0
Your Καλαθι
Η οργάνωση των επιχειρήσεων και ο μύθος της οικονομίας της αγοράς
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Το βιβλίο αυτό εξηγεί το πέρασμα της βιομηχανικής ηγεμονίας από τη Βρετανία στις Ηνωμένες Πολιτείες στις αρχές του αιώνα, και από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ιαπωνία πιο πρόσφατα, βάσει της μεταβολής των επενδυτικών στρατηγικών και των οργανωτικών δομών των βιομηχανικών επιχειρήσεων σ' αυτά τα έθνη. Ακολούθως, ασκεί κριτική στην αδυναμία των οικονομολόγων να κατανοήσουν αυτές τις ιστορικές αλλαγές. Ο συγγραφέας δείχνει ότι αυτή η διανοητική αδυναμία δεν είναι εγγενής στην οικονομική επιστήμη· η οικονομική σκέψη διαθέτει σημαντικές παραδόσεις, τις οποίες το κυρίαρχο ρεύμα των οικονομολόγων απλών αγνόησε. Το πρόβλημα βρίσκεται στη στατική μεθοδολογία και στην ατομικιστική ιδεολογία που οι ορθόδοξοι οικονομολόγοι ονομάζουν «επιστήμη». Το βιβλίο δείχνει το πώς τα οικονομικά ως ακαδημαϊκός κλάδος θα μπορούσαν να ξαναβρούν την επαφή τους με τον πραγματικό κόσμο μέσα από την ιστορική ανάλυση και τη μελέτη της μεταβαλλόμενης σχέσης ανάμεσα σε άτομα και οργανώσεις στις ηγεμονικές καπιταλιστικές οικονομίες.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Βολταίρος είχε πει ότι ο πολιτισμός ακολουθεί την τροχιά του ήλιου: Μεσοποταμία, Αίγυπτος, Αθήνα, Ρώμη, Παρίσι... Σήμερα εμείς θα συμπληρώναμε την Κίνα για την προ Βολταίρου εποχή και το Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη και το Τόκιο για την εποχή που έπεται. Στο μέλλον ίσως να προσθέσουμε την Κίνα και ο κύκλος να κλείσει. Δεν είναι βέβαια αυτός ο «κανόνας του ήλιου» που αναφέραμε παρά μια απλή εμπειρική παρατήρηση, η οποία όμως φαίνεται να επιβεβαιώνεται ακόμη και σήμερα. Ωστόσο πίσω από αυτή την παρατήρηση κρύβεται η δραστηριότητα πολλών μηχανισμών, θεσμών και αιτίων.
Υπάρχουν λοιπόν συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους λαμβάνουν χώρα η ακμή και η παρακμή ενός πολιτισμού, μιας χώρας ή μιας οικονομίας. Συνήθως δε η πορεία της οικονομίας καθορίζει και την εξέλιξη των υπολοίπων. Και μάλιστα όχι αναγκαστικά μέσω ενός καθοριστικού γεγονότος αλλά μέσω του αθροίσματος μιας σειράς μικρότερων γεγονότων, τα οποία φαινομενικά θα μπορούσαν να είναι αδιάφορα. Θα ήταν λοιπόν λογικό να υποστηρίξει κανείς ότι πολλά από αυτά ίσως να έχουν να κάνουν με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα κύτταρα μιας οικονομίας, οι επιχειρήσεις, των οποίων η συνεισφορά πολλές φορές αγνοείται.
Στο υπό παρουσίαση βιβλίο ο συγγραφέας εξετάζει αυτήν ακριβώς τη σημασία της μικροοικονομικής αλλαγής, την οποία και θεωρεί πρόδρομο των σημαντικών οικονομικών (και όχι μόνο) μεταβολών που έλαβαν χώρα τα τελευταία διακόσια χρόνια στην ανάδειξη των παγκόσμιων οικονομιών. Κυρίως δε εξετάζει το πέρασμα της βιομηχανικής ηγεμονίας από τη Βρετανία στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ού αιώνα και από τις ΗΠΑ στην Ιαπωνία τις δεκαετίες του '70 και του '80. Ο Λάζονικ αποδίδει τη μικροοικονομική αλλαγή στη μεταβολή των θεσμικών πλαισίων που κατά περιόδους εφαρμόζονταν, κυρίως σε ό,τι αφορά την ιδιοκτησία και τη διοίκηση των επιχειρήσεων.
Στη Μεγάλη Βρετανία ο ιδιοκτησιακός καπιταλισμός, ο οποίος γεννήθηκε κατά τη διάρκεια της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης, αποτελούσε το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο για την εποχή του. Οταν οι κανονιοφόροι της μερκαντιλιστικής Μεγάλης Βρετανίας άνοιξαν νέους εμπορικούς δρόμους, δίδοντας έτσι ώθηση στις εμπορικές συναλλαγές, η κλασική οικοτεχνία δεν μπορούσε πια να ανταποκριθεί στη ζήτηση και εξελίχθηκε σε μια πιο οργανωμένη μορφή επιχείρησης, τη βιομηχανία. Στο βρετανικό υπόδειγμα οι ιδιοκτήτες των εργοστασίων ήταν παράλληλα και οι ασκούντες τη διοίκηση.
Ωστόσο τα όρια του μοντέλου αυτού εξαντλήθηκαν όταν η απόσταση που υπήρχε μεταξύ ιδιοκτητών και εργατών αυξήθηκε τόσο ώστε να μην είναι εφικτή η δημιουργία καινοτομιών. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι ιδιοκτήτες, έχοντας ήδη εξασφαλίσει αρκετό πλούτο γι' αυτούς, δεν ήταν πλέον διατεθειμένοι να προβούν σε περισσότερες επενδύσεις ενώ παράλληλα δεν ήθελαν να αποχωριστούν τη διοίκηση των επιχειρήσεών τους, με αποτέλεσμα να περιπέσουν σε μια άγονη διαχείρισή τους.
Σε αντίθεση με το βρετανικό μοντέλο, στο οποίο οι επιχειρήσεις ήταν οριζόντια κατακερματισμένες με επακόλουθο να γίνουν απλοί δέκτες τιμών από την αγορά και να μην έχουν τη δυνατότητα επηρεασμού τους, οι συνθήκες στις ΗΠΑ διευκόλυναν τη δημιουργία ενός νέου μοντέλου επιχείρησης, στο οποίο η καθετοποίηση κυριαρχούσε, δημιουργώντας, παράλληλα με την καινοτομία, σημαντικά εμπόδια στον ανταγωνισμό, με αποτέλεσμα την ύστερα από λίγο καιρό κυριαρχία ολιγοπωλιακών επιχειρηματικών σχημάτων.
Ενώ όμως στην αρχή οι συνθήκες της αμερικανικής οικονομίας έδωσαν ώθηση στη δημιουργία σημαντικών καινοτομιών και ενός νέου πρότυπου άσκησης της διοίκησης σε μια επιχείρηση, του διευθυντικού καπιταλισμού, αργότερα ο φόβος των «διευθυντών» να μη χάσουν τις θέσεις τους οδήγησε στην περιορισμένη αποδοχή των νέων ιδεών ή ακόμη και στην ολοκληρωτική απόρριψή τους, με αποτέλεσμα τη στασιμότητα (απουσία καινοτομιών και μειωμένη παραγωγικότητα) που παρατηρήθηκε τη δεκαετία του '70.
Σε αυτό το σημείο η Ιαπωνία έδειξε να παίρνει τα ηνία, καθώς κυριάρχησε το πρότυπο του συλλογικού καπιταλισμού όπου ιδιοκτησία, διεύθυνση και εργασία αλληλοκαλύπτονταν. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη διά βίου απασχόληση των εργαζομένων, βοήθησε στην αποτελεσματικότερη παραγωγή καινοτομιών, καθώς μείωσε τον φόβο για πειραματισμούς με καινούργιες ιδέες. Ετσι ύστερα από λίγο καιρό παγιώθηκε η κυριαρχία πολλών ιαπωνικών επιχειρήσεων, που απέκτησαν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, στο παγκόσμιο επιχειρηματικό στερέωμα.
Με βάση τα παραπάνω, ο συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η οργάνωση των επιχειρήσεων είναι ο κύριος υπεύθυνος για τα ανταγωνιστικά και συγκριτικά πλεονεκτήματα μιας οικονομίας. Οταν οι παγιωμένες δομές καθίστανται δυσκίνητες και βραδυκίνητες λόγω των οργανωτικών περιορισμών, η δημιουργία της καινοτομίας η οποία θα προσδώσει σε μια οικονομία νέα δυναμική γίνεται το μέγα ζητούμενο. Η αδυναμία των εμπλεκομένων μερών να κατανοήσουν τη σημασία αυτών των αλλαγών, παράλληλα με την προσπάθεια προσαρμογής σε ένα επιδεινούμενο κλίμα χωρίς να προηγηθεί κάποια αντίσταση, παράλληλα δηλαδή με την παράδοση στο μοιραίο, είναι και η βασική αιτία για την παρακμή στην οποία εισέρχονται οι οικονομίες.
Και ποιος είναι ο ρόλος της οικονομίας της αγοράς σε όλα αυτά; Κατά τον συγγραφέα, ο ρόλος της είναι ιδιαίτερα δυσδιάκριτος, καθώς σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι η αγορά που δημιουργεί την ανάγκη για αγαθά αλλά οι επιχειρήσεις που αρχικώς τα σχεδιάζουν και τα παρουσιάζουν ως καινοτομίες. Καλό παράδειγμα αποτελεί η χρησιμοποίηση του ηλεκτρισμού από τον Θωμά Εντισον ή τα πρώτα τηλέφωνα του Μπελ, διότι αυτά είναι αγαθά που δημιουργήθηκαν από τις οργανωτικές δομές των επιχειρήσεων (βλ. έρευνα και ανάπτυξη) και όχι από τις αγοραίες ανάγκες.
Νίκος Α. Κεράνης (οικονομολόγος και οικονομικός αναλυτής)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 13-01-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις