αγώνα υπεράσπισης του ορθού δόγματος που κράτησε αιώνες. Από πολύ νωρίς άρχισε να πλάθεται η μυθολογία της χριστιανικής παράδοσης όταν πια είχαν πεθάνει όλοι όσοι ήταν παρόντες στη Σταύρωση. Δευτέρα Παρουσία όμως δεν πρόλαβαν να δουν ούτε εκείνοι, ούτε και οι επόμενοι, ούτε και οι μεθεπόμενοι.
Ποιος ήταν αρμόδιος να εξηγήσει την καθυστέρηση και να συνεχίσει τη διαφώτιση των λαών; Σύντομα βρέθηκαν οι οικείοι κόντρα στους μαθητές, οι μαθητές κόντρα στους αποστόλους, οι ιερωμένοι κόντρα στους ασκητές και η εξάπλωση του χριστιανισμού συνυφάνθηκε με τα σημαντικότερα πολιτικά γεγονότα και τις ανάγκες της προπαγάνδας κάθε εποχής. Επρεπε να φτάσει ο 4ος αιώνας μ.X. για να συνταχθεί ο ιερός κανόνας της Καινής Διαθήκης και να τεθούν εκτός κανόνα πλέον κάποια κείμενα της πρώιμης περιόδου του χριστιανισμού, τα λεγόμενα Απόκρυφα - ευαγγέλια, πράξεις και αποκαλύψεις.
H επιστήμη όμως δεν σηκώνει ποτέ τα χέρια ψηλά. Διακεκριμένος εκπρόσωπος μιας νέας γενιάς ερευνητών της ύστερης αρχαιότητας, ο καθηγητής Δημήτρης Κυρτάτας - στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας σήμερα - εξέτασε σε σειρά δημοσιευμάτων του επί είκοσι χρόνια τα πρόσωπα και τα συμβάντα των Αποκρύφων. Με την αντιπαραβολή αρχαίων πηγών, μεταγενέστερων θεολογικών κειμένων και σημερινών απολιθωμάτων της γλώσσας - όπως το quo vadis, που προέρχεται από απαγορευμένο σύγγραμμα -, συνοψίζει τα προβλήματα και τις εύλογες εξηγήσεις σε πολλά παράδοξα στη διάρκεια έξι αιώνων. Από τη μια πλευρά προσφέρεται με την εργασία του μια μυθιστορηματική διάσταση στη δράση όλων των προσώπων, από την άλλη όμως δεν υπάρχει ίχνος επινόησης. Είναι φυσικό: H αλήθεια των πράξεων, εξηγεί ο καθηγητής, προκύπτει μέσα από την αλήθεια των ιδεών.
Το παιδί Ιησούς
Βρισκόμαστε στα πρώτα χρόνια μετά τη Σταύρωση όταν αρχίζει να απασχολεί ορισμένους χριστιανούς αν η θεϊκή ιδιότητα του Ιησού υπήρχε από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στη γη ή κατέστη Χριστός και αναγνωρίστηκε ως υιός Θεού την ημέρα της βάπτισής του από τον Ιωάννη. Ενα πρώτο κύμα επεξηγηματικών κειμένων μπαίνει σε κυκλοφορία: «Σε μια χαρακτηριστική περιγραφή εμφανίζουν τον Ιησού με υπερφυσικές δυνάμεις από τη βρεφική του ήδη ηλικία και αφηγούνται τα θαύματά του (που δεν είναι πάντα καλόγουστα), ακόμα και στα παιχνίδια του. Ο Ιησούς αυτός γνώριζε προφανώς τα πάντα από παιδί...».
Οι μάγοι πάλι σε ποιο αρχαίο κείμενο αναφέρονται; Τα Ευαγγέλια κάνουν λόγο για ποιμένες. «Κανένας τρανός της γης δεν βρισκόταν παρών» ξεκαθαρίζεται από την έρευνα. H χριστιανική παράδοση χρειάστηκε πολλή δουλειά στη συνέχεια ώστε η γέννηση του Ιησού να προβληθεί «ταυτοχρόνως ως βασιλική και ως ταπεινή». Σιγά σιγά «οι μάγοι έγιναν ιστορικά πρόσωπα..., τον έκτο αιώνα απέκτησαν ονόματα... Οι ίδιοι ήταν φίλοι μεταξύ τους, ίσως αδέλφια. Ενδεχομένως είχαν μοιραστεί τον κόσμο... Ενας ερχόταν από την Περσία, ένας από την Ινδία, ένας από την Αραβία. Στον τόπο του προσκυνήματος έφτασαν με καμήλες και συνοδεία. Ολοι φορούσαν στέμματα... Ο Βαλτάσαρ, που προερχόταν από την Ινδία, ήταν μελαψός· ίσως και μαύρος...».
«Αυτός δεν είναι ο ξυλουργός (τέκτων), ο γιος της Μαρίας και αδελφός του Ιακώβου, του Ιωσήφ, του Ιούδα και του Σίμωνος; Κι οι αδελφές του δεν μένουν εδώ στον τόπο μας;» απορούσαν οι συγχωριανοί του όταν άρχισε ο Ιησούς τις πρώτες εμφανίσεις του. Νέες παρεξηγήσεις για τη χριστιανική μυθοπλασία, διότι τέκτων, στα αραμαϊκά ναγγάρ, σημαίνει, εκτός από ξυλουργός ή οικοδόμος, και σοφός ή λόγιος. Οταν ο αραμαϊσμός ξεχάστηκε, «πάνω στην πληροφορία αυτή, όπως την παρέλαβαν οι ελληνόφωνοι αναγνώστες των Ευαγγελίων, οικοδομήθηκε η ευσεβής παράδοση του μαραγκού και του μαραγκούδικου». Στο μέσον του δεύτερου αιώνα, πληροφορούμαστε, ο Ιησούς είναι μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα. «Στην πρώτη του κιόλας εμφάνιση κρατά σκεπάρνι».
Μια ευσεβής μυθοπλασία
Αναφορές σε αδέλφια και αδελφές του Ιησού, πιθανόν και ξαδέλφια, δημιούργησαν άλλα χριστολογικά προβλήματα. Ο αδελφόθεος Ιάκωβος, και όχι ο Πέτρος, ήταν αυτός που είχε χριστεί από τον Ιησού ηγέτης όλων των πιστών. Ο Θωμάς, δίδυμος αδελφός του Ιησού και απαράλλακτος στην όψη με εκείνον, ήταν για πολλούς συγκαιρινούς του το πρότυπο της τέλειας γνώσης. Οι ειδήσεις για τους συγγενείς του Ιησού χάνονται αιφνιδίως μετά την αιματηρή καταστολή της επανάστασης των Ιουδαίων το 135 από τον αυτοκράτορα Αδριανό.
Με την καταστροφή της Ιερουσαλήμ, ήρθε ο καιρός να κυριαρχήσουν οι κοινότητες που είχαν εδραιωθεί στον ελληνόφωνο κόσμο. «Οι περισσότερες ισχυρίζονταν ότι κατάγονταν από τον Παύλο και τους μαθητές, όχι από τους συγγενείς του Ιησού. Ο ιουδαϊκός χριστιανισμός καταγράφηκε στην ιστορία ως μια κάπως πρωτόγονη αίρεση». Και έτσι είναι ακόμη. Παρακολουθούμε λοιπόν τώρα την περίοδο που διαμορφώθηκαν ο κεντρικός εκκλησιαστικός κορμός και οι αιρέσεις. Στις μεγάλες ενδοχριστιανικές έριδες και στις θεολογικές σκοπιμότητες της εκκολαπτόμενης ορθοδοξίας πρωταγωνιστές είναι οι άσημοι οργανωτές της χριστιανικής εκκλησίας αλλά και πολλοί διάσημοι. Ο τελευταίος ευαγγελιστής και συγγραφέας της Αποκάλυψης Ιωάννης, οι κορυφαίοι χριστιανοί απόστολοι Πέτρος και Παύλος - δύο άσπονδοι φίλοι οι οποίοι «συμφιλιώθηκαν μετά θάνατον και αναγνωρίστηκαν ως θεμελιωτές της εκκλησίας της Ρώμης» -, ο Σίμων ο μάγος και η συμβία του Ελένη - μια πρώην πόρνη από την Τύρο -, η Μαρία η Αιγυπτία - επίσης πόρνη που μεταστράφηκε στην αρετή και στη θεοσέβεια όσο ήταν ακόμη καιρός, γιατί μετά τον ένατο αιώνα τέθηκε ένα τέρμα στις αγίες με ακόλαστο παρελθόν. Οι παρατηρήσεις του συγγραφέα, ιστορικές πάντα, κόβουν την ανάσα.
Ο ίδιος, με μαστοριά και προσοχή στις λεπτομέρειες, κινείται διαρκώς μεταξύ μύθου και ιστορίας. Και δείχνει πώς φούσκωσε στο πέρασμα των αιώνων η μαγιά των Αποκρύφων στην κατεύθυνση πάντα μιας «ευσεβούς μυθοπλασίας».
MAIPH ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 11-04-2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις