0
Your Καλαθι
Λαοκόων ή περί των ορίων της ζωγραφικής και της ποιήσεως
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Πόσο είναι στ' αλήθεια γνωστό στους έλληνες αναγνώστες πως ο Καζαντζάκης έχει μεταφράσει τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, ο Στρατής Τσίρκας το Μωρίας εγκώμιον του Εράσμου, ο Κοσμάς Πολίτης το Δεκαήμερο του Βοκκακίου ή, για να αναφερθούμε σε μια ακραία περίπτωση, ο ζωγράφος Παναγιώτης Δοξαράς - στις αρχές του 18ου αιώνα - τις Περί ζωγραφικής πραγματείες του Αλμπέρτι και του Ντα Βίντσι (δύο μεταφράσεις που παραμένουν ανέκδοτες); Φαίνεται πως σε μια περίοδο κατά την οποία η σχέση της Ελλάδας με την Εσπερία ήταν περισσότερο αμφίρροπη, το ενδιαφέρον μιας παλαιότερης γενιάς λογίων και αναγνωστών στρεφόταν προς τα θεμελιώδη κείμενα της δυτικής παράδοσης. Αυτό το αναγνωστικό κοινό απετέλεσε προφανώς και τον «ορίζοντα υποδοχής» της μετάφρασης του Λαοκόωντα του Γκόθολντ Εφραιμ Λέσσιγγ (Gothold Ephraim Lessing), που ο Αριστομένης Προβελέγγιος δημοσίευσε το 1902.
H μετάφραση του Προβελέγγιου αποτελεί από μόνη της μια αφορμή ανάγνωσης αυτής της εκπληκτικής πραγματείας. Στις αρχές του 20ού αιώνα ο έλληνας γερμανοτραφής διδάκτορας φιλοσοφίας και απόφοιτος του Πανεπιστημίου της Ιένας, εγκαταλείπει σταδιακά την αρχαΐζουσα για να ασπαστεί τον δημοτικισμό. Ετσι, παρ' ότι το κυρίως κείμενο αποδίδεται σε μια βατή καθαρεύουσα, οι στίχοι, για παράδειγμα, του Αριόστο, που χρησιμοποιεί ο Λέσσιγγ, παρατίθενται στη δημοτική από τον Προβελέγγιο. H μετάφραση του έργου του Λέσσιγγ για τα όρια των τεχνών αποτελεί με αυτή την έννοια ένα ενδιαφέρον πεδίο διερεύνησης των εκφραστικών ορίων όχι διαφορετικών καλλιτεχνικών μορφών αλλά διαφορετικών τρόπων διατύπωσης ενός ενιαίου γλωσσικού ιδιώματος.
Ο Λέσσιγγ υπήρξε ένας από τους σημαντικούς εκπροσώπους του γερμανικού διαφωτισμού που με τα θεατρικά του έργα συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας εθνικής γερμανικής «σχολής», απελευθερωμένης από τον συνθλιπτικό εναγκαλισμό του γαλλικού κλασικισμού. Θεωρητικό επιστέγασμα αυτής του της απόπειρας αποτελεί ακριβώς ο Λαοκόων, έργο που ύστερα από πέντε δοκιμαστικές εκδοχές δημοσιεύθηκε εν τέλει στο Βερολίνο το 1766. Η «επίθεση» του Λέσσιγγ στοχεύει ευθέως και με σοφό τρόπο τον ίδιο τον πυρήνα του γαλλικού ακαδημαϊσμού, δηλαδή το κληροδοτημένο από τον Οράτιο δόγμα «ut pictura poesis» («ταυτόν ζωγραφική και ποίησις» αποδίδει έξοχα ο Προβελέγγιος). Πράγματι για τον γαλλικό κλασικισμό της εποχής του Λέσσιγγ έμοιαζε να μην υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα στο κείμενο και στην εικόνα. Μάλιστα, κριτήριο ποιότητας ενός λογοτεχνικού έργου αποτελούσε η δυνατότητα ανασυγκρότησης ζωγραφικών πινάκων με βάση τον γραπτό λόγο ενώ από αυτή τη σύγχυση των εκφραστικών τρόπων υπέφερε φυσικά και η ζωγραφική εφόσον εκαλείτο να προσαρμοστεί με τρόπο άκαμπτο στις φιλολογικές της πηγές. Αποτέλεσμα, ο αφόρητος εγκεφαλισμός, η ατέρμονη περιγραφολογία, η δεσμευτική και καταχρηστική προβολή της αλληγορίας. Παρ' ότι το αίτημα καθορισμού των ιδιαιτεροτήτων της λογοτεχνικής και της εικαστικής έκφρασης είχε αρχίσει πλέον να προτάσσεται και στην ίδια τη Γαλλία από ανθρώπους όπως ο Ντιντερό, μόνο o Λέσσιγγ διατυπώνει ως προς αυτό το σημείο έναν συστηματικό και τεκμηριωμένο λόγο.
Το σύμπλεγμα του Λαοκόωντα
Σημείο εκκίνησης για τον Λέσσιγγ αποτελεί το γλυπτό σύμπλεγμα του Λαοκόωντα που αναπαριστά τη στιγμή κατά την οποία ο τρώας ιερέας (ο οποίος αντιτάχθηκε στην αποδοχή του Δούρειου Ιππου ως δώρου εκ μέρους των Ελλήνων) θανατώνεται μαζί με τους δύο γιους του από τεράστια φίδια σταλμένα από τον Απόλλωνα. Το σύμπλεγμα (σήμερα στα Musei Vaticani) είχε ανακαλυφθεί το 1506 στη Ρώμη και εθεωρείτο το κατ' εξοχήν αριστούργημα της αρχαίας γλυπτικής. Ο Λέσσιγγ παραθέτει ένα σχόλιο για τον Λαοκόωντα που προέρχεται από τη μικρή πραγματεία που ο γερμανός αρχαιολόγος Βίνκελμαν δημοσίευσε το 1755 με τίτλο Σκέψεις για τη μίμηση των ελληνικών έργων (ελληνική έκδοση Ινδικτος). Ο Βίνκελμαν θεωρεί πως υπάρχει σαφής αναλογία ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται η έννοια του άλγους στον γλυπτό Λαοκόωντα από τη μια και στον Φιλοκτήτη του Σοφοκλή από την άλλη. Τούτο το σχόλιο εκλαμβάνεται ως αφορμή για τη συγκρότηση ενός θεωρητικού αντιλόγου που επιχειρεί να ορίσει το διαφορετικό εκφραστικό πεδίο της κάθε τέχνης. Βεβαίως o Λέσσιγγ ξεκινά και ο ίδιος από μια ανάλογη σύγχυση που σήμερα θα κρινόταν απαράδεκτη: επιχειρεί να θέσει τα όρια της ζωγραφικής με βάση όχι ένα ζωγραφικό έργο αλλά ένα γλυπτό. Ωστόσο μια τέτοια παρατήρηση έχει περιορισμένη αξία. H επισήμανση του ειδικού χαρακτήρα των εικαστικών τεχνών ως ενιαίας κατηγορίας σε σχέση με τον γραπτό λόγο αποτελεί τη σημαντικότερη συνεισφορά του Λέσσιγγ, ο οποίος ορίζει την ποίηση ως τέχνη που πραγματεύεται τον χρόνο και τη ζωγραφική ως τέχνη που έχει να κάνει με τον χώρο. Και σε αυτή τη σύγκριση, παρ' ότι προσπαθεί να το αποφύγει, μεροληπτεί σαφώς υπέρ της ποίησης.
«...H ποίησις» γράφει ο Λέσσιγγ «είναι ευρυτέρα τέχνη... διαθέτει κάλλη ανέφικτα εις την ζωγραφικήν». Από αυτή την άποψη, ανανεώνει τον διάλογο των Paragone, δηλαδή της σύγκρισης μεταξύ των τεχνών, που κυριαρχεί στην ιστορία της δυτικής τέχνης από την εποχή του Ντα Βίντσι και του Βάρκι. Ο διάλογος αυτός θα ανανεωθεί και στον 20ό αιώνα. Οταν ο Κλέμεντ Γκρήνμπεργκ, o κατ' εξοχήν θεωρητικός της αμερικανικής «μοντερνιστικής» τέχνης, θα επαναφέρει το ζήτημα των εκφραστικών ορίων των τεχνών, θα δώσει, όχι φυσικά τυχαία, σε ένα από τα πιο σημαντικά του κείμενα τον τίτλο «Προς ένα νεότερο Λαοκόωντα». Με αυτή την έννοια το θεωρητικό έργο του Λέσσιγγ, του συγγραφέα του πρώτου γερμανικού αστικού δράματος που πέρασε μια σημαντική περίοδο της ζωής του ως γραμματέας στην υπηρεσία ενός πρώσου στρατιωτικού και που στα 25 του χρόνια είχε ήδη εκδώσει 6 τόμους με τα γραπτά του, επιδεικνύει όχι μόνο μια απαράμιλλη οξυδέρκεια και μια αξιοθαύμαστη ευρυμάθεια αλλά και μια εντυπωσιακή ζωτικότητα.
Νίκος Δασκαλοθανάσης (διδάκτωρ Ιστορίας της Τέχνης)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 03-08-2003
Πόσο είναι στ' αλήθεια γνωστό στους έλληνες αναγνώστες πως ο Καζαντζάκης έχει μεταφράσει τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, ο Στρατής Τσίρκας το Μωρίας εγκώμιον του Εράσμου, ο Κοσμάς Πολίτης το Δεκαήμερο του Βοκκακίου ή, για να αναφερθούμε σε μια ακραία περίπτωση, ο ζωγράφος Παναγιώτης Δοξαράς - στις αρχές του 18ου αιώνα - τις Περί ζωγραφικής πραγματείες του Αλμπέρτι και του Ντα Βίντσι (δύο μεταφράσεις που παραμένουν ανέκδοτες); Φαίνεται πως σε μια περίοδο κατά την οποία η σχέση της Ελλάδας με την Εσπερία ήταν περισσότερο αμφίρροπη, το ενδιαφέρον μιας παλαιότερης γενιάς λογίων και αναγνωστών στρεφόταν προς τα θεμελιώδη κείμενα της δυτικής παράδοσης. Αυτό το αναγνωστικό κοινό απετέλεσε προφανώς και τον «ορίζοντα υποδοχής» της μετάφρασης του Λαοκόωντα του Γκόθολντ Εφραιμ Λέσσιγγ (Gothold Ephraim Lessing), που ο Αριστομένης Προβελέγγιος δημοσίευσε το 1902.
H μετάφραση του Προβελέγγιου αποτελεί από μόνη της μια αφορμή ανάγνωσης αυτής της εκπληκτικής πραγματείας. Στις αρχές του 20ού αιώνα ο έλληνας γερμανοτραφής διδάκτορας φιλοσοφίας και απόφοιτος του Πανεπιστημίου της Ιένας, εγκαταλείπει σταδιακά την αρχαΐζουσα για να ασπαστεί τον δημοτικισμό. Ετσι, παρ' ότι το κυρίως κείμενο αποδίδεται σε μια βατή καθαρεύουσα, οι στίχοι, για παράδειγμα, του Αριόστο, που χρησιμοποιεί ο Λέσσιγγ, παρατίθενται στη δημοτική από τον Προβελέγγιο. H μετάφραση του έργου του Λέσσιγγ για τα όρια των τεχνών αποτελεί με αυτή την έννοια ένα ενδιαφέρον πεδίο διερεύνησης των εκφραστικών ορίων όχι διαφορετικών καλλιτεχνικών μορφών αλλά διαφορετικών τρόπων διατύπωσης ενός ενιαίου γλωσσικού ιδιώματος.
Ο Λέσσιγγ υπήρξε ένας από τους σημαντικούς εκπροσώπους του γερμανικού διαφωτισμού που με τα θεατρικά του έργα συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας εθνικής γερμανικής «σχολής», απελευθερωμένης από τον συνθλιπτικό εναγκαλισμό του γαλλικού κλασικισμού. Θεωρητικό επιστέγασμα αυτής του της απόπειρας αποτελεί ακριβώς ο Λαοκόων, έργο που ύστερα από πέντε δοκιμαστικές εκδοχές δημοσιεύθηκε εν τέλει στο Βερολίνο το 1766. Η «επίθεση» του Λέσσιγγ στοχεύει ευθέως και με σοφό τρόπο τον ίδιο τον πυρήνα του γαλλικού ακαδημαϊσμού, δηλαδή το κληροδοτημένο από τον Οράτιο δόγμα «ut pictura poesis» («ταυτόν ζωγραφική και ποίησις» αποδίδει έξοχα ο Προβελέγγιος). Πράγματι για τον γαλλικό κλασικισμό της εποχής του Λέσσιγγ έμοιαζε να μην υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα στο κείμενο και στην εικόνα. Μάλιστα, κριτήριο ποιότητας ενός λογοτεχνικού έργου αποτελούσε η δυνατότητα ανασυγκρότησης ζωγραφικών πινάκων με βάση τον γραπτό λόγο ενώ από αυτή τη σύγχυση των εκφραστικών τρόπων υπέφερε φυσικά και η ζωγραφική εφόσον εκαλείτο να προσαρμοστεί με τρόπο άκαμπτο στις φιλολογικές της πηγές. Αποτέλεσμα, ο αφόρητος εγκεφαλισμός, η ατέρμονη περιγραφολογία, η δεσμευτική και καταχρηστική προβολή της αλληγορίας. Παρ' ότι το αίτημα καθορισμού των ιδιαιτεροτήτων της λογοτεχνικής και της εικαστικής έκφρασης είχε αρχίσει πλέον να προτάσσεται και στην ίδια τη Γαλλία από ανθρώπους όπως ο Ντιντερό, μόνο o Λέσσιγγ διατυπώνει ως προς αυτό το σημείο έναν συστηματικό και τεκμηριωμένο λόγο.
Το σύμπλεγμα του Λαοκόωντα
Σημείο εκκίνησης για τον Λέσσιγγ αποτελεί το γλυπτό σύμπλεγμα του Λαοκόωντα που αναπαριστά τη στιγμή κατά την οποία ο τρώας ιερέας (ο οποίος αντιτάχθηκε στην αποδοχή του Δούρειου Ιππου ως δώρου εκ μέρους των Ελλήνων) θανατώνεται μαζί με τους δύο γιους του από τεράστια φίδια σταλμένα από τον Απόλλωνα. Το σύμπλεγμα (σήμερα στα Musei Vaticani) είχε ανακαλυφθεί το 1506 στη Ρώμη και εθεωρείτο το κατ' εξοχήν αριστούργημα της αρχαίας γλυπτικής. Ο Λέσσιγγ παραθέτει ένα σχόλιο για τον Λαοκόωντα που προέρχεται από τη μικρή πραγματεία που ο γερμανός αρχαιολόγος Βίνκελμαν δημοσίευσε το 1755 με τίτλο Σκέψεις για τη μίμηση των ελληνικών έργων (ελληνική έκδοση Ινδικτος). Ο Βίνκελμαν θεωρεί πως υπάρχει σαφής αναλογία ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται η έννοια του άλγους στον γλυπτό Λαοκόωντα από τη μια και στον Φιλοκτήτη του Σοφοκλή από την άλλη. Τούτο το σχόλιο εκλαμβάνεται ως αφορμή για τη συγκρότηση ενός θεωρητικού αντιλόγου που επιχειρεί να ορίσει το διαφορετικό εκφραστικό πεδίο της κάθε τέχνης. Βεβαίως o Λέσσιγγ ξεκινά και ο ίδιος από μια ανάλογη σύγχυση που σήμερα θα κρινόταν απαράδεκτη: επιχειρεί να θέσει τα όρια της ζωγραφικής με βάση όχι ένα ζωγραφικό έργο αλλά ένα γλυπτό. Ωστόσο μια τέτοια παρατήρηση έχει περιορισμένη αξία. H επισήμανση του ειδικού χαρακτήρα των εικαστικών τεχνών ως ενιαίας κατηγορίας σε σχέση με τον γραπτό λόγο αποτελεί τη σημαντικότερη συνεισφορά του Λέσσιγγ, ο οποίος ορίζει την ποίηση ως τέχνη που πραγματεύεται τον χρόνο και τη ζωγραφική ως τέχνη που έχει να κάνει με τον χώρο. Και σε αυτή τη σύγκριση, παρ' ότι προσπαθεί να το αποφύγει, μεροληπτεί σαφώς υπέρ της ποίησης.
«...H ποίησις» γράφει ο Λέσσιγγ «είναι ευρυτέρα τέχνη... διαθέτει κάλλη ανέφικτα εις την ζωγραφικήν». Από αυτή την άποψη, ανανεώνει τον διάλογο των Paragone, δηλαδή της σύγκρισης μεταξύ των τεχνών, που κυριαρχεί στην ιστορία της δυτικής τέχνης από την εποχή του Ντα Βίντσι και του Βάρκι. Ο διάλογος αυτός θα ανανεωθεί και στον 20ό αιώνα. Οταν ο Κλέμεντ Γκρήνμπεργκ, o κατ' εξοχήν θεωρητικός της αμερικανικής «μοντερνιστικής» τέχνης, θα επαναφέρει το ζήτημα των εκφραστικών ορίων των τεχνών, θα δώσει, όχι φυσικά τυχαία, σε ένα από τα πιο σημαντικά του κείμενα τον τίτλο «Προς ένα νεότερο Λαοκόωντα». Με αυτή την έννοια το θεωρητικό έργο του Λέσσιγγ, του συγγραφέα του πρώτου γερμανικού αστικού δράματος που πέρασε μια σημαντική περίοδο της ζωής του ως γραμματέας στην υπηρεσία ενός πρώσου στρατιωτικού και που στα 25 του χρόνια είχε ήδη εκδώσει 6 τόμους με τα γραπτά του, επιδεικνύει όχι μόνο μια απαράμιλλη οξυδέρκεια και μια αξιοθαύμαστη ευρυμάθεια αλλά και μια εντυπωσιακή ζωτικότητα.
Νίκος Δασκαλοθανάσης (διδάκτωρ Ιστορίας της Τέχνης)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 03-08-2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις