0
Your Καλαθι
Μικελάντζελο Μερίζι ντα Καραβάτζο
Περιγραφή
[...]
Οι σύγχρονοι του Καραβάτζο θαύμαζαν το νατουραλισμό του, η επόμενη κιόλας γενιά όμως τον έβλεπε ως δύναμη αναρχίας, ως απειλή για την τέχνη της ζωγραφικής. Ο Πουσσέν πίστευε ότι είχε έρθει στον κόσμο για να καταστρέψει τη ζωγραφική, ενώ για τον Μπελλόρι η σκοτεινιά της τέχνης του οφειλόταν στη φυσιογνωμία του: «Η τεχνοτροπία του Καραβάτζο αντιστοιχούσε στη φυσιογνωμία του και στην εμφάνισή του: Είχε σκούρο δέρμα και σκουρόχρωμα μάτια, ενώ τα φρύδια του και τα μαλλιά του ήταν μαύρα· οι αποχρώσεις αυτές είχαν μια φυσιολογική αντανάκλαση στους πίνακές του». Κατά το 18ο και 19ο αιώνα η φήμη του εξακολουθούσε να έχει φθίνουσα πορεία και το ενδιαφέρον γι' αυτόν ήταν μικρό. Όμως τον 20ό αιώνα, και συγκεκριμένα από την έκθεση του 1951 στο Μιλάνο με τον τίτλο «Mostra del Caravaggio e dei Caravaggeschi», που οργανώθηκε από το σπουδαίο Ιταλό μελετητή Ρομπέρτο Λόνγκι, ο Καραβάτζο απέκτησε νέα και απαράμιλλη αίγλη και έγινε αρχικά διάσημος ως ο πρώτος λαϊκός ζωγράφος, ως ένας επαναστάτης που παραμέρισε τις ακαδημαϊκές συμβάσεις και την ιδεατή ομορφιά. [...]
Από την Εισαγωγή του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Μικελάντζελο Μερίτζι ντα Καραβάτζο είναι σήμερα εξαιρετικά επίκαιρος καθώς τον βρίσκει κανείς στις ασπρόμαυρες ταινίες και τους ανώνυμους πρωταγωνιστές του Πιερ Πάολο Παζολίνι, στο σκιόφως του Ντράγιερ, στον ωμό ρεαλισμό κάποιων σκηνών του Κόπολα, στο σκοτεινό μυστήριο των συμπλεγμάτων του Μπέικον και στο σωματικό δράμα της ζωγραφικής του Λ. Φρόιντ. Ο Καραβάτζο, όπως εξάλλου και ο Γκρέκο, εγκαινιάζει με ιδιοφυείς καινοτομίες το Μπαρόκ. (Ο ένας πεθαίνει το 1610 σε ηλικία 39 ετών και ο άλλος το 1614 στα 73 χρόνια του.) Μόνο που ο αινιγματικός Κρητικός παλεύει ακόμη με μεταφυσικά οράματα και με τις απόψεις περί φωτός του Πλωτίνου (202-269 μ.Χ.), ενώ ο τυχοδιώκτης Λομβαρδός ομνύει μόνο στο σκότος και ζωγραφίζει ό,τι απομένει από την παμφάγο δράση του. Και οι δύο, πάντως, είναι αντικλασικιστές, ο ένας θεωρώντας πως το κάλλος ως πνευματική έννοια δεν σχετίζεται με τη φυσική συμμετρία ή την εξωτερική ωραιότητα, και ο άλλος ανατρέποντας τον ιδανισμό της Αναγέννησης στο όνομα ενός βερισμού (νατουραλισμού) που ομνύει στην αισθητική της φρίκης.
Εκτοτε το παράδειγμα Καραβάτζο θα καταστεί συρμός σ' όλη την Ευρώπη του 17ου αι., από τον Βελάσκεθ και τη Μαδρίτη ώς την Ουτρέχτη και τους tenebrosi εκπροσώπους της σχολής της.
Ακόμη και ο Ρέμπραντ δεν στάθηκε αδιάφορος εμπρός στη σαγήνη αυτού του ζωγράφου που χρησιμοποιούσε το χρωστήρα σαν να ήταν σπαθί και που έψαχνε το ιερό στα πιο ρυπαρά πάθη και την έκσταση στον πλέον θεατρικό μελοδραματισμό. Η Αναγέννηση εκκοσμίκευσε το θείο εξανθρωπίζοντας τις άγιες μορφές, ο Καραβάτζο το ψηλαφεί μέσα από την εμπειρία -και το πάθος- του σώματος. Θεολογεί, κατ' ουσίαν, αναζητώντας «την ψυχή σ' έναν κόσμο χωρίς ψυχή», για να θυμηθούμε τον περσοναλιστή Em. Mounier ή τον Μαρξ αυτοπροσώπως, και αγγίζοντας τις πληγές του δικού του κορμιού, σαν ένας εμπειρικός της επιθυμίας και του τραύματος.
Στην πράξη ο Μικελάντζελο Καραβάτζο (1571-1610) στήνει ένα στιβαρό εικαστικό δρώμενο προσώπων που προσεγγίζουν καίρια με την εκφραστική τους αμεσότητα το θεατή, που διαγράφονται ενορατικά μέσα από απροσδιόριστους, σκοτεινούς χώρους και που σαρκώνονται θεατρικά από την οξεία αντιπαράθεση φωτός και σκιάς (chiaroscuro). Ο Καραβάτζο προσεγγίζει συναισθηματικά τις στρατηγικές της Αντιμεταρρύθμισης, γιατί τον ερεθίζουν, αφ' ενός, ο χαρακτήρας του σωτηρολογικού επείγοντος που εκφράζουν (κυρίως οι Ορατοριανοί) και αφ' ετέρου, η έμφαση στο μαρτύριο, για να επιτευχθεί αποκαλυπτικά η σωτηρία. Το καινοτόμο ύφος του μάγεψε κοινό και ζωγράφους, σαν τον φτασμένο Γκουίντο Ρένι, που έγινε συλλέκτης του πλάι στους επιφανείς πάτρονές του Βιντσέντσο Τζουστινιάνι, Ντελ Μόντε και Τσιρίακο Ματέι. Ομως, όπως υπογραμμίζει η Λάγκντον, «η τέχνη του Καραβάτζο υπερβαίνει τη θρησκόληπτη τέχνη της Αντιμεταρρύθμισης και ασκεί βαθιά και άμεση γοητεία στο πέρασμα των αιώνων. Τα έργα του εκφράζουν μια έντονα προσωπική στάση απέναντι στα μυστήρια της Χριστιανοσύνης και υποδηλώνουν μιαν εξαιρετικά άμεση και τραγική αίσθηση της ανθρώπινης κατάστασης και της μοίρας του ανθρώπου» (σελ. 14). Θυμάμαι, τώρα, έντονα τη σεκάνς από την ταινία «Καραβάτζο» του Ντέρεκ Τζάρμαν, όπου αποδίδονται οι γιορτές του σωτηρίου έτους 1600, δηλαδή της μετάβασης από το 16ο στο 17ο αιώνα.
Μέσα στο εργαστήρι του ζωγράφου ο βοηθός του καλπάζει κουνώντας μια κατακκόκινη σημαία. Είναι η εποχή που ο ζωγράφος εργάζεται στη Σάντα Μαρία ντελ Πόπολο για τη «Μεταστροφή του Παύλου». Αργότερα, οι πίνακες με την κλήση του Ματθαίου στο παρεκκλήσι Κονταρέλι στον Σαν Λουίτζι ντέι Φραντσέζι θα τον καταστήσουν διάσημο στην αιώνια πόλη. Είναι η εποχή που εδώ συρρέουν ο Ο. Τζεντιλέσκι, ο Τζ. Μπαλιόνε, ο Γερμανός Αντ. Ελσχάιμερ, ο Πέτερ Πάουλους Ρούμπενς, οι Καράτσι, ο Ντομενικίνο κ.ά. Ο Καραβάτζο καταφέρνει να ξεχωρίσει ανάμεσά τους και ν' αποκτήσει μιμητές. Ο τρόμος, η φιληδονία, η ασυμβίβαστη λεπτομέρεια, ο δραματικός φωτισμός, η υπερβολή του πάθους τον χαρακτηρίζουν και τον επιβάλουν ως μαέστρο του τρόμου που προκαλεί το ορατό. Ο ίδιος δεξιώνεται την εποχή του προσγράφοντας υποθήκες για τις ζωγραφικές του Ντε Κίρικο ή του Μπέκμαν.
Η Ελεν Λάγκτον, συγγραφέας των μονογραφιών για τον Λορέν (1989) και τον Χόλμπαϊν (1993) και καθηγήτρια στα Πανεπιστήμια της Γλασκόβης και του Μάντσεστερ, συνθέτει μια βιογραφία εξαντλητικά τεκμηριωμένη, χωρίς αοριστόλογες εξάρσεις, που διαβάζεται πάντως σαν μυθιστόρημα. Η έρευνά της αναβιώνει μιαν ολόκληρη εποχή κυρίως μέσα από γραπτές πηγές και τη συγκριτική παραβολή των εικαστικών τεκμηρίων του πρώιμου Μπαρόκ. Ο Καραβάτζο εικονογραφείται γήινος, ανήσυχος, ηττημένος, δικαιωμένος. Ο περίγυρος του, το καλλιτεχνικό millieu στη Ρώμη ή τη Νάπολη, η εξορία στη Μάλτα, οι πρίγκιπες της Καθολικής Εκκλησίας και οι πόρνες στο Τραστέβερε έχουν τη θέση τους στο συναξάρι αυτό. Και τέλος, η ζωγραφική του: αινιγματική, υποβλητική, ξεκόβει από την εποχή της και μεταφέρει το σάρκινο μυστήριό της στην καρδιά της δικής μας, ενώ οι πληβειακοί ανθρώπινοι τύποι της εκφράζουν ένα θρησκευτικό συναίσθημα απροκάλυπτα απορητικό και αγωνιώδες. Δηλαδή, ασυμβίβαστα επίκαιρο.
ΜΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ (Επιμελητής της Εθνικής Πινακοθήκης)
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 27/02/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις