0
Your Καλαθι
Ισχύς μου η αγάπη του φακού
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Περιέχει CD
Από τη δεκαετία του '70, που ο Marc Ferro έθεσε πρώτος το θέμα των σχέσεων του κινηματογράφου με την Ιστορία, οι θεωρητικές αναλύσεις, όπως και οι απόψεις γύρω από αυτές τις σχέσεις, έχουν λάβει μεγάλες διαστάσεις. Οι κύριες κατευθύνσεις όλης αυτής της ζύμωσης μπορούν να προσδιοριστούν χωρίζοντας το κινηματογραφικό υλικό (επίκαιρο, ντοκιμαντέρ και ταινίες μυθοπλασίας) σε δύο μεγάλες κατηγορίες:
Ο κινηματογράφος ως ιστορικό τεκμήριο, ή καλύτερα ως «οπτική γωνία», αναφορικά με τους τρόπους που μία κοινωνία, σε μία συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, «σκέπτεται το παρόν της».
Ο κινηματογράφος, με ταινίες που έχουν «ιστορικό περιεχόμενο», ως τεκμήριο ή καλύτερα ως ένα είδος δείγματος του τρόπου με τον οποίο μία κοινωνία «σκέπτεται το παρελθόν της».
Αντικείμενο του παρόντος βιβλίου είναι η αναλυτική προσέγγιση των κινηματογραφικών επικαίρων της περιόδου 1895-1940 σε μία προσπάθεια κινηματογραφικής ανάγνωσης της Ιστορίας και συγχρόνως ιστορικής ανάγνωσης του κινηματογράφου.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η ελληνική κινηματογραφική βιβλιογραφία είναι αντάξια του εγχώριου κινηματογράφου: εκτός από την προχειρότητα των εκδόσεων, τη συχνά ανεκδιήγητη τσαπατσουλιά των μεταφράσεων, την επαρχιώτικη μίμηση του γαλλικού τρόπου γραφής και την αναφομοίωτη μεταφορά λακανικών και αλτουσερικών κλισέ, στερείται -εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων- επιστημονικής έρευνας και προσέγγισης. Οι Ελληνες κριτικοί και θεωρητικοί υπήρξαν είτε αναίσχυντοι αγκιτάτορες («καλή» ταινία είναι η ταινία με «καλό» μήνυμα, με ιδεολογία που μας βολεύει) είτε εξίσου αναίσχυντοι πατριώτες (μεροληπτικοί υποστηρικτές ντόπιων προϊόντων: σύνθημά μας η εντοπιότητα!) είτε αυτάρεσκοι, πολυρρήμονες και αερολόγοι. Οι τελευταίοι, ως δυσνόητοι, εκλαμβάνονταν για μακρό χρονικό διάστημα ως άκρως βαθυστόχαστοι, άρα απρόσιτοι σ' εμάς τον αδαή και χυδαίο όχλο. Εξάλλου, η ελληνική κινηματογραφική κριτική συνέβαλε στη δημιουργία μύθων, ιερών και οσίων, οι οποίοι τοποθετήθηκαν στο απυρόβλητο, όπως συμβαίνει συνήθως με τα θρησκευτικά πρόσωπα και αντικείμενα. Από την κριτική και τη θεωρία έλειψαν τα αναιδή ερωτηματικά, έλειψε η ασέβεια. Το βιβλίο του Φώτου Λαμπρινού με τον ειρωνικό τίτλο «Ισχύς μου η αγάπη του φακού» (παραφράζοντας το «Ισχύς μου η αγάπη του λαού», μια από τις ψευδαισθητικές, όσο και μεγαλόστομες δηλώσεις της βασιλικής οικογένειας στην Ελλάδα) είναι ασεβές, όπως και μερικά από τα ντοκυμαντέρ του σκηνοθέτη: αυτή είναι η πρωταρχική του αρετή. Ο Φώτος Λαμπρινός σχολιάζει εδώ τον ρόλο των newsreels, δηλαδή των προπαγανδιστικών και ειδησεογραφικών «επικαίρων», ως τεκμήρια της ιστορίας. 'Η ως μάρτυρες και ψευδομάρτυρες της ιστορίας: πώς ο κινηματογραφικός φακός λέει ψέματα σαν τον Πινόκιο, χειραγωγώντας το κοινό και διεγείροντας τα ταπεινά του ένστικτα· το πώς σκευωρεί ηθελημένα (όπως στην περίπτωση της Λένι Ρίφενσταλ) ή «αθέλητα» (όπως στην περίπτωση των ανωνύμων κινηματογραφιστών στους οποίους επίσης αναφέρεται ο Φώτος Λαμπρινός). Και πώς, αν βρισκόμαστε σε εγρήγορση, η αλήθεια, ή τουλάχιστον ένα κομμάτι της, μας γνέφει μέσ' από τα κινηματογραφημένα παραμύθια.
Ο Φώτος Λαμπρινός χρησιμοποιεί τη μεθοδολογία της σχολής των Annales, σίγουρα όχι την τελευταία λέξη της μόδας στην ιστοριογραφία. Η αντίληψη ότι κάθε πολιτιστικό προϊόν αποτελεί τεκμήριο της ιστορίας είναι παλιά όσο η τέχνη· ωστόσο, η σχολή των Annales πρόσθεσε μια αυτονόητη πονηριά: η ανθρώπινη κατάσταση δεν αποκαλύπτεται σαν είδωλο καθρέφτη στην οθόνη· ο κινηματογράφος παραμορφώνει την πραγματικότητα, ενώ συγχρόνως συμβάλλει στη διαμόρφωσή της. Ως λαϊκό, μαζικό θέαμα, χρησιμοποιεί την πραγματικότητα ως υλικό για να κατασκευάσει μια καινούργια «πραγματικότητα»: ο θεατής βρίσκεται στην κάθε άλλο παρά άνετη θέση να πρέπει να διαβάσει μέσ' από τις γραμμές, δηλαδή μέσ' από τη διαδοχή των εικόνων και των ήχων. Ακόμα και μια ταινία μυθοπλασίας, ένα μιούζικαλ, μια κωμωδία, μας παρέχουν πληροφορίες για το πώς ζούσαν και σκέφτονταν οι άνθρωποι σε μια συγκεκριμένη στιγμή της ιστορίας: το αν, ως θεατές, δεχτούμε αυτές τις πληροφορίες επαφίεται σ' εμάς. Το πώς θα τις ερμηνεύσουμε, επίσης. Οσο για τα ντοκιμαντέρ, καθώς και τα «επίκαιρα» που προβάλλονταν για δεκαετίες πριν από τις ψυχαγωγικές ταινίες, γίνονται, φαινομενικά bona fide, εργαλεία του ιστορικού, αν και όχι απαραιτήτως πιο εύχρηστα από ταινίες σαν το «Οι άνδρες προτιμούν τις ξανθές», το «Δύο ή τρία πράγματα που ξέρω γι' αυτήν» ή το «Δεσποινίς διευθυντής». Παρ' όλο που τα «επίκαιρα» είναι φορτωμένα «ιστορία» -γεγονότα, επώνυμα πρόσωπα κ.τ.λ.- αποδεικνύονται απατηλά και παραπλανητικά· ο ιστορικός αναγκάζεται να κάνει δουλειά εντομολόγου για να εξαγάγει ακριβή συμπεράσματα. Δεν είναι τυχαίο που ο κινηματογράφος ξεκίνησε από τις ταχυδακτυλουργίες και τις οφθαλμαπάτες: η λεγόμενη «έβδομη τέχνη» είναι μια φενάκη, μια δολοπλοκία.
Το βιβλίο του Φώτου Λαμπρινού, που βασίζεται σε πολύχρονη έρευνα, αρχειοθέτηση και συναρμολόγηση «επικαίρων», διατρέχει την ιστορία της Ευρώπης μέσ' από τις κινηματογραφικές εικόνες που διαφοροποίησαν τον εικοστό αιώνα από τους προηγούμενους: ο εικοστός αιώνας «πόζαρε» στον κινηματογραφικό φακό, ενώ ο δέκατος ένατος περιορίστηκε στη φωτογραφία· κι όσο για το απώτερο παρελθόν απαθανατίστηκε μόνον από τις παραδοσιακές εικαστικές τέχνες. Από αυτή την άποψη, ο εικοστός αιώνας πλεονεκτεί και την ίδια στιγμή εκτίθεται ανεπανόρθωτα: η φρίκη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, τα εγκλήματα του ναζισμού, τα γελοιώδη πρόσωπα της εξουσίας έχουν αποτυπωθεί στο φιλμ· τίποτα δεν μπορεί να διαψεύσει τον κελλουλοΐτη.
Αν και τα «επίκαιρα» δεν είναι πάντα πιο εύγλωττα από τις ταινίες μυθοπλασίας που μαρτυρούν, με τον τρόπο τους, τις κυρίαρχες ιδεολογίες και νοοτροπίες, στην Ελλάδα ο κινηματογράφος μυθοπλασίας άργησε χαρακτηριστικά. Για τριάντα χρόνια περίπου, το κύριο σώμα του ελληνικού κινηματογράφου αποτελείτο από ντοκυμαντέρ: ντοκυμαντέρ για τους βαλκανικούς πολέμους, τη μικρασιατική «καταστροφή», τις λεγόμενες «περιπέτειες της δημοκρατίας» -κοινώς, την εναλλαγή πραξικοπημάτων και τις μηχανορραφίες του παλατιού- τέλος, ντοκυμαντέρ και «επίκαιρα» για το ελληνικό «μεγαλείο», φανφάρες, εορτές και πανηγύρεις, βασιλικά τερτίπια, ιδιωτικά βίτσια και δημόσιες αρετές. Το υλικό στο οποίο αναφέρεται ο Φώτος Λαμπρινός είναι πράγματι το πανόραμα του αιώνα, το θέαμα της Ελλάδας όπως το κατέγραψαν, αθώα ή ένοχα, οι κάμερες· θέαμα, εν κατακλείδι, για γέλια και για κλάματα, πέρα για πέρα απομυθοποιητικό, αν ετέθη ποτέ ζήτημα μύθου.
Κάθε ταινία, «με υπόθεση» ή μη, συνειδητά ή ασυνείδητα πολιτική-ιστορική, είναι, εν δυνάμει, ντοκουμέντο για τον ιστορικό: ό,τι υπάρχει στην οθόνη, καθώς και ό,τι δεν υπάρχει, ό,τι αποκρύπτεται, συνιστά τεκμήριο. Το ότι στις προπαγανδιστικές ταινίες για την οκτωβριανή επανάσταση δεν γίνεται λόγος για τον Τρότσκι, όπως το ότι ο Τρότσκι «αφαιρείται» από φωτογραφίες τις εποχής, αποτελεί ένα ολόκληρο κεφάλαιο της ρωσικής ιστορίας στον εικοστό αιώνα. Ωστόσο, το γεγονός αυτό είναι υπερβολικά φανερό και ευανάγνωστο: το βιβλίο του Φώτου Λαμπρινού αναλύει τις λιγότερο φωτεινές πλευρές της προπαγάνδας, σχολιάζοντας τον εκ πρώτης όψεως ανώδυνο χαρακτήρα των ελληνικών επικαίρων που συνέβαλαν στην παγίωση μιας εθνικής ιδεολογίας, ενός συμπαγούς βλέμματος για την ιστορία. Μολονότι χώρα βαθιά διχασμένη, η Ελλάδα συσπειρώνεται στο πώς «βλέπει» την ιστορία της: η μεγάλη πλειοψηφία «βλέπει» με τον ίδιο τρόπο τη Μικρασιατική Εκστρατεία, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, το ΕΑΜ, τα «μεγάλα ζητήματα» της φυλής. Ο Φώτος Λαμπρινός, εκθέτοντας πλήθος από στιγμιότυπα κινηματογραφικών «επικαίρων», αναρωτιέται αν το κοινό «βλέπει» επίσης τη φαιδρότητα του πράγματος. Η ιστορία, εκτός από μια σειρά σφαγών, είναι και μια σειρά γελοιοτήτων, ένα λούνα-παρκ τεράτων. Ακόμα και στις κρίσιμες στιγμές του «ελληνισμού» (οι περισσότερες στιγμές υπήρξαν κρίσιμες, αν όχι τραγικές), η ιστορία μοιάζει με το γνωστό πανηγύρι της ματαιοδοξίας: δεδομένης της χρονικής απόστασης από τα αιματηρά γεγονότα, τις κατάφωρες αδικίες, τις απάτες και τις νοθείες, η εικόνα του κόσμου στην οθόνη μεταμορφώνεται σε μια εκδοχή της ανθρώπινης κωμωδίας. Ακόμα και τα λάθη και οι αβλεψίες των τεχνικών των επικαίρων παρέχουν πληροφορίες, χρήσιμες για τον ιστορικό: για παράδειγμα, σε ντοκυμαντέρ για μια κλωστοϋφαντουργία στο πλάνο εμφανίζεται ένα πιτσιρίκι που κουβαλάει υφάσματα· η ευαισθησία για την παιδική εργασία δεν επαρκούσε ώστε να κοπεί η σκηνή στο μοντάζ.
Το βιβλίο του Φώτου Λαμπρινού συνοδεύεται από CD με σχολιασμένο ντοκυμαντέρ (η φωνή off είναι του συγγραφέα), το οποίο αποτελεί ένα είδος οδηγού για το πώς μπορούμε να βλέπουμε όχι μόνον τι συμβαίνει στις οθόνες, αλλά και τι υπονοείται, τι δεν συμβαίνει, τι θα μπορούσε να συμβαίνει. Επίσης, είναι ένα ντοκουμέντο που μας πείθει πως, εκτός του ότι όλα στον κόσμο είναι φυσική (οι νόμοι της φυσικής παραμένουν απαραβίαστοι), όλα είναι πολιτική. Δεν υπάρχουν αβλαβή θεάματα, δεν υπάρχουν απολιτικά ζητήματα, και οι εικόνες, θέλοντας και μη, είτε έχουν ήχο είτε δεν έχουν, μεταφέρουν φορτία από βαριά, τοξικά, υλικά.
ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 15/04/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις