0
Your Καλαθι
Θαύματα της Μεγαλόχαρης ΙΙ
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
Η καθαίρεση και η αναστήλωση του καμπαναριού της Παναγίας, στο ίδιο ακριβώς σχέδιο με το παλιό, έγινε το 1956-1961 από τον περίφημο Τήνιο μαρμαρογλύπτη Ιωάννη Ευστρ. Φιλιππότη. Η επιτέλεση του έργου, με τα περιορισμένα μάλιστα τεχνικά μέσα της εποχής, ήταν –όπως υπογραμμίζει ο Αλέκος Φλωράκης στο βιβλίο του για τον Ιωάννη Φιλιππότη– «όχι μόνο δύσκολη και κοπιώδης, αλλά και επικίνδυνη. Μετακινώντας βαριά μάρμαρα σε ύψος 30 περίπου μέτρων, πάνω σε μια σκαλωσιά και συχνά με ισχυρούς ανέμους, η θεία συνδρομή απομένει η μόνη βεβαιότητα». Η απάντηση της Παναγίας στην πίστη του σπουδαίου αυτού μαρμαρογλύπτη γίνεται φανερή από τα θαύματά της που συνόδευσαν τις εργασίες του καμπαναριού στα πέντε χρόνια της κατασκευής του, όπως τα αφηγείται ο ίδιος ο Φιλιππότης:
Αγώνας να σηκώσουμε τη σκαλωσιά. Άντε και με αέρα, φουρτούνες… Αφού φτάσαμε ίσα-ίσα απ’ τη μεγάλη καμπάνα, είχε αέρα πολύ, σοροκάδα, και οι μαστόροι αρχίνησαν και στενοχωριούνταν. Λέει, «Μα δεν μπορούμε να δουλέψουμε. Πάμε να φύγουμε, να πάμε στο χωριό… κι όταν είναι οι μέρες καλές ερχόμαστε». Το βράδυ λοιπόν, που ήταν για να φύγουμε την άλλη μέρα, ξάπλωσα σ’ ένα δωμάτιο που μας είχαν δώσει εκεί μέσα στην Παναγία και ίσα-ίσα μόλις είχα ζαβωθεί λιγάκι στον ύπνο, σα ν’ ανάβει ένα φως και βλέπω απάνω στη σκαλωσιά, σ’ ένα καντρόνι, να στέκει η μισή εικόνα της Παναγίας. Συνέπεσε εκείνη την εποχή κι είχαν βγάλει τα τιμαλφή από μέσα κι ήταν μόνο το ξύλο και το σχίσιμο. Βλέπω λοιπόν απάνω στη σκαλωσιά τη μισή μπάντα της εικόνας που είναι η Παναγία πάνω… Ε, την άλλη μέρα καλοσύνη! Κι αρχίζουμε δουλειά. Λέει ο παπα-Λευτέρης: «Βλέπεις, Γιάννη, η Παναγία είναι μαζί σου, μη φοβάσαι καθόλου!».
Ξεκεφαλώσαμε λοιπόν τη σκαλωσιά, απάνω γι’ απάνω, μέχρι την κορυφή, και πιάσαμε την κατεδάφιση. Κανόνισα τα μπαλόγκα μου, τον κύλινδρο, το ζυγό, ολ’ αυτά τα εργαλεία για να σηκώνουν τα μάρμαρα. Αλλά τα πάνω-πάνω μάρμαρα ήταν ακουμπισμένα σε σίδερα, τα περισσότερα σπασμένα, και ήταν φόβος και τρόμος να τα βλέπεις. Λέω, «αν κάμουν κάτω και σπάσουν, τι θα γινούμ’ εδώ πάνω!» Και θυμάμαι το πρώτο μάρμαρο, τη βάση του σταυρού, γύρευα να βγάλω, αλλά είχαν ένα λοστό περασμένο μέσα οι παλαιοί κι είχαν αποκάτου ένα σίδερο, χαρούπα που λένε, για να κρατάει το αλεξικέραυνο. Έπιασα λοιπόν με το μπαλάγκο εκεί, άντε-άντε-άντε, έφτασε μέχρι ενός σημείου που δεν μπορούσαμε πιά να το πάρουμ’ απάνω. «Βρε τι θα γίνει, Παναγία μου βάλε το χέρι σου, θα σκοτωθούμε!»… Τέλος πάντων, αφού το πιάσαμε και κατεβάζαμε, τύχαινε το μπαλάγκο να κρεπάρει και να ’χει το μάρμαρο ανεβεί τόσο (λίγο από το έδαφος), μάρμαρο τρακόσια κιλά. Έβρισκα δηλαδή κάτι πράγματα, που έλεγα ότι η Παναγία ήβαλε το χέρι της και τη γλιτώσαμε, διότι αν ήταν απάνω-απάνω το μάρμαρο αυτό και σπούσεν ο μακαράς, δεν ξέρω τι θα γινούνταν, θα ’κοβε τις σκαλωσιές και θα πηαίναμε χαμένοι ούλοι!…
Και άλλα μας τύχαν. Μάλιστα ένας εργάτης που τον είχα στο βίντσι και γύρευε να βιράρει το μάρμαρο, αφού ήταν το μάρμαρο ανεβασμένο αρκετά, του ξέφυγε και πήρε να κατεβαίνει και γύριζαν τα χέρια (= χερούλια) που ’ναι στο βίντσι. Αυτός λοιπόν εγύρευεν να πιάσει τα χέρια για να το σταματήσει και του δίνει μια και του σκίζει το κεφάλι. Αλλά η Παναγία τον γλίτωσε.
Αφού ηπιάσαμε σιγά-σιγά τοποθέτηση, ένας που είχα –και ήτο και αριστερός και δεν πήγαινε να προσκυνήσει μέσα στην Παναγία– εγύρευε μια μέρα να τοποθετήσει μια καμάρα και είχε αέρα πολύ και δεν μπορούσε να την κουμαντάρει. Από ?δω την πήγαινεν, από ?κεί την πήγαινεν και απάνω στο θυμό του κάνει μια τύφλα και βλαστήμησε την Παναγία. Και φεύγει αποπάνω απ’ τη σκαλωσιά και πάει τέσσερα μέτρα κάτω και σταματάει απάνω στην άλλη σκαλωσιά, όρθιος, χωρίς να πάθει τίφτα! Από τότε ερχούνταν κάθε πρωί κι αυτός μαζί μας και προσκυνούσε.
Τοποθετούσαμε και αρχινάνε βροντές και αστραπές· βροχή, κακό μεγάλο. Εμείς, απάνω στη σκαλωσιά, ούτε ψιχάλα. Να τρέχουνε τα κανάλια από πάνω απ’ τα δωμάτια της Παναγίας και να γεμίζουν μέσα στα ρέματα, να κατεβαίνουν (τα νερά) απ’ τα βουνά κι εμείς να δουλεύουμε απάνω κεί, να μην πέφτει ψιχάλα απάνω στη σκαλωσιά! Αυτό το θαύμα και σηκώνεται η τρίχα μου.
Και τελειώνει ο μπαρμπα-Γιάννης Φιλιππότης: Όταν, με τη δύναμη της Παναγίας και με τη χάρη της, τελείωσε κι αυτό, έδωσα 5.000 δραχμές τότε (δηλ. της τότε αξίας)· έκαμα και μία ολονύκτιο παράκληση, για να την ευχαριστήσω για τη βοήθεια που είχα σ’ αυτά τα χρόνια. (Αλέκου Ε. Φλωράκη, Μαρμάρου τέχνη και τεχνική. Ο Ιωάν. Φιλιππότης και το εργαστήριό του. Πρόταση Εθνογραφικής Βιογραφίας, Εκδόσεις «Τήνος», Αθήνα 1995, σ. 112-117).
Αγώνας να σηκώσουμε τη σκαλωσιά. Άντε και με αέρα, φουρτούνες… Αφού φτάσαμε ίσα-ίσα απ’ τη μεγάλη καμπάνα, είχε αέρα πολύ, σοροκάδα, και οι μαστόροι αρχίνησαν και στενοχωριούνταν. Λέει, «Μα δεν μπορούμε να δουλέψουμε. Πάμε να φύγουμε, να πάμε στο χωριό… κι όταν είναι οι μέρες καλές ερχόμαστε». Το βράδυ λοιπόν, που ήταν για να φύγουμε την άλλη μέρα, ξάπλωσα σ’ ένα δωμάτιο που μας είχαν δώσει εκεί μέσα στην Παναγία και ίσα-ίσα μόλις είχα ζαβωθεί λιγάκι στον ύπνο, σα ν’ ανάβει ένα φως και βλέπω απάνω στη σκαλωσιά, σ’ ένα καντρόνι, να στέκει η μισή εικόνα της Παναγίας. Συνέπεσε εκείνη την εποχή κι είχαν βγάλει τα τιμαλφή από μέσα κι ήταν μόνο το ξύλο και το σχίσιμο. Βλέπω λοιπόν απάνω στη σκαλωσιά τη μισή μπάντα της εικόνας που είναι η Παναγία πάνω… Ε, την άλλη μέρα καλοσύνη! Κι αρχίζουμε δουλειά. Λέει ο παπα-Λευτέρης: «Βλέπεις, Γιάννη, η Παναγία είναι μαζί σου, μη φοβάσαι καθόλου!».
Ξεκεφαλώσαμε λοιπόν τη σκαλωσιά, απάνω γι’ απάνω, μέχρι την κορυφή, και πιάσαμε την κατεδάφιση. Κανόνισα τα μπαλόγκα μου, τον κύλινδρο, το ζυγό, ολ’ αυτά τα εργαλεία για να σηκώνουν τα μάρμαρα. Αλλά τα πάνω-πάνω μάρμαρα ήταν ακουμπισμένα σε σίδερα, τα περισσότερα σπασμένα, και ήταν φόβος και τρόμος να τα βλέπεις. Λέω, «αν κάμουν κάτω και σπάσουν, τι θα γινούμ’ εδώ πάνω!» Και θυμάμαι το πρώτο μάρμαρο, τη βάση του σταυρού, γύρευα να βγάλω, αλλά είχαν ένα λοστό περασμένο μέσα οι παλαιοί κι είχαν αποκάτου ένα σίδερο, χαρούπα που λένε, για να κρατάει το αλεξικέραυνο. Έπιασα λοιπόν με το μπαλάγκο εκεί, άντε-άντε-άντε, έφτασε μέχρι ενός σημείου που δεν μπορούσαμε πιά να το πάρουμ’ απάνω. «Βρε τι θα γίνει, Παναγία μου βάλε το χέρι σου, θα σκοτωθούμε!»… Τέλος πάντων, αφού το πιάσαμε και κατεβάζαμε, τύχαινε το μπαλάγκο να κρεπάρει και να ’χει το μάρμαρο ανεβεί τόσο (λίγο από το έδαφος), μάρμαρο τρακόσια κιλά. Έβρισκα δηλαδή κάτι πράγματα, που έλεγα ότι η Παναγία ήβαλε το χέρι της και τη γλιτώσαμε, διότι αν ήταν απάνω-απάνω το μάρμαρο αυτό και σπούσεν ο μακαράς, δεν ξέρω τι θα γινούνταν, θα ’κοβε τις σκαλωσιές και θα πηαίναμε χαμένοι ούλοι!…
Και άλλα μας τύχαν. Μάλιστα ένας εργάτης που τον είχα στο βίντσι και γύρευε να βιράρει το μάρμαρο, αφού ήταν το μάρμαρο ανεβασμένο αρκετά, του ξέφυγε και πήρε να κατεβαίνει και γύριζαν τα χέρια (= χερούλια) που ’ναι στο βίντσι. Αυτός λοιπόν εγύρευεν να πιάσει τα χέρια για να το σταματήσει και του δίνει μια και του σκίζει το κεφάλι. Αλλά η Παναγία τον γλίτωσε.
Αφού ηπιάσαμε σιγά-σιγά τοποθέτηση, ένας που είχα –και ήτο και αριστερός και δεν πήγαινε να προσκυνήσει μέσα στην Παναγία– εγύρευε μια μέρα να τοποθετήσει μια καμάρα και είχε αέρα πολύ και δεν μπορούσε να την κουμαντάρει. Από ?δω την πήγαινεν, από ?κεί την πήγαινεν και απάνω στο θυμό του κάνει μια τύφλα και βλαστήμησε την Παναγία. Και φεύγει αποπάνω απ’ τη σκαλωσιά και πάει τέσσερα μέτρα κάτω και σταματάει απάνω στην άλλη σκαλωσιά, όρθιος, χωρίς να πάθει τίφτα! Από τότε ερχούνταν κάθε πρωί κι αυτός μαζί μας και προσκυνούσε.
Τοποθετούσαμε και αρχινάνε βροντές και αστραπές· βροχή, κακό μεγάλο. Εμείς, απάνω στη σκαλωσιά, ούτε ψιχάλα. Να τρέχουνε τα κανάλια από πάνω απ’ τα δωμάτια της Παναγίας και να γεμίζουν μέσα στα ρέματα, να κατεβαίνουν (τα νερά) απ’ τα βουνά κι εμείς να δουλεύουμε απάνω κεί, να μην πέφτει ψιχάλα απάνω στη σκαλωσιά! Αυτό το θαύμα και σηκώνεται η τρίχα μου.
Και τελειώνει ο μπαρμπα-Γιάννης Φιλιππότης: Όταν, με τη δύναμη της Παναγίας και με τη χάρη της, τελείωσε κι αυτό, έδωσα 5.000 δραχμές τότε (δηλ. της τότε αξίας)· έκαμα και μία ολονύκτιο παράκληση, για να την ευχαριστήσω για τη βοήθεια που είχα σ’ αυτά τα χρόνια. (Αλέκου Ε. Φλωράκη, Μαρμάρου τέχνη και τεχνική. Ο Ιωάν. Φιλιππότης και το εργαστήριό του. Πρόταση Εθνογραφικής Βιογραφίας, Εκδόσεις «Τήνος», Αθήνα 1995, σ. 112-117).
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις