0
Your Καλαθι
Το παρακράτος και η 21η Απριλίου
Περιγραφή
Οι υπερβάσεις της εξουσίας, οι καταχρήσεις της εξουσίας η εξαθλίωση των εργαζομένων, οι φάκελοι, τα πιστοποιητικά, οι πειθαναγκασμοί, οι εκλογικοί εκβιασμοί, η περιφρόνηση στην παιδεία, στους φοιτητές, στους αγρότες, στους εργάτες, στους νομικούς, στους γιατρούς, στους καθηγητές, στους δασκάλους, τα προνόμια των μεγαλοκαρχαριών, τα ιδιόκτητα νησιά, τα ναυπηγεία, οι Τομπαπάδες, ο Βλάχος, ο Ραπουκιάς, οι τραμπουκισμοί, τα καπνογόνα, τα συνοικέσια, οι κρουαζιέρες, το ξεπούλημα της Κύπρου, τα τουρκικά περιπολικά, τα αμερικανικά «ατομικά» μεγαθήρια του θανάτου, το 154, το 114, τα μηχανοκίνητα του Μπιτούνη, οι «αυτοκτονίες» του Βαρδουλάκη, αυτός ο όμορφος κόσμος, ο ηθικός ο αγγελικά πλασμένος, μάζεψε ένα-ένα τα μαύρα σύννεφα της οργής πάνω από τον ουρανό της Ελλάδος.
Δεν έμενε παρά μονάχα ο κεραυνός για να ξεσπάσει η καταιγίδα...
Μίκης Θεοδωράκης (από τον πρόλογο της Α' έκδοσης)
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η επανέκδοση του βιβλίου του Ανδρέα Λεντάκη για το «Παρακράτος και την 21η Απριλίου» έχει ξεχωριστή σημασία. Όχι μόνο διότι ο συγγραφέας προσφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα στρατευμένου διανοητή, που άφησε το δικό του στίγμα -ένα σημείο αναφοράς- στη δημόσια ζωή του τόπου, όπου διακρίθηκε για την τόλμη, τη λεβεντιά αλλά και την ελευθερία της σκέψης και της δράσης του.
Επί πλέον, τα ζητήματα που θέτει ο Λεντάκης στο βιβλίο του, ένα βιβλίο-ντοκουμέντο, έχουν ευρύτερη ιστορική και πολιτική σημασία· θα προσέθετα πως έχουν και ανάλογη θεωρητική αξία. Τούτο γιατί αναφέρονται σε μια ειδική, ανώμαλη ή ιδιόρρυθμη σχέση μεταξύ του πολιτικο-κυβερνητικού μηχανισμού, αφενός, και του ευρύτερου κοινωνικού πεδίου, αφετέρου, καθώς και του τρόπου με τον οποίο ο πρώτος επιχειρεί να διεισδύσει και να υποτάξει το δεύτερο.
Χαρακτήρισα ήδη αυτή τη σχέση ως «ιδιόρρυθμη και ανώμαλη». Θα έπρεπε ίσως να προσθέσω ότι η κατάσταση της περιόδου στην οποία εστιάζει την ανάλυσή του ο Λεντάκης διαμόρφωσε, όπως και ο ίδιος αναγνωρίζει, «συνθήκες έντασης και μάχης», στις οποίες ο συγγραφέας έλαβε ενεργό μέρος. Αναλύει γεγονότα που ο ίδιος ζούσε άμεσα και όχι από τη σκοπιά του θεατή αλλά από αυτή του στρατευμένου μαχητή. Εξ ου και το ύφος του είναι, όπως ομολογεί ο ίδιος, «ατημέλητο και ο ρυθμός του αγχώδης και πυρετικός». Γράφει σαν να βιάζεται να προλάβει τη ροή των πραγμάτων και την εξέλιξη των γεγονότων. Να προλάβει την καταγραφή, τη διάσωσή τους από τη λησμονιά, αλλά και την αξιοποίησή τους για τους πολιτικούς του αγώνες και τις αντιπαραθέσεις. «Φυσικά, δεν γράφω ουδέτερα», παραδέχεται ο Λεντάκης στην ακροτελεύτια παράγραφο του επιλόγου στο βιβλίο του. «Γράφω», προσθέτει, «πάντα από μια θέση. Κι ο βασικότερος λόγος γι' αυτό είναι πως έζησα τα γεγονότα της περιόδου αυτής πάρα πολύ έντονα κι από τα μέσα κι επί πλέον δεν έχω ακόμα αποσυρθεί απ' την πολιτική δράση» (σελ. 356).
Προφανώς, αυτή είναι η θέση, η σκοπιά του στρατευμένου αναλυτή και συγγραφέα, πράγμα που ομολογεί με ευθύτητα και ειλικρίνεια ο ίδιος. Δεν υποκρίνεται την ουδετερότητα και την αμεροληψία, αλλά καταθέτει τη δική του αντίληψη στα πράγματα και τη δική του μαρτυρία των γεγονότων. «Ο εωρακώς μεμαρτύρηκεν» θα μπορούσε να ήταν ο υπότιτλος του βιβλίου ή, σε μια πιο μοντέρνα διατύπωση και μάλιστα αγγλιστί, «the inside story».
Η μαρτυρία
Το βασικό επιχείρημα στην κατάθεση του Λεντάκη αναπτύσσεται σε μια αλληλουχία απλών και ξεκάθαρων συλλογισμών, που απορρέουν από τη δική του συγκεκριμένη ιστορική εμπειρία.
Ο πρώτος από αυτούς είναι ότι το παρακράτος στη μεταπολεμική Ελλάδα ήταν το «αβγό του φιδιού» που εξέθρεψε και εκκόλαψε την πιο στυγνή και καταστροφική δικτατορία που γνώρισε ποτέ ο τόπος, τη δικτατορία των συνταγματαρχών της 21ης Απριλίου 1967.
Η δεύτερη βασική παρατήρηση και το συμπέρασμα της έρευνάς του είναι ότι το παρακράτος, ενώ αρχικά φαινόταν να εξυπηρετεί την κυβέρνηση και το κράτος, τελικά στράφηκε εναντίον της. Αρχισε να την υπονομεύει και να την καταστρατηγεί έως ότου καταφέρει να την καταργήσει εντελώς. Αυτό τουλάχιστον προέκυψε στην ελληνική περίπτωση.
Τούτη η διαπίστωση οδηγεί στην επόμενη και θεωρητικά ενδιαφέρουσα περιγραφή της έννοιας του παρακράτους. Ως παρακράτος ο Λεντάκης θεωρεί τους παράνομους εκείνους και ανεπίσημους μηχανισμούς, οι οποίοι:
α. είτε χρησιμοποιούνται από μια κυβέρνηση για να εξουδετερώσει τους αντιπάλους της με αθέμιτα μέσα, είτε
β. αυτονομούνται πλέον από τον αρχικό χρήστη και στρέφονται κατά της ίδιας νόμιμης κυβέρνησης και του κράτους, υποκινούμενοι στην περίπτωση αυτή από ξένα ή άλλα υποχθόνια συμφέροντα και επιδιώξεις.
Έτσι, στη μεν πρώτη, την αρχική περίπτωση, το κράτος χρησιμοποιεί το παρακράτος, στη δε δεύτερη, το παρακράτος υποτάσσει και χρησιμοποιεί το κράτος. Αυτή είναι η στιγμή της πολιτικής εκτροπής και της επιβολής της δικτατορίας. «Η δικτατορία έγινε από το παρακράτος», συμπεραίνει ο Λεντάκης.
Στο σκέλος της εμπειρικής θεμελίωσης της ανάλυσης και του συλλογισμού του, ο Λεντάκης καταγράφει και σχολιάζει -αξιοποιώντας στοιχεία και δεδομένα τόσο από τη δική του προσωπική εμπειρία, όσο και από την αντίστοιχη έρευνα του δημοσιογράφου Γιάννη Βούλτεψη- έναν κατάλογο 54 παρακρατικών οργανώσεων. Για τις κυριότερες, μάλιστα, από αυτές προβαίνει και σε λεπτομερή ανάλυση του καταστατικού, των μελών, της δράσης, της χρηματοδότησης, των διασυνδέσεών τους κ.λπ.
Το άκρως ενδιαφέρον στοιχείο που προκύπτει από την ανάλυση -και εδώ η συμβολή του Λεντάκη είναι καθοριστική- είναι ότι πολλές από αυτές τις οργανώσεις έδρασαν στον ιδιαίτερα ευαίσθητο χώρο της νεολαίας, φοιτητικής και μαθητικής. Αυτό συνιστά μια ειδική μορφή παρακρατικής δράσης, η οποία παρεισδύει στο πιο ευπαθές και μαλακό υπογάστριο του κοινωνικού κεφαλαίου, επιχειρώντας την ποδηγέτηση και την εξάρτησή του.
Οι οργανώσεις της νεολαίας, στις οποίες εστιάζει την ανάλυσή του ο Λεντάκης (σελ. 161 επ.), αποτέλεσαν σύμφωνα με τη δική του μαρτυρία ένα επιχείρημα άλωσης και κρατικο-πολιτικής καθοδήγησης της νεολαίας, προκειμένου να εξασφαλιστούν τα ανάλογα ερείσματα υπέρ της κυβερνητικής εξουσίας, η οποία έτσι αποκτά έναν καθεστωτικό χαρακτήρα.
Μολονότι το κράτος στην Ελλάδα δεν προσέλαβε ποτέ έναν αμιγώς ολοκληρωτικό χαρακτήρα, όπως, λ.χ. συνέβη σε άλλες χώρες του πρώην ανατολικού bloc ή του τρίτου κόσμου, διαμορφώθηκε εν τούτοις ένα κράτος-μαμούθ. Όχι τόσο λόγω των διαστάσεων και του όγκου του, που δεν ήταν και δεν είναι διόλου αμελητέος, όσο κυρίως λόγω του βαθμού και της έντασης της διείσδυσης και του ελέγχου του στην κοινωνική, την οικονομική και την πολιτισμική σφαίρα (περιλαμβανομένων και των ιδεών και των πεποιθήσεων θρησκευτικού ή εθνικού χαρακτήρα).
Ιδίως, η σύσταση και η δράση κρατικά ελεγχόμενων οργανώσεων στο χώρο της νεολαίας, με στόχο τη χειραγώγηση και τη χρησιμοποίησή της για πολιτικά ιδιοτελείς σκοπούς, συνιστά μια ακραία μορφή όχι απλώς πολιτικοποίησης αλλά μάλλον «κρατικοποίησης» του κοινωνικού κεφαλαίου της νεολαίας, του οποίου έτσι αφαιρείται η δυνατότητα της αυτόνομης ανάπτυξης και του αυτοκαθορισμού, αναστέλλεται ο κριτικός και ανανεωτικός του χαρακτήρας και η δυναμική.
Η κρίση ταυτότητας και, πίσω από αυτήν, η κρίση αυτονομίας της νεολαίας, αποτελεί την άμεση παρενέργεια αυτού του είδους της εξάρτησης και της υποταγής της στο κράτος και την κυβέρνηση.
Η ερμηνεία
Αν επιχειρούσε να σκιαγραφήσει κανείς το περίγραμμα μιας ερμηνευτικής απόπειρας του εμπειρικού υλικού και της μαρτυρίας του Λεντάκη θα ξεκινούσε ίσως από την παρατήρηση ότι η ιδιάζουσα σχέση μεταξύ κράτους, παρακράτους και κοινωνίας, όπως διαμορφώθηκε στη μεταπολεμική Ελλάδα ήταν η απώτερη συνέπεια και η παρενέργεια του κλίματος του διχασμού που επικράτησε στη χώρα, λόγω του εμφυλίου πολέμου, αφενός, στο εγχώριο πεδίο, και του ψυχρού πολέμου, αφετέρου, στη διεθνή σφαίρα και πάντως στην Ευρώπη. Πράγματι, η μεταπολεμική διαίρεση όλου σχεδόν του πλανήτη σε δύο αντιμαχόμενες ζώνες επιρροής στο ιδεολογικό, το πολιτικό, το οικονομικό (ευτυχώς όχι πάντα και το στρατιωτικό) πεδίο είχε συχνά ως παρεπόμενη επίπτωση όχι μόνο τον εσωτερικό διχασμό του πολιτικού σώματος σε αντίπαλες παρατάξεις αλλά τον αντίστοιχο τεμαχισμό κι αυτής της ίδιας της κοινωνίας.
Υπό την έννοια αυτή μπορεί να γίνει κατανοητή η θέση του Λεντάκη ότι ο αντικομμουνισμός οδήγησε σε μια διπλή ταύτιση, από τη μια της κυβερνώσας πλειοψηφίας με το κράτος, κι από την άλλη της εθνικόφρονος συνολικά παράταξης με το έθνος και την επιβίωσή του. Από το σημείο αυτό έως την αναζήτηση παντί τρόπω και μέσω ερεισμάτων εξουσίας μέσα στο ίδιο το κοινωνικό σώμα η απόσταση, όπως τελικά αποδείχθηκε, δεν ήταν και τόσο μεγάλη.
Έτσι, η κυβέρνηση και η κυρίαρχη πολιτικο-ιδεολογική αντίληψη των πραγμάτων επιδίωξε και ώς ένα βαθμό επέτυχε τη διείσδυση όχι μόνο στους μηχανισμούς ασφάλειας του κράτους και στις δημόσιες υπηρεσίες, γενικότερα, αλλά ακόμα και στους κοινωνικούς φορείς που υποτίθεται ότι λειτουργούν με το μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας κα ανεξαρτησίας.
Κοντολογίς, κι εδώ έγκειται το θεωρητικά εξαγόμενο, η ιστορική περίπτωση του ισχυρού κράτους απέναντι σε μια αδύναμη και ατροφική κοινωνία των πολιτών διευκολύνει τη διείσδυσή του σε αυτήν, τη χαλιναγώγησή της και την περαιτέρω διαιώνιση της εξάρτησης και της υποτέλειάς της. Επί πλέον, η συγκεντρωτική λογική μέσα στο ίδιο το κράτος και το πολιτικό σύστημα υποβαθμίζει ποιοτικά τη λειτουργία της δημοκρατίας, με συνέπεια η διαφορά μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης να γίνεται περισσότερο συμβολική παρά πραγματική, στο μέτρο που δεν οδηγεί στη διαδοχική και περιοδική εναλλαγή τους, στην άσκηση της εξουσίας. Οπότε μάλλον εύκολα ακολουθεί η σχετική ατροφία των κοινοβουλευτικών θεσμών και οργάνων, η υποταγή της διοίκησης, της δικαιοσύνης, της αυτοδιοίκησης, των συνδικάτων, ακόμα και της νεολαίας στην κρατούσα κρατικο-κυβερνητική λογική και αντίληψη των πραγμάτων, περιλαμβανομένων και των εθνικών συμφερόντων.
Nihil est sine ratione
Έχει λεχθεί ότι το μόνο που διδάσκει η Ιστορία είναι ότι δεν διδάσκει απολύτως τίποτα η Ιστορία. Τούτο υπαινίσσεται ο Hegel στην Εισαγωγή της Ιστορίας της Φιλοσοφίας. Ο Λεντάκης δεν το δέχεται αυτό. Αντίθετα, πιστεύει πως το παρελθόν διδάσκει - «κι όποιος αγνοεί το παρελθόν, οιικοδομεί κατά κανόνα λαθεμένα το παρόν. Κι όποιος περιφρονεί το παρελθόν, τελικά υπονομεύει το μέλλον» (σελ. 355).
Παρ' όλα αυτά, το μέλλον δεν έχει πάψει ποτέ να μας εκπλήσσει, να διαψεύδει ακόμα και τις βαθύτερες προβλέψεις που γίνονται γι' αυτό και να μετατρέπει κάποιες φορές τα πιθανά σε απίθανα, αλλά και τα απίθανα σε πιθανά. Η εξέλιξη, εν τέλει, ίσως είναι απρογραμμάτιστη, γιατί κι ο ίδιος ο προγραμματιστής ανήκει στην εξελικτική διαδικασία.
Όμως, στη ζωή όπως και στη φύση τίποτα δεν είναι τυχαίο, τίποτα δεν γίνεται άνευ λόγου, όπως μας θυμίζει ο Leibnitz. Ενώ και οι αρχαίοι ατομικοί φιλόσοφοι πρέσβευαν ότι «ουδέν χρήμα μάτην γίνεται, αλλά πάντα εκ λόγου τε και υπ' ανάγκης».
Υπό την έννοια αυτή, το έργο του αναλυτή είναι να διερευνήσει τα αίτια της εξέλιξης των πραγμάτων, να τα κατανοήσει και να τα ερμηνεύσει συντελώντας έτσι στη γνώση του τόπου και της ιστορίας του. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι το βιβλίο του Λεντάκη για το παρακράτος στην μεταπολεμική Ελλάδα συνιστά μια αξιόλογη συμβολή στο έργο αυτό, κι έτσι με χαρά το καλωσορίζουμε στη νέα καλαίσθητη και επιμελημένη έκδοσή του.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΑΚΡΥΔΗΜΗΤΡΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 20/04/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις