0
Your Καλαθι
Πάτμου και Δαμάρεως γωνία
17Ν, ΕΛΑ, 1η Μάη, Επαναστατικοί Πυρήνες
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Οι δυναμικοί υποστηρικτές της ένοπλης πάλης, όταν ξεκίνησε το "αντάρτικο πόλης", ήταν είκοσι πέντε έως τριάντα ετών. Αφιέρωσαν τα νιάτα τους, διοχέτευσαν το σφρίγος τους στις ένοπλες ρήξεις. Τώρα, είκοσι εφτά χρόνια αργότερα, πλησιάζουν τα πενήντα πέντε ή τα εξήντα, τα όρια δηλαδή της τρίτης ηλικίας κι ίσως της κόπωσης για το ανεκπλήρωτο όραμα, για τη ματαιότητα, ενώ μια πληρώρα αξιωματικοί της Αστυνομίας, οι οποίοι είχαν ασχοληθεί με τη δράση των ενόπλων οργανώσεων, αποστρατεύθηκαν κουβαλώντας μαζί τους εικασίες, απορίες ή και εμμονές. Επιβάλλεται, επομένως, όποιος μελετήσει το ελληνικό αντάρτικο πόλης ν' αρχίσει τη θεώρησή του έχοντας τη συναίσθηση του χρόνου που πέρασε· είκοσι επτά ολόκληρα χρόνια, γεμάτα οδύνη και θανάτους, άγνωστες έρευνες, εκθέσεις απόρρητες, μεγάλα σφάλματα, επικίνδυνες ενοχοποιήσεις, μάταιες ελπίδες. Και πώς όχι, αφού και το φαινόμενο της τρομοκρατίας δεν μπορεί να είναι μια αποτύπωση μόνο του τώρα, μια απλή αναγωγή στο σήμερα.
Ένα βιβλίο, λοιπόν, για τα άγνωστα χρόνια. Για όσα συνέβησαν στη διάρκειά τους. Για ό,τι αποκαλύπτεται αυτό τον καιρό, που όλα φαίνεται να έχουν πλέον τελειώσει.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Gros nounours»: Το παχουλό αρκουδάκι από λουτρ. Ετσι ακριβώς αποκαλούσε χαϊδευτικά η Μαϊτέ Πενό τον γλυκό και άκακο σπιτόγατο, τον Μισέλ της, μπροστά σε συγγενείς και φίλους της, το 1977, στο Παρίσι. Ο μυστηριώδης Ελληνας με τους φίνους τρόπους και την έμφυτη ευγένεια είχε εντυπωσιάσει τους δικούς της ανθρώπους. Ολοι είχαν να λένε για τον τρυφερό και ίσως ορισμένες φορές νωχελικό Ελληνα, έναν γνήσιο μπον βιβέρ που μιλούσε για επαναστάσεις. Αλλά, έτσι, σαν μία απλή κοινότοπη κουβέντα, στον απόηχο του Μάη του '68, η οποία συνόδευε ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί.
Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, τον Ιούλιο του 2002, ο εισαγγελέας Ιωάννης Διώτης θα άκουγε τον Σάββα Ξηρό, που νοσηλευόταν τραυματισμένος στον Ευαγγελισμό, ύστερα από την έκρηξη στον Πειραιά, να του μιλά για τη μεγάλη πόρτα.
«Την περάσαμε αυτή την πόρτα δεκάδες φορές στη ζωή μας. Από τη μία πλευρά, στο ένα δωμάτιο, ήταν η προσωπική μας ζωή, οι άνθρωποι, όσους γνωρίζαμε στην καθημερινότητά μας. Ηταν η δουλειά μας, η δημόσια παρουσία μας. Κι όταν περνούσαμε αυτή την πόρτα, μπαίναμε στο δωμάτιο με την αγωνιστική μας δράση. Περνούσαμε στην άλλη πλευρά. Οργανώναμε τις παρακολουθήσεις, τις αρπαγές του οπλισμού, τις κλοπές των αυτοκινήτων, τις εκτελέσεις. Κι ύστερα γυρνούσαμε πάλι στην άλλη μας ζωή, κλειδώνοντας την πόρτα πίσω μας και πάλι». Συμπλήρωσε μάλιστα πως «αν περνάς αυτή την πόρτα τόσες πολλές φορές, μαθαίνεις να ζεις πια μ' αυτόν τον διαχωρισμό, μ' αυτά τα δύο περάσματα από τη μια ζωή στην άλλη. Τα καταφέρνεις πια πολύ καλά».
Ηταν περίπου στην αρχή, στο Παρίσι, κι ήταν περίπου στο τέλος, στο δωμάτιο του Ευαγγελισμού.
Οπως ανέφεραν αυτοί που συμμετείχαν στην ανάκριση του Σάββα Ξηρού, «φαινόταν αρχικά να τα έχει χαμένα, φοβόταν για τη ζωή του. Κι όταν άκουσε ότι ανακαλύφθηκε η γιάφκα της οδού Πάτμου, έδειξε να καταρρέει. Αρχισε να μιλά. Δεν έλεγε τίποτε για τα αδέλφια του. Εμοιαζε διστακτικός. Αλλά ούτε για τον εαυτό του μιλούσε. Για τις ενέργειες στις οποίες φαινόταν ότι ήταν αυτός παρών, είχε δημιουργήσει έναν άλλον άνθρωπο, ανύπαρκτο, τον Σπύρο. Τον περιέγραφε αντίθετο μ' αυτόν, κοντό, χοντρό. Και σ' αυτόν τον ανύπαρκτο άνθρωπο χρέωνε πολλά. Ολη τη δική του δράση. Κι ύστερα έριξε το τελευταίο οχυρό για τον εαυτό του. Ο Σπύρος υπήρξε εκείνος ο ίδιος, ήταν ένας από τους κωδικούς του στην οργάνωση».
Επειτα ακολούθησαν και οι άλλοι κατηγορούμενοι στον δωδέκατο όροφο του κτιρίου της Λεωφόρου Αλεξάνδρας· για να κλονιστούν από την πρώτη στιγμή που περνούσαν το κατώφλι της Αντιτρομοκρατικής, όταν τους αποκαλούσαν με το κωδικό τους όνομα στην οργάνωση. Ονόμαζαν τον Βασίλη Τζωρτζάτο Σταμάτη, τον Χριστόδουλο Ξηρό τον φώναξαν αμέσως Μανώλη, τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο Λάμπρο. Από τις ανακρίσεις των προηγουμένων είχαν φροντίσει να πληροφορηθούν με λεπτομέρειες ορισμένες ενέργειες στις οποίες εμφανίζονταν να είναι παρόντες κάποιοι από τους επόμενους, που θα συλλαμβάνονταν, έτσι ώστε αυτές οι λεπτομέρειες να τους ταράξουν ακόμη περισσότερο.
Σε έναν από τους πρώτους συλληφθέντες άρχισαν να περιγράφουν μια ιστορία με κάποιον σκύλο-φύλακα σε ένα νταμάρι, από το οποίο τα μέλη της οργάνωσης ήθελαν να κλέψουν εκρηκτικά. Ο συγκεκριμένος εξεταζόμενος, μέλος της οργάνωσης, είχε πάρει μια μπριζόλα για να τη δώσει στο σκυλί ώστε να μην τους ενοχλήσει. Ωστόσο το ζώο, αντί να τους ορμήσει, φοβήθηκε το ίδιο κι άρχισε ν' απομακρύνεται. Κι εκείνος πήρε να το κοροϊδεύει, επειδή το έσκασε, και έτρεξε πίσω του για να του δώσει την μπριζόλα. Οι αξιωματικοί και οι δικαστικοί είχαν μάθει όλες τις λεπτομέρειες αυτής της μικροϊστορίας. Ετσι, όταν άρχισαν να την αφηγούνται στον προσαχθέντα, εκείνος κατέρρευσε. Συνειδητοποίησε ότι όλα ήταν πλέον γνωστά στους αστυνομικούς, ακόμα και στις μικρότερες λεπτομέρειές τους, από τις καταθέσεις των προηγούμενων συλληφθέντων. Επομένως δεν είχε νόημα ν' αρνείται και να μην εκμεταλλευτεί τις ευνοϊκές διατάξεις του νόμου. Αρχιζε, λοιπόν, να ομολογεί το κάθε τι, μιλώντας κι εκείνος με αναλυτικά στοιχεία για τις ενέργειες των άλλων μελών της οργάνωσης. Εδινε καινούργιες λεπτομέρειες που βοηθούσαν τους αστυνομικούς να φέρουν σε δύσκολη θέση τους επόμενους και να οδηγήσουν μ' αυτόν τον τρόπο τους περισσότερους στην ομολογία.
Εν τούτοις το τέλος καθορίστηκε από κάποιο εύθραυστο, φτηνό ρολόι ενός εκρηκτικού μηχανισμού και από μία απροσεξία του Σάββα Ξηρού, στο λιμάνι του Πειραιά. Επρόκειτο για ένα μοιραίο λάθος, το οποίο στατιστικά θα έπρεπε να είχε υπολογιστεί πως θα συνέβαινε μέσα σε είκοσι επτά χρόνια δράσης και εκατοντάδες επιθέσεις. Ηταν θέμα πιθανοτήτων να επέλθει το καθοριστικό σφάλμα.
ΤΟ ΒΗΜΑ , 02-03-2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις