0
Your Καλαθι
Έως...
Περιγραφή
Μέλλον, πώς γίνεται να είσαι μέλλον;
Αφού δεν είσαι θα, ποτέ δε θα 'σαι
πάντοτε ήσουν πριν ποτέ μετά
κι αντίδρομα, όπως πορεύομαι, έρχεσαι
κατέναντί μου κι από μέσα μου περνάς
χρόνος ανάστροφος
Πώς γίνεται να έρχεσαι από εκεί που εγώ πάω και να υπάρχεις;
Από τη σελίδα 39 του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Πενήντα ακριβώς χρόνια συμπληρώνει στην ποίηση με την ανά χείρας συλλογή του ο Βύρων Λεοντάρης. Κάνοντας τα πρώτα του βήματα στη βαριά ατμόσφαιρα της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, ο ποιητής δεν δίστασε να μιλήσει ανοιχτά για το αίσθημα της ήττας και της καταρράκωσης που σημάδεψε τους ανθρώπους της εποχής. Και η ήττα στα συμφραζόμενα του Λεοντάρη, που υποστήριξε τις θέσεις του και με πολύ σοβαρά (ακμαία μάλιστα έως και τις ημέρες μας) κριτικά δοκίμια, δεν ταυτίζεται, όπως συχνά-πυκνά άρχισε να θεωρείται αργότερα, με την κατά κράτος στρατιωτική και πολιτική υποχώρηση της Αριστεράς μετά τον τερματισμό του Εμφυλίου, αλλά με τις οδυνηρές συνέπειες που είχαν η αγριότητα και οι απώλειες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου σε όσους επιβίωσαν από τη λαίλαπα και προσπάθησαν να πορευτούν με ελεύθερη τη συνείδησή τους υπό το φως των καινούργιων δεδομένων.
Το τίμημα που χρειάστηκε να πληρώσει αυτή η συνείδηση για την ελευθερία της δεν ήταν άλλο από ένα τεράστιο άλμα στο κενό, χωρίς κανένα σωστικό μέσο και χωρίς την ελάχιστη προοπτική σωτηρίας. Ετσι τράφηκε και η ποίηση του Λεοντάρη επί δεκαετίες, από τη «Γενική Αίσθηση» του 1954 μέχρι και την «Ψυχοστασία» του 1972: με την πεποίθηση ότι σ' έναν κόσμο όπου καμιά αξία δεν γίνεται να κερδίσει την καθαρή της μορφή, η οποιαδήποτε ελπίδα δεν μπορεί παρά να αποτελεί συνώνυμο της αυταπάτης. Από το «Μόνο διά της λύπης» (1976), ωστόσο, και μετά έως και την προηγούμενη ποιητική συλλογή του, που κυκλοφόρησε το 1996 υπό τον τίτλο «Εν γη αλμυρά», προκαλώντας ευνόητα τον ενθουσιασμό της κριτικής, ο Λεοντάρης ενίσχυσε την άρνησή του απέναντι στη νοσηρή παρουσία της πραγματικότητας και εκφραστικά: η απόσταξη και η ειρωνεία που διαπερνούν απ' άκρου εις άκρον τους στίχους τού «Εν γη αλμυρά» οδηγούν την πράξη της γραφής στα όρια της σιγής, επιβάλλοντας και μια πικρή ολιγοπιστία ως προς την τέχνη της ποίησης και τις δυνατότητές της.
Τοπίο εγκατάλειψης και ερήμωσης
Το νέο βιβλίο του Λεοντάρη είναι ένα επιπλέον στάδιο προς αυτή την κατεύθυνση. Πώς, όμως, μπορεί να φτάσει κανείς στη σιγή και να συνεχίσει να γράφει, συγκλονίζοντας πέρα ώς πέρα τον αναγνώστη του, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις στις σελίδες τού «Εως...»; Με ποιον τρόπο βγαίνει και ακούγεται η ποιητική φωνή μέσα από τη σχεδόν αποφασισμένη σιωπή της, αλλά και πώς ξεχωρίζουν οι εικόνες του ποιητή όταν προβάλλονται στο φάσμα ενός κατασκότεινου και συνάμα παγιδευμένου στην ακινησία και την αδράνεια τοπίου; Κι ακόμη, πώς είναι δυνατόν να βρεθεί η γλώσσα που θα πάει κόντρα στη στέγνια μιας καθ' ολοκληρίαν ερήμωσης και ερείπωσης, χωρίς να καταποντιστεί κι η ίδια αλλά και χωρίς να επαναλάβει θαμπά και άσκοπα την ιστορία της; Από τη δραματική ειρωνεία και τις ποικίλες έμμεσες σημασίες και παραπομπές τού «Εν γη αλμυρά», ο Λεοντάρης μετατοπίζεται τώρα στη θέρμη της απέριττης, δίχως διαμεσολαβήσεις εξομολόγησης, καθώς και στη δημιουργία συγκινησιακών καταστάσεων που δρουν ακαριαία. Και η θέρμη εν προκειμένω δεν εξισώνεται ούτε με το διογκωμένο αίσθημα της μέχρι το 1972 πορείας του ούτε, όμως, και με την απομάκρυνση από τον ενσυνείδητα αποφορτισμένο και παγωμένο λόγο τού «Εν γη αλμυρά».
Η εξομολογητική θέρμη στο «Εως...» προκύπτει από την αβυσσαλέα στάση που τηρεί ο ποιητής ενώπιον της πιθανότητας να πετάξει αίφνης, υπό την πίεση μιας ψευδαισθητικής ανάγκης της ώριμης ηλικίας, με χρυσά φτερά το κενό το οποίο τόσο έντονα έζησε και με επιμονή προέβαλε σε όλες τις προηγούμενες εμφανίσεις του: «Και δε μιλώ για τύψεις. Αυτές λίγο-πολύ όλους μας βολεύουν / είναι κρυφές οι τύψεις δεν εκτίθενται και δεν σε εκθέτουν / δε σου στερούν υπόληψη και αυτοεκτίμηση / μυθοποιούν τα κρίματά σου και τα παρασταίνουν μέσα σου περίτεχνα / με νέες πάντα ερμηνείες και εκδοχές / και στο άλλοθι του θεατή του εαυτού σου / νιώθεις σιγά-σιγά να γίνεται η συγκίνησή σου αισθητική / εν τέλει μια ποιητική του ήθους / - κι αν σε τρελαίνουν κάποτε σε ξαγοράρη πήγαινε... / Ντροπή ξέρεις τι είναι κι ένιωσες ποτέ σου; / Αυτή δεν κρύβεται εκτίθεται και σ' εκθέτει σε φτυσιές και λιθοβολισμούς / αυτή δεν έχει αντισήκωμα / δεν την καλύπτει τίποτε στο πρόσωπό σου / και στη γυμνή της θέα εξαγριώνονται / όσοι δεν ντρέπονται ή φοβούνται να ντραπούν, / οι ανώδυνοι και ανεπαίσχυντοι κι ειρηνικοί, / και σου χυμούν με λύσσα να σε ξαποστείλουν / σε ανεξιλέωτο θάνατο».
Ο λυρισμός του παρελθόντος και η παγωμένη απόσταση του πρόσφατου παρόντος συναιρούνται στο «Εως...» σ' έναν οξύ, παρατεταμένο σπαραγμό για ό,τι τροφοδότησε την ποίηση του Λεοντάρη σε όλη τη διάρκεια της πενηντάχρονης διαδρομής της. Και ο σπαραγμός αυτός συντελείται στα περισσότερα κομμάτια της συλλογής κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια μας, την ώρα που ο ποιητής διαμελίζει αδίστακτα τις σάρκες του, χωρίς, ωστόσο, να μεταβάλλει τον τόπο του μαρτυρίου του σε θεατρική σκηνή, χωρίς να διαλαλεί το δράμα του, χωρίς καν να εννοεί και να ζει ως δράμα την παράδοσή του στο μηδέν και το τίποτε. Και προχωρώντας δίχως το παραμικρό θάρρος αλλά και δίχως την παραμικρή λιποψυχία προς το χάος, το ποιητικό εγώ ξεκινάει την αφήγησή του με μια φανερή απαξίωση («Λόγια που λένε αλλά δε μιλούν», «Κι έξαφνα σαν από παντού να λείπαμε και να μας έλειπε το παν», «Σεσημασμένος είμαι. Εχετε τα γραφικά μου αποτυπώματα», «Το ως σεαυτόν δεν ήτανε για μένα»), για να επιταχύνει εν συνεχεία ιλιγγιωδώς το ρυθμό της πτώσης του και να τραβήξει στο τέλος από το πρόσωπό του κάθε μάσκα ιδανισμού και ικανοποίησης: το παιχνίδι της ατομικότητας έσπασε από νωρίς κάτω από την μπότα των ιδεολογιών και των ηχηρών συλλογικοτήτων και κανένας τρόπος δεν υπάρχει για τη νεκρανάστασή του. Ο Λεοντάρης μάς δίνει ένα βιβλίο - σταθμό τόσο για την προσωπική του δουλειά όσο και για τη σύγχρονη ελληνική ποίηση.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 06/02/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις