0
Your Καλαθι
Σχεδόν σούπερ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
64%
64%
Περιγραφή
Ποτέ δε θ' απλώσω μπουγάδα σε ταράτσα, δε θα σιδερώσω σώβρακα βλέποντας τηλεόραση -δε βλέπω τηλεόραση, δεν ξέρω να σιδερώνω, μαμά. Μαθαίνω να μην ακούω τη φωνή μέσα στο κεφάλι μου που υπαγορεύει: στις γωνίες μαζεύεται η σκόνη, τα βρακάκια ένα ένα, να σηκώνεις και να ξαναβάζεις το κοινό μανταλάκι όταν απλώνεις το ένα δίπλα στο άλλο. Όχι πετσέτες δίπλα σε σεντόνια, όχι κιλοτάκια και, μποξεράκια μπερδεμένα -αλλιώς επιδίδονται σε παθιασμένο σεξ. Αλλά το έχω εξακριβώσει, ξέρεις, στεγνώνουν έτσι κι αλλιώς.
Η Βέρα είναι τριάντα τριών και αντί μωρού κουβαλάει στην πλάτη της ένα ασημί λάπτοπ που έχει γυρίσει τον κόσμο. Το υπερηχητικό μυαλό και μαλλί της τινάζει τους γύρω σαν μύγες. Ζει με τη συλλογή παπουτσιών της. Αποκοιμιέται με Μίκυ Μάους. Είναι σούπερ. Δεν είναι φτιαγμένη για να βλέπει τηλεόραση. Γιατί είναι φτιαγμένη; Για να απλώνει βρακιά, αν ακούσει τη μάνα της, για να σώζει εταιρίες, αν ακούσει τον Τσάρλι. Για να ζει σε ξενοδοχεία, να παρασέρνει σ' αυτά άντρες που δεν την ενδιαφέρουν.
Τότε γιατί η λέξη πουλί υπεισέρχεται επαναληπτικά στα λόγια της; Πόσο κοστίζει η τσάμπα ψυχανάλυση; Τι σημαίνει 'Παντρευόμαστε ή χωρίζουμε'; Θα ανακαλύψει ο μαμούχαλος, σπασίκλας Γκούφι τον καπιταλισμό και τη μόδα; Ποιοι καλλιεργούν οργανικά τοματάκια; Ποιος της πήρε το λάπτοπ; Και γιατί στο διάλο έκλεψε -κάτι λιγότερο από Ντόλτσε Γκαμπάνα;
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στα σύγχρονα μητροπολιτικά αστικά κέντρα, τα τελευταία χρόνια, εκτυλίσσεται μια διαδικασία με δύο παράλληλες, αντιφατικές φαινομενικά, αλλά συμπληρωματικές ουσιαστικά, πλευρές. Από τη μια, παραμένουν ή εξωθούνται στο περιθώριο των παραγωγικών μηχανισμών εκατομμύρια νέοι άνθρωποι και από την άλλη, αρκετοί, σε σχετικά μικρή ηλικία, εντάσσονται σ' αυτούς, και μάλιστα σε διευθυντικές θέσεις, με υψηλές απολαβές, κυρίως στο χώρο των μοντέρνων οικονομικών λειτουργιών, όπως η πληροφορική, η διαφήμιση, τα ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης. Ενώ δε οι πρώτοι έχουν σχεδόν εξοβελιστεί από το χώρο της δημοσιότητας, οι δεύτεροι προβάλλονται κατά κόρον από τα life style, κυρίως, περιοδικά και έχουν αναδειχθεί σε μια νέα κοινωνική κατηγορία με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ετσι, σύμφωνα με την εικόνα τους αυτή, είναι εργασιομανείς αλλά και νέοι, ωραίοι, πετυχημένοι, απίστευτα υψηλόμισθοι και ακολουθούν και καταναλώνουν τις σύγχρονες τάσεις της μόδας. Παράλληλα όμως, έχουν αρκετά φιλελεύθερες αντιλήψεις και είναι σχετικά αντισυμβατικοί στις συμπεριφορές τους και λάτρες συχνά της σύγχρονης κουλτούρας.
Στο εσωτερικό αυτής της κοινωνικής κατηγορίας και στις πρακτικές της εστιάζει την οπτική της η Εύη Λαμπροπούλου στο νέο της μυθιστόρημα «Σχεδόν σούπερ». Η ηρωίδα της Βέρα, στην ηλικία των τριάντα και κάτι, είναι στέλεχος του ελληνικού παραρτήματος μιας μεγάλης πολυεθνικής εταιρείας συμβούλων. Η Βέρα είναι ειδική στην πληροφορική, ταξιδεύει σ' όλο τον κόσμο για τη δουλειά της, εργάζεται ασταμάτητα, αμείβεται πλουσιοπάροχα, ντύνεται με ακριβά, μοδάτα ρούχα, μένει σ' ένα εξαιρετικού ντιζάιν σπίτι και έχει ως πρότυπο την Κάρλι Φαρίνα, τη διάσημη μάνατζερ της εταιρείας «Χιούλετ Πάκαρντ», και τη φιλοδοξία να της μοιάσει. Ταυτόχρονα όμως συναναστρέφεται και με άτομα διαφορετικής κουλτούρας, που ειρωνεύονται και αμφισβητούν τους τρόπους ζωής και εργασίας της και τις ανάλογες αντιλήψεις, όπως ο καλύτερος της φίλος, ένας μάλλον άεργος σκηνοθέτης. Παρ' όλο δε που έχει μόνιμο ερωτικό δεσμό, η σεξουαλική της ζωή είναι ελεύθερη και πλούσια σε εφήμερες σχέσεις, με κυρίαρχο μάλιστα το δικό της ρόλο. Με την οικογένεια της, τη χωρισμένη και πιεστική απέναντι της μητέρα της και την αδελφή της, βρίσκεται σε απόσταση και σχεδόν σε μια ελεγχόμενη ρήξη. Ετσι η Βέρα ζει και κινείται εργαζόμενη πάντα σκληρά και προσβλέποντας στην άνοδο της στην εταιρεία, όταν μια ασθένεια την απομακρύνει από το χώρο και την ατμόσφαιρα της εργασίας της. Ο ερχομός στην Αθήνα μιας φίλης της, επίσης μανιακής με την πληροφορική, που ακούει στο όνομα Γκούφυ και είναι γεμάτη εναλλακτικές ιδέες για τη χρήση του Διαδικτύου, θα επιτείνει την απομάκρυνση της αυτή. Η Βέρα σιγά σιγά οδηγείται σ' έναν επανακαθορισμό της επαγγελματικής και της προσωπικής της ζωής και μαζί με τη φίλη της αρχίζουν να εργάζονται για ένα δικό τους εναλλακτικό πρόγραμμα για το Internet. Οταν όμως «προδίδεται» από τη φίλη της, η οποία πλέον τη μιμείται και προσπαθεί ολοένα να μοιάσει στην προηγούμενη εικόνα της, καταφεύγει στη Μυτιλήνη, το γενέθλιο τόπο της. Εκεί αντιμετωπίζει την παιδική της ηλικία και τα τραύματα της, ξαναπιάνει το νήμα με τη μητέρα και την αδελφή της και επισφραγίζει την επιστροφή της στον πραγματικό κόσμο με τον έρωτα της με έναν Ολλανδό, ειδικό της πληροφορικής κι αυτόν, αλλά και ακτιβιστή οικολόγο.
Η Λαμπροπούλου στήνει τη μυθοπλασία της με επίκεντρο την ηρωίδα της. Η αφήγηση, η οποία εκφέρεται σε πρώτο πρόσωπο, περιγράφει τους ρυθμούς της Βέρας, την ακολουθεί στα ταξίδια και στους χώρους εργασίας της, αποτυπώνει τις συμπεριφορές και τις σκέψεις της. Στέκεται αρκετά και τολμηρά στις ερωτικές της σχέσεις και καταγράφει τη ρευστότητα και την ευκολία τους, αλλά και την έλλειψη νοήματός τους. Η οπτική των αφηγουμένων είναι συχνά σατιρική και παρωδιακή, κυρίως πολλών συμπεριφορών και μοδάτων πρακτικών. Στην εξιστόρηση, δε, είναι διάσπαρτοι όροι και ενέργειες της πληροφορικής καθώς και ονόματα διαφόρων γκουρού της.
Η συγγραφέας συλλαμβάνει πολλές πλευρές τής υλικής και ιδεολογικής συνθήκης της σημερινής μεταμοντέρνας εποχής και αποδίδει, χωρίς φοβικές καταγγελίες αλλά όχι και άκριτα, το σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό και πολιτισμικό περιβάλλον. Ετσι, στα πρώτα κυρίως κεφάλαια της αφήγησης, αποτυπώνει τους πολλαπλούς χώρους στους οποίους κινείται η ηρωίδα της, σκιαγραφεί τον ανάλογο χαρακτήρα της και προβάλλει την κυρίαρχη εικόνα του «πετυχημένου» ανθρώπου. Ταυτόχρονα αναδεικνύει τους εσωτερικούς μηχανισμούς, την ιεραρχία, τους ανταγωνισμούς και τη λειτουργία της σύγχρονης εταιρείας, καθώς και την αναπαραγωγή και την εγχάραξη της κουλτούρας της. Οταν όμως η μυθοπλαστική κίνηση γίνεται πολυπρόσωπη και πολύπλοκη, η αφήγηση χάνει τον έλεγχο και το ρυθμό της και συχνά μοιάζει με παράθεση ασύνδετων επεισοδίων. Ενώ, δε, η γλώσσα είναι αρκετά ζωντανή, ειρωνική αλλά και σκληρή και τολμηρή, πολλές φορές θυμίζει αυτήν των life-style περιοδικών, τύπους της οποίας ενσωματώνει και αναπαράγει άκριτα.
Αρκετά αρνητικό επιπλέον για τη μυθοπλαστική σύμβαση είναι το τέλος της αφήγησης, με την τουλάχιστον υπερβολική σύμπτωση στο πρόσωπο του Ολλανδού, του ιδανικού νέου αγαπημένου της ηρωίδας, της ιδιότητας του μεγάλου στελέχους της παλιάς εταιρείας της. Το συνολικό μυθοπλαστικό αποτέλεσμα του «Σχεδόν σούπερ» είναι άνισο και οπωσδήποτε δεν φτάνει στο επίπεδο του προηγούμενου πρώτου της μυθιστορήματος, του τολμηρού «Χάπι Λου», («Οξύ», 2001), στο οποίο αρκετοί διέκριναν το ελληνικό αντίστοιχο του «Generation Χ» του Ντάγκλας Κόπλαντ. Στο στέρεα και καλά δομημένο αφηγηματικά «Χάπι Λου» μια ομάδα μητροπολιτικών νέων κινούνταν ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και στο Λονδίνο, στις διάφορες ουσίες και την πραγματικότητα, στην ελευθεριότητα και την ανασφάλεια, στο αντιφατικό παρόν και στο αβέβαιο μέλλον . Η οπτική τής Εύης Λαμπροπούλου, πάντως, παραμένει φρέσκια, υπερτοπική και ενδιαφέρουσα.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΚΩΤΙΑΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 09/09/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις