0
Your Καλαθι
Άγνωστος Θεός
Όρια της ανθρώπινης γνώσης στους Προσωκρατικούς και στον Οιδίποδα Τύραννο
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
H φιλολογική έρευνα έχει διαπιστώσει από καιρό ότι αφετηρία της δράσης αρκετών δραμάτων του Σοφοκλή είναι το περιεχόμενο ενός χρησμού, τις αρνητικές συνέπειες του οποίου ο θνητός αποδέκτης προσπαθεί με όλες του τις δυνάμεις να αποφύγει, αλλά τελικά επέρχεται η προβλεπόμενη καταστροφή. Μια ομάδα τέτοιων χρησμών αφορά τη γέννηση παιδιών που απειλούν τη ζωή του συγγενικού τους περιβάλλοντος. Προτού παραθέσουμε ένα σχετικό παράδειγμα, ας μνημονεύσουμε μια παρόμοια περίπτωση με θετική έκβαση. Ο Δίας πληροφορείται ότι, αν νυμφευθεί τη Θέτιδα, θα γεννήσει ένα γιο που θα είναι ισχυρότερός του και γι' αυτό αποφεύγει την ένωση μαζί της. Ετσι η εξουσία του μένει απαρασάλευτη στον αιώνα. Διαφορετική όμως τύχη περίμενε τον Ακρίσιο, ο οποίος, όταν έμαθε από κάποιον χρησμό ότι, αν αποκτήσει εγγονό, κινδυνεύει η ζωή του, φυλάκισε την κόρη του Δανάη, ώστε να αποτρέψει το ενδεχόμενο ενός ανεπιθύμητου τοκετού. Ωστόσο, παρά τις προφυλάξεις του, η Δανάη γέννησε από τον Δία τον Περσέα. Ο Ακρίσιος τότε έδιωξε τη θυγατέρα του επιβιβάζοντάς την μαζί με το επικίνδυνο νεογνό σε μια λάρνακα. Ο εγγονός όμως επιστρέφει και σε αθλητικούς αγώνες σκοτώνει άθελά του τον παππού του (αυτή ήταν κατά πάσα πιθανότητα η υπόθεση του χαμένου σήμερα δράματος του Σοφοκλή Λαρισαίοι).
Ο αναπότρεπτος μηχανισμός
Στην ιστορία αυτή συναντούμε την παραλλαγή ενός γνωστού στην παραμυθική έρευνα μοτίβου, του μοτίβου της έκθεσης ενός παιδιού, η ζωή του οποίου μπορούσε να αποβεί μοιραία όχι μόνο για τα μέλη μιας οικογένειας αλλά και για ολόκληρη την κοινότητα. Τέτοια ήταν η περίπτωση του Πάρη / Αλεξάνδρου (πρβλ. το χαμένο δράμα της τρωικής τριλογίας του Ευριπίδη Αλέξανδρος), ο οποίος, μετά την έκθεσή του, επιζεί παρά προσδοκίαν και προκαλεί τον πολύνεκρο τρωικό πόλεμο.
Στα προηγούμενα παραδείγματα, μετά τη γνωστοποίηση της υπερφυσικής προειδοποίησης, τίθεται σε κίνηση ένας αναπότρεπτος μηχανισμός που για λόγους ανεξήγητους από την ανθρώπινη λογική προξενεί θύματα, τα οποία, μολονότι αθώα, πρέπει να πληρώσουν με αβάσταχτα βάσανα. Στον κύκλο αυτών των ιστοριών (στις οποίες θα προσθέταμε και τη νουβέλα του Αδράστου στον Ηρόδοτο) εντάσσεται και ο περίφημος μύθος του Οιδίποδα, όπως τον δραματοποίησε ο Σοφοκλής στον Οιδίποδα Τύραννο. H ανυπακοή του Λαΐου στον χρησμό, που απαγόρευε την απόκτηση παιδιού και σε αντίθετη περίπτωση προέβλεπε τον φόνο του πατέρα από το χέρι του γιου και τον γάμο του πατροκτόνου με τη μητέρα του, καταλήγει στα προεξαγγελθέντα αποτελέσματα. Οπως επισημαίνει ορθά ο συγγραφέας στην ερμηνεία του δράματος που προτείνει στο δεύτερο μέρος του βιβλίου του, η εφαρμογή εκ μέρους του Οιδίποδα και της Ιοκάστης ορθολογικών κριτηρίων για να υπονομευθεί η αξιοπιστία του χρησμού οδηγεί τελικά στην καταστροφή.
Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι το ορθολογικό οικοδόμημα που κατασκευάζουν τα δύο πρόσωπα βασίζεται σε σαθρά θεμέλια, αφού η βασίλισσα φαίνεται να εκκινεί από την ανερμάτιστη βεβαιότητα ότι το βρέφος που δόθηκε για έκθεση είναι νεκρό, ενώ ο Οιδίπους υπολογίζει εσφαλμένα ότι πραγματικοί γονείς του είναι το βασιλικό ζεύγος της Κορίνθου. Σύμφωνα όμως με το θεϊκό σχέδιο, θα σκοτώσει τον άγνωστό του Λάιο, θα λύσει το αίνιγμα της Σφίγγας και θα νυμφευθεί τη χήρα βασίλισσα και μητέρα του (εδώ υπόκειται η παραλλαγή ενός άλλου παραμυθικού μοτίβου, του μοτίβου της υπερνίκησης ανυπέρβλητων δυσκολιών από ένα παλικάρι που ανταμείβεται παίρνοντας ως σύζυγό του τη βασιλοπούλα).
Θεϊκή γνώση και ανθρώπινη σύλληψη της πραγματικότητας είναι εν τέλει μεγέθη ασύμμετρα και δημιουργούν άκρως ειρωνικές καταστάσεις, καθώς η πρώτη είναι καθολική, ενώ η δεύτερη περιορισμένη και περιοριστική. Το χάσμα που τις χωρίζει είναι αγεφύρωτο και ο θνητός βρίσκεται πάντοτε σε μειονεκτική θέση έναντι του θεού. Ο Σοφοκλής αναγνωρίζει την ύπαρξη του θείου, οι βουλές του οποίου παραμένουν ανεξιχνίαστες και απρόσιτες στα ανθρώπινα γνωστικά μέσα, και έτσι γίνεται, θα λέγαμε, απολογητής μιας αποφατικής θεολογίας. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει ο συγγραφέας στο πρώτο γενικό μέρος του βιβλίου, όπου εξετάζονται με κάθε δυνατή οικονομία τα δεδομένα του έπους, της αρχαϊκής λυρικής ποίησης και της προσωκρατικής φιλοσοφίας, ενώ προσφέρεται και μια μακροσκοπική θεώρηση του σοφόκλειου έργου στο σύνολό του.
Το κλέος των περασμένων
Σε όλα αυτά τα γραμματειακά είδη εντοπίζεται το χάσμα μεταξύ ανθρώπινης και θεϊκής γνώσης, μολονότι οι Προσωκρατικοί φαίνεται να είναι περισσότερο αισιόδοξοι καθώς πρεσβεύουν ότι, παρά την υφιστάμενη διαφορά, ο άνθρωπος ανακαλύπτει σταδιακά την αληθινή γνώση. Αν θέλαμε, υποστηρίζει ο συγγραφέας, να αποκαταστήσουμε μια αναλογία με το γλωσσολογικό μοντέλο του Σοσύρ, τότε ο θεός είναι ο κάτοχος της καθολικής γλώσσας και ο άνθρωπος ο χρήστης της μερικής ομιλίας. Δύο σημεία θα απαιτούσαν, κατά τη γνώμη μου, αναλυτικότερη συζήτηση: α) H διάκριση μεταξύ ποσοτικής και ποιοτικής διαφοράς των δύο ειδών γνώσης δεν είναι διόλου επιβεβλημένη. Οταν στην Ιλιάδα (λ.χ., B 484 κ.ε.) ο ποιητής απευθυνόμενος στις Μούσες τις πιστώνει με τη γνώση των πάντων, ασφαλώς προέχει η ποσοτική παράμετρος. Οταν όμως αμέσως πιο κάτω αναφέρει ότι οι θνητοί γνωρίζουν μόνο τη φήμη των περασμένων (κλέος), δηλαδή διαθέτουν διαμεσολαβημένη γνώση διηθημένη μέσω ποικίλων φίλτρων, τότε σαφώς εμπλέκεται και ο ποιοτικός παράγοντας. Το μοντέλο του Σοσύρ υποδεικνύει ακριβώς αυτή την αξεδιάλυτη συμπλοκή ποσότητας και ποιότητας. β) Οταν εξάλλου γίνεται λόγος για γνώση στον Ομηρο και στους Προσωκρατικούς, επιβάλλεται, πιστεύω, μια διάκριση ανάμεσα στις χρονικές βαθμίδες. Ο Ομηρος χρειάζεται τη συνδρομή των Μουσών προκειμένου να μιλήσει για γεγονότα του απώτερου παρελθόντος. Αντίθετα, μερικοί Προσωκρατικοί αναφέρονται στη γνώση που προσκτάται μέσω των αισθητηριακών οργάνων, άρα στη γνώση της σύγχρονης αντικειμενικής πραγματικότητας, και εδώ ακριβώς έγκειται η ουσιώδης διαφορά. Τέλος, μια γλωσσική επισήμανση: η εξαιρετικά συχνή χρήση της λέξης «ανεπίγνωστος» προκειμένου να αποδοθεί το ανεξιχνίαστο των βουλών του θεού είναι ανακριβής. Ισως πιο ενδεδειγμένο είναι το επίθετο «αδιάγνωστος».
Συνοψίζω: Το καλαίσθητο, καλοτυπωμένο (έτσι άλλωστε μας έχει συνηθίσει ο Αιμίλιος Καλιακάτσος) και καλογραμμένο βιβλίο του κ. Λιαπή κινείται με αξιοθαύμαστη άνεση στην ελληνική γραμματεία από τον Ομηρο ως τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό και αποτελεί μια πρωτότυπη συμβολή στον τομέα της ιστορίας των ιδεών κατά την αρχαιότητα. Πλούσιο σε αξιανάγνωστες, λεπταίσθητες και άριστα τεκμηριωμένες από βιβλιογραφική άποψη παρατηρήσεις, προσκαλεί τον αναγνώστη σε διάλογο, και εδώ έγκειται, κατά τη γνώμη μου, το μεγαλύτερό του πλεονέκτημα.
Δανιήλ I. Ιακώβ (καθηγητής Φιλολογίας)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 08-06-2003
H φιλολογική έρευνα έχει διαπιστώσει από καιρό ότι αφετηρία της δράσης αρκετών δραμάτων του Σοφοκλή είναι το περιεχόμενο ενός χρησμού, τις αρνητικές συνέπειες του οποίου ο θνητός αποδέκτης προσπαθεί με όλες του τις δυνάμεις να αποφύγει, αλλά τελικά επέρχεται η προβλεπόμενη καταστροφή. Μια ομάδα τέτοιων χρησμών αφορά τη γέννηση παιδιών που απειλούν τη ζωή του συγγενικού τους περιβάλλοντος. Προτού παραθέσουμε ένα σχετικό παράδειγμα, ας μνημονεύσουμε μια παρόμοια περίπτωση με θετική έκβαση. Ο Δίας πληροφορείται ότι, αν νυμφευθεί τη Θέτιδα, θα γεννήσει ένα γιο που θα είναι ισχυρότερός του και γι' αυτό αποφεύγει την ένωση μαζί της. Ετσι η εξουσία του μένει απαρασάλευτη στον αιώνα. Διαφορετική όμως τύχη περίμενε τον Ακρίσιο, ο οποίος, όταν έμαθε από κάποιον χρησμό ότι, αν αποκτήσει εγγονό, κινδυνεύει η ζωή του, φυλάκισε την κόρη του Δανάη, ώστε να αποτρέψει το ενδεχόμενο ενός ανεπιθύμητου τοκετού. Ωστόσο, παρά τις προφυλάξεις του, η Δανάη γέννησε από τον Δία τον Περσέα. Ο Ακρίσιος τότε έδιωξε τη θυγατέρα του επιβιβάζοντάς την μαζί με το επικίνδυνο νεογνό σε μια λάρνακα. Ο εγγονός όμως επιστρέφει και σε αθλητικούς αγώνες σκοτώνει άθελά του τον παππού του (αυτή ήταν κατά πάσα πιθανότητα η υπόθεση του χαμένου σήμερα δράματος του Σοφοκλή Λαρισαίοι).
Ο αναπότρεπτος μηχανισμός
Στην ιστορία αυτή συναντούμε την παραλλαγή ενός γνωστού στην παραμυθική έρευνα μοτίβου, του μοτίβου της έκθεσης ενός παιδιού, η ζωή του οποίου μπορούσε να αποβεί μοιραία όχι μόνο για τα μέλη μιας οικογένειας αλλά και για ολόκληρη την κοινότητα. Τέτοια ήταν η περίπτωση του Πάρη / Αλεξάνδρου (πρβλ. το χαμένο δράμα της τρωικής τριλογίας του Ευριπίδη Αλέξανδρος), ο οποίος, μετά την έκθεσή του, επιζεί παρά προσδοκίαν και προκαλεί τον πολύνεκρο τρωικό πόλεμο.
Στα προηγούμενα παραδείγματα, μετά τη γνωστοποίηση της υπερφυσικής προειδοποίησης, τίθεται σε κίνηση ένας αναπότρεπτος μηχανισμός που για λόγους ανεξήγητους από την ανθρώπινη λογική προξενεί θύματα, τα οποία, μολονότι αθώα, πρέπει να πληρώσουν με αβάσταχτα βάσανα. Στον κύκλο αυτών των ιστοριών (στις οποίες θα προσθέταμε και τη νουβέλα του Αδράστου στον Ηρόδοτο) εντάσσεται και ο περίφημος μύθος του Οιδίποδα, όπως τον δραματοποίησε ο Σοφοκλής στον Οιδίποδα Τύραννο. H ανυπακοή του Λαΐου στον χρησμό, που απαγόρευε την απόκτηση παιδιού και σε αντίθετη περίπτωση προέβλεπε τον φόνο του πατέρα από το χέρι του γιου και τον γάμο του πατροκτόνου με τη μητέρα του, καταλήγει στα προεξαγγελθέντα αποτελέσματα. Οπως επισημαίνει ορθά ο συγγραφέας στην ερμηνεία του δράματος που προτείνει στο δεύτερο μέρος του βιβλίου του, η εφαρμογή εκ μέρους του Οιδίποδα και της Ιοκάστης ορθολογικών κριτηρίων για να υπονομευθεί η αξιοπιστία του χρησμού οδηγεί τελικά στην καταστροφή.
Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι το ορθολογικό οικοδόμημα που κατασκευάζουν τα δύο πρόσωπα βασίζεται σε σαθρά θεμέλια, αφού η βασίλισσα φαίνεται να εκκινεί από την ανερμάτιστη βεβαιότητα ότι το βρέφος που δόθηκε για έκθεση είναι νεκρό, ενώ ο Οιδίπους υπολογίζει εσφαλμένα ότι πραγματικοί γονείς του είναι το βασιλικό ζεύγος της Κορίνθου. Σύμφωνα όμως με το θεϊκό σχέδιο, θα σκοτώσει τον άγνωστό του Λάιο, θα λύσει το αίνιγμα της Σφίγγας και θα νυμφευθεί τη χήρα βασίλισσα και μητέρα του (εδώ υπόκειται η παραλλαγή ενός άλλου παραμυθικού μοτίβου, του μοτίβου της υπερνίκησης ανυπέρβλητων δυσκολιών από ένα παλικάρι που ανταμείβεται παίρνοντας ως σύζυγό του τη βασιλοπούλα).
Θεϊκή γνώση και ανθρώπινη σύλληψη της πραγματικότητας είναι εν τέλει μεγέθη ασύμμετρα και δημιουργούν άκρως ειρωνικές καταστάσεις, καθώς η πρώτη είναι καθολική, ενώ η δεύτερη περιορισμένη και περιοριστική. Το χάσμα που τις χωρίζει είναι αγεφύρωτο και ο θνητός βρίσκεται πάντοτε σε μειονεκτική θέση έναντι του θεού. Ο Σοφοκλής αναγνωρίζει την ύπαρξη του θείου, οι βουλές του οποίου παραμένουν ανεξιχνίαστες και απρόσιτες στα ανθρώπινα γνωστικά μέσα, και έτσι γίνεται, θα λέγαμε, απολογητής μιας αποφατικής θεολογίας. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει ο συγγραφέας στο πρώτο γενικό μέρος του βιβλίου, όπου εξετάζονται με κάθε δυνατή οικονομία τα δεδομένα του έπους, της αρχαϊκής λυρικής ποίησης και της προσωκρατικής φιλοσοφίας, ενώ προσφέρεται και μια μακροσκοπική θεώρηση του σοφόκλειου έργου στο σύνολό του.
Το κλέος των περασμένων
Σε όλα αυτά τα γραμματειακά είδη εντοπίζεται το χάσμα μεταξύ ανθρώπινης και θεϊκής γνώσης, μολονότι οι Προσωκρατικοί φαίνεται να είναι περισσότερο αισιόδοξοι καθώς πρεσβεύουν ότι, παρά την υφιστάμενη διαφορά, ο άνθρωπος ανακαλύπτει σταδιακά την αληθινή γνώση. Αν θέλαμε, υποστηρίζει ο συγγραφέας, να αποκαταστήσουμε μια αναλογία με το γλωσσολογικό μοντέλο του Σοσύρ, τότε ο θεός είναι ο κάτοχος της καθολικής γλώσσας και ο άνθρωπος ο χρήστης της μερικής ομιλίας. Δύο σημεία θα απαιτούσαν, κατά τη γνώμη μου, αναλυτικότερη συζήτηση: α) H διάκριση μεταξύ ποσοτικής και ποιοτικής διαφοράς των δύο ειδών γνώσης δεν είναι διόλου επιβεβλημένη. Οταν στην Ιλιάδα (λ.χ., B 484 κ.ε.) ο ποιητής απευθυνόμενος στις Μούσες τις πιστώνει με τη γνώση των πάντων, ασφαλώς προέχει η ποσοτική παράμετρος. Οταν όμως αμέσως πιο κάτω αναφέρει ότι οι θνητοί γνωρίζουν μόνο τη φήμη των περασμένων (κλέος), δηλαδή διαθέτουν διαμεσολαβημένη γνώση διηθημένη μέσω ποικίλων φίλτρων, τότε σαφώς εμπλέκεται και ο ποιοτικός παράγοντας. Το μοντέλο του Σοσύρ υποδεικνύει ακριβώς αυτή την αξεδιάλυτη συμπλοκή ποσότητας και ποιότητας. β) Οταν εξάλλου γίνεται λόγος για γνώση στον Ομηρο και στους Προσωκρατικούς, επιβάλλεται, πιστεύω, μια διάκριση ανάμεσα στις χρονικές βαθμίδες. Ο Ομηρος χρειάζεται τη συνδρομή των Μουσών προκειμένου να μιλήσει για γεγονότα του απώτερου παρελθόντος. Αντίθετα, μερικοί Προσωκρατικοί αναφέρονται στη γνώση που προσκτάται μέσω των αισθητηριακών οργάνων, άρα στη γνώση της σύγχρονης αντικειμενικής πραγματικότητας, και εδώ ακριβώς έγκειται η ουσιώδης διαφορά. Τέλος, μια γλωσσική επισήμανση: η εξαιρετικά συχνή χρήση της λέξης «ανεπίγνωστος» προκειμένου να αποδοθεί το ανεξιχνίαστο των βουλών του θεού είναι ανακριβής. Ισως πιο ενδεδειγμένο είναι το επίθετο «αδιάγνωστος».
Συνοψίζω: Το καλαίσθητο, καλοτυπωμένο (έτσι άλλωστε μας έχει συνηθίσει ο Αιμίλιος Καλιακάτσος) και καλογραμμένο βιβλίο του κ. Λιαπή κινείται με αξιοθαύμαστη άνεση στην ελληνική γραμματεία από τον Ομηρο ως τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό και αποτελεί μια πρωτότυπη συμβολή στον τομέα της ιστορίας των ιδεών κατά την αρχαιότητα. Πλούσιο σε αξιανάγνωστες, λεπταίσθητες και άριστα τεκμηριωμένες από βιβλιογραφική άποψη παρατηρήσεις, προσκαλεί τον αναγνώστη σε διάλογο, και εδώ έγκειται, κατά τη γνώμη μου, το μεγαλύτερό του πλεονέκτημα.
Δανιήλ I. Ιακώβ (καθηγητής Φιλολογίας)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 08-06-2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις