0
Your Καλαθι
Εργοστάσιο εφιαλτών
Η πιο πολυβραβευμένη συλλογή διηγημάτων στην ιστορία της λογοτεχνίας του φανταστικού- Εξαντλημένο
Περιγραφή
Μια συλλογή από αλλόκοτες ψυχολογικές ιστορίες, οι οποίες αμφισβητούν το κύρος της φαινομενολογικής πραγματικότητας και τις βεβαιότητες του σύγχρονου κόσμου, γεγονός που δημιουργεί μια διαρκή αμηχανία στον αναγνώστη.
"Η πιο πολυβραβευμένη συλλογή διηγημάτων στην ιστορία της λογοτεχνίας του φανταστικού"
* Βραβείο Bram Stoker
Καλύτερη συλλογή διηγημάτων 1996
* Βραβείο Bram Stoker
Καλύτερη νουβέλα 1996 για τον "Κόκκινο Πύργο"
* Βρετανικό Βραβείο Λογοτεχνίας του Φανταστικού
Καλύτερη συλλογή διηγημάτων 1997
* Φιναλίστ του Παγκόσμιου Βραβείου Λογοτεχνίας του Φανταστικού
Καλύτερη συλλογή διηγημάτων 1997
"Δε θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που απόλαυσα τόσο πολύ μια συλλογή διηγημάτων τρόμου"
Ramsy Campbell
"Βάλτε αυτό το βιβλίο στο ράφι, δίπλα στον H. P. Lovecraft και τον Edgar Alan Poe, εκεί όπου ανήκει [...] Ο Ligotti είναι ο καλύτερος νέος Αμερικάνος συγγραφέας της λογοτεχνίας του παράξενου, που έχει εμφανιστεί εδώ και χρόνια"
The Washington Post
"Ο Ligotti επικαλείται τους εφιάλτες με την μαεστρία του H. P. Lovecraft. Η ονειρική ατμόσφαιρα - των σκοτεινών έρημων δρόμων και των καθημερινών αντικειμένων που μυστηριωδώς αποκτούν μια καβαλιστική οντότητα - περικλείει τον αναγνώστη για πολλή ώρα αφότου αυτός έχει κλείσει το βιβλίο"
The Times
"Οι ιστορίες του Thomas Ligotti χώνονται βαθιά στον ονειροπόλο νου του κάθε αναγνώστη και ξετρυπώνουν τους πιο προσωπικούς του εφιάλτες"
Poppy Z. Brite
Απόσπασμα απο την συλλογή "Εργοστάσιο Εφιαλτών" του Tomas Ligotti
(το διήγημα είναι ευγενική προσφορά των Eκδόσεων Οξύ)
Προτού φύγει από το δωμάτιό του, ο Λούσιαν Ντρέγκλερ κατέγραψε μερικές σκόρπιες σκέψεις στο σημειωματάριό του.
Το δυσοίωνο, το τρομερό ποτέ δεν εξαπατούν: μας αφήνουν πάντα σε μια κατάσταση φώτισης, Και μονάχα αυτή η συνθήκη τρομακτικής ενόρασης μας επιτρέπει την πλήρη κατανόηση του κόσμου, των πάντων, όπως η πεισιθάνατη μελαγχολία μας εξασφαλίζει την πλήρη κυριαρxία του εαυτού μας.
Από τον τρόμο μπορούμε να κρυφτούμε μονάχα στην καρδιά του τρόμου.
Θα μπορούσα να είμαι τόσο μοναδικός ανάμεσα σε όσους ονειρεύονται, που να έχω ερωτοτροπήσει εγώ με τη Μέδουσα -την πρώτη και αρχαιότερη σύντροφό μου- όταν κανένας άλλος δεν το κατόρθωσε; θα την κατάφερνα άραγε να ανταποκριθεί με τούτες τις γλυκές κουβέντες;
Ανακουφισμένος, που είχε αυτές τις αποσπασματικές σκέψεις καταχωρημένες με ασφάλεια πια σε μια σελίδα κι όχι σε κάποιο επισφαλές νοητικό σημειωματάριο όπου κινδύνευαν να μουντζουρωθούν ή και να σβηστούν ολότελα, ο Ντρέγκλερ φόρεσε ένα παλιό πανωφόρι, κλείδωσε την πόρτα του δωματίου του και κατέβηκε τις σκάλες στο πίσω μέρος της πολυκατοικίας του. Μια τεθλασμένη γραμμή από δρόμους και στενοσόκακα ήταν η συνήθης διαδρομή του μέχρι κάποιο συγκεκριμένο μέρος που επισκεπτόταν κάπου κάπου, αν και τώρα προτίμησε να παρεκκλίνει σε κάμποσα σημεία από την πορεία του γιατί είχε χρόνο για χάσιμο. θα συναντούσε ένα γνωστό του που είχε αρκετό καιρό να τον δει.
Το μέρος ήταν πολύ σκοτεινό, αν κι όχι περισσότερο από τις περασμένες φορές, και πολύ πιο συνωστισμένο απ όσο του πρωτοφάνηκε του Ντρέγκλερ. Στάθηκε στην είσοδο βγάζοντας με αργές, αφηρημένες κινήσεις τα γάντια του όση ώρα τα μάτια του πάσχιζαν να συνηθίσουν στους αχνούς φωτεινούς δακτυλίους των φωτιστικών που το μέταλλό τους είχε μαυρίσει και ήταν τόσο αραιά τοποθετημένα κατά μήκος των τοίχων ώστε το φως του καθενός μόλις και άγγιζε και ενίσχυε το φως των γειτονικών του. Σταδιακά η σκοτεινιά υποχώρησε, αποκαλύπτοντας τα σχήματα μέσα της: ένα αστραφτερό μέτωπο κι από κάτω του η λάμψη γυαλιών με συρμάτινο σκελετό, δάχτυλα χαλαρά ακουμπισμένα σε ένα τραπέζι που φορούσαν δαχτυλίδια και κρατούσαν τσιγάρο, παπούτσια από αστραφτερό δέρμα που ακούμπησαν ελαφρά τον Ντρέγκλερ καθώς περνούσε μπροστά τους διασχίζοντας προσεχτικά την αίθουσα. Στο πίσω μέρος μια ελικοειδής σκάλα οδηγούσε σ ένα ψηλότερο επίπεδο το οποίο περισσότερο έμοιαζε με πρόσθετο πατάρι, με μικρό μπαλκόνι που προστέθηκε μετά, παρά με καθαυτό μέρος του καταστήματος. Αυτό το επίπεδο είχε στο χείλος του ένα κιγκλίδωμα κατασκευασμένο από το ίδιο υλικό με της σκάλας που έμοιαζε κάπως με σύρμα κι έδειχνε εύθραυστο δίνοντας σ όλη την κατασκευή την όψη αυτοσχέδιας σκαλωσιάς. Ο Ντρέγκλερ ανέβηκε αργά τις σκάλες.
«Καλησπέρα, Τζόζεφ», είπε ο Ντρέγκλερ στον άντρα που καθόταν στο τραπέζι πλάι στο ασυνήθιστα ψηλό και στενό παράθυρο. Ο Τζόζεφ Γκλιρ κάρφωσε για μια στιγμή το βλέμμα του στο παλιό ζευγάρι γάντια που είχε ρίξει ο Ντρέγκλερ στο τραπέζι.
«Φοράς τα ίδια γάντια ακόμη», είπε αντί χαιρετισμού και μετά σήκωσε τα μάτια και αναφώνησε χαμογελώντας: «Και το ίδιο πανωφόρι!»
Ο Γκλιρ σηκώθηκε και οι δυο άντρες έδωσαν τα χέρια. Ύστερα κάθισαν και ο Γκλιρ, δείχνοντας το άδειο ποτήρι ανάμεσά τους στο τραπέζι, ρώτησε τον Ντρέγκλερ αν έπινε ακόμα μπράντι. Ο Ντρέγκλερ έγνεψε και ο Γκλιρ είπε: «Έρχεται» και μετά έσκυψε λιγάκι πάνω από το κιγκλίδωμα κι έκανε με δυο δάχτυλα νόημα σε κάποιον στις σκιές κάτω.
«Η συνάντησή μας είναι απλώς για να θυμηθούμε τα παλιά, Τζόζεφ;» ρώτησε ο Ντρέγκλερ με βγαλμένο πλέον το πανωφόρι του.
«Εν μέρει. Περίμενε να 'ρθουν πρώτα τα ποτά μας για να με συγχαρείς κανονικά».
Ο Ντρέγκλερ έγνεψε πάλι, χωρίς να δείξει πως του είχε κεντριστεί η περιέργεια. Πρώην συνάδελφός του από την εποχή που ο Ντρέγκλερ δίδασκε ακόμη, ο Γκλιρ χαρακτηριζόταν ανέκαθεν από έναν εθισμό στις λεπτομέρειες του τελετουργικού, του πρωτοκόλλου και γενικά οποιουδήποτε προκαθορισμένου πράγματος και από μια έφεση στις μικροπλεκτάνες, ακαδημαϊκές ή μη. Για παράδειγμα, στις συζητήσεις -άσχετα αν το θέμα ήταν η φιλοσοφία ή οι παλιές ταινίες- ο Γκλιρ το απολάμβανε ολοφάνερα να αποκαλύπτει, συνήθως αφού πρώτα διαφωνούσε για ώρα, πως είχε δόλια επιλέξει να υποστηρίξει μια σχολή σκέψης ηθελημένα παράλογη. Έχοντας εξομολογηθεί τη διαστροφή του, συνέδραμε στη συνέχεια, κάποιες φορές ξεπερνούσε κιόλας, τον αντίπαλό του στην καταβαράθρωση των υπολειμμάτων της παλιάς του θέσης προς μεγάλη δόξα, υποτίθεται, των απανταχού αμερόληπτων πνευμάτων. Όμως ο Ντρέγκλερ καταλάβαινε πολύ καλά πότε πήγαινε να σκαρώσει κάτι ο Γκλιρ. Και, αν και δεν ήταν πάντα τόσο εύκολο να τα βγάλεις πέρα έτσι κι έπεφτες στα χέρια του Γκλιρ, αυτή η κρυφή γνώση των μεθόδων του ήταν για τον Ντρέγκλερ η μόνη απόλαυση σ αυτές τις πνευματικές μονομαχίες, γιατί...
Τίποτε που να χρειάζεται τα επιχειρήματά σου δεν αξίζει να το υποστηρίξεις, όπως τίποτε που να επιζητά την πίστη σου δεν αξίζει να το πιστέψεις. Το πραγματικό και το πλασματικό στοργικά συμβιώνουν στον τρόμο μας, τη μόνη «σφαίρα» που έχει σημασία.
Ίσως τότε η κρυψίνοια, στην περίπτωση του Γκλιρ λανθάνουσα και στου Ντρέγκλερ απόλυτη, να ήταν η βάση της σχέσης των δυο αντρών.
Νάτος λοιπόν τώρα ο Γκλιρ, να κρατά τον Ντρέγκλερ σε, ας πούμε, αγωνία. Τα μάτια του δεύτερου ήταν στραμμένα στο ψηλό, στενό παράθυρο που πίσω του τα γυμνά ψηλότερα κλαριά μιας φτελιάς σάλευαν με φασματικές κινήσεις στο φως των προβολέων που ήταν στερεωμένοι στον εξωτερικό τοίχο. Ανά διαστήματα όμως, έριχνε μια ματιά στον Γκλιρ που τα μωρουδίστικα χαρακτηριστικά του παρέμεναν θαυμαστά αναλλοίωτα: χείλη ερωτιδέα, και με σχήμα τόξου ερωτιδέα, πλαδαρά μάγουλα, μικροσκοπικά γκρίζα μάτια που τώρα ήταν σχεδόν
ολότελα θαμμένα μες στη σάρκα ενός προσώπου που το τσίτωναν και το παραμόρφωναν συχνά ξεσπάσματα γέλιου.
Τώρα πάνω από το τραπέζι τους στεκόταν μια γυναίκα που κρατούσε ένα δίσκο επενδυμένο με φελλό, με δυο ποτήρια επάνω. Καθώς ο Γκλιρ πλήρωνε τα ποτά, ο Ντρέγκλερ ύψωσε τεμπέλικα το δικό του σε πρόποση. Η γυναίκα που είχε φέρει τα ποτά κοίταξε για μια στιγμή ανέκφραστα τον προπίνοντα Ντρέγκλερ. Ύστερα έφυγε, και ο Ντρέγκλερ, προσποιούμενος τον ανήξερο, είπε: «Στο σπουδαίο πρόσφατο ή επικείμενο γεγονός στη ζωή σου, όποιο κι αν ήταν ή θα είναι».
«Σ' ευχαριστώ, Λούσιαν, κι ελπίζω αυτή η φορά να είναι και η τελευταία».
«Ποια είναι, η πέμπτη;»
«Σε παρακαλώ, τέταρτη όλη κι όλη.
«Μα φυσικά, η μνήμη μου είναι εξίσου χάλια με την παρατηρητικότητά μου. Κοίταζα για κάτι που να αστράφτει στο δάχτυλό σου, ενώ θα' πρεπε να είχα προσέξει τη λάμψη στα μάτια σου. Όμως, πώς και δε φοράς βέρα;»
Ο Γκλιρ έβαλε το χέρι του μέσ' από τον ανοιχτό γιακά του πουκαμίσου του και τράβηξε μια λεπτοκαμωμένη αλυσίδα που στη άκρη της κρεμόταν ένα μικροσκοπικό ροδόχρωμο διαμάντι με απλό ασημένιο δέσιμο.
«Νεωτερισμοί», είπε ουδέτερα, ξαναβάζοντας μέσα την αλυσίδα με την πέτρα. «Οι μοντέρνοι τούς έχουν ανάγκη φαντάζομαι, όμως ο γάμος δεν παύει να είναι γάμος.
«Ας πιούμε στο Μεσαίωνα, λοιπόν», είπε ο Ντρέγκλερ με ξεδιάντροπη ανία στη φωνή του.
«Και τους μεσήλικες», συμπλήρωσε ο Γκλιρ.
Οι άντρες απέμειναν για λίγο σιωπηλοί. Τα μάτια του Ντρέγκλερ πήγαν γι ακόμα μια φορά πέρα-δώθε σ' εκείνο το βυθισμένο στις σκιές πατάρι όπου λιγοστά τραπέζια μοιράζονταν το φως μιας μοναδικής λάμπας. Το μεγαλύτερο μέρος από τη θαμπή της ακτινοβολία έπεφτε στον τοίχο φανερώνοντας τους ομόκεντρους κύκλους της ροζιασμένης επιφάνειας του ξύλου. Κατεβάζοντας ήρεμα μια μικρή γουλιά από το ποτό του, ο Ντρέγκλερ περίμενε.
«Λούσιαν», είπε τελικά ο Γκλιρ με φωνή τόσο σιγανή που μόλις και ακουγόταν. «Σ' ακούω», τον διαβεβαίωσε ο Ντρέγκλερ.
«Δε σε φώναξα εδώ για να γιορτάσουμε απλώς το γάμο μου. Πάει κοντά ένας χρόνος που παντρεύτηκα, ξέρεις. Εσένα, βέβαια, σου κάνει το ίδιο.
Ο Ντρέγκλερ δε μίλησε, ενθαρρύνοντας τον Γκλιρ με τη δική του σιωπή.
«Από τότε», συνέχισε ο Γκλιρ, «εγώ και η γυναίκα μου έχουμε πάρει άδεια από το πανεπιστήμιο και ταξιδεύουμε, κυρίως στη Μεσόγειο. Έχουμε λίγες μέρες μόλις που γυρίσαμε. Θες ακόμα ένα ποτό; Βλέπω τέλειωσες το πρώτο στο άψε-σβήσε».
«Όχι, ευχαριστώ. Συνέχισε σε παρακαλώ», είπε όλο ευγένεια ο Ντρέγκλερ.
Ύστερα από μια ρουφηξιά ακόμα μπράντι, ο Γκλιρ συνέχισε. «Λούσιαν, δεν κατάλαβα ποτέ τη σαγήνη που ασκεί πάνω σου αυτό που αποκαλείς Μέδουσα. Και, αν και ποτέ δε στο είπα, ούτε είμαι βέβαιος πως με νοιάζει να καταλάβω. Όμως, χωρίς να το έχω επιδιώξει, και στο τονίζω αυτό, πιστεύω πως μπορώ να σε βοηθήσω στην, ας πούμε, αναζήτησή σου. Σ' ενδιαφέρει ακόμα αυτό το ζήτημα, έτσι δεν είναι;»
«Ναι, αλλά παραείμαι φτωχός για να κάνω ταξιδάκια στην Πελοπόννησο, όπως εσύ και η γυναίκα σου. Αυτό δεν είχες κατά νου;» «Καθόλου. Δε χρειάζεται να βγεις καν από την πόλη, που είναι και το παράδοξο αυτής της υπόθεσης, η ομορφιά της. Ο τρόπος που έμαθα ό,τι έμαθα παραείναι περίπλοκος. Μισό λεπτό. Να, πάρε αυτό».
Ο Γκλιρ εμφάνισε τώρα ένα αντικείμενο που είχε καταχωνιασμένο προηγουμένως κάπου στο σκοτάδι και το ακούμπησε στο τραπέζι. Ο Ντρέγκλερ περιεργάστηκε το βιβλίο. Ήταν δεμένο με ύφασμα στο χρώμα της σκουριάς και τα χρυσά γράμματα στη ράχη του είχαν ξεφλουδίσει. Απ' όσο μπορούσε να καταλάβει ο Ντρέγκλερ από τα απομεινάρια των γραμμάτων, ο τίτλος του βιβλίου έμοιαζε να είναι Ηλεκτροδυναμική για Αρχαρίους.
«Τι είναι αυτό;» ρώτησε τον Γκλιρ.
«Είναι κάτι σαν διαβατήριο, που το ίδιο δεν έχει καμιά αξία. θα σου φανεί γελοίο -το ξέρω!- όμως αυτό που έχεις να κάνεις είναι να πας το βιβλίο σ' αυτό το βιβλιοπωλείο», είπε ο Γκλιρ ακουμπώντας μια επαγγελματική κάρτα πάνω στο εξώφυλλο του βιβλίου, «και να ρωτήσεις τον ιδιοκτήτη τι σου δίνει γι' αυτό. Ξέρω πως πηγαίνεις διαρκώς σ' αυτού του είδους τα βιβλιοπωλεία. Το συγκεκριμένο το ξέρεις;»
«Το χω ακουστά», απάντησε ο Ντρέγκλερ.
Το εν λόγω βιβλιοπωλείο, όπως έλεγε η επαγγελματική κάρτα, ήταν το: Αδερφοί Μπέντζαμιν: Έμποροι Σπανίων και Παλαιών Βιβλίων. Αγορές Συλλογών από Βιβλιοθήκες και Ιδιώτες. Πολυάριθμοι Τίτλοι για Απόκρυφες Επιστήμες και Εμφύλιο Πόλεμο. Χωρίς Ραντεβού. Μέλη της Εταιρείας Βιβλιοπωλών Φιλοσοφικών Βιβλίων του Μανχάταν. Ιδρυτές-Ιδιοκτήτες: Αδερφοί Μπέντζαμιν.
«Aκουσα πως ο ιδιοκτήτης αυτού του βιβλιοπωλείου σε ξέρει από τα γραπτά σου», είπε ο Γκλιρ, προσθέτοντας στο ίδιο ύφος, διφορούμενα: «Σε θεωρεί αληθινό λόγιο».
Ο Ντρέγκλερ κάρφωσε τα μάτια του στον Γκλιρ, με τα μακριά του δάχτυλα να παίζουν αφηρημένα με τη μικρή κάρτα. «Θες να πεις πως η Μέδουσα είναι, υποτίθεται, βιβλίο;» είπε.
Ο Γκλιρ χαμήλωσε το βλέμμα στο τραπέζι και μετά κοίταξε πάλι πάνω. «Δε θέλω να πω τίποτε που δε γνωρίζω με βεβαιότητα, και δεν είμαι σίγουρος παρά για ελάχιστα. Απ' όσο ξέρω, θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε βάλει ο νους σου, και πιθανόν έχει ήδη υπάρξει σ' όλες αυτές τις μορφές. Φυσικά μπορείς να πάρεις όπως θες αυτές τις ελλιπείς πληροφορίες, πράγμα που θα κάνεις έτσι κι αλλιώς, είμαι βέβαιος. Αν θες να μάθεις περισσότερα όμως, πήγαινε σ' εκείνο το βιβλιοπωλείο».
«Ποιος σου είπε να μου τα πεις αυτά;» ρώτησε ήρεμα ο Ντρέγκλερ. «Καλύτερα να μη σου πω, Λούσιαν, έτσι μου φαίνεται. Μη σου χαλάσω την έκπληξη».
«Πολύ καλά, λοιπόν», είπε ο Ντρέγκλερ βγάζοντας το πορτοφόλι του και βάζοντας μέσα την επαγγελματική κάρτα. Σηκώθηκε και έκανε να φορέσει το πανωφόρι του. «Έχεις να μου πεις τίποτ' άλλο; Δε θέλω να φανώ αγενής, αλλά -»
«Έτσι δεν είσαι πάντα; Γιατί να αλλάξεις τώρα; Όμως, ναι, έχω να σου πω κάτι ακόμη. Κάθισε σε παρακαλώ. Ωραία, και τώρα άκουσέ με. Γνωριζόμαστε πολλά χρόνια, Λούσιαν. Και ξέρω τι σημαίνει αυτή η υπόθεση για σένα. Έτσι λοιπόν, ό,τι κι αν συμβεί, ή δε συμβεί, δε θέλω να με θεωρήσεις υπεύθυνο. Δεν έκανα παρά αυτό που νόμιζα πως θα ήθελες από μένα να κάνω. Λοιπόν, πες μου αν είχα δίκιο».
Ο Ντρέγκλερ ξανασηκώθηκε κι έχωσε το βιβλίο κάτω από τη μασχάλη του. «Ναι, φαντάζομαι πως είχες. Πάντως θα ξαναϊδωθούμε όπως και να χει. Καληνύχτα, Τζόζεφ».
«Να σε κεράσω ένα ποτό ακόμη;» προθυμοποιήθηκε ο Γκλιρ. «Όχι, καληνύχτα, απάντησε ο Ντρέγκλερ.
Καθώς έκανε να απομακρυνθεί από το τραπέζι, παραλίγο να κτυπήσει το κεφάλι του σε μια ογκώδη ξύλινη δοκό που βρισκόταν επικίνδυνα χαμηλά μες στη σκοτεινιά, πράγμα που τον έκανε να νιώσει αμήχανα. Έριξε μια ματιά πίσω για να δει αν είχε αντιληφθεί ο Γκλιρ την απροσεξία του. Και να φανταστείς πως δεν είχε πιει παρά ένα ποτό όλο κι όλο! Όμως ο Γκλιρ ήταν στραμμένος προς την άλλη μεριά, με το βλέμμα προσηλωμένο έξω από το παράθυρο, στα μπλεγμένα κλαριά της φτελιάς που θύμιζαν πλοκάμους και ήταν κάτωχρα στο φως των προβολέων που ήταν στερεωμένοι ψηλά στον τοίχο.
Ο Ντρέγκλερ ατένισε για λίγη ώρα αφηρημένος τα ανεμόδαρτα δέντρα έξω προτού στραφεί και πέσει στο κρεβάτι του, που δεν απείχε παρά λιγοστά βήματα από το παράθυρο του δωματίου του. Πλάι του τώρα ήταν ένα αντίτυπο του πρώτου του βιβλίου, που ο τίτλος του ήταν Στοχασμοί για τη Μέδουσα. Το σήκωσε και βάλθηκε να διαβάζει τυχαία αποσπάσματα.
Οι πιστοί της Μέδουσας, συμπεριλαμβανομένων όσων γεμίζουν ασφυχτικά σελίδες με «ενοράσεις» και ερμηνείες όπως αυτές εδώ, είναι οι ειδεχθέστεροι κάτοικοι της γης - και οι πολυαριθμότεροι. Όμως πόσοι απ αυτούς αναγνωρίζουν οι ίδιοι τι είναι; Πιθανόν υφίσταται μια κλειστή λατρεία της Μέδουσας, όμως και πάλι: ποιος θα μπορούσε να ενδιατρίψει στην ύπαρξη τέτοιων πλασμάτων για αρκετό διάστημα ώστε να τα στριμώξει, που λέει ο λόγος, στη γωνία;
Πιθανόν μονάχα οι νεκροί δε συνασπίζονται με τη Μέδουσα. Εμείς, από την άλλη, είμαστε σύμμαχοί της - όμως πάντα ενάντια στον εαυτό μας. Πώς μπορεί να γίνει κάποιος σύντροφός της... και να ζήσει;
Δεν κινδυνεύουμε ούτε στιγμή να αντικρίσουμε τη Μέδουσα. Για να συμβεί αυτό χρειάζεται τη συναίνεσή μας. Όμως μια πολύ μεγαλύτερη καταστροφή περιμένει αυτούς που ξέρουν πως η Μέδουσα τους παρακολουθεί και αδημονούν να ανταποδώσουν το βλέμμα της. Δε θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερος ορισμός του καταδικασμένου: κάποιος που «δεν έχει μάτια παρά για τη Μέδουσα», που τα μάτια της έχουν δική τους θέληση και μοίρα.
Α, να σαι κάτι δίχως μάτια. Τι ανάπαυλα να γεννιέσαι πέτρα!
Ο Ντρέγκλερ έκλεισε το βιβλίο και το έβαλε πάλι σε ένα από τα ράφια στην άλλη μεριά του δωματίου. Στο ίδιο ασφυκτικά γεμάτο ράφι, όπου δέρμα και ύφασμα τρίβονταν πάνω σε ύφασμα και δέρμα, υπήρχε ένα χοντρό ντοσιέ γεμάτο σκόρπιες σελίδες. Ο Ντρέγκλερ το πήρε μαζί του στο κρεβάτι και βάλθηκε να σκαλίζει τα περιεχόμενά του. Στο πέρασμα των χρόνων ο φάκελος είχε παραφουσκώσει, ξεκινώντας με λιγοστά στοιχεία -αποκόμματα, φωτογραφίες, κάθε λογής αναφορές που ο Ντρέγκλερ τις αντέγραφε με το χέρι- και καταλήγοντας σε έναν αληθινό θησαυρό τυχαίων ευρημάτων, σε χειροπιαστή απόδειξη καταπληκτικών συγκυριών. Και το θέμα κάθε καταχώρισης σε αυτή την χωρίς σχέδιο εγκυκλοπαίδεια ήταν ανεξαιρέτως η Μέδουσα.
Κάποια από τα ντοκουμέντα ήταν καταχωρημένα σ ένα τμήμα με τον τίτλο: «Γελοιότητες και περιελάμβαναν ένα κόμικ που είχε βρει ο Ντρέγκλερ στα ράφια ενός πολυκαταστήματος και παρουσίαζε τη Μέδουσα ως καλόβουλη υπερηρωίδα που χρησιμοποιούσε τις φοβερές της δυνάμεις μονάχα ενάντια σε εξίσου φοβερούς αντιπάλους της σ έναν κόσμο βαρβαρότητας. 'Αλλα ήταν καταχωρημένα κάτω από τον τίτλο «'Aσχετα», όπου συμπεριλαμβανόταν μια στήλη αθλητικής σελίδας ηλικίας δεκαετιών που υμνούσε τη νικηφόρο σεζόν του «Μίστερ (sic) Μέδουσα». Υπήρχε επίσης ένα λεπτό τμήμα του φακέλου που δεν είχε επίσημο τίτλο, αλλά που τα στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονταν ο Ντρέγκλερ τα θεωρούσε «Πραγματικού Τρόμου». Βασικό ανάμεσά τους ήταν το κύριο άρθρο μιας βρετανικής σκανδαλοθηρικής φυλλάδας: το χωρίς φωτογραφίες χρονικό της υποψίας που έτρεφε κάποιος για έναν ολόκληρο χρόνο, πως η σύζυγός του κατεχόταν περιοδικά από τη δαιμονική οντότητα με τα φίδια αντί για μαλλιά, ένα ανόητο πτι γκινιόλ που κατέληξε στον αποκεφαλισμό της συζύγου μια νύχτα καθώς κοιμόταν, και τον επακόλουθο εγκλεισμό του τρελού.
Μια από τις πλέον αναξιόπιστες υποκατηγορίες του φακέλου περιείχε ψευδοστοιχεία παρμένα από τους λιγότερο αποδεκτούς διασπορείς της ανθρώπινης γνώσης: από παραεπιστημονικά περιοδικά, αποκρυφιστικά-ανθρωπολογικά ειδησεογραφικά δελτία, εκδόσεις κέντρων ποικίλων σπουδών. Η συμπερίληψη μάλιστα στο φάκελο περιοδικών όπως το «Ο Εκκένταυρος», που ένα παλιό του τεύχος είχε βρει τυχαία ο Ντρέγκλερ στο Αδερφοί Μπέντζαμιν, είχαν ταξινομηθεί συνολικά στην κατηγορία: «Μέδουσα και Πιστοί: Θεάσεις, Μαρτυρίες και Υλικές Εξηγήσεις». Ένα από τα πρώτα τεύχη αυτής της έκδοσης περιελάμβανε ένα άρθρο που απέδιδε τη γέννηση της Μέδουσας, και όλης της ζωής στη Γη, σ' έναν από τους πολλούς εξωγήινους επισκέπτες για τους οποίους ο πλανήτης ήταν ενός είδους μοτέλ ή δημόσιο αποχωρητήριο όπου σταματούσαν καθ' οδόν για άλλους τόπους σε άλλα γαλαξιακά συστήματα.
Όλα αυτά τα διαφωτιστικά ευρήματα ο Ντρέγκλερ τα απολάμβανε με σκυθρωπή ικανοποίηση, ιδιαίτερα τις διακηρύξεις των αρχιερέων της ανθρώπινης ψυχής και νόησης, που ανεξαιρέτως υποβίβαζαν τη Μέδουσα, την εξόριζαν στα Τάρταρα της παραψυχολογίας όπου λειτουργούσε ως κατεξοχήν εικόνα του ρομαντικού πανικού. Μοναδική όμως, ανάμεσα σε αυτές τις παραδοξότητες που τόσο απολάμβανε, ήταν ένα ξέσπασμα πρόζας στο οποίο ο συγγραφέας του έμοιαζε να ακολουθεί τα βήματα του Ντρέγκλερ, να είναι δικός τον άνθρωπος. «Μπορούμε να λυτρωθούμε», αναρωτιόταν θεωρητικά ο συγγραφέας, «από τη "ζωτική ορμή" όπως συμβολίζεται από τη Μέδουσα; Μπορεί αυτή η ενέργεια, αν όντως υφίσταται, να θανατωθεί, να συντριβεί; Μπορούμε να βγούμε με βροντερά βήματα στην αρένα της ύπαρξής μας -σαν μονομάχοι- με το δίχτυ και την τρίαινα ανά χείρας και, τρυπώντας και χιμώντας, μπήγοντας και μπλέκοντας, να βασανίσουμε αυτόν τον άκαρδο, ειδεχθή δαίμονα, να τον σπρώξουμε σε μια τυραννική τρέλα και τελικά να τον αφανίσουμε στο παράγγελμα που θα έδιναν τα ανακουφισμένα μας νεύρα στρέφοντας τους αντίχειρες προς τα κάτω και υπό τις εκκωφαντικές επευφημίες της ψυχής μας;» Ατυχώς, όμως, αυτά τα λόγια ήταν γραμμένα με την πλέον κακεντρεχή, σαρκαστική διάθεση από ένα βιβλιοκριτικό που έγραψε ένα άρθρο διακωμωδώντας το. Στοχασμοί για τη Μέδουσα του Ντρέγκλερ, όταν πρωτοεκδόθηκε είκοσι χρόνια πριν.
Όμως ο Ντρέγκλερ δεν κοίταζε ποτέ τις κριτικές των βιβλίων του και το παράδοξο, το καταπληκτικό με αυτό το άρθρο, όπως και με όλες τις υπόλοιπες θεωρίες και μαρτυρίες για τη Μέδουσα, ήταν πως είχε πέσει στα χέρια του τελείως συμπτωματικά (σ ένα οδοντιατρείο για την ακρίβεια). Αν και είχε μελετήσει ευρύτατα ό,τι απόκρυφη γνώση και σχόλιο υπήρχαν για τη Μέδουσα, το υλικό εκείνου του στερημένου από μέθοδο φακέλου είχε αποκτηθεί καθ' ολοκληρίαν πέρα από φυσιολογικά κανάλια έρευνας. Κανενός στοιχείου η συλλογή δεν έγινε με τρόπο επίσημο ούτε προγραμματίστηκε. Εν ολίγοις, όλα τους του δωρίστηκαν απρόβλεπτα, ανεπίσημα.
Όμως τι ακριβώς αποδείκνυε το ότι εξακολουθούσαν να του προσφέρονται αυτά τα κομμάτια για το πάζλ του; Ε, λοιπόν, δεν αποδείκνυε ούτε άμεσα ούτε έμμεσα τίποτε και ήταν απλώς συνεπακόλουθο της ενασχόλησής του με ένα μοναδικό ζήτημα. Ήταν φυσικό να βρίσκεται σε εγρήγορση για περιοδικές μικρές εμφανίσεις αυτού του ζητήματος στο σανίδι της καθημερινότητας. Αυτό ήταν φυσιολογικό. Όμως, αν κι αυτά τα «ευρήματα» δεν αποδείκνυαν λογικά τίποτε, υποδήλωναν πολύ περισσότερα στη φαντασία του Ντρέγκλερ απ' ό,τι στη λογική του, ιδιαίτερα όταν κοίταζε συνολικά τα περιεχόμενα αυτού του αφιερωμένου στην αρχαιότερή του σύντροφο αρχείου.
Ήταν, για την ακρίβεια, μια αναφορά στη φαντασία του είδους που αναζητούσε τώρα ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Και νάτη, μια παράγραφος που είχε αντιγράψει κάποτε στη βιβλιοθήκη από ένα κίτρινο βιβλιαράκι με τίτλο Πράγματα εγγύς και απόμακρα. «Δεν υπάρχει τίποτε στη φύση των πραγμάτων», έλεγε το χωρίο, «που να εμποδίζει κάποιον να αντικρίσει ένα δράκο ή ένα γρύπα, ένα μονόκερο ή μια γοργόνα. Κανένας για την ακρίβεια δεν έχει αντικρίσει μια γυναίκα που να είναι τα μαλλιά της όφεις ούτε ένα άλογο που από το μέτωπό του να προβάλλει ένα κέρας αν και μπορεί οι πρώτοι άνθρωποι να αντίκρισαν δράκους -γνωστούς επιστημονικά ως πτεροδάκτυλους και τέρατα πιο απίθανα από γρύπες. Όπως και να χει, κανένα από αυτά τα ζωολογικά φανταστικά αποκυήματα δεν αντιβαίνει τους θεμελιώδεις κανόνες της λογικής τα τέρατα της μυθολογίας και της εραλδικής δεν υπάρχουν, όμως κανένας λόγος δεν υφίσταται στη φύση των πραγμάτων ή τους κανόνες του νου που να απαγορεύει το να υπάρξουν».
Ήταν σύμφωνο, επομένως, με τη φύση των πραγμάτων, το ότι άφησε παράμερα ο Ντρέγκλερ κάθε κρίση, ωσότου να επισκεφθεί πρώτα ένα συγκεκριμένο βιβλιοπωλείο.
Ήταν αργά το επόμενο απόγευμα, ύστερα από μια μέρα γεμάτη αμφιβολίες και αναβολές, που μπήκε τελικά ο Ντρέγκλερ σε ένα μικρό κατάστημα στριμωγμένο ανάμεσα σε ένα γκρίζο κι ένα καφέ κτίριο. Οι αντικριστοί τοίχοι του μαγαζιού, που έτσι κι άπλωνες τα χέρια σου τους άγγιζες και τους δυο ταυτόχρονα, ήταν ολότελα καλυμμένοι με βιβλία.
Τα ψηλότερα ράφια δεν τα έφτανες παρά με μια πανύψηλη σκάλα, και τα τελευταία, πάνω πάνω, δεν τα έφτανες ούτως ή άλλως. Παλιά τεύχη περιοδικών -του Μπλάκγουντ, του Δε Σπεκτέιτορ, του λονδρέζικου και του αμερικάνικου Μέρκιουρις- ήταν στοιβαγμένα σε γερτούς από δώ κι από κεί, ακατάστατους σωρούς μπρος στη βιτρίνα, με τα εξώφυλλά τους από φτηνό χαρτί να αργοπεθαίνουν στο ηλιόφως. Σελίδες που έλειπαν από ξεχασμένα μυθιστορήματα είχαν απομείνει πεσμένες για πάντα σε ένα σημείο στο δάπεδο ή κατσαρωμένες σε μια γωνιά. Ο Ντρέγκλερ είδε τη σελίδα διακόσια δύο της Δεύτερης Σκάλας μπρος στα πόδια του και δε μπόρεσε να μη νιώσει σαρδόνια συμπάθεια για τα ανώνυμα μάτια που θα βρίσκονταν ξάφνου αντιμέτωπα με ένα απρόσμενο, πρόωρο τέλος στην αφήγηση του παλιού αυτού μυστηρίου. Κι από την άλλη, αναρωτήθηκε, πόσες δεν ήταν οι χιλιάδες αυτών των βιβλίων, που είχαν ήδη ξεφυλλιστεί για τελευταία φορά; Σε αυτά συμπεριλαμβανόταν φυσικά κι εκείνο που κρατούσε στα χέρια του και για το οποίο ένιωσε τώρα ξαφνικά μια σύντομη, παράλογη αίσθηση προστατευτικότητας. Ο Ντρέγκλερ έριξε στον φίλο του τον Γκλιρ το φταίξιμο γι αυτό το ήσσον, λεπτό παρεπόμενο μιας κατά πολύ, έτσι υποψιαζόταν, μεγαλύτερης και χονδροειδέστερης φάρσας.
Ένας μικροκαμωμένος, πλαδαρός άντρας, με γυαλιά με συρμάτινο σκελετό τον παρακολουθούσε καθισμένος πίσω από ένα χαμηλό πάγκο από την τηλεσκοπικά μακρινή πίσω μεριά του μαγαζιού. Όταν πλησίασε ο Ντρέγκλερ στον πάγκο και απόθεσε το βιβλίο πάνω, ο άντρας -οι Αδερφοί Μπέντζαμιν- πήδηξε ζωηρά όρθιος.
«Να σας βοηθήσω;» ρώτησε. Ο ζωντανός τόνος της φωνής του ήταν ο τυπικός και φιλικός τόνος με τον οποίο καλωσορίζει κάποιον ένας παλιός υπηρέτης.
Ο Ντρέγκλερ έγνεψε, αναγνωρίζοντας αμυδρά τον ανθρωπάκο από μια προηγούμενη επίσκεψή του στο κατάστημα κάποια χρόνια πριν. Έσιαξε το βιβλίο στον πάγκο, απλώς για να τραβήξει πάνω του την προσοχή του άντρα, και είπε: «Τζάμπα κόπος να το φέρω αυτό εδώ, τι λέτε;»
Ο άντρας χαμογέλασε ευγενικά. «Δίκιο έχετε, κύριε. Παλιά κείμενα σαν κι αυτό δεν αξίζουν ουσιαστικά τίποτε. Να, εκεί κάτω, στο υπόγειό μου», είπε δείχνοντας μια στενή πόρτα, «έχω κυριολεκτικά χιλιάδες από δαύτα. Και διάφορα άλλα, ξέρετε. Το περιοδικό των βιβλιοπωλών, το Μπουκσέλερς Τρέιντ, το αποκαλεί "Θησαυροφυλάκιο του Μπένι". Αλλά μπορεί εσάς σήμερα να μη σας ενδιαφέρει παρά μονάχα να πουλήσετε».
«Μια και είμαι εδώ μπορώ να ρίξω μια ματιά».
«Με την άνεσή σας, δρ. Ντρέγκλερ», είπε ζεστά ο άντρας καθώς έκανε να πάει ο Ντρέγκλερ προς τη σκάλα. Ακούγοντας το όνομά του, σταμάτησε κι έγνεψε του βιβλιοπώλη πίσω του και μετά άρχισε να κατεβαίνει.
Τώρα θυμήθηκε ο Ντρέγκλερ αυτό τον υπόγειο χώρο αποθήκευσης βιβλίων και τις τρεις μακριές κλίμακες που χρειαζόταν να κατέβεις για να φτάσεις στο ασυνήθιστο βάθος όπου βρισκόταν. Το ισόγειο βιβλιοπωλείο δε θύμιζε παρά ακατάστατη ντουλάπα μπροστά στην αχανή αταξία κάτω, σ' εκείνο το συνωστισμένο σπήλαιο που ήταν γεμάτο στοίβες και σωρούς κι απανωτές σειρές ραφιών που δεν έμοιαζαν βαλμένες με κάποιο σχέδιο. Ήταν ένα σύμπαν καμωμένο αποκλειστικά από την ομαλή οδοντωτή πλινθοδομή των βιβλίων. Αν ήταν όμως η Μέδουσα βιβλίο, πώς θα μπορούσε ποτέ να την ανακαλύψει μέσα σε αυτό το χάος; Κι αν δεν ήταν, ποια άλλη σαφή μορφή θα μπορούσε να περιμένει να αντικρίσει ενός φαινομένου που τόσα χρόνια τώρα απέφευγε να το προσδιορίσει επακριβώς, που το μόνο του σχεδόν ακριβές έμβλημα ήταν μια αποτρόπαιη γυναίκα με κεφάλι γεμάτο φίδια;
Για κάποιο διάστημα απλώς περιπλανήθηκε στους στραβούς διαδρόμους και τις βαθιές γωνιές του υπογείου. Κάθε λίγο και λιγάκι κατέβαζε κάποιο βιβλίο που η όψη του τού κινούσε την περιέργεια, ξεσκαλώνοντάς το από μια ασαφή μάζα χτυπημένες ράχες βιβλίων και διασώζοντάς το προτού τα χρόνια που θα έμενε ριζωμένο στην ίδια θέση κάνουν τις λέξεις του να αναμειχθούν με τις υπόλοιπες των ατέλειωτων τόμων του «Θησαυροφυλακίου του Μπένι» σε μια φλύαρη συρραφή χαμένων, δίχως νόημα σελίδων. 'Aνοιξε το βιβλίο, ακουμπώντας το φθαρμένο ώμο του πανωφοριού του στα πανύψηλα βρόμικα ράφια. Μετά από λίγη ώρα μες στην περίκλειστη απομόνωση εκείνου του υπογείου, ο Ντρέγκλερ έπιασε τον εαυτό του να χασμουριέται απροκάλυπτα και να ξύνεται ασυναίσθητα, λες και βρισκόταν απομονωμένος σε κάποιο προσωπικό άδυτο.
Ξάφνου όμως, με το που συνειδητοποίησε την αίσθηση απομόνωσης που είχε ενσταλαχθεί μέσα του, με μιας αυτή εξανεμίστηκε. Τώρα την ασφάλεια της απομόνωσης αντικατέστησε σε όλα τα επίπεδα της ζωώδους αντίδρασης, του ενστίκτου, το αντίθετό της. Γιατί αυτός δεν ήταν που είχε γράψει πως «η ευζωία κάποιου δεν εξυπηρετεί παρά ένα σκοπό μονάχα, να ανασκάπτει στην ψυχή του ένα χάσμα που περιμένει να πληρωθεί με μια κατολίσθηση τρόμου, να δημιουργεί μια κενή μήτρα που οι παράδοξες διαστάσεις της θα παράγουν μια μέρα το σχήμα ενός ανεπανάληπτου τρόμου»;
Είτε αλήθευε αυτό είτε όχι, ο Ντρέγκλερ ένιωσε πως δεν ήταν πια, ή πιθανόν δεν ήταν ποτέ, μόνος σ' εκείνο το χαοτικό θησαυροφυλάκιο. Όμως εξακολούθησε να ενεργεί σαν να ήταν, μείον τα χασμουρητά και τα ξυσίματα. Καιρό πριν είχε ανακαλύψει πως μια ήπια κρίση πανικού αποτελούσε κατάσταση ικανή να νοστιμέψει τις ανιαρότερες στιγμές κάποιου. Έτσι δεν πάσχισε αμέσως να καταπνίξει αυτό το συναίσθημα, που πιθανόν δεν ήταν παρά ψευδαίσθηση. Παρ' όλ' αυτά, όπως οποιαδήποτε κατάσταση που εξαρτάται από δυνάμεις λεπτές και ανεξιχνίαστες, η διάθεση του Ντρέγκλερ, ή η διαίσθησή του, ήταν επιρρεπής σε απρόσμενες μεταμορφώσεις.
Κι όταν η διάθεση ή η διαίσθηση του Ντρέγκλερ εισήλθε σε μια καινούρια φάση, όσα τον περιέβαλλαν άλλαξαν κατά τον ίδιο τρόπο: αυτός και το θησαυροφυλάκιο διέσχισαν ταυτόχρονα το όριο μεταξύ ενός πανικού με παιχνιδιάρικη φύση κι ενός άλλου με φονικότερη. Αυτό όμως δε σημαίνει πως ο ένας φόβος ήταν πιο δικαιολογημένος από τον άλλον. Ήταν και οι δυο εξίσου αντίθετοι προς τη λογική. («Σχετικά με το φόβο, η ένταση από μόνη της δε διαβεβαιώνει για την εγκυρότητα επίσης»). Έτσι δε σήμαινε απαραιτήτως κάτι το γεγονός πως οι φιδωτοί διάδρομοι με τα βιβλία φάνηκαν να κλείνουν γύρω από τον καχύποπτο βιβλιόφιλο, πως τα ράφια έδειχναν τώρα πιο καταφανώς παραγεμισμένα με το μαλακό και μουχλιασμένο τους εμπόρευμα, πως οι ίσκιοι και το αμυδρό σούρσιμο των ποδιών έμοιαζαν να παιχνιδίζουν σαν φούγκα μες στη σκόνη και τη σκοτεινιά του υπόγειου θησαυροφυλάκιου. θα μπορούσε, έτσι κι έστριβε την επόμενη γωνιά, να αντίκριζε αυτό που δεν έπρεπε να ειδωθεί;
Η επόμενη γωνιά με το που την έστριψε αποδείχτηκε παγίδα - ένα αδιέξοδο ραφιών που σχημάτιζαν τρεις τοίχους ψηλούς ώς τα πάτερα σχεδόν της οροφής. Ο Ντρέγκλερ βρέθηκε αντικριστά στον πίσω τοίχο σαν άτακτο σκολιαρούδι που το βαλαν τιμωρία. Κοίταξε πάνω-κάτω, λες κι αναρωτιόταν αν ήταν ο τοίχος αληθινός, σαν να συλλογιζόταν αν θα μπορούσε απλώς να περάσει διαμέσου του με το που θα κατανικούσε την ψευδαίσθηση στερεότητας που έδινε. Πάνω που ήταν έτοιμος να κάνει μεταβολή και να βγει από αυτή τη γωνία, κάτι άγγιξε ελαφρά τον αριστερό του ώμο. Τινάχτηκε ξαφνιασμένος και στράφηκε, μόνο και μόνο για να νιώσει πάλι το ίδιο αέρινο χάδι να διατρέχει την πλάτη του. Συνεχίζοντας τη στροφή του αντίθετα με τη φορά του ρολογιού, έκανε πλήρη περιστροφή και βρέθηκε να κοιτάζει μια γυναίκα που στεκόταν, κοιτάζοντάς τον επίσης, ακριβώς στο σημείο όπου βρισκόταν εκείνος μόλις μια στιγμή πρωτύτερα.
Οι ψηλοτάκουνες μπότες της γυναίκας έφερναν το πρόσωπό της στο ύψος του δικού του και το σαν τουρμπάνι καπέλο της την έκανε να δείχνει κατά τι ψηλότερη. Ήταν πιασμένο στη δεξιά πλευρά -αριστερή για τον Ντρέγκλερ- με μια μεταλλική πόρπη κοσμημένη με πετράδια σαν από ροδόσταμο. Κάτω από το καπέλο της πρόβαλλαν μερικές τούφες αχυρένιων μαλλιών πάνω σ ένα αρυτίδωτο μέτωπο. Ακολουθούσε ένα ζευγάρι χρωματιστών γυαλιών, ύστερα δυο άβαφα χείλη και τελικά ένα πανωφόρι με ψηλό γιακά που κατέβαινε, σαν κομψός σκούρος κύλινδρος ως τις μπότες της. Έβγαλε ήρεμα ένα σημειωματάριο από την τσέπη της, έσχισε την πάνω σελίδα και την έδειξε του Ντρέγκλερ.
«Συγνώμη αν σε ξάφνιασα», έλεγε.
Με το που διάβασε ο Ντρέγκλερ το σημείωμα, ύψωσε πάλι τα μάτια στη γυναίκα και την είδε να επαναλαμβάνει μερικές φορές μια απαλή κίνηση με το πλάι του χεριού της στο λαρύγγι της, δείχνοντάς του πως είχε κάποιο φωνητικό πρόβλημα. Λαρυγγίτιδα, αναρωτήθηκε ο Ντρέγκλερ, ή κάτι χρόνιο; Περιεργάστηκε πάλι το σημείωμα και πρόσεξε το όνομα, τη διεύθυνση και τον αριθμό τηλεφώνου μιας εταιρείας επιδιόρθωσης φούρνων και κλιματιστικών, που βέβαια δεν τον διαφώτισαν στο ελάχιστο.
Η γυναίκα έσχισε ύστερα από το σημειωματάριό της ένα δεύτερο μήνυμα, που είχε ήδη έτοιμο, και το πίεσε στην ήδη κατειλημμένη από το πρώτο χαρτί παλάμη του Ντρέγκλερ χαμογελώντας του ταυτόχρονα χωρίς ίχνος αυθορμητισμού. (Πώς ήθελε να αντικρίσει την έκφραση στα μάτια της!) Για λίγο άφησε το χέρι της στο δικό του, ύστερα το τράβηξε κι έφυγε αθόρυβα και χωρίς να αναδίνει καμιά μυρωδιά. Τι ήταν λοιπόν εκείνη η δυσοσμία που διέκρινε ο Ντρέγκλερ στον αέρα γύρω του κοιτάζοντας το σημείωμα, που έλεγε απλώς: «Σχετικά με τη Μ.».
Και κάτω από αυτό το μήνυμα των τεσσεράμισι λέξεων υπήρχε μια διεύθυνση και παρακάτω μια συγκεκριμένη ώρα την επόμενη μέρα. Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν όμορφος, από τους ελκυστικότερους που είχε αντικρίσει ποτέ του ο Ντρέγκλερ.
Με την εμπειρία του των περασμένων ημερών, ο Ντρέγκλερ σχεδόν περίμενε να βρει ένα ακόμα σημείωμα να τον περιμένει με το που θα γυρνούσε σπίτι. Όντως, το βρήκε διπλωμένο στη μέση και χωμένο κάτω από την πόρτα του διαμερίσματός του. «Αγαπητέ, Λούσιαν», άρχιζε, «πάνω που νομίζει κάποιος πως τα πράγματα έχουν φτάσει στο όριο της γελοιότητας, γίνονται ακόμα πιο γελοία. Εν ολίγοις - μας την έφεραν! Και στους δυο. Και μάλιστα η γυναίκα μου μαζί με μια φίλη της. (Μια ξανθομάλλα καθηγήτρια ανθρωπολογίας, που πιθανόν να τη γνωρίζεις ή να την έχεις ακουστά όπως και να 'χει σε ξέρει εκείνη, ή τουλάχιστον τα γραπτά σου, μπορεί κι εσένα και τα γραπτά σου). Θα σου δώσω λεπτομερείς εξηγήσεις όταν συναντηθούμε, πράγμα που δε μπορεί να γίνει, φοβούμαι, ωσότου να επιστρέψουμε εγώ και η γυναίκα μου από ένα "ταξιδάκι" μας ακόμη. (Σε νησιά πάλι, ετούτη τη φορά στον Ειρηνικό).
»Σκεφτόμουν πως μπορεί να δυσπιστούσες τόσο που να μην πήγαινες στο βιβλιοπωλείο, όταν δε σε βρήκα όμως σπίτι φοβήθηκα για το χειρότερο. Εύχομαι να μην ήσουν όλο ελπίδες πηγαίνοντας, αν και δεν πιστεύω να σου έχει συμβεί ποτέ κάτι τέτοιο. "Όπως και να 'χει, δεν έγινε καμιά ζημιά. Οι κοπέλες μου εξήγησαν πως ήθελαν να σκαρώσουν μια επιστημονική, κατά κάποιον τρόπο, απάτη, μια αποκρυφιστική φάρσα. Αν θεωρείς πως σε ξεγέλασαν, εγώ να δεις πώς νιώθω. Είναι απίστευτο με πόση αληθοφάνεια μου πλάσαραν το τέχνασμά τους. Αν έφτασες όμως ώς το βιβλιοπωλείο, τώρα ξέρεις ότι στο τέλος η πλάκα καταντάει σαχλή. Το όλο θέμα, όπως μου είπαν, ήταν απλώς να σου κινήσουν αρκετά την περιέργεια ώστε να κάνεις κάτι σχετικά γελοίο. Είμαι περίεργος να μάθω πώς αντέδρασε ο κύριος Αφοί Μπέντζαμιν όταν ο διακεκριμένος συγγραφέας του Στοχασμοί για τη Μέδουσα κι άλλων βαθυστόχαστων κειμένων του παρουσίασε ένα απελπιστικά ευτελές βιβλίο.
»Σοβαρά, ελπίζω να μην ήρθες σε δύσκολη θέση, και σου ζητάμε και οι δυο μας -κι οι τρεις μας- συγνώμη που σπαταλήσαμε το χρόνο σου. θα σε δω σύντομα, μαυρισμένος και γαληνεμένος από τις Εδέμ των Νότιων Θαλασσών. Και σχεδιάζουμε να σε αποζημιώσουμε, στο υπόσχομαι».
Το σημείωμα είχε φυσικά υπογραφή Τζόζεφ Γκλιρ.
Όμως η εξομολόγηση του Γκλιρ, αν κι ο Ντρέγκλερ δεν είχε καμιά αμφιβολία πως ήταν ειλικρινής, δεν ήταν πειστικότερη από τον «μίτο» του που οδηγούσε σε μια Μέδουσα βιβλιοπωλείου. Γιατί αυτός ο μίτος, που δεν του είχε δώσει ούτε στιγμή βάση ο Ντρέγκλερ, οδηγούσε πέρα από κεί όπου πίστευε ο Γκλιρ, στον οποίο επίσης δεν έδινε πλέον βάση. Έτσι, ενώ στον φίλο του είχε γίνει τώρα μια ψεύτικη αποκάλυψη καθησυχάζοντάς τον, ο Ντρέγκλερ είχε απομείνει να υποφέρει μονάχος μες στη αληθινή του άγνοια. Και, όποιος κι αν κρυβόταν πίσω από αυτή την απάτη, ήταν δεν ήταν τελικά απάτη, γνώριζε πολύ καλά τον τρόπο σκέψης του μεν και του δε.
Ο Ντρέγκλερ πήρε όλα τα σημειώματα που του είχαν δώσει εκείνη τη μέρα, τα έπιασε μ' ένα συνδετήρα και τα έβαλε σε ένα καινούριο τμήμα του ογκώδους του φακέλου, που επιφυλακτικά του έδωσε τον τίτλο: «Προσωπικές Συναντήσεις με τη Μέδουσα, Αληθινές ή Φαινομενικές».
Για τον Ντρέγκλερ, που αλώνιζε πεζός την πόλη, η διεύθυνση που του έδωσε η γυναίκα την περασμένη μέρα δεν απείχε πολύ με τα πόδια. Όμως για κάποιο λόγο ένιωθε κουρασμένος εκείνο το πρωινό, έτσι προτίμησε να διασχίσει με ταξί τους σκοτεινιασμένους από το ψιλόβροχο δρόμους. Αφού βολεύτηκε στο ευρύχωρο, ρημαγμένο πίσω κάθισμα του ταξί, πρόσεξε διάφορα πράγματα. Γιατί ήταν τα γυαλιά της οδηγού, που γέμιζαν κάθε λίγο και λιγάκι τον καθρέφτη του αυτοκινήτου, σκοτεινότερα κι από τη σκοτεινιά εκείνης της μέρας, διερωτήθηκε ο Ντρέγκλερ; Μήπως για να «περιεργάζεται» έτσι όλους τους πελάτες της; Κι όλα εκείνα τα σκουπίδια στο πίσω κάθισμα -το αποτσίγαρο σχήματος ορθής γωνίας στο μπράτσο της πίσω πόρτας, το μαυρισμένο απομεινάρι μήλου στο δάπεδο- ήταν αφημένα εκεί γι' αυτόν, για να τα περιεργαστεί;
Ο Ντρέγκλερ αναρωτήθηκε για κάμποσα ακόμα πράγματα που είχαν να κάνουν με εκείνη τη συνηθισμένη διαδρομή μες στη βροχή και με την πόλη έξω, που μες στη μουντάδα της ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια όλο και περισσότερες ομπρέλες, ώσπου κατόρθωσε τελικά, για μεγάλη του ευχαρίστηση, να αποδιώξει κάθε ίχνος βολέματος και καλοπέρασης από μέσα του. Νωρίτερα ανησυχούσε μήπως οι αντιδράσεις του εκείνη τη μέρα δεν ήταν κάποιον που θα ερχόταν αντιμέτωπος με τη Μέδουσα. Φοβόταν μήπως περίμενε όλο έξαψη εκείνη τη διαδρομή και τον προορισμό της, σαν να ήταν καμιά συναρπαστική περιπέτεια εν ολίγοις, φοβόταν μήπως με τη στάση του έδειχνε λιγάκι παρανοϊκός. Το να είσαι λογικός, πίστευε, σήμαινε είτε να είσαι ναρκωμένος από τη μελαγχολία είτε δραστηριοποιημένος από την υστερία, δυο αντιδράσεις που «εξίσου και πάντα εξασφαλίζουν σε κάποιον υγιή ενόραση». Όλες οι υπόλοιπες ήταν παράλογες, συμπτώματα απλώς μια φαντασίας που αφέθηκε να οκνέψει, ενός μνημονικού που δυσλειτουργούσε. Και πέρα από αυτές τις πεζές αντιδράσεις, η μόνη έξαρση που επιτρεπόταν, η μόνη αποδεκτή μεταρσίωση ήταν μια που η φύση της ήταν σαρδόνια: μια ευδαιμονία που με χλευασμούς σκοτεινής χαράς εκμηδένιζε το ορατό σύμπαν, μια ενσυνείδητη, στοχαστική έκσταση. Οτιδήποτε άλλο ενέπιπτε στην κατηγορία του «μυστικισμού» ήταν ένδειξη απόκλισης ή περισπασμού και αποτελούσε αίρεση του προφανούς.
Το ταξί έστριψε σε ένα τετράγωνο από υγρό καστανοκόκκινο ψαμμίτη και σταμάτησε μπροστά σε μια μικροσκοπική πελούζα στο πλάι του δρόμου, κάτω από τα σκελετικά κλαριά δυο μικρών σημύδων. Ο Ντρέγκλερ πλήρωσε την οδηγό, που δεν είπε ούτε ένα ευχαριστώ για το φιλοδώρημα, και βάδισε αθόρυβα μες στο ψιλόβροχο προς ένα κτίριο με χρυσαφιά τούβλα και μαύρο νούμερο -διακόσια δύο- πάνω από μια μαύρη πόρτα με μπρούντζινο πόμολο και ρόπτρο. Ξανακοίταξε τι έγραφε στο τσαλακωμένο χαρτί που έβγαλε από την τσέπη του και ύστερα πίεσε το αστραφτερό κουδούνι. Δεν υπήρχε ψυχή στο δρόμο, τα δέντρα και το πεζοδρόμιο ήταν ευωδιαστά νοτισμένα.
Η πόρτα άνοιξε κι ο Ντρέγκλερ μπήκε σβέλτα μέσα. Ένας ρακένδυτος άντρας ακαθόριστης ηλικίας έκλεισε την πόρτα πίσω του και μετά ρώτησε με εγκάρδια απροσδιόριστη φωνή: «Ο Ντρέγκλερ;» Ο φιλόσοφος έγνεψε καταφατικά. Ύστερα από μια στιγμή απραξίας, ο άντρας πέρασε μπρος από τον Ντρέγκλερ και του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει στο διάδρομο του ισογείου. Στάθηκαν σε μια πόρτα που βρισκόταν κάτω ακριβώς από την κύρια σκάλα που οδηγούσε στους επάνω ορόφους. «Εδώ», είπε ο άντρας αγγίζοντας το πόμολο. Ο Ντρέγκλερ πρόσεξε το ασημένιο δαχτυλίδι με την πέτρα του που ήταν σαν από ροδόσταμο και την αντίθεση ανάμεσα στην κατά τ' άλλα θλιβερή εμφάνιση του άντρα και σε αυτό το συγκριτικά φανταχτερό κόσμημα. Ο άντρας άνοιξε την πόρτα και, δίχως να μπει, πίεσε το διακόπτη του φωτός στον τοίχο μέσα.
Έμοιαζε με συνηθισμένη αποθήκη φρακαρισμένη με κάθε λογής αντικείμενα. «Βολέψου, είπε ο άντρας κάνοντας νόημα του Ντρέγκλερ να περάσει. «Όποτε θες, φεύγεις. Κοίτα μόνο να κλείσεις την πόρτα πίσω σου».
Ο Ντρέγκλερ έριξε μια γρήγορη ματιά τριγύρω στο δωμάτιο. «Δεν υπάρχει τίποτε άλλο;» ρώτησε άτολμα, λες και ήταν ο πιο βλάκας μαθητής της τάξης. «Αυτό είναι λοιπόν;» επέμεινε με φωνή πιο σιγανή και με περισσότερο κύρος.
«Αυτό είναι», επανέλαβε χαμηλόφωνα ο άντρας. Ύστερα έκλεισε αργά την πόρτα και ο Ντρέγκλερ, μέσα, άκουσε βήματα να διασχίζουν το διάδρομο προς τα πίσω.
Το δωμάτιο ήταν ένας μέσου μεγέθους χώρος κάτω από τις σκάλες και η οροφή του έγερνε προς τα κάτω με απαλή κλίση, εκεί όπου ανέβαιναν οι γωνιώδεις σκάλες στην πέρα μεριά. Κατά τ' άλλα το περίγραμμά του ήταν ασαφές, το έκαναν να δείχνει συγκεχυμένο όλα τα σεντόνια που υπήρχαν τριγύρω, που άλλα τους είχαν το σχήμα λάμπας, άλλα τραπεζιού, άλλα μικρού αλόγου, οι σωροί κουνιστών πολυθρόνων και μωρουδίστικων καθισμάτων και κάθε λογής άλλων επίπλων που βρίσκονταν σε αχρηστία, οι μπανταρισμένες μάνικες που κρέμονταν από άγκιστρα στους τοίχους σαν ψόφιοι πύθωνες, τα κλουβιά ζώων που οι πόρτες τους κρέμονταν ολάνοιχτες από ένα μόνο μεντεσέ, τα παλιά κουτιά από μπογιές, που το ωχρό νέφτι μέσα ήταν πιτσιλωτό σαν αυγό, ένα σκονισμένο φωτιστικό που έντυνε τα πάντα με μια γκρίζα αχλή.
Το παράδοξο ήταν πως δεν πλανιόταν στο δωμάτιο μια ποικιλία μυρωδιών, που η καθεμία να φανερώνει την πηγή της, αλλά μια μονάχα οσμή σαν πάζλ πολλών, που ήταν στο σύvολό της σκοτεινή σαν τις σκιές σε σπήλαιο κι έμοιαζε να συστρέφεται προς κάθε κατεύθυνση με μιας γλιστρώντας πάνω στους τοίχους. Ο Ντρέγκλερ κοίταξε τριγύρω στο δωμάτιο, έκανε να σηκώσει ένα μικρό αντικείμενο κι ευθύς το άφησε γιατί τα χέρια του έτρεμαν. Βρήκε ένα παλιό καφάσι, κάθισε και περίμενε με τα μάτια ορθάνοιχτα.
Ύστερα δε θυμόταν πόσο έμεινε σ εκείνο το δωμάτιο, αν και κατόρθωσε να συγκρατήσει κάθε ανεπαίσθητη λεπτομέρεια της μονότονης αναμονής του για να την αναπλάσει έπειτα στις εκούσιες και ακούσιες ονειροπολήσεις του. (Ήταν καταγεγραμμένα σ' εκείνο το ολοένα και πιο χρήσιμο τμήμα με τίτλο «Προσωπικές Συναντήσεις με τη Μέδουσα», ένα τμήμα που κέρδιζε σε υπόσταση κι αυτή η υπόσταση ήταν όλο περιδινούμενες ερυθρές μορφές και φωνές που σύριζαν). Ο Ντρέγκλερ θυμόταν ολοζώντανα παρ' όλ'αυτά πως έφυγε πανικόβλητος από εκείνο το δωμάτιο με το που αντίκρισε φευγαλέα τον εαυτό του σ' έναν παλιό καθρέφτη που είχε ένα λεπτότατο ράγισμα στο κέντρο του. Και βγαίνοντας του κόπηκε η ανάσα όταν ένιωσε να τον τραβούν πίσω στο δωμάτιο. Όμως δεν ήταν παρά μια κλωστή από το πανωφόρι του, που πιάστηκε στην πόρτα. Τελικά κόπηκε και ο Ντρέγκλερ ελευθερώθηκε με την καρδιά του να βροντοχτυπά από τον τρόμο.
Ο Ντρέγκλερ δε φανέρωσε ποτέ στους φίλους του την επιτυχία του εκείνου του απογεύματος, κι ούτε θα μπορούσε άλλωστε, και να 'θελε. Τηρώντας την υπόσχεσή τους, επανόρθωσαν για την αναστάτωση και την αμηχανία που πιθανόν προκάλεσαν στον Ντρέγκλερ εξαιτίας του -κατά τα λόγια του Γκλιρ- «περιστατικού του βιβλιοπωλείου». Οι τρεις τους οργάνωσαν ένα πάρτι προς τιμήν του Ντρέγκλερ που τελικά γνώρισε την καινούρια σύζυγο του Γκλιρ και τη συνεργό της στη «φάρσα». (Ο Ντρέγκλερ συνειδητοποίησε πως κανένας, και πάνω απ' όλους ο ίδιος, δεν ήταν διατεθειμένος να ομολογήσει πως ήταν κάτι παραπάνω από φάρσα απλώς). Ο Ντρέγκλερ έμεινε μονάχος για λίγο μόνο με εκείνη τη γυναίκα στη γωνιά ενός γεμάτου κόσμο δωματίου. Ενώ γνώριζαν ο ένας το έργο του άλλου, ήταν η πρώτη φορά που συναντιόνταν. Παρ' όλ αυτά, παραδέχτηκαν και οι δυο πως είχαν μια αίσθηση προηγούμενης γνωριμίας, χωρίς όμως να μπορούν, ή να είναι πρόθυμοι, να ορίσουν από πού πήγαζε. Και, αν και είχαν πάμπολλους κοινούς γνωστούς, δε βρήκαν κάποιον ή κάτι που να τους συνδέει άμεσα.
«Ίσως ήσουν φοιτήτριά μου», πρότεινε ο Ντρέγκλερ.
Εκείνη χαμογέλασε και είπε: «Σ' ευχαριστώ, Λούσιαν, όμως δεν είμαι τόσο νέα όσο νομίζεις».
Ύστερα την σκούντηξαν από πίσω («Ουπς», είπε ένας μισομεθυσμένος πανεπιστημιακός) και κάτι, που το στριφογύριζε μηχανικά στα δάχτυλά της, κατέληξε στο ποτό του Ντρέγκλερ. Μετέτρεψε το καθαρό, αφρίζον ποτό σε υγρό ρόδινο φως.
«Λυπάμαι. θα σου φέρω άλλο», είπε εκείνη και χάθηκε μες στο πλήθος.
Ο Ντρέγκλερ ψάρεψε το σκουλαρίκι μέσ' από το ποτήρι κι έφυγε κρυφά παίρνοντάς το μαζί, προτού προλάβει εκείνη να γυρίσει με το καινούριο του ποτό. Αργότερα, στο δωμάτιό του, το έβαλε σ' ένα μικρό κουτί κι έγραψε πάνω: «Θησαυροί της Μέδουσας».
Όμως δε μπορούσε να αποδείξει τίποτε και το 'ξερε.
Όχι πολλά χρόνια αργότερα, ο Ντρέγκλερ έκανε έναν από τους διάσημους πλέον περιπάτους του στην πόλη. Από το περιστατικό του βιβλιοπωλείου και έπειτα, είχε προσθέσει κάμποσους καινούριους τίτλους στο έργο του που του είχαν εξασφαλίσει το πιστό και συνεπαρμένο αναγνωστικό κοινό που προηγουμένως του έλειπε. Πριν από το «εύρημά» του, οι λόγιοι κύκλοι και το ευρύ κοινό δεν του έδειχναν παρά ένα αόριστο ενδιαφέρον, τώρα όμως κάθε μικρό του συνήθειο, που από τα βασικά ανάμεσά τους ήταν οι καθημερινές του περιπλανήσεις, είχε αναχθεί από τους σχολιαστές του σε «αντιπροσωπευτικό γνώρισμα και «καθοριστική ιδιορρυθμία». «Οι περίπατοι του Ντρέγκλερ», έλεγε ένα άρθρο, «είναι περιπλανήσεις του σύγχρονου νου, αστικά ταξίδια ενός τυραννισμένου Οδυσσέα χωρίς Ιθάκη». Ένα άλλο άρθρο είχε το εξής υπερθετικό σχόλιο, που μπήκε και στο οπισθόφυλλο ενός από τα βιβλία του Ντρέγκλερ: «Ο πιο μπαρόκ κληρονόμος των εμμονών του υπαρξισμού».
Όμως, ό,τι ανοησίες κι αν ενέπνευσαν, τα πρόσφατα βιβλία του «Ένα Μπουκέτο Σκουληκιών», «Γιορτή Αραχνών», και «Νέοι Στοχασμοί για τη Μέδουσα»- του έδωσαν τη δυνατότητα να «αδράξει τα μυαλά μιας ψυχορραγούσας γενιάς και να τους περάσει τον πόνο του». Αυτά τα λόγια γράφτηκαν, μάλλον παραδόξως, από τον Τζόζεφ Γκλιρ σε μια εξαιρετικά ευνοϊκή κριτική του για το Νέοι Στοχασμοί σε μια φιλοσοφική τριμηνιαία έκδοση. Πιθανόν να πίστευε πως με αυτή την κριτική θα αναζωπύρωνε τη φιλία του με τον παλιό του συνάδελφο, όμως ο Ντρέγκλερ δεν ανταποκρίθηκε ποτέ στην προσπάθεια του Γκλιρ ούτε στις επανειλημμένες προσκλήσεις του να βρεθούν με εκείνον και τη σύζυγό του. Τι άλλο να έκανε ο Ντρέγκλερ; Είτε το γνώριζε ο Γκλιρ είτε όχι, ήταν τώρα ένας απ' αυτούς. Το ίδιο και ο Ντρέγκλερ, αν και το σωτήριο πλεονέκτημά του ήταν η γνώση αυτού του ενοχλητικού γεγονότος, μια γνώση που ήταν μέρος της οδύνης του.
«Δε μπορούμε να ζήσουμε παρά μονάχα εναποθέτοντας την "ψυxή" μας στα χέρια της Μέδουσας, έγραφε ο Ντρέγκλερ στους Νέους Στοχασμούς. «Το θέμα δεν είναι αν πρόκειται για άγγελο ή για τέρας. Το καθένα από τα δυο μας παρέχει μια αποτροπιαστική λοξοδρόμηση από μια τελική καταστροφή που θα μας απολίθωνε το καθένα είναι ένα προσωπείο που αποκρύπτει το πλέον αποτρόπαιο πρόσωπο, ένα γιατρικό που μουδιάζει το νου. Και η Μέδουσα θα φροντίσει να μας προστατέψει, σφραγίζοντας τα βλέφαρά μας με το κολλώδες πτύσμα των φιδιών της, καθώς τα κορμιά τους επιμηκύνονται και γλιστρούν μέσ' από τα χείλη μας για να μας κατασπαράξουν από μέσα. Αυτό είναι που δεν πρέπει ποτέ να αντικρίσουμε παρά στη φαντασία μας μονάχα, όπου είναι θέαμα γοητευτικό. Και στα λόγια, και στο νου, η Μέδουσα πολύ περισσότερο σαγηνεύει παρά απωθεί και μας στοιχειώνει, δίχως να μας απολιθώσει όμως. Από την πέρα μεριά είναι το αδιανόητο, το ανήκουστο, Αυτό-που-δε-θα-έπρεπε-να-είναι: σαν να λέμε, το Πραγματικό. Αυτό είναι που πνίγει με εκατό δάχτυλα την ψυχή μας - κάπου, ίσως σ' εκείνο το σκοτεινό δωμάτιο που μας έκανε να λησμονήσουμε τον εαυτό μας, σ' εκείνο το μέρος όπου αφήσαμε τον εαυτό μας ανάμεσα σε σκιές και αλλόκοτους ήχους-, ενώ το μυαλό και τα λόγια μας παίζουν σαν ανόητα παιχνιδιάρικα κατοικίδια με λοξοδρομήσεις από μια απροσμέτρητη καταστροφή. Η τραγωδία είναι πως πρέπει να περάσουμε τόσο κοντά της για να την αποφύγουμε. Από τον τρόμο μπορούμε να κρυφτούμε μονάχα στην καρδιά του τρόμου».
Τώρα ο Ντρέγκλερ είχε φτάσει στο τέλος του καθημερινού του περιπάτου σ' εκείνο το άλλο δωμάτιο όπου έκανε συνήθως μεταβολή κι επέστρεφε στο διαμέρισμά του. Κοίταξε τη μαύρη πόρτα με το μπρούντζινο πόμολο και ρόπτρο, ύστερα το βλέμμα του διέτρεξε το δρόμο, τα αραδιασμένα φώτα στις μπροστινές βεράντες και στα παράθυρα στα εξώστεγα που λαμπύριζαν εκτυφλωτικά στην τελευταία ανταύγεια του σούρουπου. Στρέφοντας τα μάτια προς τον ουρανό είδε τους γαλαζωπούς θόλους των φώτων του δρόμου: σαν άλως χωρίς τίποτα να περικλείει έμοιαζε το καθένα τους ή σαν μάτι ορθάνοιχτο. Ένα ψιλόβροχο άρχισε να πέφτει, όχι τίποτε ενοχλητικό. Όμως την επόμενη στιγμή ο Ντρέγκλερ είχε καταφύγει ήδη στο φιλόξενο καστανοκόκκινο ψαμμίτη.
Βρέθηκε σύντομα μπρος στην πόρτα του δωματίου, με τα χέρια του βυθισμένα στις τσέπες του πανωφοριού του, μακριά από τον πειρασμό. Τίποτε δεν είχε αλλάξει, πρόσεξε, τίποτε απολύτως. Η πόρτα δεν είχε ανοιχτεί από κανέναν από τότε που την έκλεισε για τελευταία φορά πίσω του εκείνη την πυρετώδη μέρα, χρόνια πριν. Και να η απόδειξη που ο Ντρέγκλερ ήξερε με κάποιον τρόπο πως θα έβρισκε: εκείνη η μακριά κλωστή από το πανωφόρι του κρεμόταν ακόμα από κεί όπου είχε πιαστεί, ανάμεσα στην πόρτα και την κάσα. Τώρα δεν έμπαινε πια κανένα ζήτημα για το τι θα έκανε.
Ήταν μια γρήγορη ματιά μέσ' από μια χαραμάδα που άφηνε χώρο ίσα για το χέρι του, αρκετή όμως για να ριψοκινδυνέψει ο Ντρέγκλερ την απώλεια όλων των ψευδαισθήσεων, όλων των γοητευτικών τραυμάτων που είχε καταφέρει να εκφράσει στο νου του και μέσ' από τα βιβλία του και που τώρα θα σκόρπιζαν σαν τους αλλόκοτους ίσκιους που φανταζόταν ο Ντρέγκλερ πως γέμιζαν ακόμα εκείνο το δωμάτιο. Κι οι φωνές - θα άκουγε εκείνο το συριγμό που προανάγγελλε εξίσου με τις φευγαλέες κόκκινες μορφές την παρουσία της; Τα μάτια του καρφώθηκαν στο χέρι του που γυρνούσε απαλά το πόμολο για να ανοίξει την πόρτα. Έτσι το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν το πώς βάφτηκε το χέρι του με ένα ρόδινο χρώμα σαν της χαραυγής και μετά με ένα βαθύτερο πορφυρό του λυκόφωτος με το που βρέθηκε ολόκληρο εκτεθειμένο στο παράξενο φως μες στο δωμάτιο.
Δεν υπήρχε λόγος να πιέσει το διακόπτη του φωτός μέσα. Έβλεπε ήδη αρκετά καθώς βοηθούσε την όρασή του, που ήταν ακόμα εξαίρετη ούτως ή άλλως, ένας ραγισμένος καθρέφτης με τον τρόπο που ήταν βαλμένος, φανερώνοντάς του μια κατοπτρική εικόνα από τα σκοτεινά βάθη του δωματίου. Και στα βάθη του καθρέφτη; Μια πρισματική εικόνα, κάτι ραγισμένο από ένα χάσμα λεπτό σαν κλωστίτσα, που από μέσα του ανάβρυζε μια ιξώδης ερυθρή λάμψη. Υπήρχε ένας άντρας στον καθρέφτη όχι, όχι ένας άντρας, ένα ανδρείκελο ή μια φιγούρα πετρωμένη, ασάλευτη. Ήταν γυμνός κι άκαμπτος, ακουμπισμένος πάνω σε μια ψηλή στοίβα κάθε λογής πραγμάτων, με τα χέρια τεντωμένα πίσω λες και έπεφτε με τη ράχη και τα είχε απλώσει ενστικτωδώς. Το κεφάλι του ήταν επίσης ριγμένο πίσω, σχεδόν σαν να είχε σπάσει ο λαιμός τα μάτια του ήταν σφαλιστά, σαν δυο σφραγισμένες πτυχές, δυο οφθαλμικές σχισμές που είχαν αντικαταστήσει τις κόγχες. Και το στόμα του έχασκε τόσο διάπλατο ουρλιάζοντας άηχα που τσίτωνε τη γέρικη μορφή σβήνοντας τις ρυτίδες της.
Με δυσκολία αναγνώρισε ο Ντρέγκλερ αυτό το πρόσωπο, αυτή τη γυμνή και παραλυμένη μορφή που την είχε ολότελα ξεχάσει και δεν τη σκεφτόταν παρά μονάχα σαν μακάβριο σχήμα λόγου που κάποτε το χρησιμοποιούσε για να περιγράψει την παράδοξη κατάσταση της ψυχής του. Όμως δεν ήταν πια μια γοητευτική εικόνα απλώς της φαντασίας. Το καθρέφτισμα τής είχε χαρίσει γοητεία, την είχε κάνει ανεκτή για τα λογικά του θεατή, όπως είχε κάνει το καθρέφτισμα εκείνα τα φίδια και το πλάσμα που τα είχε πάνω του, γραφικά και χωρίς την ικανότητα να απολιθώνουν. Κανένα καθρέφτισμα όμως δεν έδινε την ελάχιστη ιδέα για το τι σήμαινε να αντικρίσεις το πλάσμα καθαυτό ούτε για την κατάσταση του να είσαι πέτρα.
Τώρα τα φίδια σάλευαν, κουλουριάζονταν γύρω από τα σφυρά, τους καρπούς, το λαιμό του, έμπαιναν κρυφά στο στόμα του άντρα που ούρλιαζε, έψαυαν τα μάτια του. Βαθιά στον καθρέφτη δυο μάτια ακόμα άνοιξαν που είχαν το χρώμα νερωμένου κρασιού, και μέσ' από μια σκοτεινή, κουβαριασμένη μάζα βάλθηκαν να αγριοκοιτάζουν. Τα μάτια συνάντησαν τα δικά του, όχι μέσα σ' έναν καθρέφτη όμως. Και το στόμα ούρλιαζε, αλλά άηχα. Τελικά επανενώθηκε ο Ντρέγκλερ με το χειρότερο δυνατό τρόπο με το πράγμα μες στο δωμάτιο.
'Ακαμπτος μες στην πέτρα τώρα, άκουσε τον εαυτό του να σκέφτεται. Πού είναι ο κόσμος, οι λέξεις μου; Δεν υπήρχε πια κόσμος, λέξεις, υπήρχε ένα στενό δωμάτιο μονάχα και οι δυο αδιαχώριστοι ένοικοί του. Τίποτε πέρα απ αυτό δε θα υπήρχε πια για εκείνον, δε θα μπορούσε να υπάρξει κι ούτε είχε υπάρξει ποτέ για την ακρίβεια. Μες στη ρόδινη καρδιά του τρόμου, ο τρόμος βρήκε τελικά τον Ντρέγκλερ.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις