0
Your Καλαθι
Η γενική βούληση
Ρουσώ, Μαρξ, κομμουνισμός
Περιγραφή
Στο βιβλίο αυτό ο Α. Λεβίν, μέσα από μια δημιουργική προσέγγιση της ρουσσωικής κοινωνικής και πολιτικής φιλοσοφίας, επιχειρηματολογεί υπέρ του μαρξικού κομμουνισμού με τη μορφή ενός κανονιστικού ιδεώδους. Κεντρικό ρόλο στο θεωρητικό εγχείρημα του Λεβίν παίζει η πολυσήμαντη έννοια της "γενικής βούλησης", έννοια που έφρε στο φιλοσοφικό προσκήνιο με ιδιαίτερη ένταση ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ. Εξίσου σημαντική για την ανάλυση του Λεβίν αναδεικνύεται και η συγκριτική προσέγγιση της φιλελεύθερης προς τη ρουσσωική-μαρξική πολιτική θεωρία. Αξιοποιώντας, συνολικότερα, την πλούσια φιλοσοφική παράδοση των νεότερων χρόνων, ο συγγραφέας επιδιώκει να εμπλουτίσει την ερμηνευτική οπτική ενός μαρξικού κομμουνισμού, έτσι ώστε να προσεγγιστούν με γόνιμο τρόπο οι σύγχρονες κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις, κυρίως μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Πρέπει το ιδεώδες(;) του κομμουνισμού να αποστρατευτεί από το πεδίο των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων αλλά και από τις ακαδημαϊκές αναλύσεις; Ή μήπως η αταξική κομμουνιστική κοινωνία εξακολουθεί να είναι κάτι για το οποίο αξίζει να αγωνιστούμε; Ο Αντριου Λεβίν (Andrew Levine) ισχυρίζεται ότι ο πυρήνας της αντίληψης περί κομμουνισμού, όπως τον συνέλαβε ο Μαρξ, παραμένει ένα επιθυμητό κανονιστικό ιδεώδες. Και όχι μόνο το υπερασπίζεται θεωρητικά, αλλά υποστηρίζει ότι είναι και πρακτικά εφικτό. Πόσο πειστικό όμως μπορεί να φαντάζει ένα τέτοιο εγχείρημα στις ημέρες μας; Μάλιστα η ειρωνεία είναι ότι συνέλαβε την ιδέα αυτού του βιβλίου το 1988, ένα χρόνο πριν από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ενώ πρωτοκυκλοφόρησε στα αγγλικά το 1993, όταν η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού είχε πλέον ολοκληρωθεί.
Ο συγγραφέας, που είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Wisconsin-Madison και έχει ασχοληθεί κυρίως με ζητήματα μαρξιστικής θεωρίας, δεν έχει απολογητική διάθεση. Από την άλλη, διαχωρίζει τη θέση του και από τους μετα-μαρξιστές, τους οποίους επικρίνει ότι ενώ εγκατέλειψαν βασικές αρχές της σκέψης του Μαρξ δεν έχουν να επιδείξουν μια συνεκτική θεωρία που να την υπερβαίνει.
Βασικός αντίπαλός του είναι ο φιλελευθερισμός, κυρίως επειδή έχει επικρατήσει ιδεολογικά. Αλλά, παραδόξως, για κάποιον που δηλώνει αμετανόητος κομμουνιστής τού αναγνωρίζει ορισμένες αρετές. Σκοπός του είναι να δείξει ότι ο μαρξικός κομμουνισμός μπορεί να πραγματώσει αξίες που μοιράζεται, έστω σε ένα αρκετά αφηρημένο επίπεδο, με τον φιλελευθερισμό, όπως αυτές της ανθρώπινης ευημερίας, της αυτονομίας και της ισότητας.
Πάντως ο κύριος κορμός του βιβλίου αρθρώνεται γύρω από μια ανάγνωση της πολιτικής σκέψης του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, με οργανωτικό άξονα την περίφημη «γενική θέληση». Ο Λεβίν ακολουθεί μια εκπεφρασμένη γραμμή σκέψης η οποία εντοπίζει στον «πολίτη της Γενεύης» και στον Μαρξ μια κοινή προβληματική. Και οι δύο ασκούν δριμεία κριτική στις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις, τις οποίες χαρακτηρίζουν άνισες, ανταγωνιστικές και εκμεταλλευτικές. Και οραματίζονται μια δικαιότερη κοινωνία στην οποία θα αρθεί ο αλλοτριωτικός τους χαρακτήρας.
Προχωράει όμως παραπέρα δηλώνοντας ότι «ο μαρξικός κομμουνισμός είναι μια ουσιωδώς ρουσσωική ιδέα» και πως θα επιστρατεύσει «τον Ρουσσώ προς υπεράσπιση της βασιμότητας του κομμουνισμού και τον κομμουνισμό προς υπεράσπιση της βασιμότητας και επικαιρότητας της γενικής θέλησης». Προσφεύγει για αυτό σε δύο από τα διασημότερα έργα του Ρουσσώ, τον Λόγο περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους και το Κοινωνικό Συμβόλαιο. Αυτό που κυρίως τον ενδιαφέρει είναι να δείξει ότι σε συνθήκες αφθονίας και «σοσιαλιστικής διαχείρισης» είναι εφικτές κοινωνικές σχέσεις αλληλεγγύης και ισότητας χωρίς να θιγεί η ατομική ελευθερία. Κοντολογίς, υποστηρίζει ότι τα άτομα στην κομμουνιστική κοινωνία, μεριμνώντας για το γενικό συμφέρον, θα προαγάγουν παράλληλα και ό,τι είναι βέλτιστο για τον εαυτό τους, διότι θα αυτοκατανοούνται ως μέλη ενός ηθικού όλου (της κοινωνίας) του οποίου αποτελούν αδιαίρετο μέρος, σε αντίθεση με την τρέχουσα φιλελεύθερη αντίληψη που κατασκευάζει τα άτομα ως μεμονωμένους εγωιστές που συνάπτουν εξωτερικές (εργαλειακές) σχέσεις μεταξύ τους.
Ο Λεβίν δεν καταφέρνει να ανανεώσει τη μαρξιστική σκέψη με μια ευφάνταστη όσο και προβληματική ανακατασκευή ρουσσωικών θέσεων, αλλά αναπαράγει τα εντοπισμένα προβλήματά της, ιδιαίτερα όσον αφορά την ανεπάρκεια μιας θεωρίας περί (ατομικού) υποκειμένου, συμβάλλοντας στην αμηχανία που έχει περιέλθει η σύγχρονη αριστερή σκέψη, μαρξιστική ή μη, ανανεωτική ή δογματική.
Η μετάφραση του Γ.-Ι. Μπαμπασάκη είναι σε γενικές γραμμές αξιόπιστη και σε στρωτά ελληνικά. Ωστόσο δεν αποφεύγονται ορισμένες αστοχίες. Στη σελ. 112 υπάρχει η λανθασμένη έκφραση «κοινωνικά κράτη», παρά το γεγονός ότι η ίδια φράση επαναλαμβάνεται τέσσερις φορές παρακάτω, όπου και αποδίδεται ορθότερα ως «κοινωνικές θέσεις». Στη σελ. 128 το «global perspective» του πρωτοτύπου αποδίδεται ως «πλανητική προοπτική», αντί του ορθού ως προς τα συμφραζόμενα «σφαιρική οπτική». Η «διανεμητική δικαιοσύνη» (distributive justice) μεταφράζεται παραπλανητικά ως «ευθυδικία» (σελ. 213). Στη σελ. 223 διαβάζουμε «δημοκρατική» αρετή και «δημοκρατική» παράδοση, ενώ το ακριβές είναι «ρεπουμπλικανική», προκειμένου να διατηρηθούν οι συνδηλώσεις του όρου που παραπέμπει σε μια ξεχωριστή πολιτική παράδοση.
Σωτήρης Βανδώρος
ΤΟ ΒΗΜΑ, 01-07-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το βιβλίο αυτό του Andrew Levine, Αμερικανού πολιτικού φιλοσόφου της γενιάς μετά το 1960 και καθηγητή Φιλοσοφίας σήμερα στο Πανεπιστήμιο του Wisconsin-Madison, πρέπει απαρχής να πούμε ότι μας ενδιαφέρει πολύ περισσότερο για το θέμα το οποίο αναδεικνύει, παρά για τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει. Το θέμα είναι ακριβώς η ανάγνωση του Μαρξ και της επαναστατικής θεωρίας που ταυτίστηκε με το όνομα του κομμουνισμού στο φως της πολιτικής φιλοσοφίας του Ζαν-Ζακ Ρουσό ειδικά, και μιας γραμμής ριζοσπαστικού διαφωτισμού γενικότερα, έτσι ώστε να φανεί αδιαμφισβήτητα μια αδιάσπαστη γραμμή συνέχειας, μια ορισμένη ευρωπαϊκή-διαφωτιστική παράδοση, την οποία κατά φυσικό τρόπο κληρονόμησε το επαναστατικό κίνημα των αρχών του αιώνα μας.
Καταλαβαίνει εκ των προτέρων κανείς τη σημασία που έχει σήμερα μια τέτοια ανάγνωση του Μαρξ. Η καταβαράθρωση της υπόθεσης που ευφημιστικά ονομάστηκε «υπαρκτός σοσιαλισμός» ή «σοσιαλισμός σε μία και μόνη χώρα», αφού προηγουμένως η ίδια είχε σκάψει τον τάφο του επαναστατικού εργατικού κινήματος μισό αιώνα πριν, χαιρετίστηκε αδικαιολόγητα από πολλούς ως θρίαμβος του φιλελεύθερου καπιταλισμού και ληξιαρχική πράξη θανάτου όλων των προταγμάτων επαναστατικής αναμόρφωσης της κοινωνίας. Δεν θα συζητήσουμε εδώ τις τραγικές αυταπάτες αυτής της άποψης· εκείνο που επί του παρόντος έχει σημασία είναι ότι για να ακουστεί πειστικό ένα τέτοιο επιχείρημα έπρεπε με κάθε τρόπο να δυσφημιστεί κάθε επαναστατική βλέψη και κάθε μορφή θεωρίας που ιστορικά συνδέθηκε μαζί της, με το να παρουσιαστεί ακριβώς ως αρχαϊσμός και βαρβαρότητα, ξένη στο κύριο σώμα του δυτικού πολιτισμού. Οσοι ωστόσο είχαν εμπλακεί με γνήσιες ουμανιστικές προθέσεις στη μεγάλη επαναστατική περιπέτεια και είχαν από νωρίς σταθεί δύσπιστοι απέναντι στο στρατιωτικο-συγκεντρωτικό εγχείρημα του μπολσεβικισμού, γνώριζαν ανέκαθεν ότι το έργο του Μαρξ είναι γνήσια απόληξη της γερμανικής κριτικής φιλοσοφίας και προέκταση των κοινωνικών οραμάτων που πυροδότησαν οι μεγάλες αστικές επαναστάσεις, και κυρίως η Γαλλική. Αρκετά νωρίς οι Korsch, Lukacs και διεξοδικότερα ο Herbert Marcuse, στο μεγάλο έργο του Λόγος και Επανάσταση, προσπάθησαν να επαναφέρουν τη φιλοσοφία του Μαρξ στην οργανική της συνάφεια με τον Χέγκελ και με την κριτική στιγμή του γερμανικού ιδεαλισμού, η οποία με τη σειρά της καταδεικνύεται ως θεωρητική ανακατασκευή των εμπειριών ενός ορισμένου ριζοσπαστικού ρεύματος μέσα στους κόλπους του αστικού Διαφωτισμού· κάπως αργότερα Γάλλοι και Ιταλοί μαρξιστές, κυρίως ο Althusser και ο Lucio Coletti, θα επιχειρούσαν να δείξουν τη συγγένεια που συνέχει το έργο του Μαρξ με την πολιτική φιλοσοφία και την οντολογία του Σπινόζα· και σήμερα, από πολλές πλευρές, γίνεται μια απόπειρα να καταδειχτεί μια άλλη εκλεκτική συγγένεια του Μαρξ, η οποία κατά ορισμένους είναι και η πιο στενή: με τη φιλοσοφία και την πολιτική θεωρία του Ζαν-Ζακ Ρουσό.
Ο Andrew Levine έχει να μας πει αρκετά πάνω σε αυτό το ζήτημα. Πρέπει όμως να παρακολουθήσουμε ακριβώς τη γραμμή του προβληματισμού του. Εντασσόμενος σε μια ορισμένη μαρξιστική παράδοση που θέλει να διαχωρίσει ριζικά τον εαυτό της από το μπολσεβικικό πρόγραμμα και η οποία αυτοκατανοείται ως δημοκρατική, επανεξετάζει σοβαρά τα πολιτικά επιχειρήματα του φιλελευθερισμού, πιστεύοντας ότι κάποιες αρχές ενός εξισωτικού φιλελευθερισμού μπορούν να προσφέρουν ένα διορθωτικό για τις υπερβολές εκείνες του ιστορικού υλισμού που οδήγησαν στις γνωστές μορφές βαρβαρότητας. Τέτοιες αρχές, που κατά την εκτίμησή του πρέπει να επανεξεταστούν σοβαρά, είναι η έννοια του ατόμου και του ατομικού συμφέροντος, επίσης εκείνη του γενικού συμφέροντος, η δημοκρατία, οι βασικές ελευθερίες, η δικαιοσύνη, η αρετή, η υπευθυνότητα, η αυτονομία. Στη θεωρία, τώρα, το πολιτικό του αυτό ενδιαφέρον μεταφράζεται ως απόπειρα να δειχθούν οι συγγένιες και η στενή θεωρητική συνάφεια ανάμεσα στη σκέψη του Μαρξ και αυτή του Ζαν-Ζακ Ρουσό, επειδή προφανώς αντιλαμβάνεται τον Ρουσό ως τον κυριότερο θεωρητικό πρόγονο εκείνου του εξισωτικού φιλελευθερισμού, τον οποίο προορίζει ως συνομιλητή του. Στην ιδέα της «γενικής βούλησης», την οποία επεξεργάστηκε ο Ρουσό στο Κοινωνικό συμβόλαιο, διαβλέπει ένα προσχέδιο της ώριμης κομμουνιστικής κοινωνίας όπως την είχε ιστορικά προοιωνιστεί ο Μαρξ - ένα άλλο όνομα της οποίας θα ήταν βεβαίως το «βασίλειο των σκοπών» του Καντ.
Δεν είναι δυνατόν εδώ να παρακολουθήσουμε όλες τις λεπτομερειακές διερευνήσεις του συγγραφέα, το λαμπρότερο πάντως σημείο της ανάλυσής του είναι εκεί που ανασυγκροτεί τη στρατηγική μέσω της οποίας ο Ρουσό προβληματοποιεί τόσο την έννοια του ιδιωτικού συμφέροντος όσο και τη νομιμότητα του de facto κράτους, στα οποία έχει στηριχτεί η συντηρητική πολιτική θεωρία, και κυρίως ο Hobbes. Παρ' ότι ο ανταγωνισμός των ιδιωτικών συμφερόντων, ο χομπσιανός «πόλεμος όλων εναντίων όλων» αποτελεί αναντίρρητα μέρος της εμπειρικής εικόνας, ο Ρουσό, κυρίως με τους περίφημους Λόγους για την καταγωγή της ανθρώπινης ανισότητας, ιστορικοποιεί εντυπωσιακά την εικόνα, δείχνοντας πως η ανάδυση της ιδιωτικής βούλησης και η συνακόλουθη δυναστευτική της κυριαρχία στα ανθρώπινα πράγματα, δεν είναι παρά ένα μεταβατικό επεισόδιο στην ανθρώπινη ιστορία. Καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία έχει παίξει το στοιχείο της υλικής σπάνης και η απεριόριστη εσωτερίκευσή του, από την άρση του οποίου αναμένεται να υπερνικηθεί ριζικά η πραγματικότητα του ανταγωνισμού. Κατά μία έννοια από αυτή ακριβώς την ενόραση γεννιέται ολόκληρο το έργο του Μαρξ.
Παρ' όλα αυτά, η καταληκτήρια επιχειρηματολογία του Andrew Levine παραμένει εξαιρετικά φορμαλιστική επειδή, προφανώς, φοβούμενη τις υπερβολές του ουτοπισμού, θέλει να παραμείνει στο πλαίσιο του πολιτικώς εφικτού υπό τις παρούσες συνθήκες. Φορμαλιστική, για παράδειγμα, είναι η διάκριση, την οποία δεν έχει τρόπο να υπερβεί, ανάμεσα σε ευδαιμονισμό και αυτονομία, ή αλλιώς, ανάμεσα στα συμφέροντα του ατόμου ως ατόμου και τα συμφέροντά του ως πολίτη. Ξαναγυρίζουμε λοιπόν σε μια ασκητική έννοια της αρετής ως προαπαιτούμενου της πολιτικής ιδιότητας, ξαναγυρίζουμε σε μια υπεράσπιση των υφιστάμενων θεσμικών μορφών (αίφνης, του αντιπροσωπευτικού συστήματος, της αγοράς ή της αστικής δικαιοσύνης), έστω και σε μια προοπτική σταδιακής μεταλλαγής του περιεχομένου τους. Ρητά ο συγγραφέας δηλώνει πως η κανονιστική θεωρία του κομμουνισμού που προτείνει, πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της όχι μόνο τα επιχειρήματα του εξισωτικού φιλελευθερισμού, αλλά και του μη μαρξιστικού σοσιαλισμού, και της αναρχικής παράδοσης (σ. 267). Δεν είναι τυχαίο ωστόσο ότι ο αόρατος συνομιλητής του, σε όλο το μήκος του βιβλίου, αλλά κυρίως στα τελευταία κεφάλαια, είναι αποκλειστικά ο φιλελευθερισμός· αναμενόμενο, ως εκ τούτου, είναι και το γεγονός ότι το τελευταίο κεφάλαιο έχει το διφορούμενο τίτλο «Μήπως θα πρέπει να επαναφέρουμε τη σοσιαλδημοκρατία;».
ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/05/2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Πρέπει το ιδεώδες(;) του κομμουνισμού να αποστρατευτεί από το πεδίο των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων αλλά και από τις ακαδημαϊκές αναλύσεις; Ή μήπως η αταξική κομμουνιστική κοινωνία εξακολουθεί να είναι κάτι για το οποίο αξίζει να αγωνιστούμε; Ο Αντριου Λεβίν (Andrew Levine) ισχυρίζεται ότι ο πυρήνας της αντίληψης περί κομμουνισμού, όπως τον συνέλαβε ο Μαρξ, παραμένει ένα επιθυμητό κανονιστικό ιδεώδες. Και όχι μόνο το υπερασπίζεται θεωρητικά, αλλά υποστηρίζει ότι είναι και πρακτικά εφικτό. Πόσο πειστικό όμως μπορεί να φαντάζει ένα τέτοιο εγχείρημα στις ημέρες μας; Μάλιστα η ειρωνεία είναι ότι συνέλαβε την ιδέα αυτού του βιβλίου το 1988, ένα χρόνο πριν από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ενώ πρωτοκυκλοφόρησε στα αγγλικά το 1993, όταν η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού είχε πλέον ολοκληρωθεί.
Ο συγγραφέας, που είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Wisconsin-Madison και έχει ασχοληθεί κυρίως με ζητήματα μαρξιστικής θεωρίας, δεν έχει απολογητική διάθεση. Από την άλλη, διαχωρίζει τη θέση του και από τους μετα-μαρξιστές, τους οποίους επικρίνει ότι ενώ εγκατέλειψαν βασικές αρχές της σκέψης του Μαρξ δεν έχουν να επιδείξουν μια συνεκτική θεωρία που να την υπερβαίνει.
Βασικός αντίπαλός του είναι ο φιλελευθερισμός, κυρίως επειδή έχει επικρατήσει ιδεολογικά. Αλλά, παραδόξως, για κάποιον που δηλώνει αμετανόητος κομμουνιστής τού αναγνωρίζει ορισμένες αρετές. Σκοπός του είναι να δείξει ότι ο μαρξικός κομμουνισμός μπορεί να πραγματώσει αξίες που μοιράζεται, έστω σε ένα αρκετά αφηρημένο επίπεδο, με τον φιλελευθερισμό, όπως αυτές της ανθρώπινης ευημερίας, της αυτονομίας και της ισότητας.
Πάντως ο κύριος κορμός του βιβλίου αρθρώνεται γύρω από μια ανάγνωση της πολιτικής σκέψης του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, με οργανωτικό άξονα την περίφημη «γενική θέληση». Ο Λεβίν ακολουθεί μια εκπεφρασμένη γραμμή σκέψης η οποία εντοπίζει στον «πολίτη της Γενεύης» και στον Μαρξ μια κοινή προβληματική. Και οι δύο ασκούν δριμεία κριτική στις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις, τις οποίες χαρακτηρίζουν άνισες, ανταγωνιστικές και εκμεταλλευτικές. Και οραματίζονται μια δικαιότερη κοινωνία στην οποία θα αρθεί ο αλλοτριωτικός τους χαρακτήρας.
Προχωράει όμως παραπέρα δηλώνοντας ότι «ο μαρξικός κομμουνισμός είναι μια ουσιωδώς ρουσσωική ιδέα» και πως θα επιστρατεύσει «τον Ρουσσώ προς υπεράσπιση της βασιμότητας του κομμουνισμού και τον κομμουνισμό προς υπεράσπιση της βασιμότητας και επικαιρότητας της γενικής θέλησης». Προσφεύγει για αυτό σε δύο από τα διασημότερα έργα του Ρουσσώ, τον Λόγο περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους και το Κοινωνικό Συμβόλαιο. Αυτό που κυρίως τον ενδιαφέρει είναι να δείξει ότι σε συνθήκες αφθονίας και «σοσιαλιστικής διαχείρισης» είναι εφικτές κοινωνικές σχέσεις αλληλεγγύης και ισότητας χωρίς να θιγεί η ατομική ελευθερία. Κοντολογίς, υποστηρίζει ότι τα άτομα στην κομμουνιστική κοινωνία, μεριμνώντας για το γενικό συμφέρον, θα προαγάγουν παράλληλα και ό,τι είναι βέλτιστο για τον εαυτό τους, διότι θα αυτοκατανοούνται ως μέλη ενός ηθικού όλου (της κοινωνίας) του οποίου αποτελούν αδιαίρετο μέρος, σε αντίθεση με την τρέχουσα φιλελεύθερη αντίληψη που κατασκευάζει τα άτομα ως μεμονωμένους εγωιστές που συνάπτουν εξωτερικές (εργαλειακές) σχέσεις μεταξύ τους.
Ο Λεβίν δεν καταφέρνει να ανανεώσει τη μαρξιστική σκέψη με μια ευφάνταστη όσο και προβληματική ανακατασκευή ρουσσωικών θέσεων, αλλά αναπαράγει τα εντοπισμένα προβλήματά της, ιδιαίτερα όσον αφορά την ανεπάρκεια μιας θεωρίας περί (ατομικού) υποκειμένου, συμβάλλοντας στην αμηχανία που έχει περιέλθει η σύγχρονη αριστερή σκέψη, μαρξιστική ή μη, ανανεωτική ή δογματική.
Η μετάφραση του Γ.-Ι. Μπαμπασάκη είναι σε γενικές γραμμές αξιόπιστη και σε στρωτά ελληνικά. Ωστόσο δεν αποφεύγονται ορισμένες αστοχίες. Στη σελ. 112 υπάρχει η λανθασμένη έκφραση «κοινωνικά κράτη», παρά το γεγονός ότι η ίδια φράση επαναλαμβάνεται τέσσερις φορές παρακάτω, όπου και αποδίδεται ορθότερα ως «κοινωνικές θέσεις». Στη σελ. 128 το «global perspective» του πρωτοτύπου αποδίδεται ως «πλανητική προοπτική», αντί του ορθού ως προς τα συμφραζόμενα «σφαιρική οπτική». Η «διανεμητική δικαιοσύνη» (distributive justice) μεταφράζεται παραπλανητικά ως «ευθυδικία» (σελ. 213). Στη σελ. 223 διαβάζουμε «δημοκρατική» αρετή και «δημοκρατική» παράδοση, ενώ το ακριβές είναι «ρεπουμπλικανική», προκειμένου να διατηρηθούν οι συνδηλώσεις του όρου που παραπέμπει σε μια ξεχωριστή πολιτική παράδοση.
Σωτήρης Βανδώρος
ΤΟ ΒΗΜΑ, 01-07-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το βιβλίο αυτό του Andrew Levine, Αμερικανού πολιτικού φιλοσόφου της γενιάς μετά το 1960 και καθηγητή Φιλοσοφίας σήμερα στο Πανεπιστήμιο του Wisconsin-Madison, πρέπει απαρχής να πούμε ότι μας ενδιαφέρει πολύ περισσότερο για το θέμα το οποίο αναδεικνύει, παρά για τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει. Το θέμα είναι ακριβώς η ανάγνωση του Μαρξ και της επαναστατικής θεωρίας που ταυτίστηκε με το όνομα του κομμουνισμού στο φως της πολιτικής φιλοσοφίας του Ζαν-Ζακ Ρουσό ειδικά, και μιας γραμμής ριζοσπαστικού διαφωτισμού γενικότερα, έτσι ώστε να φανεί αδιαμφισβήτητα μια αδιάσπαστη γραμμή συνέχειας, μια ορισμένη ευρωπαϊκή-διαφωτιστική παράδοση, την οποία κατά φυσικό τρόπο κληρονόμησε το επαναστατικό κίνημα των αρχών του αιώνα μας.
Καταλαβαίνει εκ των προτέρων κανείς τη σημασία που έχει σήμερα μια τέτοια ανάγνωση του Μαρξ. Η καταβαράθρωση της υπόθεσης που ευφημιστικά ονομάστηκε «υπαρκτός σοσιαλισμός» ή «σοσιαλισμός σε μία και μόνη χώρα», αφού προηγουμένως η ίδια είχε σκάψει τον τάφο του επαναστατικού εργατικού κινήματος μισό αιώνα πριν, χαιρετίστηκε αδικαιολόγητα από πολλούς ως θρίαμβος του φιλελεύθερου καπιταλισμού και ληξιαρχική πράξη θανάτου όλων των προταγμάτων επαναστατικής αναμόρφωσης της κοινωνίας. Δεν θα συζητήσουμε εδώ τις τραγικές αυταπάτες αυτής της άποψης· εκείνο που επί του παρόντος έχει σημασία είναι ότι για να ακουστεί πειστικό ένα τέτοιο επιχείρημα έπρεπε με κάθε τρόπο να δυσφημιστεί κάθε επαναστατική βλέψη και κάθε μορφή θεωρίας που ιστορικά συνδέθηκε μαζί της, με το να παρουσιαστεί ακριβώς ως αρχαϊσμός και βαρβαρότητα, ξένη στο κύριο σώμα του δυτικού πολιτισμού. Οσοι ωστόσο είχαν εμπλακεί με γνήσιες ουμανιστικές προθέσεις στη μεγάλη επαναστατική περιπέτεια και είχαν από νωρίς σταθεί δύσπιστοι απέναντι στο στρατιωτικο-συγκεντρωτικό εγχείρημα του μπολσεβικισμού, γνώριζαν ανέκαθεν ότι το έργο του Μαρξ είναι γνήσια απόληξη της γερμανικής κριτικής φιλοσοφίας και προέκταση των κοινωνικών οραμάτων που πυροδότησαν οι μεγάλες αστικές επαναστάσεις, και κυρίως η Γαλλική. Αρκετά νωρίς οι Korsch, Lukacs και διεξοδικότερα ο Herbert Marcuse, στο μεγάλο έργο του Λόγος και Επανάσταση, προσπάθησαν να επαναφέρουν τη φιλοσοφία του Μαρξ στην οργανική της συνάφεια με τον Χέγκελ και με την κριτική στιγμή του γερμανικού ιδεαλισμού, η οποία με τη σειρά της καταδεικνύεται ως θεωρητική ανακατασκευή των εμπειριών ενός ορισμένου ριζοσπαστικού ρεύματος μέσα στους κόλπους του αστικού Διαφωτισμού· κάπως αργότερα Γάλλοι και Ιταλοί μαρξιστές, κυρίως ο Althusser και ο Lucio Coletti, θα επιχειρούσαν να δείξουν τη συγγένεια που συνέχει το έργο του Μαρξ με την πολιτική φιλοσοφία και την οντολογία του Σπινόζα· και σήμερα, από πολλές πλευρές, γίνεται μια απόπειρα να καταδειχτεί μια άλλη εκλεκτική συγγένεια του Μαρξ, η οποία κατά ορισμένους είναι και η πιο στενή: με τη φιλοσοφία και την πολιτική θεωρία του Ζαν-Ζακ Ρουσό.
Ο Andrew Levine έχει να μας πει αρκετά πάνω σε αυτό το ζήτημα. Πρέπει όμως να παρακολουθήσουμε ακριβώς τη γραμμή του προβληματισμού του. Εντασσόμενος σε μια ορισμένη μαρξιστική παράδοση που θέλει να διαχωρίσει ριζικά τον εαυτό της από το μπολσεβικικό πρόγραμμα και η οποία αυτοκατανοείται ως δημοκρατική, επανεξετάζει σοβαρά τα πολιτικά επιχειρήματα του φιλελευθερισμού, πιστεύοντας ότι κάποιες αρχές ενός εξισωτικού φιλελευθερισμού μπορούν να προσφέρουν ένα διορθωτικό για τις υπερβολές εκείνες του ιστορικού υλισμού που οδήγησαν στις γνωστές μορφές βαρβαρότητας. Τέτοιες αρχές, που κατά την εκτίμησή του πρέπει να επανεξεταστούν σοβαρά, είναι η έννοια του ατόμου και του ατομικού συμφέροντος, επίσης εκείνη του γενικού συμφέροντος, η δημοκρατία, οι βασικές ελευθερίες, η δικαιοσύνη, η αρετή, η υπευθυνότητα, η αυτονομία. Στη θεωρία, τώρα, το πολιτικό του αυτό ενδιαφέρον μεταφράζεται ως απόπειρα να δειχθούν οι συγγένιες και η στενή θεωρητική συνάφεια ανάμεσα στη σκέψη του Μαρξ και αυτή του Ζαν-Ζακ Ρουσό, επειδή προφανώς αντιλαμβάνεται τον Ρουσό ως τον κυριότερο θεωρητικό πρόγονο εκείνου του εξισωτικού φιλελευθερισμού, τον οποίο προορίζει ως συνομιλητή του. Στην ιδέα της «γενικής βούλησης», την οποία επεξεργάστηκε ο Ρουσό στο Κοινωνικό συμβόλαιο, διαβλέπει ένα προσχέδιο της ώριμης κομμουνιστικής κοινωνίας όπως την είχε ιστορικά προοιωνιστεί ο Μαρξ - ένα άλλο όνομα της οποίας θα ήταν βεβαίως το «βασίλειο των σκοπών» του Καντ.
Δεν είναι δυνατόν εδώ να παρακολουθήσουμε όλες τις λεπτομερειακές διερευνήσεις του συγγραφέα, το λαμπρότερο πάντως σημείο της ανάλυσής του είναι εκεί που ανασυγκροτεί τη στρατηγική μέσω της οποίας ο Ρουσό προβληματοποιεί τόσο την έννοια του ιδιωτικού συμφέροντος όσο και τη νομιμότητα του de facto κράτους, στα οποία έχει στηριχτεί η συντηρητική πολιτική θεωρία, και κυρίως ο Hobbes. Παρ' ότι ο ανταγωνισμός των ιδιωτικών συμφερόντων, ο χομπσιανός «πόλεμος όλων εναντίων όλων» αποτελεί αναντίρρητα μέρος της εμπειρικής εικόνας, ο Ρουσό, κυρίως με τους περίφημους Λόγους για την καταγωγή της ανθρώπινης ανισότητας, ιστορικοποιεί εντυπωσιακά την εικόνα, δείχνοντας πως η ανάδυση της ιδιωτικής βούλησης και η συνακόλουθη δυναστευτική της κυριαρχία στα ανθρώπινα πράγματα, δεν είναι παρά ένα μεταβατικό επεισόδιο στην ανθρώπινη ιστορία. Καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία έχει παίξει το στοιχείο της υλικής σπάνης και η απεριόριστη εσωτερίκευσή του, από την άρση του οποίου αναμένεται να υπερνικηθεί ριζικά η πραγματικότητα του ανταγωνισμού. Κατά μία έννοια από αυτή ακριβώς την ενόραση γεννιέται ολόκληρο το έργο του Μαρξ.
Παρ' όλα αυτά, η καταληκτήρια επιχειρηματολογία του Andrew Levine παραμένει εξαιρετικά φορμαλιστική επειδή, προφανώς, φοβούμενη τις υπερβολές του ουτοπισμού, θέλει να παραμείνει στο πλαίσιο του πολιτικώς εφικτού υπό τις παρούσες συνθήκες. Φορμαλιστική, για παράδειγμα, είναι η διάκριση, την οποία δεν έχει τρόπο να υπερβεί, ανάμεσα σε ευδαιμονισμό και αυτονομία, ή αλλιώς, ανάμεσα στα συμφέροντα του ατόμου ως ατόμου και τα συμφέροντά του ως πολίτη. Ξαναγυρίζουμε λοιπόν σε μια ασκητική έννοια της αρετής ως προαπαιτούμενου της πολιτικής ιδιότητας, ξαναγυρίζουμε σε μια υπεράσπιση των υφιστάμενων θεσμικών μορφών (αίφνης, του αντιπροσωπευτικού συστήματος, της αγοράς ή της αστικής δικαιοσύνης), έστω και σε μια προοπτική σταδιακής μεταλλαγής του περιεχομένου τους. Ρητά ο συγγραφέας δηλώνει πως η κανονιστική θεωρία του κομμουνισμού που προτείνει, πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της όχι μόνο τα επιχειρήματα του εξισωτικού φιλελευθερισμού, αλλά και του μη μαρξιστικού σοσιαλισμού, και της αναρχικής παράδοσης (σ. 267). Δεν είναι τυχαίο ωστόσο ότι ο αόρατος συνομιλητής του, σε όλο το μήκος του βιβλίου, αλλά κυρίως στα τελευταία κεφάλαια, είναι αποκλειστικά ο φιλελευθερισμός· αναμενόμενο, ως εκ τούτου, είναι και το γεγονός ότι το τελευταίο κεφάλαιο έχει το διφορούμενο τίτλο «Μήπως θα πρέπει να επαναφέρουμε τη σοσιαλδημοκρατία;».
ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/05/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις