Γιώργος Λίκος. Μια παρουσίαση από τον Χρήστο Δανιήλ

265846
Συγγραφέας: Λίκος, Γιώργος
Εκδόσεις: Γαβριηλίδης
Σελίδες:146
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/2005
ISBN:9789603360407


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


ΚΡΙΤΙΚΗ



Ο Γιώργος Λίκος (1920-2000) υπήρξε ένας από τους πλέον ολιγογράφους, καθώς και από τους λιγότερο γνωστούς ποιητές της Α' μεταπολεμικής γενιάς. Στην ολιγογραφία του θα πρέπει να συνετέλεσαν η απαιτητικότητα που τον διέκρινε απέναντι στον εαυτό του και ο φόβος της επανάληψης, που, όπως φαίνεται, τον διακατείχε εντονότατος σε όλη την ποιητική του πορεία. Οσο για τους λόγους που τον κράτησαν «άγνωστο στο ελληνικό ποιητικό τοπίο», με συνέπεια να απουσιάζει από τις ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας, τις ανθολογίες και τα σχολικά εγχειρίδια νεοελληνικής λογοτεχνίας, αυτοί θα πρέπει, πρωτίστως, να αναζητηθούν στην ιδιαιτερότητα της ποίησής του· ιδιαιτερότητα που εμπόδισε την ανεπιφύλακτη και αμιγή ένταξή του σε κάποιο από τα κυρίαρχα μεταπολεμικά ποιητικά ρέυματα.

Οπως επισημαίνει ο παρουσιαστής-ανθολόγος της παρούσας έκδοσης, Χρήστος Δανιήλ, στην εμπεριστατωμένη και οξυδερκή εισαγωγή του, αν δεχτούμε τη συμβατική διάκριση της Α' μεταπολεμικής γενιάς που προτείνουν οι γραμματολόγοι για λόγους ταξινόμησης α) σε ποιητές που εκφράζουν με το έργο τους την πολιτική τους θέση και στάση, β) σε ποιητές που από την κοινωνική περνάνε στην υπαρξιακή αγωνία και γ) σε ποιητές που η ποιητική τους παραγωγή σχετίζεται με τα διδάγματα του υπερρεαλισμού, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Γιώργος Λίκος άνετα μπορεί να ενταχθεί στην τρίτη ομάδα. Κι αυτό, γιατί μαζί με τον Εκτορα Κακναβάτο, τον Νάνο Βαλαωρίτη, τον Δημήτρη Παπαδίτσα, τον Ε. Χ. Γονατά και μερικούς άλλους ακόμα ομότεχνούς του συνθέτουν το εύρωστο σώμα του μεταπολεμικού μας υπερρεαλισμού· τη «μεταϋπερρεαλιστική» περίοδο του υπερρεαλισμού, όπως άρεσε του Λίκου να λέει, εννοώντας ότι «δεν μπορούμε να συνεχίζουμε πάντα με αυτόματες γραφές»· χρειάζεται να ενωθεί ο «ελληνικός ποιητικός πλούτος» (από τον Ερωτόκριτο, τα δημοτικά τραγούδια, τον Σολωμό, τον Καβάφη, τον Παλαμά και τον Σικελιανό) με τους καρπούς του υπερρεαλισμού· κι αυτό προσπάθησε να κάνει ο ίδιος, ξεμακραίνοντας ίσως έτσι από την ποιητική πραγματικότητα της εποχής του.

Κι όμως, όταν έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τον υπερρεαλισμό (μέσω του φίλου και συμμαθητή του Νάνου Βαλαωρίτη συναντά τον Ελύτη, τον Εγγονόπουλο, τον Γκάτσο, μελετά το «Μανιφέστο» του Μπρετόν, διαβάζει ποιήματα του Τζαρά και του Ελιάρ), αισθάνεται «σαν να είχα βρει τη γυναίκα της ζωής μου. Κι έπεσα με τα μούτρα στα κείμενα του υπερρεαλισμού. Κι άρχισα να κάνω αυτόματες γραφές», εξομολογείται ο ίδιος. Οι οποίες -αυτόματες γραφές- μπορεί να τον ελευθερώνουν από τα δεσμά του «νεο-ακαδημαϊσμού», δεν τον λυτρώνουν, όμως, από τις πικρές μνήμες του Πολέμου, της Κατοχής, της Αντίστασης, του Εμφυλίου, ακόμα της Προσφυγιάς (ήταν δύο ετών όταν ήρθε η οικογένειά του από την Κωνσταντινούπολη το 1922), που στιγμάτισαν τον ψυχισμό του και τον κρατούν δέσμιο ενός μόνιμου και παράλογου φόβου ότι μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να συντελεστεί μια φοβερή καταστροφή. Γεγονός που σημαίνει ότι ο βιωματικός του πυρήνας είναι τόσο ισχυρός, που μπορεί και τον εκτρέπει από τη σαγηνευτική κοίτη του υπερρεαλισμού· τον θέτει μπροστά σε καίρια προβλήματα γύρω από το ρόλο και τη σκοπιμότητα ενός κινήματος που υπήρξε προϊόν ωσμώσεων ρευμάτων και ιδεών, καθώς και συνθηκών εντελώς διαφορετικών από τις κρατούσες στην Ελλάδα, όπου τόσο η ιστορία της όσο και η πλούσια ποιητική της παράδοση επιβάλουν ιδιαίτερους τρόπους μετακένωσης του παλιού στο καινούριο και τανάπαλιν.

Τα τραυματικά βιώματά του και ο τρόπος με τον οποίο εισπράττει και οικειοποιείται τα εξωτερικά, πνευματικά και ιστορικά, δεδομένα, τον εμποδίζουν να παραμείνει αμετακίνητος στη θαυμαστική στάση και πίστη του στα διδάγματα του υπερρεαλισμού. Ακόμα και όταν, όπως λέει ο ίδιος, γράφει μόνον «όταν περιπέσει σε μια ειδική ψυχική κατάσταση, όπου γίνεται μια αφαίρεση των πραγμάτων γύρω του»· ακόμα και όταν βρίσκεται μετέωρος σε μια κατάσταση με εκατέρωθεν διαχυμένα τα όρια της πραγματικότητας και του ονείρου, ακόμα και τότε μοιάζει να μην μπορεί να απαλλαγεί από την αιμοσταγή μνήμη της εποχής που τον σημάδεψε ανεξίτηλα. Οσο για το υποσυνείδητό του, στα αχανή βάθη του οποίου έμαθε, ως υπερρεαλιστής, να βυθίζεται, προκειμένου να ανασύρει απ' αυτά τιμαλφή της ψυχής του και ψηφίδες του αληθινού του προσώπου, δεν έμεινε εντελώς αδιάβρωτο από τις εκπομπές αυτής της μνήμης· ώστε, ενεργοποιώντας το, δέχεται απρόσμενες εικόνες και απεικάσματα μιας εποχής τραυματικής· η αθωότητά του σκιάζεται ίσως όχι από λύπη, αλλά πάντως από φόβο ή τρόμο. Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς και για τη φαντασία, προς την οποία ο Λίκος τρέφει απεριόριστη εμπιστοσύνη· τόση που τη θεωρεί «πραγματικό γεγονός», συμβάν της πραγματικότητας· ακόμα κι αυτή δεν μοιάζει απολύτως απελευθερωμένη από τα καθοριστικά του ψυχισμού του γεγονότα· κάποτε θρέφεται απ' αυτά, συμβάλλοντας στη σύνθεση εικόνων και ήχων με εμφανή στοιχεία-παράγωγα του συγκινησιακού τους εκτοπίσματος.

Φύσει αισιόδοξος, ωστόσο, ο Γιώργος Λίκος, πάλι από τον υπερρεαλισμό διδαγμένος και ενδυναμωμένος, μπορεί να αντιπαρέρχεται τις όποιες μαύρες σκέψεις και να ατενίζει έναν άλλο κόσμο άπλετα φωτεινό, αφού στη συνείδησή του το φως είναι συνώνυμο της πραγματικής ελευθερίας, αυτής της μακρινής και συνάμα τόσο, διά της φαντασίας, κοντινής πατρίδας του ανθρώπου, της οποίας οι ακρογωνιαίοι λίθοι είναι, κατά τον ποιητή, ο έρωτας, η ποίηση και η θάλασσα. Τρία στοιχεία που τον συνδράμουν στην άλλοτε νηφάλια και άλλοτε αγωνιώδη προσπάθειά του να αντισταθεί στη φθορά και το θάνατο, με την ιδέα του οποίου αρνείται πεισματικά να συμφιλιωθεί, αντιπαραθέτοντας στην αποστροφή του και στο φόβο του γι' αυτόν μια στάση ιδιότυπα μεταφυσική και μια άδολη, σχεδόν παιδική, βεβαιότητα ότι υπάρχουν υπέρτατες δυνάμεις που δρουν ερήμην του και τον σέργουν στην αναζήτηση της πραγματικής, άσπιλης ομορφιάς.

Ο έρωτας, λοιπόν, η ποίηση και η θάλασσα προστατευτικά περιβεβλημένα, και τα τρία, από τη φύση, την οποία ο Γιώργος Λίκος «αντιλαμβάνεται ως όλον και συμβιώνει μαζί της. Μόνο σε επαφή με τη φύση ολοκληρώνεται συναισθηματικά, νοηματοδοτείται η ύπαρξή του. Είναι ίσως από τους μεταπολεμικούς ποιητές ο μόνος που παραχωρεί στη φύση, το ανοικτό τοπίο, αυτή τη λειτουργία. Θέση ανάλογη με αυτή που έχουν η θάλασσα και το φως στην ποίηση του Ελύτη ή και ακόμα προγενέστερων, όπως του Καββαδία», όπως παρατηρεί ο Χρήστος Δανιήλ. Ο οποίος προσέγγισε και ανθολόγησε το έργο του Λίκου με φιλολογική επάρκεια, σύνεση και ασυνήθιστη ευαισθησία, αναστηλώνοντας ένα ποιητικό πρόσωπο ελάχιστα γνωστό, σχεδόν αγνοημένο, για να καταλήξει στην παραμυθητική για τη μνήμη του ποιητή -αν η μνήμη χρειάζεται παραμυθία- κατακλείδα: «Δεν γνωρίζω αν θα πάψει ποτέ να παραμένει άγνωστος, το πιθανότερο πως όχι, όμως θα εξακολουθεί πλάι στο όνομα του Γιώργου Λίκου να δηλώνεται το ίδιο προσηγορικό: ποιητής. Και τούτο είναι το σπουδαιότερο».



ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 21/07/2006

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!