0
Your Καλαθι
Οι αγνοημένοι
Περιγραφή
Ο Μπόμπ Τζόουνς είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος: τίποτα στη ζωή του δεν είναι ξεχωριστό, τίποτα δεν ξεφεύγει από τον μέσο όρο. Στην πραγματικότητα, όμως, ο Μπομπ Τζόουνς είναι τόσο συνηθισμένος, που όλοι γύρω του παύουν να του δίνουν σημασία, παύουν να τον βλέπουν. Ο Μπομπ Τζόουνς είναι Αγνοημένος.
Ολομόναχος, θα φτάσει στα πρόθυρα της παραφροσύνης και τότε θα γνωρίσει κι άλλους σαν κι αυτόν: ανθρώπους απρόσωπους, άσημους και πέρα για πέρα συνηθισμένους. Οι νέοι φίλοι του θα τον στρατολογήσουν στην τρομοκρατική τους οργάνωση, το Επαναστατικό Μέτωπο Υπέρ των Κοινών Ανθρώπων, και οι Φίλιπ, ο αινιγματικός μα χαρισματικός ηγέτης τους, θα τους εξηγήσει στο ανατριχιαστικό του σχέδιο. Η ώρα της εκδίκησης των Αγνοημένων έχει έρθει!
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η φιλοσοφία του σύγχρονου υπαρξισμού, όπως την προσδιόρισε ο Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας Ζαν Πολ Σαρτρ (1905-1980), βασίζεται πάνω στην Πράξη που πρέπει να «κάνει» ο άνθρωπος προκειμένου να καταξιωθεί και αποκτήσει υπόσταση ως συνειδησιακή οντότητα. Η εν λόγω «υπαρξιακή πράξη» -με την αρχαία ελληνική σημασία της, όπως την προσδιόρισαν οι Τραγικοί- πρέπει να δικαιώνει τον άνθρωπο, ανεξαρτήτως τιμήματος που αυτός θα «πληρώσει», και να έχει γενικότερο αντίκρισμα στο κοινωνικό σύνολο της ομάδας. Αν, όμως, δεν την «πραγματοποιήσει» ή επιλέξει τη λεγόμενη «μαύρη πράξη», γεγονός που θα τον οδηγήσει στο «Βασίλειο του Σκότους», απ' όπου δεν υπάρχει ελπίδα λύτρωσης και επιστροφής, όχι μόνο, όπως είναι ευνόητο, θα χάσει τον εαυτό του, αλλά και, συμβολικά, «θα πάψει να υφίσταται».
Πάνω σ' αυτό το φιλοσοφικό βάθρο οικοδομεί το «βαθυστόχαστο και απίστευτα αγωνιώδες» μυθιστόρημά του, όπως σημειώνει ο Στίβεν Κινγκ, ο Αμερικανός συγγραφέας Μπέντλι Λιτλ (γενν. 1960), που παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό, «με το καλύτερο βιβλίο του». Ξεκινώντας προσχηματικά από το άξενο των μεγαλουπόλεων -εδώ ειδικά των αμερικανικών, που ισοπεδώνουν και «αορατοποιούν» τον καθημερινό, ανώνυμο άνθρωπο, «ήγουν το προϊόν μιας κουλτούρας τυποποιημένης από τα μαζικά μέσα ενημέρωσης»- «κατασκευάζει» έναν αντιήρωα, όχι μόνο είδωλο - αντανάκλαση της συγκεκριμένης κοινωνίας την οποία βιώνει, αλλά «ένσαρκο» σύμβολο του αλλοτριωμένου ανθρώπου και της τραγικής συνειδητοποίησης της «ανυπαρξίας» του μέσα στην εφιαλτική ερημιά του κόσμου. Ο Μπομπ Τζόουνς, που και ως όνομα υποδηλώνει κάτι το «κοινό» και το «άχρωμο», είναι η συνισταμένη αυτής της ερημιάς και ανυπαρξίας. Είναι, κυρίως, η συνισταμένη της γενικευμένης, απρόσωπης ομοιομορφίας που «μεταφράζεται» ως Τίποτα. Ενα Τίποτα που εκπέμπεται μέσα από τα μάτια των «αχυρένιων ανθρώπων», κατά Ελιοτ, στο παγωμένο, γυάλινο και άδειο βλέμμα των οποίων αντικατοπτρίζεται η φρίκη της απουσίας. Η τραγωδία του, ωστόσο, αρχίζει απ' τη στιγμή που συνειδητοποιεί το «παράξενο φαινόμενο». Και πρώτα στο χώρο της εργασίας του. «Κανείς δεν με κοιτούσε καθώς περπατούσα στο γρασίδι, κανείς δεν με έδειχνε, κανείς δεν με πρόσεχε. Ημουν απολύτως αφανής· ήμουν ένα με το πλήθος».
Και είναι αυτή η ισοπεδωτική καθημερινότητα του «αφανούς» πλήθους, που λειτουργώντας ως ένα φοβερό χωνευτήρι κονιορτοποιεί τα πάντα, με αποτέλεσμα, πολύ σύντομα, ο Μπομπ Τζόουνς να πάψει να υπάρχει για γονείς, σύζυγο, φίλους, συνεργάτες και να βρεθεί «εκτός συνόρων». Μέσα στο «άδειο» που «κατοικεί» τώρα, οι ήχοι του «απολεσθέντος παραδείσου» αποκτούν μια νέα αποκαλυπτική διάσταση, καθώς επισημαίνουν την τερατώδη απεραντοσύνη της απώλειας. «Το συρτάρι έκλεισε με μια μεταλλική κλαγγή που ακούστηκε δυσανάλογα δυνατή και είχε μια χροιά οριστικότητας». Αυτή η «οριστικότητα» ενέχει πλέον και το συμβολικό θάνατο των ονείρων που πεθαίνουν κι αυτά μέσα του, εφόσον έπαψε πια να «υπάρχει». Βιώνοντας, όμως, το εφιαλτικό του «κενό», είναι υποχρεωμένος να υποστεί και να αποδεχτεί ακόμα πιο οδυνηρά αποκαλυπτικές αλήθειες: Ως «ανύπαρκτος», εκ φύσεως, «άδειος» άνθρωπος δεν ήταν δυνατόν να εμπεριέχει όνειρα. Επομένως αυτά που «πέθαναν» μαζί του δεν του ανήκαν ποτέ, ήταν τα όνειρα ενός «άλλου» που αυτός τα υπέκλεψε και τα οικειοποιήθηκε. Η συνειδητοποίηση, ωστόσο, της αδικαιολόγητης αδικίας που του γίνεται «θανατώνει» μέσα του και το αίσθημα της ενοχής. Αντιθέτως, μάλιστα, η διαπίστωση του ακατανόητου θανάτου του εσωτερικού του σύμπαντος, αντανάκλαση του οποίου είναι η προαναφερθείσα απώλεια της «εξωτερικής» του υπόστασης, θα τον οδηγήσει σε πλήθος πανικόβλητες ακρότητες, με αποκορύφωμα το φόνο του προϊσταμένου του, προκειμένου να ξαναποκτήσει το χαμένο εαυτό του και να επανενταχθεί στο σώμα της ομάδας. Αλλά το μόνο που θα καταφέρει είναι να διαπιστώσει το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει.
Και τότε θα «συναντήσει» το «Επαναστατικό Μέτωπο Υπέρ των Κοινών Ανθρώπων», μια απελπισμένη αδελφότητα ομοιοπαθούντων, που χρησιμοποιώντας τη «μαύρη πράξη» προσπαθεί να υπονομεύσει το Σύστημα και να δηλώσει παρουσία και ταυτότητα. Απώτερος σκοπός της, όμως, είναι να «εισέλθει» στην περίφημη «άρχουσα τάξη των διάσημων, των διανοουμένων και των όμορφων». Ο από μηχανής θεός, όμως, δεν θα φέρει τη λύση. Πολύ γρήγορα ο απελπισμένος «ήρωας» και οι σύντροφοί του θα καταλάβουν ότι είναι τραγικά «άυλοι», στην κυριολεξία, και ως τέτοιοι είναι καταδικασμένοι να παραμείνουν στο περιθώριο της ζωής, στον αιώνα τον άπαντα· και καμία πράξη, θετική ή αρνητική, δεν θα τους περάσει ποτέ στη «γη της επαγγελίας».
Η πικρή, αποκαρδιωτικά μηδενιστική οπτική του συγγραφέα, αλλά βαθύτατα αληθινή, επαναπροσδιορίζει το νόημα της δομής του κόσμου, αλλά, κυρίως, του υπαρξιακού όντος. «Είμαι αυτός που είμαι; Αλλά ποιος είμαι ο όποιος κι αν είμαι; Είμαι ο εαυτός μου ή ένας άλλος εαυτός; Και τελικά γιατί πρέπει να είμαι αυτός ή άλλος; Και: Ποιος αποφασίζει ή ποιος ευθύνεται για ό,τι είμαι;». Τα ερωτήματα, που γεννούν πλήθος άλλα, αναφύονται συνεχώς ως δηλητηριώδη άνθη, μέσα σ' αυτό το προκλητικό, «ανήσυχο» μυθιστόρημα, του οποίου η σύνθεση και η μυθολογία παραπέμπουν στο θέατρο του παράλογου, καθώς είναι δομημένο με εντυπωσιακές σκηνές σουρεαλισμού, οι οποίες είναι διανθισμένες με ισχυρότατες δόσεις μαύρου, σαρκαστικού έως και σαρδόνιου χιούμορ. Η καταγωγή του πρέπει να αναζητηθεί στον Κάφκα, τον Οργουελ, τον Μπέκετ. Ο συγγραφέας, όμως, έχει αφομοιώσει πλήρως τα διδάγματά τους, με αποτέλεσμα το συναρπαστικό μυθιστόρημά του, όχι μόνο να διεκδικεί τη δική του φωνή, αλλά, και αυτό είναι το σπουδαιότερο προσόν του, να συνομιλεί με τον αναγνώστη του μετά το πέρας του διαβάσματός του και του συμβατικού τέλους του.
Η μετάφραση του Βασίλη Μπαμπούρη το υπηρετεί επάξια. Θα μπορούσαν, όμως, να είχαν αποφευχθεί ορισμένες αδόκιμες εκφράσεις, όπως: δεν με είχαν περιμένει (σελ. 55), μακάρι να με είχαν περιμένει (σελ. 296), τη νιόβρετη εργασία μου (σελ. 168), τα μελαχρινά μαλλιά (σελ. 185), σταμάτησαν με χειροφρενιές μες στη μέση του δρόμου (σελ. 195).
ΜΑΚΗΣ ΠΑΝΩΡΙΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 11/04/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις