0
Your Καλαθι
Η κλοπή της Μόνα Λίζα
Εικόνες-σύμβολα της ανθρώπινης επιθυμίας
Περιγραφή
Όταν ο Βιντσέντζο Περούτζα έκλεψε τη Μόνα Λίζα από το Λούβρο το 1911, χιλιάδες άνθρωποι έσπευσαν να δουν το χώρο τον οποίο καταλάμβανε κάποτε ο πίνακας του Ντα Βίντσι. Τι ήταν αυτό που έσπρωχνε τα πλήθη να καρφώνουν το βλέμμα τους στον άδειο τοίχο που είχε αφήσει πίσω του ο εξαφανισμένος πίανακας; Άλλωστε, πολλοί από αυτούς δεν τον είχαν δει ποτέ.
Τέτοια φαινόμενα, όπως υποστηρίζει ο ψυχαναλυτής και συγγραφέας Darian Leader, μας επιτρέπουν να διακρίνουμε στη σχέση μας με τις εικαστικές τέχνες, και την εικόνα γενικότερα, μια έκφραση της ανθρώπινης επιθυμίας: κάποιος αναζητά κάτι το οποίο θα του προσφέρει μια ανείπωτη ευχαρίστηση. Καθώς τα περισσότερα πράγματα αποκτούν μεγαλύτερο ενδιαφέρον όταν τα χάσουμε, ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνούμε με τα έργα τέχνης αποκαλύπτει ακριβώς μια ασυνείδητη επιθυμία για κάτι που χάσαμε.
Μελέτη εικονολογίας, κοινωνιολογική και συγχρόνως ψυχαναλυτική μελέτη, το έργο του Leader αποτελεί πάνω απ' όλα μια γοητευτική διερεύνηση του ανθρώπινου βλέμματος και των εικόνων που προσπαθούν να το προσελκύσουν, να το αιχμαλωτίσουν ή να το εξαπατίσουν.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το πρόσωπο της Μόνα Λίζα είναι από τα πλέον αναγνωρίσιμα, έχει εξυψωθεί, για ένα μεγάλο κοινό, σχεδόν σε έμβλημα της ζωγραφικής και με το αινιγματικό της χαμόγελο έχει εμπνεύσει σε πλήθος δημιουργούς την αναπαραγωγή της μορφής της, η οποία έχει κοσμήσει καρτ ποστάλ, χαρτοπετσέτες, σπιρτόκουτα, σοκολατάκια και άλλα κοινόχρηστα και ευτελή αντικείμενα. Σύμφωνα με τη θεωρία που αναπτύσσεται στην παρούσα μελέτη του Αγγλου ψυχαναλυτή Λίντερ, γνωστού από το ρηξικέλευθο δοκίμιό του «Γιατί οι γυναίκες γράφουν περισσότερα γράμματα απ' όσα στέλνουν;», η συλλογική απήχηση του προσώπου τής Μόνα Λίζα οφείλεται στην κλοπή του πίνακα το 1911. Μετά την απώλειά του ορδές επισκεπτών συνέρεαν καθημερινά στο Λούβρο για να δουν το κενό που άφησε πίσω της η «χαμένη γυναίκα», για την κλοπή της οποίας έγιναν πλήθος υποθέσεις και γράφτηκαν άλλες τόσες. Ορμώμενος από αυτό το γεγονός ο Λίντερ αποπειράται να ερμηνεύσει τη δυναμική των εικόνων να αιχμαλωτίζουν και να σαγηνεύουν τα πλήθη, τα οποία συρρέουν για να δουν έργα τα οποία συχνά δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν και κάποιοι, ακόμα, είναι πρόθυμοι να πληρώσουν μυθικά ποσά για ν' αποκτήσουν πίνακες που δεν μπορούν να αξιολογήσουν.
Ο Λίντερ χρησιμοποιεί την κλοπή τής Μόνα Λίζα ως σημείο εκκίνησης για να μιλήσει για κάποιο είδος απουσίας που στεγάζεται σε κάθε έργο τέχνης, το οποίο το καθιστά και αντικείμενο επιθυμίας. Χρησιμοποιώντας τα ψυχαναλυτικά του εργαλεία επιχειρεί να καταδείξει πως οι πίνακες είναι ικανοί, μέσα από σύνθετες υποσυνείδητες διεργασίες, να μας καταδιώξουν με το βλέμμα τους και να προκαλέσουν την αναζήτηση «αυτού που δεν υπάρχει» αλλά «στοιχειώνει» την πραγματικότητα που βιώνουμε.
Το αόρατο αποτύπωμα
Ενα πρωί, στην αρχή του προηγούμενου αιώνα, ο Βιντσέντζο Περούτζια, ένας Ιταλός ελαιοχρωματιστής, μπήκε στο Λούβρο και ύστερα από λίγο βγήκε με τη Μόνα Λίζα κρυμμένη κάτω από το αδιάβροχό του. Οπως επισημαίνει ο Λίντερ, ο Περούτζια άφησε πίσω του ένα τεράστιο αποτύπωμα, το οποίο η γαλλική αστυνομία αγνόησε και χρειάστηκαν δύο χρόνια για να συλληφθεί ο δράστης -ο οποίος στην πραγματικότητα παραδόθηκε μόνος του, όταν αποπειράθηκε να πουλήσει τον πίνακα σε έναν αντικέρ. Ολο αυτό τον καιρό ο πίνακας παρέμεινε κρυμμένος σε ένα μπαούλο στο ξενοδοχείο όπου διέμενε ο Περούτζια.
Σε αυτές αλλά και σε άλλες μικρές λεπτομέρειες που αφορούν το βιογραφικό τού απαγωγέα, αλλά και του αστυνομικού Λουίς Λεπίν που είχε αναλάβει την υπόθεση, εστιάζεται ο Λίντερ, καθώς το γεγονός της παράκαμψης του αποτυπώματος στρέφει την προσοχή μας σε ιδέες και προκαταλήψεις που τρέφει το ευρύ κοινό για τη λειτουργία αλλά και την αξία της τέχνης: Εκατοντάδες αναγνώστες έγραψαν σε εφημερίδες του Παρισιού ισχυριζόμενοι πως η Μόνα Λίζα πρέπει να βρίσκεται ακόμα κρυμμένη στο Λούβρο, πίσω από κάποιον άλλο πίνακα. Οι γελοιογράφοι της εποχής την απεικόνισαν να κάνει βόλτες στο Παρίσι, απαλλαγμένη, επιτέλους, από το κάδρο. Τυφλωμένοι από τις παγιωμένες τους αντιλήψεις για την τέχνη, ο Λουίς Λεπίν και οι ντετέκτιβ του θεώρησαν πως το ανεκτίμητο έργο είχε κλαπεί από κάποιον πάμπλουτο, που την άρπαξε γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος να την αποκτήσει και ο οποίος την εγκατέστησε στο διαμέρισμά του και την κρατούσε για αποκλειστικά δική του απόλαυση, σαν μια πολύτιμη ερωμένη, μακριά από τα μάτια άλλων επίδοξων «εραστών», και ποτέ δεν διανοήθηκαν πως ένας ταπεινός ελαιοχρωματιστής θα τολμούσε να κλέψει τον πίνακα.
Μόλις επιστράφηκε η Μόνα Λίζα στο Λούβρο πολλοί προσπάθησαν να ανιχνεύσουν τα πραγματικά κίνητρα του απαγωγέα, αλλά παρά τις εικασίες και τις δικές του μαρτυρίες πως δήθεν το έκανε για πατριωτικούς λόγους, η πράξη του παραμένει μυστήριο αδιευκρίνιστο και η κλοπή χαρακτηρίστηκε το «τέλειο έγκλημα της μοντερνικότητας», μια ιδέα που ο Λίντερ εξερευνά στην ανάλυση του. Μια ανάλυση κατάφορτη από παρεκκλίσεις -κάποιες ιδιαίτερα διαφωτιστικές και πρωτότυπες, άλλες θολές και αβάσιμες. Επιστρατεύοντας τις φροϊδικές μεθόδους και ανάλογα παραδείγματα από διάφορα πεδία καταδεικνύει την πρωτεύουσα θέση του βλέμματος στην ιστορία του πολιτισμού, χρησιμοποιώντας πότε κινηματογραφικά έργα, όπως την ταινία του Λαρς Φον Τρίερ «Χορεύοντας στο σκοτάδι», πότε εικαστικά, όπως τη συνεχόμενη απεικόνιση της κραυγής στους πίνακες του Μπέικον ή ακόμα και λογοτεχνικά, όπως το «Κλεμμένο γράμμα» του Πόε.
Το χαμένο έμβλημα
Ο Περούτζια κληροδότησε στο Λούβρο έναν άδειο χώρο, ένα πλαισιωμένο κενό που θα μπορούσε να φέρει τον τίτλο «Η Χαμένη Μόνα Λίζα». Ορδές από θεατές, ανάμεσά τους και ο Κάφκα, συνωστίζονταν καθημερινά για να δουν τον άδειο χώρο, τον οποίο κάποτε καταλάμβανε ο πίνακας. Η απώλεια δημιουργεί το μύθο και στο σημείο αυτό επιστρατεύει το παράδειγμα της λαίδης Νταϊάνα και τη συνωμοσιολογία που επακολούθησε το θάνατό της, παραλληλίζοντας τις δύο περιπτώσεις και ισχυριζόμενος πως για να αναχθεί κάτι σε σύμβολο θα πρέπει πρώτα να εξαφανιστεί.
Στην αγγλική έκδοση ο υπότιτλος του βιβλίου είναι «Τι μας εμποδίζει η Τέχνη να δούμε;» και έχοντας προχωρήσει την ανάλυσή του ο Λίντερ αποφαίνεται πως γι' αυτήν την ανικανότητα θέασης ευθύνεται κάποιου είδους κενότητα στην οποία τα έργα παραπέμπουν. Οπως τα όνειρα, και η τέχνη λειτουργεί και ως είσοδος σε κάποιο χώρο του υποσυνείδητου, ένα νοητό επέκεινα που ο Γάλλος ψυχαναλυτής Λακάν ορίζει ως «Πράγμα». Το «Πράγμα» είναι και το σημείο-κλειδί για την κατανόηση της αδυναμίας μας να δούμε. Αυτός ο κενός, πέρα από τα όρια, χώρος, είναι «μια απροσπέλαστη ζώνη στην οποία προβάλλουμε εικόνες τρόμου και απουσίας ...όταν τα αντικείμενα μεταφέρονται σ' αυτόν το χώρο αποκτούν καινούργιες ιδιότητες». Η εξύψωση ή μετουσίωση του αντικείμενου προκύπτει από την τοποθέτησή του σε ένα μουσείο ή σε μια θέση που είναι προορισμένη για έργα τέχνης. Η αποκοπή τους από τη γνωστή τους χρήση τα καθιστά και αντικείμενα επιθυμίας, και για το λόγο αυτό, ίσως, η Μόνα Λίζα, ως χαμένη γυναίκα, να στοίχειωσε το συλλογικό ασυνείδητο, ενώ η προσδοκία εύρεσής της την κατέστησε μοναδική και ανεκτίμητη.
Στο σημείο αυτό αναφέρει το παράδειγμα του ιπποτικού έρωτα, που είναι προϊόν μιας τεχνητά δημιουργημένης απόστασης, ή ακόμα και τη συλλογή άδειων σπιρτόκουτων.
Ακολουθώντας τη λακανική θέση ο Λίντερ καταλήγει στο ότι τα πλήθη που έτρεχαν στο Λούβρο μετά την κλοπή έδειξαν την πραγματική λειτουργία ενός έργου τέχνης, δηλαδή την ικανότητά του να παραπέμπει και να υπενθυμίζει τον κενό χώρο, το χάσμα ανάμεσα στο ίδιο και στη θέση που καταλαμβάνει.
Καταργώντας το πλαίσιο
Ο συμβολισμός της κλοπής αυτής καθεαυτήν νομίζω έχει βαρύνουσα σημασία και δεν είναι συμπτωματικό το γεγονός πως αυτή ονομάστηκε «το τέλειο έγκλημα της μοντερνικότητας». Το γεγονός πως κάποιος κλέβει έναν πίνακα και πολλοί συρρέουν να δουν τον άδειο χώρο, μοιάζει να προοιωνίζεται τους πειραματισμούς των μοντερνιστών, εικαστικών και συγγραφέων -παραπέμπει στη δύναμη της απουσίας, στο κενό πίσω από την εικόνα και το λόγο, στην κατάλυση της παραλυτικής δύναμης του παρελθόντος, στη ρήξη με τους κανόνες και τους παραδοσιακούς τρόπους αναπαράστασης, αλλά και στην κατάργηση του πλαισίου μέσα στο οποίο λειτουργούσαν οι μέχρι τότε αυστηρά οροθετημένες τέχνες.
Η εξύψωση της Μόνα Λίζα και του χαμόγελού της σε έμβλημα μυστηρίου δείχνει ότι οι ερμηνείες του πίνακα λένε περισσότερα για την κουλτούρα αλλά και την εποχή της, παρά για τον ίδιο τον πίνακα: Το βλέμμα κινητοποιήθηκε μόλις δημιουργήθηκε μια απουσία, οι ερμηνείες πολλαπλασιάστηκαν μόλις επέστρεψε, η δε επιρροή της μορφής της και η περιβόητη αινιγματικότητά της αναπαράχθηκαν σε πλήθος έργων, φτάνοντας στις μέρες μας να πρωταγωνιστεί στο πρόσφατο παγκόσμιο μπεστ σέλερ του Νταν Μπράουν και να στρέψει, γι' άλλη μια φορά, τα βλέμματα πάνω της, μέσα από το πλήθος νέων σχολιασμών που προκάλεσε.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 15/07/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις