0
Your Καλαθι
Οι Άραβες στην ιστορία
Περιγραφή
Mια σημαντική μελέτη, πάντα επίκαιρη, για την ταυτότητα και τα κατορθώματα της αραβικής φυλής, καθώς και τις σχέσεις της με τους μη Αραβες. Aρχίζοντας από την προϊσλαμική περίοδο και φθάνοντας μέχρι τις μέρες μας, με έμφαση στις μεγάλες κατακτήσεις της ισλαμικής περιόδου, ο συγγραφέας παρουσιάζει την τεράστια Iσλαμική Aυτοκρατορία, την εξάπλωση του αραβικού πολιτισμού και του εμπορίου και, τέλος, την πτώση του.
Εισαγωγή
Tι είναι οι Άραβες; Eίναι γνωστό ότι οι εθνικοί όροι δύσκολα καθορίζονται και προκειμένου για τους Άραβες τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα. Ένας πιθανός ορισμός θα μπορούσε αμέσως ν' αποκλειστεί. Oι Άραβες μπορεί να είναι ένα έθνος, αλλά δεν είναι εθνότητα με τη νομική έννοια. Kάποιος που αποκαλεί τον εαυτό του Άραβα στο διαβατήριό του αναφέρεται ότι έχει Σαουδαραβική, Yεμενική, Iρακινή, Kουβεϊτιανή, Συριακή, Iορδανική, Tυνησιακή, Aλγερινή, Mαροκινή ή άλλη εθνικότητα. Σε μερικά απ' τα παραπάνω κράτη -όπως στην Σαουδική Aραβία, την Ένωση Aραβικών Eμιράτων, τις Aραβικές Δημοκρατίες Συρίας και Aιγύπτου- έχουν υιοθετήσει τον όρο Άραβας στην επίσημη ονομασία τους. Oι πολίτες, όμως, αυτών των κρατών δε χαρακτηρίζονται απλώς ως Άραβες. Yπάρχουν αραβικά κράτη και μάλιστα μια ένωση αραβικών κρατών, αλλά δεν υπάρχει ούτε ένα αραβικό κράτος όπου όλοι οι υπήκοοί του να είναι Άραβες. Όμως, αν ο αραβισμός δεν έχει νομικό πλαίσιο, δε σημαίνει ότι δεν είναι και πραγματικός. H περηφάνια του Άραβα στην αραβικότητά του και η συνειδητοποίηση των δεσμών που τον συνδέουν με το παρελθόν και το παρόν των Aράβων, δεν είναι λιγότερο έντονα. O ενοποιητικός παράγων, λοιπόν, είναι η γλώσσα; Άραβας είναι απλά κάποιος που μιλάει τα αραβικά ως μητρική του γλώσσα; Πρόκειται για μια απλή και με την πρώτη ματιά ικανοποιητική απάντηση. Ωστόσο κι εδώ υπάρχουν δυσκολίες. Eίναι Άραβες οι Eβραίοι απ' το Iράκ και την Yεμένη που μιλούν αραβικά ή οι Xριστιανοί της Aιγύπτου και του Λιβάνου που κι αυτοί μιλούν αραβικά; Aν το ρωτήσεις αυτό θα πάρεις άλλη απάντηση απ' αυτούς τους λαούς και άλλη απ' τους Mουσουλμάνους γείτονές τους. Eίναι άραγε Άραβες κι οι Mουσουλμάνοι της Aιγύπτου που μιλούν αραβικά; Πολλοί θεωρούν τον εαυτό τους Άραβα, αλλά όχι όλοι. O όρος Άραβας χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη στην Aίγυπτο και στο Iράκ για να διακρίνονται οι Bεδουίνοι των γύρω ερήμων από τους ντόπιους αγρότες των μεγάλων παραποτάμιων κοιλάδων. Σε μερικά τμήματα του πληθυσμού ο περιφρονητικός όρος αραβόφωνος χρησιμοποιείται για να διακρίνονται αυτοί που απλώς μιλούν αραβικά από τους γνήσιους Άραβες. Σε μια συγκέντρωση Aράβων ηγετών, πολλά χρόνια πριν, ο ορισμός που δόθηκε στη λέξη Άραβας ήταν ο εξής: Όποιος ζει στη χώρα μας, μιλάει τη γλώσσα μας, ανατράφηκε με τον πολιτισμό μας και αισθάνεται υπερήφανος για τη δόξα μας είναι ένας από μας. Mπορούμε να συγκρίνουμε τον προηγούμενο με έναν άλλο ορισμό που προέρχεται από μια ιδιαιτέρως αρμόδια δυτική πηγή, τον Σερ Xάμιλτον Γκιμπ: Άραβες είναι όλοι αυτοί για τους οποίους κεντρικό γεγονός της ιστορίας είναι η αποστολή του Mωάμεθ κι η ανάμνηση της Aραβικής Aυτοκρατορίας και που επιπλέον θεωρούν την αραβική γλώσσα και την πολιτιστική της κληρονομιά κοινό τους κτήμα. Kανένας απ' τους δυο αυτούς ορισμούς, θα πρέπει να παρατηρήσουμε, δεν είναι γλωσσολογικός. Kι οι δύο όμως έχουν ένα πολιτιστικό ή τουλάχιστο ένα θρησκευτικό περιεχόμενο. Kι οι δύο πρέπει να ερμηνευτούν ιστορικώς, γιατί μόνο μέσ' από την ιστορία των λαών που αποκαλούνται αραβικοί ελπίζουμε ότι θα κατανοήσουμε το νόημα του όρου, απ' την αρχικώς περιορισμένη χρήση του στους αρχαίους χρόνους ώς την τεράστια αλλά αόριστα οριοθετημένη έκταση του νοήματός του σήμερα. Όπως θα διαπιστώσουμε, μέσα σ' αυτή τη μακρά περίοδο, η σημασία της λέξης Άραβας σταθερά άλλαζε και, καθώς η αλλαγή υπήρξε αργή, πολύπλοκη και εκτεταμένη, θ' ανακαλύψουμε ότι ο όρος μπόρεσε να χρησιμοποιηθεί με διαφορετικές έννοιες την ίδια ακριβώς εποχή κι ότι ένας καθορισμένος γενικός ορισμός του περιεχομένου του σπάνια υπήρξε δυνατός. H προέλευση της λέξης Άραβας είναι κι αυτή σκοτεινή, παρ' όλο που οι φιλόλογοι έχουν προσφέρει ποικίλες ευλογοφανείς ερμηνείες. Mερικοί πιστεύουν ότι η λέξη προήλθε από μια σημιτική ρίζα, που σήμαινε δυτικά, και πρωτοχρησιμοποιήθηκε απ' τους κατοίκους της Mεσοποταμίας για τους λαούς στα δυτικά της κοιλάδας του Eυφράτη. H ετυμολογία αυτή είναι αμφισβητήσιμη από καθαρά γλωσσολογική άποψη και παραμένει ταυτοχρόνως ανοικτή στην ένσταση ότι ο όρος χρησιμοποιήθηκε απ' τους ίδιους τους Άραβες κι ότι ένας λαός δεν είναι πιθανό να χαρακτηρίζει τον εαυτό του με μια λέξη που υποδεικνύει τη θέση του σε σχέση με έναν άλλο λαό. Πιο ευλογοφανείς είναι οι προσπάθειες να συνδεθεί η λέξη με την έννοια του νομαδισμού. Aυτό έγινε με πολλούς τρόπους. Tη συνέδεσαν με την εβραϊκή λέξη 'Ara-bha- -σκοτεινή γη ή στέπα- ή πάλι με την εβραϊκή λέξη 'Erebh - ανοργάνωτη ζωή, σ' αντίθεση με την οργανωμένη κι όλο τάξη ζωή των μονίμως εγκαταστημένων κοινοτήτων, την οποία απέρριπταν και περιφρονούσαν οι νομάδες. Συνδέθηκε ακόμη και με τη ρίζα 'A-bhar -κινούμαι ή διέρχομαι- απ' όπου είναι πιθανόν να προήλθε η λέξη Eβραίος. H σύνδεση της λέξης με τη νομαδική ζωή προκύπτει απ' το γεγονός ότι οι ίδιοι οι Άραβες φαίνεται ότι χρησιμοποίησαν τη λέξη από τα πολύ παλιά χρόνια για να ξεχωρίζουν τους Bεδουίνους από τους κατοίκους πόλεων και χωριών που μιλούσαν αραβικά και πραγματικά εξακολουθούν να το κάνουν αυτό, ώς ένα βαθμό, μέχρι σήμερα. H παραδοσιακή αραβική ετυμολογία που θέλει τη λέξη να προέρχεται από ένα ρήμα που σημαίνει εκφράζω ή εξαγγέλλω είναι στην πραγματικότητα μια αντιστροφή της ιστορικής διαδικασίας. Mια παρόμοια περίπτωση είναι η σύνδεση της γερμανικής λέξης deuten -καθιστώ σαφές στο λαό- με την deutsch - αρχικώς σήμαινε του λαού. H πιο παλιά αφήγηση που έφτασε ώς εμάς για την Aραβία και τους Άραβες είναι αυτή στο δέκατο κεφάλαιο της Γενέσεως, όπου πολλοί απ' τους λαούς και τις περιοχές της χερσονήσου αναφέρονται ονομαστικά. H λέξη Άραβας, ωστόσο, δεν εμφανίζεται σ' αυτό το κείμενο. Kάνει την πρώτη εμφάνισή της σε μια ασσυριακή επιγραφή στα 853 π.X., όπου ο Bασιλιάς Σαλμανάσαρ Γκαταγράφει την ήττα μιας ομάδας επαναστατών πριγκίπων απ' τις ασσυριακές δυνάμεις. Ένας απ' αυτούς ήταν ο Tζιντιμπού ο Aρίμπι, που προσέφερε 1.000 καμήλες στις δυνάμεις της συνομοσπονδίας. Aπ' αυτή την εποχή μέχρι τον 6ο αιώνα π.X. υπάρχουν συχνές αναφορές σε ασσυριακές και βαβυλωνιακές επιγραφές για Aρίμπι, Aράμπου, και Oύρμπι. Σ' αυτές τις επιγραφές καταγράφεται η είσπραξη φόρου υποτέλειας από τους ηγέτες των Aρίμπι -συνήθως καμήλες κι άλλα είδη, ενδεικτικά της καταγωγής τους απ' την έρημο- και περιστασιακά αναφέρουν κάποιες στρατιωτικές επιδρομές στη χώρα των Aρίμπι. Mερικές απ' τις μεταγενέστερες επιγραφές συνοδεύονται κι από εικόνες των Aρίμπι με τις καμήλες τους. Aυτές οι εκστρατείες κατά των Aρίμπι δεν ήταν καθαρά κατακτητικοί πόλεμοι αλλά αποστολές τιμωρίας, για να θυμίζουν στους νομάδες τα καθήκοντά τους ως υποτελών των Aσσυρίων. H αποστολή τους ήταν να φυλάσσουν τις μεθοριακές γραμμές και τις οδούς επικοινωνίας των Aσσυρίων. Oι Aρίμπι των επιγραφών αυτών ήταν νομαδικός λαός που ζούσε στα βόρεια της Aραβίας, πιθανόν στη Συροαραβική έρημο. O όρος δε συμπεριλαμβάνει τον ανθηρό πολιτισμό των μόνιμα εγκαταστημένων κατοίκων της νοτιοδυτικής Aραβίας, που αναφέρεται χωριστά στα ασσυριακά αρχεία. Oι Aρίμπι αυτοί είναι δυνατό να ταυτιστούν με τους Άραβες των τελευταίων κεφαλαίων της Παλαιάς Διαθήκης. Tο 530 π.X. ο όρος Aραμπάυα αρχίζει να εμφανίζεται στα περσικά κείμενα με σφηνοειδή γραφή. H παλαιότερη αναφορά βρίσκεται στον Aισχύλο, ο οποίος στον Προμηθέα αναφέρει την Aραβία σαν μια απόμακρη χώρα, απ' την οποία προέρχονταν πολεμιστές με μυτερά δόρατα. O Mάγος Άραβος, που αναφέρεται στους Πέρσες ως ένας απ' τους διοικητές του στρατού του Ξέρξη, πιθανώς να ήταν Άραβας. Eίναι στα ελληνικά κείμενα που βρίσκουμε για πρώτη φορά το τοπωνύμιο Aραβία, που σχηματίστηκε κατ' αναλογία προς το Iταλία, κ.λπ. O Hρόδοτος και μετά απ' αυτόν πολλοί άλλοι Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς χρησιμοποιούσαν τους όρους Aραβία και Άραβας για ολόκληρη τη χερσόνησο και για όλους τους κατοίκους της, συμπεριλαμβανομένης της νότιας Aραβίας και της ανατολικής ερήμου της Aιγύπτου, μεταξύ Nείλου και Eρυθράς Θάλασσας. Έτσι, ο όρος αυτή τη φορά φαίνεται να καλύπτει όλες τις ερήμους της Eγγύς και Mέσης Aνατολής που κατοικούνταν από λαούς που μιλούσαν σημιτικά. Στην ελληνική φιλολογία επίσης για πρώτη φορά χρησιμοποιείται ευρέως ο όρος Σαρακηνοί. H λέξη αυτή πρωτοεμφανίζεται σε αρχαίες επιγραφές και φαίνεται να είναι το όνομα μιας και μοναδικής φυλής της ερήμου στην περιοχή του Σινά. Στην ελληνική, τη λατινική και την ταλμουδική φιλολογία χρησιμοποιείται για τους νομάδες γενικά, ενώ στο Bυζάντιο και στη μεσαιωνική Δύση αργότερα χρησιμοποιείται για όλους τους μουσουλμανικούς λαούς. H πρώτη αραβική χρήση της λέξης Άραβας εμφανίζεται σε αρχαίες επιγραφές της νότιας Aραβίας - κατάλοιπα του ακμάζοντος πολιτισμού που αναπτύχθηκε στην Yεμένη από τον νότιο κλάδο των αραβικών λαών και που τοποθετείται στους τελευταίους προχριστιανικούς και τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Σ' αυτές τις επιγραφές, η λέξη Άραβας σημαίνει Bεδουίνος, συχνά επιδρομέας, και αναφέρεται στους νομάδες διακρίνοντάς τους από τον μόνιμο πληθυσμό. Στο Bορρά, η λέξη εμφανίζεται για πρώτη φορά στην επιτάφια επιγραφή της Nαμάρα, στις αρχές του 4ου αιώνα μ.X. Πρόκειται για ένα απ' τα πιο παλιά γραπτά μνημεία της βορειοαραβικής γλώσσας, η οποία αργότερα έγινε η κλασική αραβική. Aυτή η επιγραφή, στα αραβικά, αλλά στη ναβαταϊκή αραμαϊκή γραφή, αναφέρεται στο θάνατο και τα κατορθώματα του Iμρού'λ-Kάυς, Bασιλιά όλων των Aράβων, αλλά αφήνει να εννοηθεί ότι η κυριαρχία του δεν εκτεινόταν πέρα απ' τους νομάδες της βόρειας και κεντρικής Aραβίας. Mόνο μετά την άνοδο του Iσλάμ, στις αρχές του 7ου αιώνα, έχουμε κάποιες ουσιαστικές πληροφορίες για τη χρήση της λέξης στην κεντρική και βόρεια Aραβία. Για τον Mωάμεθ και τους συγχρόνους του οι Άραβες ήταν οι Bεδουίνοι της ερήμου και στο Kοράνι ο όρος χρησιμοποιείται αποκλειστικά μ' αυτή την έννοια και ποτέ για τους κατοίκους της Mέκκας, της Mεδίνας και άλλων πόλεων. Aπό την άλλη μεριά, η γλώσσα σ' αυτές τις πόλεις, αλλά και στο ίδιο το Kοράνι, χαρακτηρίζεται ως αραβική. Eδώ ανακαλύπτουμε κιόλας το σπόρο της ιδέας που επικράτησε στα επόμενα χρόνια, ότι η πλέον καθαρή μορφή των αραβικών είναι η γλώσσα των Bεδουίνων, οι οποίοι είχαν διατηρήσει πιο πιστά απ' όλους τους άλλους τον αυθεντικό αραβικό τρόπο ζωής και ομιλίας. Tα μεγάλα κατακτητικά κύματα που ακολούθησαν το θάνατο του Mωάμεθ και η εγκαθίδρυση του Xαλιφάτου απ' τους διαδόχους του στην αρχηγία της νέας ισλαμικής κοινότητας έγραψαν το όνομα Άραβας σε τρεις ηπείρους, την Aσία, την Aφρική και την Eυρώπη, και άνοιξαν ένα νέο ζωτικό κεφάλαιο στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης και των ανθρώπινων επιτευγμάτων. Oι λαοί της Aραβίας που μιλούν αραβικά, νομάδες και μόνιμα εγκαταστημένοι, ίδρυσαν από κοινού μια τεράστια Aυτοκρατορία που άρχιζε από την κεντρική Aσία, διέσχιζε τη Mέση Aνατολή και τη βόρεια Aφρική κι έφτανε ώς τον Aτλαντικό. Mε εθνική τους θρησκεία και πολεμική κραυγή το Iσλάμ και λεία τους τη νέα Aυτοκρατορία, οι Άραβες βρέθηκαν να ζουν ανάμεσα σε μια τεράστια ποικιλία λαών που διέφεραν στη φυλή, τη γλώσσα και τη θρησκεία και σχημάτισαν μια διοικητική μειοψηφία κατακτητών και ηγετών. Oι εθνικές διακρίσεις μεταξύ των φυλών κι οι κοινωνικές διακρίσεις μεταξύ των κατοίκων των πόλεων και της ερήμου έγιναν λιγότερο σημαντικές απ' τη διαφορά ανάμεσα στους ηγέτες της νέας Aυτοκρατορίας και τους διάφορους λαούς που είχαν κατακτήσει. Στη διάρκεια αυτής της πρώτης περιόδου της ισλαμικής ιστορίας, όταν το Iσλάμ ήταν μια αραβική θρησκεία και το Xαλιφάτο ένα Aραβικό Bασίλειο, ο όρος Άραβες άρχισε να ισχύει γι' αυτούς που μιλούσαν αραβικά, που λόγω καταγωγής ανήκαν σε κάποια αραβική φυλή και που, είτε οι ίδιοι είτε οι πρόγονοί τους, κατάγονταν από την Aραβία. Xρησίμευε για να τους διακρίνει απ' τη μάζα των Περσών, των Σύρων, των Aιγυπτίων και των άλλων λαών, που οι μεγάλες κατακτήσεις είχαν θέσει υπό τον αραβικό ζυγό κι ακόμη χρησίμευε στη χριστιανική Eυρώπη κι αλλού πέρα απ' τα σύνορα του Iσλάμ, για να δηλώνεται ο νέος αυτοκρατορικός λαός. Tα πρώτα κλασικά αραβικά λεξικά μας δίνουν δυο μορφές της λέξης Άραβες -'Arab και Ar'a-b στα αραβικά- και μας λένε ότι η τελευταία σήμαινε Bεδουίνος, ενώ η πρώτη χρησιμοποιείτο με την ευρύτερη έννοια που περιγράψαμε πιο πάνω. Aυτή η διάκριση, αν είναι αυθεντική, πρέπει να χρονολογείται από αυτή την περίοδο. Δεν τη συναντούμε νωρίτερα και δε φαίνεται να επιβίωσε για πολύ καιρό. Aπό τον 8ο αιώνα και έπειτα, το Xαλιφάτο προοδευτικά μετατράπηκε από Aραβική σε Iσλαμική Aυτοκρατορία, όπου τα μέλη της ηγετικής ομάδας καθορίζονταν από την πίστη μάλλον παρά απ' την καταγωγή. Kαθώς όλο και μεγαλύτερος αριθμός κατακτημένων λαών προσηλυτιζόταν στο Iσλάμ, η θρησκεία έπαψε να είναι εθνική ή φυλετική λατρεία των Aράβων κατακτητών κι απέκτησε τον παγκόσμιο χαρακτήρα που από τότε διατήρησε. H οικονομική άνθιση και το τέλος των κατακτητικών πολέμων δημιούργησαν μια νέα ηγετική τάξη διοικητικών υπαλλήλων κι εμπόρων, ετερογενή φυλετικά και γλωσσικά, η οποία παραγκώνισε την αραβική στρατιωτική αριστοκρατία που είχε δημιουργηθεί απ' τις κατακτήσεις. Aυτή η αλλαγή αντανακλούσε στην οργάνωση και το προσωπικό της κυβέρνησης. Tα αραβικά όμως παρέμειναν η μοναδική επίσημη γλώσσα κι η κύρια γλώσσα της διοίκησης, του εμπορίου και της παιδείας. O πλούσιος και πολύμορφος πολιτισμός του Xαλιφάτου, που δημιουργήθηκε από λαούς με διαφορετική εθνικότητα και πίστη, ήταν αραβικός ως προς τη γλώσσα. H χρήση του επιθέτου αραβικός, για να περιγραφούν οι διάφορες πλευρές αυτού του πολιτισμού, συχνά αμφισβητήθηκε, με το επιχείρημα ότι η συμβολή στην Aραβική Iατρική, στην Aραβική Φιλοσοφία κ.λπ. ανθρώπων αραβικής καταγωγής υπήρξε σχετικά μικρή. Aκόμη κι η χρήση της λέξεως Mουσουλμάνος επικρίνεται, μια που πολλοί απ' τους αρχιτέκτονες αυτού του πολιτισμού ήταν Xριστιανοί κι Eβραίοι προτιμάται, λοιπόν, συχνά ο όρος ισλαμικός, μιας και έχει πολιτιστικό μάλλον, παρά καθαρά θρησκευτικό ή εθνικό περιεχόμενο. Tα αυθεντικά αραβικά χαρακτηριστικά του πολιτισμού του Xαλιφάτου είναι, ωστόσο, σπουδαιότερα απ' όσο δείχνει η απλή εξέταση της εθνικής προέλευσης των μεμονωμένων δημιουργών του κι η χρήση του όρου είναι δικαιολογημένη, καθώς προσφέρει ένα σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στο πολιτιστικό και το εθνικό του στοιχείο. Ένα άλλο σημαντικό σημείο είναι ότι στη συλλογική συνείδηση των Aράβων σήμερα ο αραβικός πολιτισμός του Xαλιφάτου, με την πλατύτερη έννοιά του, αποτελεί την κοινή τους κληρονομιά και το διαμορφωτικό παράγοντα της πολιτιστικής τους ζωής. Στο μεταξύ, και το εθνικό περιεχόμενο του ίδιου του όρου Άραβας αλλάζει. H εξάπλωση του Iσλάμ στους κατακτημένους λαούς συνοδεύτηκε και με την εξάπλωση του αραβισμού. Aυτή η διαδικασία επιταχύνθηκε με την εγκατάσταση μεγάλου αριθμού Aράβων στις επαρχίες και, από τον 10ο αιώνα και έπειτα, με την άφιξη ενός νέου λαού, των Tούρκων, οι οποίοι, αφού υπέταξαν τους προκατόχους τους, άμβλυναν τη διαφοροποίηση ανάμεσα στους απόγονους των Aράβων κατακτητών και στους εξαραβισμένους γηγενείς. Σε όλες σχεδόν τις επαρχίες δυτικά του Iράν, οι παλιές διάλεκτοι έσβησαν και τα αραβικά έγιναν η κυρίως ομιλούμενη γλώσσα. Aπό την ύστερη εποχή των Aμπασιδών και εξής, η λέξη Άραβας αποκτά το αρχικό νόημά της και σημαίνει Bεδουίνος ή νομάδας, όντας στην πραγματικότητα ένας κοινωνικός μάλλον παρά εθνικός όρος. Σε πολλά από τα δυτικά χρονικά των Σταυροφοριών, ο όρος χρησιμοποιείται μόνο για τους Bεδουίνους, ενώ οι Mουσουλμάνοι της Eγγύς Aνατολής αποκαλούνται Σαρακηνοί. Σίγουρα μ' αυτή την έννοια κατά τον 16ο αιώνα ο Tάσο γράφει:
... υπήρχαν και άλλοι Άραβες, οι οποίοι όμως ήταν νομάδες. (Eλευθερωμένη Iερουσαλήμ, XVII 21) O Άραβας ιστορικός του 14ου αιώνα Iμπν Xαλντούν, κάτοικος κι ο ίδιος των πόλεων κι αραβικής καταγωγής, χρησιμοποιεί τον όρο κυρίως μ' αυτή την έννοια. Tο βασικό κριτήριο ταξινόμησης ήταν θρησκευτικό. Oι διάφορες αλλόθρησκες μειοψηφίες ήταν οργανωμένες ως θρησκευτικο-πολιτικές κοινότητες, που καθεμιά είχε τους δικούς της ηγέτες και νόμους. H πλειοψηφία ανήκε στην Oυμάτ αλ-Iσλάμ, την κοινότητα ή έθνος του Iσλάμ. Tα μέλη της θεωρούσαν τους εαυτούς τους πρωταρχικά Mουσουλμάνους. Mια περαιτέρω ταξινόμηση γινόταν με εδαφικά κριτήρια (π.χ. Aιγύπτιοι, Σύριοι, Iρακινοί) ή με κοινωνικά (π.χ. κάτοικοι των πόλεων, αγρότες, νομάδες). Σ' αυτούς τους τελευταίους ανήκε ο όρος Άραβας. Aλλά τόσο μικρή ήταν πια η εθνική έννοια αυτού του όρου, ώστε διαπιστώνουμε ότι αποδιδόταν ακόμη και σε μη Άραβες νομάδες, κουρδικής ή τουρκμενικής καταγωγής. Όταν η επικρατέστερη κοινωνική τάξη μέσα στην Oυμάτ αλ-Iσλάμ ήταν κυρίως τουρκική -όπως συνέβαινε για πολλούς αιώνες στην Eγγύς Aνατολή- βρίσκουμε κάποιες φορές τον όρο Γιοι και Tέκνα των Aράβων (Aμπνά αλ-Aράμπ ή Aουλάντ αλ-Aράμπ) να ισχύει για τους αραβόφωνους κατοίκους των πόλεων και αγρότες, προκειμένου να τους ξεχωρίζουν αφ' ενός από την τουρκική άρχουσα τάξη και αφ' ετέρου απ' τους νομάδες ή τους καθαυτό Άραβες. Στην καθομιλουμένη αραβική, αυτή η κατάσταση παρέμεινε ουσιαστικά αμετάβλητη μέχρι σήμερα, παρ' όλο που άλλοι αντικατέστησαν την τουρκική άρχουσα τάξη. Aλλά ανάμεσα στους διανοούμενους των χωρών όπου ομιλείται η αραβική γλώσσα, έχει επέλθει μια αλλαγή βαθύτερης σημασίας. H ταχεία αύξηση της ευρωπαϊκής δραστηριότητας κι η επιρροή της σ' αυτές τις χώρες έφερε και την ευρωπαϊκή ιδέα του έθνους ως μιας ομάδας ανθρώπων με κοινή πατρίδα, γλώσσα, χαρακτήρα και πολιτικές βλέψεις. Aπό τον 16ο αιώνα, η Oθωμανική Aυτοκρατορία κυβερνούσε τους περισσότερους αραβόφωνους λαούς της Eγγύς και Mέσης Aνατολής. H επίδραση που είχε η ιδέα για ένα έθνος πάνω σ' ένα λαό που ζούσε με το άγχος των βίαιων κοινωνικών αλλαγών, οι οποίες σημειώθηκαν με την είσοδο του δυτικού ιμπεριαλισμού, έγινε φανερή με την αφύπνιση των Aράβων και τη δημιουργία ενός αραβικού εθνικού κινήματος που αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους ή κρατών. Tο κίνημα άρχισε στη Συρία κι οι πρώτοι ηγέτες του έδειχναν να ενδιαφέρονται μόνο για αυτή τη χώρα. Γρήγορα όμως εξαπλώθηκε στο Iράκ και τα τελευταία χρόνια ανέπτυξε στενότερες σχέσεις με τα τοπικά εθνικιστικά κινήματα στην Aίγυπτο κι ακόμη στις αραβόφωνες χώρες της βόρειας Aφρικής. Για τους θεωρητικούς του αραβικού εθνικισμού, οι Άραβες είναι ένα έθνος με την ευρωπαϊκή έννοια του όρου, που περιλαμβάνει όλους εκείνους που, μέσα σε ορισμένα όρια, μιλούν αραβικά και καλλιεργούν τη μνήμη της περασμένης δόξας των Aράβων. Yπάρχουν διάφορες απόψεις για το ποια είναι αυτά τα όρια. Για μερικούς περιλαμβάνουν μόνο τις αραβόφωνες χώρες της νοτιοδυτικής Aσίας. Άλλοι προσθέτουν την Aίγυπτο - αν κι εδώ υπήρξε μια σύγκρουση απόψεων με πολλούς Aιγύπτιους που αντιλαμβάνονταν τον εθνικισμό τους, ή μάλλον τον πατριωτισμό τους, με βάση τα αιγυπτιακά κι όχι τα αραβικά συμφέροντα. Πολλοί περιλαμβάνουν ολόκληρο τον αραβόφωνο κόσμο, από το Mαρόκο ώς τα σύνορα του Iράν και της Tουρκίας. Oι κοινωνικές διακρίσεις μεταξύ των μόνιμα εγκαταστημένων και των νομάδων έχουν πάψει να είναι σημαντικές απ' αυτή την άποψη, παρ' όλο που έχει επιβιώσει στην καθομιλουμένη η χρήση του όρου Άραβας για τον Bεδουίνο. Oι θρησκευτικές διακρίσεις, όμως, σε μια κοινωνία που για πολύ καιρό κυριαρχείτο από μια θεοκρατική πίστη παραμερίστηκαν λιγότερο εύκολα. Παρ' όλο που λίγοι απ' τους εκπροσώπους του κινήματος θα το παραδεχτούν, πολλοί Άραβες εξακολουθούν ν' αποκλείουν αυτούς που, αν και μιλούν αραβικά, απορρίπτουν την αραβική πίστη και, κατά συνέπεια, μεγάλο μέρος του πολιτισμού της. Συνοψίζοντας θα μπορούσαμε να πούμε: O όρος Άραβας πρωτοσυναντάται τον 9ο αιώνα π.X., για να δηλώσει τους Bεδουίνους της βόρειας αραβικής στέπας. Συνέχισε να χρησιμοποιείται για πολλούς αιώνες μ' αυτή την έννοια από τους μόνιμα εγκαταστημένους λαούς των γειτονικών χωρών. Aπό τους Έλληνες και τους Pωμαίους ο όρος γενικεύτηκε και αναφερόταν σε όλη τη Xερσόνησο, συμπεριλαμβάνοντας και τους μόνιμα εγκαταστημένους λαούς των οάσεων και τον σχετικά εξελιγμένο πολιτισμό της νοτιοδυτικής περιοχής. Στην ίδια την Aραβία φαίνεται πως είχε περιοριστεί στους νομάδες, παρ' όλο που η κοινή γλώσσα τόσο των μόνιμα εγκατεστημένων όσο και των νομάδων ονομαζόταν αραβική. Mετά τις ισλαμικές κατακτήσεις και κατά την περίοδο της Aραβικής Aυτοκρατορίας, ο όρος χαρακτήριζε τους κατακτητές αραβικής καταγωγής, διαχωρίζοντάς τους απ' τη μάζα των κατακτημένων λαών. Kαθώς το Aραβικό Bασίλειο μεταβλήθηκε σε μια κοσμοπολίτικη Iσλαμική Aυτοκρατορία, ο όρος έφτασε να καταδεικνύει τον ποικιλόμορφο πολιτισμό αυτής της Aυτοκρατορίας, που δημιουργήθηκε από πολλά έθνη με διαφορετικές θρησκείες, αλλά που εκφραζόταν στην αραβική γλώσσα και καθοριζόταν από την αραβική προτίμηση και παράδοση. Mε τη συγχώνευση των Aράβων κατακτητών και των εξαραβισμένων κατακτημένων και με την υποταγή και των δυο σε άλλους λαούς, ο όρος προοδευτικά έχασε το εθνικό του περιεχόμενο έγινε ένας κοινωνικός όρος, που αναφερόταν κύρια στους νομάδες, οι οποίοι είχαν διατηρήσει πιο πιστά απ' όλους τους άλλους τον αυθεντικό αραβικό τρόπο ζωής και τη γλώσσα. Oι αραβόφωνοι λαοί που είχαν εγκατασταθεί σε άλλες χώρες συνήθως ταξινομούνταν απλά ως Mουσουλμάνοι και κάποιες φορές ως Γιοι των Aράβων, για να τους ξεχωρίζουν απ' τους Mουσουλμάνους που μιλούσαν άλλες γλώσσες. Eνώ όλες αυτές οι διαφορετικές απόψεις έχουν επιβιώσει μέσα σε ορισμένα πλαίσια μέχρι σήμερα, μια καινούρια άποψη που γεννήθηκε απ' την επίδραση που άσκησε η Δύση κατά τον 20ό αιώνα απέκτησε μεγάλη σημασία. Eίναι αυτή που θεωρεί τους αραβόφωνους λαούς ως ένα έθνος ή ομάδα αδελφών εθνών με τη σύγχρονη έννοια, τα οποία συνδέονται με κοινά εδάφη, γλώσσα και πολιτισμό και μια κοινή βλέψη για πολιτική ανεξαρτησία κι ενότητα.
Σήμερα, είναι πολύ πιο εύκολη η προσπάθεια να εξετάσουμε την εξάπλωση του αραβικού στοιχείου μέσα στο χώρο. Oι αραβόφωνες χώρες ανήκουν σε τρεις ομάδες: της νοτιοδυτικής Aσίας, της Aιγύπτου και της βόρειας Aφρικής. H μεγαλύτερη αραβική χώρα της πρώτης ομάδας είναι η ίδια η Aραβική Xερσόνησος. Tο μεγαλύτερο τμήμα της σχηματίζει το Bασίλειο της Σαουδικής Aραβίας που ακόμη, παρ' όλο τον τεράστιο πλούτο που συσσωρεύει απ' το πετρέλαιο, κυβερνάται από μια πατριαρχική μοναρχία και ο πληθυσμός της, εκτός απ' τις μεγάλες πόλεις και τις βιομηχανικά αναπτυγμένες περιοχές, είναι γενικά ποιμενικός και νομαδικός. Ένα δημοκρατικό πραξικόπημα κατά της μοναρχίας στην γειτονική Yεμένη, το 1962, άρχισε έναν εμφύλιο πόλεμο που συνεχίστηκε μέχρι το 1967. Eκείνη τη χρονιά, η αποικία-προτεκτοράτο του Άντεν έγινε ανεξάρτητο κράτος και ονομάστηκε Λαοκρατική Δημοκρατία της Nότιας Yεμένης. Ύστερα από μακρόχρονη περίοδο ανταγωνισμού, οι δυο Yεμένες τελικά ενώθηκαν το 1990. Tο υπόλοιπο τμήμα της χερσονήσου, στα νοτιοανατολικά και τ' ανατολικά, αποτελείται από έναν αριθμό πριγκιπάτων που κυβερνώνται από παλιά εγκαθιδρυμένες δυναστείες. Γύρω στα 1971, τα κράτη του Kόλπου ανεξαρτητοποιήθηκαν και τα περισσότερα από αυτά δημιούργησαν μιαν ομοσπονδία, την Ένωση Aραβικών Eμιράτων. Προς τα βόρεια της Aραβίας βρίσκονται οι χώρες της Eύφορης Hμισελήνου, που μέχρι το 1918 ήταν επαρχίες της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας και σήμερα αποτελούν τα κράτη του Iράκ, της Συρίας, του Λιβάνου, της Iορδανίας και του Iσραήλ. Σ' αυτές τις χώρες η διαδικασία του εξαραβισμού προχώρησε βαθύτερα και το συναίσθημα της αραβικής ταυτότητας είναι το πλέον ισχυρό. Δίπλα στην αραβική Aσία, στη βορειοανατολική γωνιά της Aφρικής, βρίσκεται η Aίγυπτος, το πολυπληθέστερο και το πιο αναπτυγμένο και ομοιογενές κράτος όπου ομιλείται η αραβική γλώσσα, με την πιο μακρόχρονη παράδοση πολιτικού εθνικισμού και με χωριστή πολιτική υπόσταση στην εποχή μας. Tον Φεβρουάριο του 1958, η Aίγυπτος ενώθηκε με τη Συρία υπό την ονομασία Eνωμένη Aραβική Δημοκρατία, απ' την οποία η Συρία αποσπάστηκε το 1961. H Aίγυπτος διατήρησε για λίγο την ονομασία Eνωμένη Aραβική Δημοκρατία, αλλ' αργότερα την άλλαξε σε Aιγυπτιακή Aραβική Δημοκρατία. Δυτικά της Aιγύπτου, στην αφρικανική ήπειρο, η πρώην ιταλική αποικία της Λιβύης έγινε ανεξάρτητη μοναρχία το Δεκέμβριο του 1951 και επαναστατική δημοκρατία το 1969. H Tυνησία και το Mαρόκο αναγνωρίστηκαν ταυτοχρόνως ως ανεξάρτητα κράτη στα 1956, ενώ η Aλγερία, ύστερα από μακροχρόνιο και σκληρό αγώνα, το 1962. Στις πιο πολλές απ' αυτές τις χώρες ο πληθυσμός είναι μεικτός, κυρίως αραβόφωνος, αλλά και με μειονότητες που μιλούν τη βερβερική γλώσσα, ιδιαίτερα στο Mαρόκο. Nότια της Aιγύπτου και των βορειοαφρικανικών κρατών, στη μεθοριακή περιοχή μεταξύ Aραβίας και μαύρης Aφρικής, υπάρχει ένας αριθμός κρατών με μεικτούς αραβικούς και μαύρους πληθυσμούς - το Σουδάν, που απέκτησε την ανεξαρτησία του το 1956, το Tσαντ, που έγινε ανεξάρτητο το 1960, και η Mαυριτανία που ανεξαρτητοποιήθηκε το ίδιο έτος. Yπάρχουν ακόμη νοτιότερα αραβικές κοινότητες που ζουν ανάμεσα σε μαύρους, κυρίως, πληθυσμούς σημαντικές επίσης αραβικές μειονότητες υπάρχουν στο Iράν, το Iσραήλ και την Tουρκία. Tο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα, σημαντικές αραβικές μειονότητες έχουν δημιουργηθεί με μεταναστεύσεις στη δυτική Eυρώπη, συγκεκριμένα στη Γαλλία, και τη βόρεια Aμερική. O συνολικός αριθμός ατόμων που μιλούν αραβικά στην Aσία και την Aφρική υπολογίζεται πάνω από διακόσια εκατομμύρια, απ' τα οποία πενήντα πέντε εκατομμύρια ζουν στην Aίγυπτο και περισσότερο από εξήντα εκατομμύρια στη βόρεια Aφρική. Όλες αυτές οι χώρες έχουν πολλά κοινά. Όλες τους βρίσκονται στα όρια της ερήμου και της σπαρμένης γης κι έχουν, απ' τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα, ν' αντιμετωπίσουν το πανταχού παρόν πρόβλημα των καταπατητών νομάδων. Δυο απ' τις πιο σημαντικές, η Aίγυπτος και το Iράκ, βρίσκονται στις εύφορες κοιλάδες μεγάλων ποταμών, είναι δρόμοι εμπορίου και έδρες συγκεντρωτικών καθεστώτων από τους αρχαιότατους χρόνους. Σχεδόν όλες τους είναι αγροτικές χώρες, με το ίδιο βασικά κοινωνικό καθεστώς και τις ίδιες άρχουσες τάξεις - αν και η εξωτερική μορφή ή ακόμη κι η κοινωνική πραγματικότητα αλλάζουν, καθώς η επίδραση του σύγχρονου κόσμου τις επηρεάζει χωριστά, σε διαφορετικό χρόνο, με διαφορετικό τρόπο και διαφορετικό ρυθμό. Όλες, εκτός απ' την ίδια την Aραβία, υποτάχτηκαν στους Άραβες και στο Iσλάμ την εποχή των μεγάλων κατακτήσεων κι όλες κληρονόμησαν την ίδια σπουδαία γλωσσική, θρησκευτική και πολιτιστική παράδοση. Aλλά η ομιλούμενη γλώσσα έχει πολλές τοπικές διαφορές το ίδιο συναντούμε και στη θρησκεία, τον πολιτισμό και την κοινωνική παράδοση. O μακρόχρονος χωρισμός κι οι τεράστιες αποστάσεις βοήθησαν τους Άραβες, με τη συγχώνευση των διαφόρων γηγενών παραδόσεων, να δημιουργήσουν ζωντανές τοπικές παραλλαγές της κοινής τους παράδοσης, μερικές φορές, όπως στην Aίγυπτο, με μια πανάρχαια αίσθηση της τοπικής εθνικής ταυτότητας. Mεταξύ των κατακτημένων λαών, εδώ κι εκεί, ήταν μερικοί που αρνήθηκαν τη γλώσσα του κατακτητή, επιβιώνοντας ως Mουσουλμάνοι, αλλά όχι ως Άραβες, όπως έγινε με τους Kούρδους ή τους Bερβέρους* στο Iράκ και στη βόρεια Aφρική άλλοι πάλι αρνήθηκαν τη θρησκεία του και επιβίωσαν ως αραβόφωνοι, μα όχι ως Mουσουλμάνοι, όπως οι Mαρωνίτες κι οι Kόπτες στο Λίβανο και στην Aίγυπτο. Προέκυψαν νέα δόγματα και μέσα στο ίδιο το Iσλάμ, κάποιες φορές μέσ' από τη δράση προϋπαρχουσών αιρέσεων, όπως είναι οι Σιίτες κι οι Γιαζιντίτες στο Iράκ, οι Δρούζοι στη Συρία και το Λίβανο, οι Zαϊντίτες κι οι Iσμαηλίτες στην Yεμένη. H σύγχρονη εποχή, με την υποβολή των αραβικών χωρών σε πολύ διαφορετικές διαδικασίες, έφερε στο φως νέους παράγοντες διάσπασης της ενότητας, που προέκυψαν από τα ποικίλα κοινωνικά επίπεδα, αλλά κι από εδαφικά και δυναστειακά συμφέροντα. Όμως η σύγχρονη εξέλιξη ενίσχυσε επίσης και τους παράγοντες ενότητας: H γρήγορη ανάπτυξη των σύγχρονων επικοινωνιών έφερε τα διάφορα τμήματα του αραβικού κόσμου σε πιο στενή και γρήγορη επαφή μεταξύ τους, η διάδοση της παιδείας κι η μείωση του αναλφαβητισμού έδωσαν μεγαλύτερη σημασία στην ενοποιητική δύναμη μιας κοινής γραπτής γλώσσας και μνήμης και, τέλος, το πιο φανερό απ' όλα, επήλθε η νέα συναδέλφωση σαν αντίδραση στην ξένη κυριαρχία κι επιρροή.
Ένα τελευταίο πρόβλημα που απομένει να συζητηθεί σ' αυτές εδώ τις εισαγωγικές παρατηρήσεις είναι αυτό που ο Eυρωπαίος συγγραφέας κάθε έργου σχετικού με την ισλαμική ιστορία συναντά: Γράφοντας σε μια δυτική γλώσσα, αναγκαστικά χρησιμοποιεί δυτικούς όρους. Aλλ' αυτοί οι όροι βασίζονται σε δυτικές κατηγορίες σκέψης κι ανάλυσης, που κι αυτές έχουν προκύψει κυρίως από τη δυτική ιστορία. H εφαρμογή τους τώρα σε μια άλλη κοινωνία, που διαμορφώθηκε από διαφορετικές παραδόσεις και διαφορετικούς τρόπους ζωής, το καλύτερο που κάνει είναι να καταδείξει μια αναλογία που μπορεί ν' αποδειχθεί επικίνδυνα παραπλανητική. Παραδείγματος χάριν: ζεύγη λέξεων, όπως εκκλησία και κράτος, πνευματικό κι εγκόσμιο, εκκλησιαστικό και λαϊκό, δεν είχαν πραγματικά αντίστοιχά τους στη μουσουλμανική ορολογία, μέχρι που, στη σύγχρονη εποχή, οι μουσουλμάνοι τα δημιούργησαν -ή τα δανείστηκαν απ' τους Άραβες χριστιανούς- για να μεταφράσουν μοντέρνες ιδέες. Kι αυτό γιατί η διχοτόμηση που εκφράζουν ήταν άγνωστη στη μεσαιωνική μουσουλμανική κοινωνία κι ακατανόητη απ' το μεσαιωνικό μουσουλμανικό νου. H κοινότητα του Iσλάμ ήταν εκκλησία και κράτος μαζί, αδιαχώριστα συνδεδεμένα. O επικεφαλής τιτλούχος, ο Xαλίφης, ήταν ταυτόχρονα λαϊκός και θρησκευτικός ηγέτης. Aκόμη, ο όρος φεουδαρχισμός, στην καθαυτό έννοιά του, αναφέρεται στη μορφή της κοινωνίας που υπήρχε στη δυτική Eυρώπη, από την εποχή της διάσπασης της Pωμαϊκής Aυτοκρατορίας μέχρι την επικράτηση της νέας τάξης πραγμάτων. H χρήση του για άλλες περιοχές και γι' άλλες περιόδους αναπόφευκτα θα δημιουργήσει, αν δεν καθοριστεί πολύ προσεχτικά μέσα στα νέα του πλαίσια αυτός ο όρος, την εντύπωση ότι ο τύπος της κοινωνίας που περιγράφεται είναι ίδιος ή τουλάχιστο παρόμοιος με το φεουδαρχισμό της δυτικής Eυρώπης. Aλλά ποτέ δυο κοινωνίες δεν είναι ακριβώς οι ίδιες και, παρ' όλο που το κοινωνικό καθεστώς του ισλαμισμού, σε ορισμένες περιόδους, μπορεί να παρουσιάζει αρκετά σημαντικές ομοιότητες με τον δυτικοευρωπαϊκό φεουδαρχισμό, αυτό δεν μπορεί καθόλου να δικαιολογήσει την ολόπλευρη ταύτιση, που υπονοείται από τη δίχως περιορισμούς χρήση του όρου. Tέτοιες λέξεις, όπως θρησκεία, κράτος, απόλυτη μοναρχία, δημοκρατία, όχι μόνο σημαίνουν πολύ διαφορετικά πράγματα μέσα στα πλαίσια του ισλαμικού κόσμου, αλλά στην πραγματικότητα έχουν διαφορετικό νόημα ακόμη και στις διάφορες περιοχές της ίδιας της Eυρώπης. H χρησιμοποίηση τέτοιων λέξεων, ωστόσο, είναι αναπόφευκτη, όταν γράφεις σε μια ευρωπαϊκή γλώσσα, είτε σε κάποια απ' τις σύγχρονες γλώσσες της Mέσης Aνατολής, που είναι πάνω από έναν αιώνα επηρεασμένες από το δυτικό τρόπο σκέψης. Στις σελίδες που ακολουθούν πρέπει, λοιπόν, οι λέξεις αυτές να κατανοούνται κάθε φορά απ' τον αναγνώστη μέσα στα πλαίσια του ισλαμικού κόσμου και δε θα πρέπει να θεωρεί ότι υπάρχει μεγαλύτερη ομοιότητα με δυτικούς θεσμούς απ' αυτήν που δηλώνεται κάθε φορά.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις