0
Your Καλαθι
Γνώση, πίστη και πολιτική
Κριτική της υποκειμενικότητας και θεμελίωση της πολιτικής στον Χέγκελ της περιόδου της Ιένας
Έκπτωση
25%
25%
Περιγραφή
Η εργασία επιχειρεί μια ανάγνωση δύο κειμένων του νεαρού Χέγκελ, γραμμένων στις αρχές της περιόδου της Ιένας, του κειμένου "Πίστη και γνώση" και του κειμένου για το "Φυσικό δίκαιο". Το πρώτο συνιστά μια κριτική σε αυτό που ο Χέγκελ αποκαλεί "ανα-στοχαστική φιλοσοφία της υποκειμενικότητας", δηλαδή στη φιλοσοφία των Καντ, Γιακόμπι και Φίχτε. Το δεύτερο αφορά την προβληματική της θεσμικής συγκρότησης της νεωτερικής κοινωνίας και περιλαμβάνει μια κριτική στις κλασικές θεωρίες του φυσικού δικαίου. Η εργασία επιχειρεί, ωστόσο, να αναδείξει την ενιαία προβληματική που διατρέχει τα δύο κείμενα και η οποία συνδέει τη γνωσιοθεωρητική επιχειρηματολογία του πρώτου κειμένου με την πολιτικο-φιλοσοφική επιχειρηματολογία του δεύτερου.
Το κείμενο "Πίστη και γνώση" εκκινεί από το εύρημα της αναπαραγωγής μιας υπερβατικής πίστης στο εσωτερικό της νεωτερικής γνώσης, παρά την ολοκληρωτική νίκη του διαφωτισμού επί της παραδοσιακής πίστης. Η απόπειρα κατανόησης της λογικής αναγκαιότητας που παράγει τη διάσταση ενός "επέκεινα" στο εσωτερικό της νεωτερικής γνώσης οδηγεί στον εντοπισμό μιας σειράς χωρισμών, αντιφάσεων και αντινομιών που χαρακτηρίζουν τη δομή της νεωτερικής γνώσης. Καθώς, όμως, αυτός ο τύπος γνώσης ερμηνεύεται ως η φιλοσοφική αυτοσυνείδηση της νεωτερικότητας, λαμβάνει χώρα μια μετατόπιση του ενδιαφέροντος: από τις μορφές της νεωτερικής αυτοσυνείδησης προς τη νεωτερική πραγματικότητα που παράγει και αναπαράγει αυτές τις μορφές συνείδησης.
Το κείμενο για το "Φυσικό δίκαιο" θεματοποιεί ακριβώς αυτόν τον αντικειμενικό κόσμο της νεωτερικότητας και διερευνά την προβληματική της θεσμικής του συγκρότησης. Εδώ ο νεαρός Χέγκελ βρίσκεται αντιμέτωπος με την αντινομική φύση της ίδιας της νεωτερικής κοινωνίας, την αντινομία μεταξύ αστικής κοινωνίας και πολιτικού κράτους. Η απόπειρα επίλυσής της στο επίπεδο των πολιτικών θεσμών φαίνεται να απαιτεί για την σταθεροποίησή της την επανεισαγωγή ενός υπερβατικού-θεϊκού στοιχείου. Ο νεαρός Χέγκελ ανασυγκροτεί έτσι τους αντικειμενικούς όρους που παράγουν τη διάσταση της "πίστης", που είχε διαγνώσει στο πλαίσιο της κριτικής της νεωτερικής γνώσης, και τους κατανοεί ως αντινομική λογική των πολιτικών θεσμών της νεωτερικότητας.
Το κείμενο "Πίστη και γνώση" εκκινεί από το εύρημα της αναπαραγωγής μιας υπερβατικής πίστης στο εσωτερικό της νεωτερικής γνώσης, παρά την ολοκληρωτική νίκη του διαφωτισμού επί της παραδοσιακής πίστης. Η απόπειρα κατανόησης της λογικής αναγκαιότητας που παράγει τη διάσταση ενός "επέκεινα" στο εσωτερικό της νεωτερικής γνώσης οδηγεί στον εντοπισμό μιας σειράς χωρισμών, αντιφάσεων και αντινομιών που χαρακτηρίζουν τη δομή της νεωτερικής γνώσης. Καθώς, όμως, αυτός ο τύπος γνώσης ερμηνεύεται ως η φιλοσοφική αυτοσυνείδηση της νεωτερικότητας, λαμβάνει χώρα μια μετατόπιση του ενδιαφέροντος: από τις μορφές της νεωτερικής αυτοσυνείδησης προς τη νεωτερική πραγματικότητα που παράγει και αναπαράγει αυτές τις μορφές συνείδησης.
Το κείμενο για το "Φυσικό δίκαιο" θεματοποιεί ακριβώς αυτόν τον αντικειμενικό κόσμο της νεωτερικότητας και διερευνά την προβληματική της θεσμικής του συγκρότησης. Εδώ ο νεαρός Χέγκελ βρίσκεται αντιμέτωπος με την αντινομική φύση της ίδιας της νεωτερικής κοινωνίας, την αντινομία μεταξύ αστικής κοινωνίας και πολιτικού κράτους. Η απόπειρα επίλυσής της στο επίπεδο των πολιτικών θεσμών φαίνεται να απαιτεί για την σταθεροποίησή της την επανεισαγωγή ενός υπερβατικού-θεϊκού στοιχείου. Ο νεαρός Χέγκελ ανασυγκροτεί έτσι τους αντικειμενικούς όρους που παράγουν τη διάσταση της "πίστης", που είχε διαγνώσει στο πλαίσιο της κριτικής της νεωτερικής γνώσης, και τους κατανοεί ως αντινομική λογική των πολιτικών θεσμών της νεωτερικότητας.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις