0
Your Καλαθι
Ανύπαρκτη πολιτεία
Περιγραφή
Επίμετρο: Ιων Ζώτος
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, στο τέλος της δημιουργικής και ερωτικής ζωής του, και η Αλεξάνδρεια στις στιγμές της ύστατης λάμψης και της αμετάκλητης παρακμής της, κρύβονται πίσω από τα φανταστικά πρόσωπα και τοπία αυτής της αριστοτεχνικής βιογραφικής μυθοπλασίας. Ένα «ξεχασμένο» σημαντικό μυθιστόρημα για την πλατωνική φιλία και τα επικίνδυνα πάθη, για την τέχνη και τη ζωή σε κοσμοπολίτικα σαλόνια και κακόφημα μέρη, στο σταυροδρόμι της Ανατολής και της Ευρώπης.
Ο Ρόμπερτ Λίντελ, που έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στο Κάιρο, την Αλεξάνδρεια και την Αθήνα (όπου πέθανε το 1992), έγραψε μεταξύ άλλων την πρώτη κριτική βιογραφία του Καβάφη. Υπήρξε ένας αρχικά παραγνωρισμένος (λόγω της απουσίας του από την Αγγλία) αλλά προς το τέλος της ζωής του καταξιωμένος και αγαπημένος συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, «ένας από εκείνους τους μυθιστοριογράφους που περνούν τη ζωή τους αθόρυβα γράφοντας κλασικά έργα» (Patrick White).
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η Ανύπαρκτη Πολιτεία (Unreal City, 1952) του Ρ. Λίντελ, η «Καισάρεια» του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αντανακλά μια άλλη πολιτεία, αγαπημένη στον συγγραφέα, την Αλεξάνδρεια, στην οποία αφιερώνει το πρώτο έργο της μεσανατολικής τριλογίας του (τα άλλα δύο βιβλία είναι: The Rivers of Babylon, 1959, και Object for a Walk, 1966). Σε αυτή τη φανταστική πολιτεία ζει «ο γέρος ποιητής της πόλης», ο Καβάφης, μέσα από το μυθιστορηματικό του είδωλο, τον Ευγενίδη. Την ιστορία του διηγείται ο νεαρός άγγλος καθηγητής Τσαρλς Χάρμπορντ, παρών και στα άλλα δύο μυθιστορήματα της τριλογίας, διαθλασμένη εικόνα του συγγραφέα, ο οποίος οργάνωσε αυτό το ευφυές παιχνίδι των αντικατοπτρισμών προκειμένου να μιλήσει ειλικρινά για τους τόπους, τα ποιήματα και τους ανθρώπους που αγάπησε.
Δανειζόμενος τον τίτλο του από τον Έλιοτ, ο Λίντελ επιχειρεί με την Ανύπαρκτη Πολιτεία να καταγράψει τους αμφίθυμους δεσμούς του με την Αλεξάνδρεια, όπου έζησε, με τον Καβάφη, του οποίου έγραψε τη βιογραφία, και γενικότερα με τον ελληνισμό, την ελληνικότητα, όπως τη βίωσε επιλέγοντας να εγκατασταθεί μονίμως στην Ελλάδα αλλά και κατά την παραμονή του στην Αίγυπτο, στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και του ελληνικού Εμφυλίου. Αλεξανδρινό μυθιστόρημα και μυθιστορηματική βιογραφία, το έργο είναι παράλληλα μια βαθιά κι επίμονη μελέτη άλγους και υπαρξιακής αγωνίας, μια σπουδή ελληνικότητας, φιλτραρισμένης μέσα από το βλέμμα ενός αγγλοσάξονα αφηγητή, και μια άσκηση αισθητικής. Οι ανάσες του κειμένου γεμίζουν με τον ψίθυρο άλλων κειμένων, του ίδιου του Λίντελ, του Καβάφη, του Έλιοτ, του Ντάρελ, του Φόρστερ ή του Προυστ, και ο λόγος εμφανίζεται ως είδωλο και κάτοπτρο μαζί της ίδιας της γραφής.
Το μυθιστόρημα, κυκλικό στη δομή του, αρχίζει και τελειώνει με τη θάλασσα-καθρέφτη της Καισάρειας-Αλεξάνδρειας. Εκεί καταφεύγει ο αφηγητής στην αρχή, για να συλλογιστεί το πένθος του η αδελφή του έχει σκοτωθεί στους βομβαρδισμούς του Λονδίνου, και στο τέλος, για να μοιραστεί τη χαρά της διπλής απελευθέρωσης, από τον φόβο του πολέμου που έχει πια λήξει και από το πένθος που έχει πλέον εξημερωθεί. Περιφερόμενος στη Σήζαρ, όπως ονομάζουν οι φαντάροι την πόλη, ο Τσαρλς υπερβαίνει τη μοναξιά, την ανία και την κατάθλιψή του συναναστρεφόμενος τον γέρο, ομοφυλόφιλο λόγιο Ευγενίδη. Γέννημα θρέμμα της αστικής Καισάρειας, περήφανος για την καταγωγή του και υπέρμαχος της τάξης του, θαμώνας εξ επιλογής των «mauvais endroits» της πόλης, ο εκκεντρικός φίλος του Τσαρλς φωτίζει τη συνοχή και την κρυφή λάμψη της επιφανειακά κατακερματισμένης και άσχημης Καισάρειας και δοκιμάζει τις ανοχές και τις αντοχές του νεαρού Αγγλου. Ο αφηγητής διαχέει το πένθος του στα κακόφημα στέκια των ομοφυλοφίλων, στον έρωτα του φίλου του για τον όμορφο καναδό στρατιώτη Τζίμυ-Αντίνοο και στις εργασίες του για την ελληνιστική Καισάρεια, ασκείται στη λαϊκή ψυχολογία συνομιλώντας με τη γραφική Χρυσάνθη, την υπηρέτρια του Ευγενίδη, εντρυφά στην αστική κενότητα στις συγκεντρώσεις της ελληνικής παροικίας. Ανακαλύπτει την πόλη μες στην πολυχρωμία και τις αντιφάσεις της, ανακαλύπτοντας εκ νέου τη ζωή.
Την ίδια στιγμή ο Καβάφης αποκτά σάρκα και οστά: ο φόβος της κοινωνικής κατακραυγής και της απόρριψης που ακολουθεί μονίμως τον Ευγενίδη, χωρίς να αμβλύνει στο ελάχιστο τις επιλογές του ως το τέλος του βίου του, η ελληνικότητά του, ο αυταρχισμός, οι ζήλιες και οι τσιγκουνιές του, η ακυρωμένη από το γήρας ηδονοθηρία του, από την οποία όμως δεν παραιτείται ούτε στον προθάλαμο των ιατρείων και του άλλου κόσμου, ζωντανεύουν τον ποιητή. Ο Ευγενίδης δεν είναι ποιητής, τα καβαφικά ποιήματα γλιστράνε στο κείμενο ως αφηγήσεις των νεανικών του περιπετειών, είναι καβαφικά ελληνικός και ερωτικός και επίσης καβαφική είναι η αντίληψή του της ιστορίας.
Ο ήρωας του Λίντελ βιώνει την ιστορία ως παρόν και συνέχεια, περιβάλλει με ιστορικότητα την πόλη και τους ανθρώπους της, δρα με την παρουσία του θεραπευτικά ως προς την απουσία ιστορικού ίχνους που σημαδεύει την Καισάρεια-Αλεξάνδρεια, καθαγιάζει την ατέλεια ως εγγενές χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης και των πραγμάτων και την εγγράφει σε μια παρηγορητική διαχρονία, γίνεται τελικά ο ίδιος ψυχή και σώμα της πόλης. Σύνθεση του Καβάφη και του πρώτου έλληνα αεροπόρου, του Βελούδιου, με όνομα δανεισμένο από τον Έλιοτ και χαρακτηριστικά από τον Αδριανό, ο γέρος λόγιος είναι το σύμβολο της πόλης, που επίσης επιβάλλεται με την ιδιοτροπία της, την παράδοξη γονιμότητά της, την κρυφή ζωοποιό της δύναμη, η οποία της επιτρέπει να συνθέτει τα πλέον ετερόκλητα στοιχεία σε μια δυναμική προοπτική. Ιστορικά απογυμνωμένη, πολιτιστικά ετερογενής, γεωγραφικά δύσθυμη, η Καισάρεια αναδίνει το άρωμα του παρελθόντος μαζί με τη δυσωδία της θάλασσάς της, διαλύει στη σκόνη της τις διαφορές των ανθρώπων που την κατοικούν, αγκαλιάζει στο σκοτάδι της τη διαφορετικότητα και της προσδίδει τη χροιά του κατεστημένου. Στους δρόμους και στα κέντρα της συμφύρονται ο Ελληνισμός και η Δύση, το πνεύμα και η ύλη, το πένθος και η ηδονή, η διαστροφή και ο καθωσπρεπισμός.
Σε αυτή την Καισάρεια όλα τα πρόσωπα και μαζί με αυτά και ο συγγραφέας διερευνούν τα θεμελιώδη ερωτήματα της ζωής και του θανάτου, της μοναξιάς και του έρωτα, του γήρατος, της τέχνης και της ιστορίας. Η πόλη δίνει τη δική της απάντηση και ο αναγνώστης καλείται να την αποκωδικοποιήσει στο δικό του σύστημα αξιών, απολαμβάνοντας ένα άρτιο μυθιστόρημα.
Τιτίκα Δημητρούλια, ΤΟ ΒΗΜΑ, 30-05-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις