0
Your Καλαθι
Έλληνες ποιητές
Περιγραφή
Πρόλογος: Τίτος Πατρίκιος
Η συλλογή και έκδοση των κριτικών του Τάσου Λειβαδίτη από τον ποιητή Θανάση Νιάρχο συνιστά μια πολύτιμη προσφορά. Μας δείχνει πως για μιαν ολόκληρη εποχή, εποχή συγκρούσεων και αγώνων, διωγμών και ελπίδων, καταστροφών που σώρευσε η δικτατορία και προσδοκιών που έφερε η δημοκρατία, ένας μεγάλος ποιητής στοχάζεται πάνω στην ποίηση. Κι ακόμα πως μέσω της ποίησης συνομιλεί και με τον κόσμο και με τους σύγχρονούς του ποιητές, βλέποντάς τους σαν φίλους και συναγωνιστές στον ίδιο δρόμο για τον ίδιο σκοπό. Το δώρο που μας κάνει ένας ποιητής, ο Θανάσης Νιάρχος, σώζοντας αυτά τα κείμενα ενός άλλου ποιητή, που κινδύνευαν να απολησμονηθούν μέσα στους δυσπρόσιτους τόμους μια εφημερίδας, είναι ταυτόχρονα κι ένα στεφάνι στο ιδεατό μνημείο του Τάσου Λειβαδίτη. Αξίζει την ευγνωμοσύνη μας και για τα δύο.
Τίτος Πατρίκιος
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Τάσος Λειβαδίτης δεν έπαψε ποτέ κατά τη διάρκεια της ποιητικής του πορείας να γράφει και κριτική. Η «Αυγή» φιλοξένησε από το 1954 ώς το 1967 και από το 1974 ώς το 1981 την κριτική του στήλη, που καταπιάστηκε σε όλη τη διαδρομή της αποκλειστικά με την ποίηση. Βυθισμένος από την αρχή μέχρι το τέλος της ζωής του στην ποίηση, ο Λειβαδίτης δεν θα μπορούσε παρά να κάνει ακριβώς το ίδιο και μέσω της κριτικής: να ρίξει όλο το ενδιαφέρον και την προσοχή του στη ζωντανή, καθημερινή παραγωγή της. Τα κομμάτια τα οποία έχει συμπεριλάβει στον ανά χείρας τόμο ο Θανάσης Θ. Νιάρχος (χάρη στη δική του πρωτοβουλία μπορούμε τώρα να γνωρίσουμε από πρώτο χέρι την κριτική δραστηριότητα του Λειβαδίτη) δημοσιεύτηκαν στην «Αυγή» μεταξύ 1978 και 1981 και αντιπροσωπεύουν την τελευταία περίοδο της κριτικογραφίας του ποιητή. Ο επιμελητής μάς υπόσχεται σε προσεχείς εκδόσεις και τις δύο προηγούμενες περιόδους, οι οποίες καλύπτουν τα προδικτατορικά και τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια.
Η μάχη με το χρόνο
Ξεφυλλίζω το βιβλίο και κοιτάζοντας τις αναφορές του βρίσκω πλήθος τα ξεθωριασμένα ή και τα εντελώς ξεχασμένα ονόματα. Τίποτε το παράξενο. Η λογοτεχνία ξεφορτώνεται πάντα τα περιττά της βάρη καθώς ταξιδεύει στο χρόνο και ξεκαθαρίζει σε κάθε περίπτωση τις αξίες της. Και το ζήτημα για τον κριτικό από αυτή την άποψη δεν είναι τόσο το τι χάθηκε από όλα εκείνα τα οποία με κάποια προσοχή ή και με μιαν ορισμένη θερμότητα τόνισε και ξεχώρισε από την εποχή του, αλλά το ακριβώς αντίθετο: το τι κερδήθηκε και το τι συγκρατήθηκε, για να μετατραπεί εν συνεχεία σε σταθερό και αναγνωρίσιμο μέγεθος μιας τελείως διαφορετικής χρονικής φάσης. Ποιοι είναι υπό αυτή την έννοια οι σημερινοί ποιητές που δικαιώνουν τις προ εικοσιπενταετίας κριτικές αποτιμήσεις τού Λειβαδίτη; Καταγράφω περιπτώσεις από τη γενιά τού '70, που τότε πετούσε τα πρώτα κλαριά της (Ε. Γ. Ασλανίδης, Γιάννης Βαρβέρης, Γιώργος Βέης, Μιχάλης Γκανάς, Σωτήρης Κακίσης, Γιάννης Κοντός, Νίκος Λάζαρης, Χριστόφορος Λιοντάκης, Γιώργος Μαρκόπουλος, Τζένη Μαστοράκη, Θ. Θ. Νιάρχος, Μανώλης Πρατικάκης, Ντίνος Σιώτης, Λευτέρης Πούλιος, Αντεια Φραντζή, Αντώνης Φωστιέρης, Γιάννης Υφαντής), αλλά και από τη δεύτερη και την πρώτη μεταπολεμική γενιά, που βρίσκονταν ασφαλώς την ίδια περίοδο σε πολύ πιο προχωρημένο στάδιο (Ανδρέας Αγγελάκης, Θωμάς Γκόρπας, Τάσος Δενέγρης, Βασίλης Καραβίτης, Τάκης Καρβέλης, Σπύρος Κατσίμης, Πρόδρομος Μάρκογλου, Μάρκος Μέσκος, Σπύρος Τσακνιάς, Τάκης Βαρβιτσιώτης ). Να, λοιπόν, πόσο ευτυχές μπορεί να είναι το αποτέλεσμα όταν η κρησάρα του χρόνου συναντά την κρησάρα του κριτικού, που, ας το θυμίσω, ό,τι κι αν κάνει, είναι κατά κανόνα εξαναγκασμένος να βαδίζει σ' ένα θολό, δυσδιάκριτο ή και παντελώς αδιευκρίνιστο τοπίο.
Φυσικά, οι επιτυχείς και ανθεκτικές στο χρόνο κρίσεις δεν αρκούν. Χρειάζεται να δούμε και την κριτική μέθοδο με την οποία πλησιάζει ο κριτικός το πεδίο του -την οπτική γωνία υπό την οποία το παρατηρεί, αλλά και το ερμηνεύει. Χωρίς ποτέ να προτάσσει τα κριτήριά του ή να σπεύδει να επικαλεστεί προγραμματικές και άνωθεν αρχές (κανένας σοβαρός κριτικός δεν μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο), ο Λειβαδίτης γράφει μακριά από τις ιδεολογικές δαγκάνες της αριστερής κριτικής. Το ύστατο μέτρο του για να αποφασίσει σχετικά με την αξία ή την απαξία ενός ποιήματος είναι πάντα το ίδιο το ποίημα: όχι τα αισθήματα, οι πολιτικο-κοινωνικές παραπομπές και οι ατομικές ή οι συλλογικές αγωνίες του, αλλά η ικανότητά του στο να τα βγάλει πέρα με τις λέξεις, η δύναμή του στο να δώσει φωνή και σχήμα στη λειτουργία των προσώπων και των πραγμάτων, προκαλώντας τη συγκινησιακή μας ανταπόκριση.
Κριτική θεωρία
Σε μια μακροχρόνια, ωστόσο, κριτική δράση εκείνο που οφείλουμε να διακρίνουμε είναι όχι μόνον οι μέθοδοι και τα κριτήρια ή ο βαθμός της ευστοχίας της, αλλά και ο γενικότερος τρόπος με τον οποίο συλλαμβάνει και θεωρεί ο κριτικός την τέχνη που αναλύει και σχολιάζει. Και από αυτή την άποψη, το βιβλίο του Λειβαδίτη έχει και πάλι να μας καταθέσει κάποια πολύ ερεθιστικά στοιχεία. Απαλλαγμένος από κάθε διάθεση αναγωγισμού και χειραγώγησης, ο κριτικός ορίζει το αντικείμενο της εργασίας του με μια σοφή ταυτολογία: «Ποίηση δεν είναι ό,τι περνάει μες απ' τη σκέψη μας, αλλά ό,τι περνάει μέσα στην ποίηση». Οσοι ξέρουν τις ποικιλότροπες ιστορικές περιπέτειες της Αριστεράς με τα αισθητικά ζητήματα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, μπορούν εύκολα να καταλάβουν πως διόλου αυτονόητη δεν είναι μια τέτοια αρχή, ακόμα και για τα τέλη της δεκαετίας του '70, όταν βρίσκουμε τον Λειβαδίτη να την εκφράζει με μια τόσο καθαρή διατύπωση. Εργο τής ποίησης, βιάζεται να συμπληρώσει ο ίδιος (τον κορφολογώ περνώντας από το ένα κριτικό του σημείωμα στο άλλο), είναι να αποσπά κομμάτια από μιαν αόρατη ολότητα και να μας τα προσφέρει ως μιαν ηθελημένη αίσθηση απροσδιοριστίας και ρευστότητας. Και ως προς αυτό, η ποίηση γίνεται γρήγορα «ένα ξόρκι εναντίον της ματαιότητας, μ' οποιονδήποτε τρόπο κι αν εκδηλώνεται: αρχίζοντας απ' το μυστικισμό του Ρίλκε και φτάνοντας ώς το σπαραχτικό ορθολογισμό του Καβάφη».
Ποια, όμως, ακριβώς είναι η πραγματικότητα την οποία προσπαθεί συνεχώς (βήμα προς βήμα και στίχο το στίχο) να αναπλάσει η ποίηση; Ο Λειβαδίτης την κατονομάζει ρητά, ενσωματώνοντας πλέον εδώ και τη δική του ποιητική εμπειρία: ένας κουρασμένος και γερασμένος κόσμος, ένας οργανισμός ο οποίος στερείται την αναπνοή, ένα ισοπεδωμένο και συνάμα βυθισμένο στον παραλογισμό σύνολο, μια μόνιμη κατάσταση υψηλού κινδύνου. Και μια τέτοια πραγματικότητα απαιτεί μάχη και πόλεμο, εφόσον η αποδοχή ή έστω η ανοχή της αποτελεί κάτι το απολύτως αδιανόητο για την ποίηση -μια τέχνη η οποία «ακόμα και στην πιο ιδανική απλότητά της εμπεριέχει τρομερά και πολύπλοκα προβλήματα. Προβλήματα εποχής, χρόνου, φθοράς και θανάτου, ιστορίας και οντολογίας, μεταφυσικής και κοινωνιολογίας».
Κλείνω με ένα πρακτικό ερώτημα: Και η ένταση του ελέγχου ή η αυστηρότητα της κριτικής τής ποίησης; Ο Λειβαδίτης δεν θα διστάσει να μας ομολογήσει εν προκειμένω πως σε ό,τι τον αφορά, προτιμά από το ρόλο του δικαστή την ιδιότητα του συνηγόρου. Δείγμα κι αυτό ευπροσήγορο της ανθρώπινης ποιότητας, της αισθαντικότητας και της ευαισθησίας του.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 15/04/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις