0
Your Καλαθι
Ο βασιλιάς είναι νεκρός
Έκπτωση
35%
35%
Περιγραφή
Συναρπαστικό μυθιστόρημα έρωτα, τρέλας, φόνου, λύτρωσης, πολιτικής και δικαιοσύνης, το βιβλίο του Jim Lewis είναι η ιστορία δύο ανδρών -ενός πατέρα και ενός γιου- που οι αντιθετικές ζωές τους αντανακλούν τις δραματικές αλλαγές της αμερικανικής κοινωνίας τα τελευταία πενήντα χρόνια. Ο πρώτος, θα ενσαρκώσει απόλυτα το αμερικανικό όνειρο, σε μια διαδρομή που γεφυρώνει την αστραφτερή επιτυχία με την ολοκληρωτική πτώση· ο δεύτερος, βασανισμένος από ένα μόνιμο αίσθημα ανικανοποίητου παρά τη λαμπερή του καριέρα στο θέαμα, θα αποδυθεί στην εξιχνίαση της οικογενειακής του ιστορίας ακολουθώντας τα ίχνη της από το ένα άκρο της Αμερικής ώς το άλλο, ελπίζοντας πως έτσι ίσως βρει τις απαντήσεις που θα τον βοηθήσουν να ζήσει. Ένα γοητευτικό βιβλίο που συνδυάζει απόηχους του μυθιστορήματος του 19ου αιώνα με τις ιλιγγιώδεις επινοήσεις του μοντερνισμού, και τοποθετεί τον συγγραφέα του στην πρώτη γραμμή της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το περίφημο «αμερικανικό όνειρο» έχει δεχθεί πολλά πυρά εκ των έσω: πάμπολλες καλλιτεχνικές διατυπώσεις εντός της υπερατλαντικής επικράτειας, ιδίως στο σινεμά, στη λογοτεχνία και στο θέατρό της, άσκησαν δριμύτατη κριτική σε αυτό το ιδεολόγημα, που γαλβάνισε και παρέσυρε μέχρι σήμερα έναν ολόκληρο κόσμο (τον πιο πολύχρωμο και αντιφατικό επί της Γης) σε ουτοπικές επιδιώξεις.
Στο βιβλίο «Ο βασιλιάς είναι νεκρός» ο νέος, σχετικά, Αμερικανός συγγραφέας και σεναριογράφος τού Φράνσις Φορντ Κόπολα, Τζιμ Λιούις, επιχειρεί και αυτός να βυθιστεί στην τρομερή ιστορία και τις ιδεοληψίες της χώρας του, με τους δικούς του, πολύ ενδιαφέροντες, όρους. Δηλαδή, μέσα από τη διαδρομή δύο ηρώων, ενός πατέρα και του γιου του, οι οποίοι εκπροσωπώντας διαφορετικές γενιές μεταπολεμικά, συγκεντρώνουν αρχετυπικά χαρακτηριστικά ιθαγένειας. Η γραφή φροντίζει ώστε ο δεύτερος να εκφράζει ειδικότερα στοιχεία, πιο μοντερνικά, που να δημιουργούν μια περίεργη ανάφλεξη κατά την τριβή τους με τον κόσμο του πατέρα.
Το προηγούμενο πλαίσιο, η σκιαγράφηση ενός πολιτισμικού «φαντάσματος», θα λειτουργούσε άχαρα πέριξ και εντός της αφήγησης εάν αυτή η τελευταία δεν διέθετε το θέλγητρο μιας ελευθερίας που τη βοηθάει να υπερβαίνει το σχηματικό (ενίοτε και το δημαγωγικό). Η συγκεκριμένη ρευστότητα, που αναγκάζει τα νοήματα να προσληφθούν μέσα από αδιευκρίνιστες, ατμοσφαιρικές αποχρώσεις, προσφέρει στο σύνολο έναν τόνο μυστηριώδη, γεμάτο χάσματα και εκκρεμότητες.
Η ιστορία του Γουόλτερ Σέλμπι και του γιου του Φρανκ δεν εισάγεται ούτε εξελίσσεται μονογραμμικά, τουλάχιστον όσον αφορά το πρώτο μέρος. Γιατί στο δεύτερο, όταν ο Φρανκ εξερευνά το παρελθόν του, η αφήγηση είναι πιο παρατακτική, σαν να βιάζεται να φτάσει σε ένα ομαλό, απολύτως κατανοητό φινάλε. Εν πάση περιπτώσει, ο Λιούις βάζοντας ψηλά τον πήχυ ξεκινάει από ένα είδος γενεαλόγησης του πρώτου ήρωά του, του Γουόλτερ Σέλμπι, ενός μιγάδα που κρατάει μυστικό το χρώμα του, ενώ σταδιοδρομεί ως σύμβουλος του κυβερνήτη του Τενεσί την πρώτη δεκαετία μετά τον πόλεμο και δημιουργεί μία «υποδειγματική», αμερικανική οικογένεια με μια νεαρή λευκή. Ετσι, με τη βοήθεια αυτής της φορτισμένης σημειολογίας, η μοίρα του νεαρού και φιλόδοξου πολιτικού αποκτά στοιχεία συμβολικά αλλά κι επικίνδυνα για τις δραματουργικές ισορροπίες.
Ομως ο Λιούις ξέρει να αποσυμπιέζει έντεχνα, να χαμηλώνει τις εντάσεις σε πρώτο επίπεδο, αφήνοντας τις εντυπώσεις να συγκλίνουν προς ένα σκοτεινό βάθος. Τα μέσα του είναι απλά και δεν ειδοποιούν για το γόνιμο αποτέλεσμα, εάν προσπαθήσει κανείς εξαρχής να αντιμετωπίσει το κείμενο ως ένα πρωτότυπο δομικά εγχείρημα. Μπορεί η αφήγηση να ακολουθεί αρχικά μία άτακτη γραμμή πλεύσης, αλλά δεν βρίσκεται εκεί κάποιο μυστικό, που αναγκάζει τα πράγματα να εξακτινώνονται και να κατακερματίζονται. Το εύρημα είναι η γλώσσα, η ποιητική της συνείδηση, η οποία, εντάξει, δεν την απογειώνει σε κάποιο μοντερνιστικό ύψος, όμως τη στρέφει σε μία εξαΰλωση ή, καλύτερα, σε έναν ανοιχτό νοηματικό ορίζοντα, δύσκολα προσλήψιμο. Την ίδια στιγμή, εντούτοις, έχουμε να κάνουμε με παραστάσεις που νιώθουμε να δονούνται από κάτι αναπόφευκτα ισχυρό, από μία μόλις διαφαινόμενη απειλή. Αντιλαμβανόμαστε να μας αφορά αυτή η πολυσημία που προέρχεται από έναν έλεγχο της ανθρώπινης αδυναμίας, της ανικανότητας του υποκειμένου να ανοίξει και παγιώσει έναν σταθερό διάλογο με τα πράγματα.
Και να πει κανείς ότι το όλο αφηγηματικό υλικό κινείται σε μία πρωτότυπη περιοχή... Κάθε άλλο. Νομίζεις ότι παρακολουθείς παλιές φιλελεύθερες ταινίες, που κριτικάρουν έμμεσα ή ανοιχτά το σύστημα, μέσα από ιστορίες ατομικής συντριβής ή ανάλογα μυθιστορήματα, όπως του Ντράιζερ, του Οντετς ή του Σίνγκλερ. Αλλά όταν, ας πούμε, έρχεσαι αντιμέτωπος με μια γλώσσα η οποία, χωρίς να εγκαταλείπει την αφηγηματική της λογική, σε αναγκάζει να συνειδητοποιείς ότι το έδαφος είναι ολισθηρό και ότι το τοπίο είναι αιχμάλωτο αντικατοπτρισμών, τότε καταλαβαίνεις το στοίχημα του Λιούις.
Το μυθιστόρημα θα μπορούσε να εκληφθεί ως μία απλή παραβολή πάνω στο σημαδεμένο από τη σκλήρυνση και την ιδεολογική τυφλότητα αμερικανικό, πολιτικοκοινωνικό σύστημα, αφού εισάγει αυτόν τον συντελεστή άμεσα. Συμβαίνει, όμως, να σε στρέφει και σε άλλες κατευθύνσεις ο συμψηφισμός με το ψυχολογικό στοιχείο, που δεν είναι μία καθόλου αμελητέα υπόθεση. Συγκεκριμένα το τελευταίο αυτό δεδομένο λειτουργεί σε διάφορες τονικότητες, ελάσσονες και μείζονες, που δίνουν άλλη τροπή σε ένα, εκ πρώτης όψεως προγραμματικό, σχέδιο. Μπορεί, δηλαδή, κάτι φαταλιστικό, ένα είδος κοινωνικής/βιολογικής μοίρας, να δεσμεύει τους ήρωες, αλλά στα καθέκαστα η ατομικότητα έχει και αυτή το μερίδιό της, το καθόλου αμελητέο, μας λέει ο Λιούις. Θυμόμαστε την Κατάρα των Ντέιν του σπουδαίου Ντάσιελ Χάμετ, όπου η ενστικτώδης ανθρώπινη φύση έρχεται να εγκατασταθεί στο κέντρο της κοσμικής ύπαρξης των όντων και να καθορίσει τη βαθύτερη πορεία τους. Στον «Βασιλιά...», κάποιο κρυμμένο, αόρατο έλλειμμα, μία χαλαρή δέση βασικών αρθρώσεων της σκέψης και των αισθημάτων, οδηγεί τα πράγματα σε φυγόκεντρο. Το έγκλημα και ο όλεθρος συγκεράζονται με τα αντίθετά τους σε μια εύθραυστη αρμονία. Και όλα αυτά σε ένα σύστημα που έχει ως όπλο τη νεανικότητα, το σφρίγος και τον ευαγγελισμό ενός καλύτερου μέλλοντος.
Η ιδιαιτερότητα, λοιπόν, του Λιούις, που η σεναριακή του συμβολή στην ταινία «Kids» του Λάρι Κλαρκ (ενός ακραίου σκηνοθέτη όσον αφορά την κατάδειξη μιας ανεξέλεγκτα αυτοκαταστροφικής και μαζοχιστικής πορείας της σημερινής νεολαίας) μαρτυρά σε κάποιο βαθμό τις ιδέες του για το «αμερικανικό όνειρο», βρίσκεται ακριβώς στην ποιητική του ελευθερία. Στον τρόπο, επαναλαμβάνω, με τον οποίο η ιστορική σύμβαση και «αλήθεια» μεταμορφώνονται σε ένα πρόβλημα άλυτο, σαν τη συμπεριφορά π.χ. της άπιστης γυναίκας του Γουόλτερ Σέλμπι.
Ο Λιούις δουλεύει με την προσοχή του μινιατουρίστα, ενώ έχει μπροστά του ένα φρέσκο. Δίνει ζωή στη λεπτομέρεια ζωντανεύοντας παράδοξα μέσα από το μερικό το όλον, με γνώμονα τη δική του άποψη περί στρουκτούρας. Οι φυγές που υποδεικνύει αξίζουν πολλά, μιας και το υποβλητικό της Ιστορίας δεν του επιβάλλεται, ούτε, βέβαια, αποκτά κάποια αξιοπιστία χάρη στη συμβολή του. Τίποτε από αυτά δεν συμβαίνει και έτσι υποκείμενο και εξωτερικά γεγονότα συνεχίζουν την (πάντα δημιουργική στο επίπεδο της τέχνης) ετερονομία τους.
Η Ελένη Δελώτη μας βοήθησε να συλλάβουμε τα αδιόρατα και ακατανόητα κενά ανάμεσα στην τρέλα και την «εφαρμοσμένη» λογική, που μόνον ένας χαρισματικός σαν τον Τζιμ Λιούις διαθέτει την άνεση να περιγράφει.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/02/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις