0
Your Καλαθι
Ιστορίες του δρόμου
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Δέκα διηγήματα με ήρωες ηττημένους από τη ζωή. Που όμως καταφέρνουν να διατηρούν ακόμη τα ίχνη της ανθρωπιάς και της ευαισθησίας τους. Πρόσωπα που κινούνται στα όρια του φωτός και του σκότους, με επιθυμίες και επιλογές έξω απ' τις συμβάσεις και τις νόρμες. Με πάθη ασίγαστα που τους ορίζουν. Ιστορίες ανθρώπων που ζουν ανάμεσά μας, ισορροπούν ή χάνονται και κανείς δεν τους θυμάται.
Μέχρι να τους ανασύρει απ' το σκοτάδι η γραφή.
***
Ο Κανονιέρης, ο Μάγος
και ο σκοτεινός Πρίγκιπας
Στη μνήμη του Τίμου Πατρώνη
Ο δρόμος τελείωνε στον τοίχο του Κουφού. Το σπίτι του, παράνομα χτισμένο μέσα στο στενό, έφραζε τον χωματόδρομο και δημιουργούσε αδιέξοδο. Αυτό ήταν το στέκι της «συμμορίας» μας τα απογεύματα. Γιατί τα δυο ντουβάρια του μας είχανε βολέψει και τα κάναμε δοκάρια. Η μπάλα χτύπαγε πάνω στον τοίχο, ξαναγύριζε σ’ εμάς και δεν χανόταν στα χωράφια να την κυνηγάμε. Κι άλλωστε ο Γιάννης ο Κουφός –θεόκουφος πραγματικά ο κακομοίρης– ούτε τις φωνές μας άκουγε ούτε καν τον ενοχλούσαν οι μπαλιές πάνω στον τοίχο του. Δεν το ’παιρνε χαμπάρι καν, κι έτσι γλιτώναμε την γκρίνια του.
Ο Βασίλης, ο αεικίνητος σαν σβούρα παιχταράς (πολύ καλύτερος από τον συνονόματο ήρωα του Κουμανταρέα) ήταν ο αρχηγός μας. Αυτός κανόνιζε κάθε φορά τη σύνθεση, έκλεινε τα παιχνίδια με τις άλλες γειτονιές κι έκανε το κουμάντο. Όσο για τις τρίπλες του, ήταν να τις φοβάσαι. Έκοβε με το μάτι από πού θα έπρεπε ν’ ανοίξει δρόμο και, στριφογυρνώντας πέρα δώθε το κορμί του, ξεγλίστραγε σαν χέλι –από δω τους έφευγε αυτός, από κει τον τρέχανε οι άλλοι–, πέρναγε σαν σίφουνας την άμυνα των αντιπάλων και κάρφωνε την μπάλα στο ντουβάρι του Κουφού. Κάθε φορά που έκανε κατεβασιά ο Μπιλάκος, έλεγα μέσα μου «κάβουρας, κάβουρας, κάβουρας», για να αναχαιτίσω με ξόρκια την επέλαση, αφού αλλιώς ήταν αδύνατο. (Ήμουν εγώ τερματοφύλακας• παίζαμε μονότερμα κι όλοι κατευθύνονταν στο τέρμα μου.) Τον βαφτίσαμε λοιπόν «ο Τριπλαδόρος» και μετά του κολλήσαμε το παρατσούκλι «ο Μάγος». Έτσι έγινε αργότερα γνωστός στο πανελλήνιο.
Πού και πού ερχόταν από το Ζαβλάνι και ένας άλλος παιχταράς, ο Κώστας. Ακόμα και ο Μπιλ τον θεωρούσε κορυφή, παρόλο που ανήκε σε άλλη γειτονιά. Μαύρος από τα γεννοφάσκια του, τον είχαν φάει και οι ήλιοι στις αλάνες κι έγινε κατάμαυρος σαν το κατράμι. Τον φωνάζαμε «ο Γύφτος», αλλά αυτός δεν παρεξηγιόταν. Έτσι κι έπιανε στο πόδι του την μπάλα, έριχνε κανονιά, γι’ αυτό τον λέγαμε και «Κανονιέρη». Με αυτό το όνομα τον μάθανε σε όλη την Ελλάδα. Μα όσο γερό ήταν το πόδι του, άλλο τόσο μαλακή κι ευαίσθητη είχε ψυχή. Μάτι καθαρό και καρδιά αδύναμη σαν του μικρού παιδιού.
Παρ’ όλες τις προσπάθειές μου να αποκρούσω το σουτάρισμα του Κώστα, ήταν αδύνατο. Είδαν κι απόειδαν οι δικοί μου και με απόσυραν νωρίς νωρίς στον πάγκο. Δεν τόλμησαν να μου το πούνε καθαρά, γιατί όλοι αυτοί με είχαν ανάγκη στα μαθήματα. Συνεννοήθηκαν όμως μεταξύ τους και μ’ έβαλαν στην μπάντα: εξωφυλαρούχα. Μου ανέθεσαν τα καθήκοντα του παρατηρητή. Τους παρακολουθούσα απ’ την άκρη μου και με είχαν για κριτή.
Ένα απόγευμα λοιπόν που είχε ανάψει το παιχνίδι για καλά –ήταν καλοκαιράκι, στις αρχές του– εμφανίστηκε στο αδιέξοδο της γειτονιάς ένα γεροδεμένο αγόρι. Κανένας δεν το είχε ξαναδεί στα στέκια μας. Στήθηκε λίγο απόμακρα, προς τη μεριά μου, και παρακολουθούσε με ενδιαφέρον το παιχνίδι μας. Το ντύσιμό του ήταν παράξενο. Σκούρα καφετιά στολή, κοφτός γιακάς, επωμίδες στον δεξιό και αριστερό του ώμο. Το παντελόνι ατσάκιγο και το παπούτσι του σκαρπίνι, μαύρο. Έμοιαζε με αξιωματικό, ή μάλλον όχι –γιατί ήταν παιδί στην ηλικία μας–, περισσότερο φαινόταν σαν μαθητής στρατιωτικής σχολής, μπορεί και ορφανοτροφείου.
Ακίνητος, στητός, μετακινούσε το βλέμμα του προς την πορεία της μπάλας κι έδειχνε να αδιαφορεί γι’ αυτούς που, γεμάτοι περιέργεια, τον κοίταζαν κλεφτά και φευγαλέα, απορώντας από πού είχε ξεφυτρώσει ετούτη η φάτσα. Όση ώρα έμεινε κοντά μου ο μυστηριώδης ξένος, δεν θυμάμαι να χάραξε το χείλι του, το μάτι του δεν γύρισε να κοιτάξει άλλο βλέμμα. Παρέμεινε μέσα σ’ ένα αξεδιάλυτο μυστήριο. Μοναχικός κι απόμακρος.
Κάποια στιγμή ο Μπιλ πέταξε προς το μέρος του, τυχαία τάχατες, τη λαστιχένια μπάλα. Εκείνη κύλησε στα πόδια του αγοριού και κοντρολάροντάς την την έστησε με το σκαρπίνι του σε απόσταση βολής. Το σκοτεινό του βλέμμα άστραψε και χάραξε στα χείλη του, θυμάμαι, ένα αδιόρατο χαμόγελο. Έγειρε προς τα πίσω το κορμί του για να πάρει φόρα –κάτι σαν πάθος ή λαγνεία ξεπήδησε από το στέρεο σώμα του– και σημαδεύοντας με σιγουριά σούταρε σταθερά την μπάλα.
Μα πριν τα μάτια μου ακολουθήσουν την τροχιά της, πρόλαβα να διακρίνω καθαρά την ένταση στα ζυγωματικά, το άγριο σφίξιμο στα δύο σαγόνια του, ένα τρέμουλο ελαφρύ κάτω απ’ τα μάτια του. Η «στρογγυλή θεά» διέγραψε μια ψηλοκρεμαστή λοξή πορεία στον αέρα, ενώ εκείνος την κοιτούσε δοσμένος ολοκληρωτικά στην απρόβλεπτη τροχιά της. Ξαφνικά η μπάλα φάλτσαρε αυθάδικα και χτύπησε με τρομερή ορμή πάνω στον τοίχο του Κουφού. Ήταν μια θαυμαστή βολή, που αποκάλυπτε –από τότε κιόλας– τον επαγγελματία ποδοσφαιριστή, τον ψυχρό εκτελεστή των κατοπινών του αντιπάλων.
Είχαμε απομείνει και κοιτάζαμε με δέος το άγνωστο παιδί, που, αφού έσκυψε και τίναξε με την ανάστροφη παλάμη του τη σκόνη απ’ το παπούτσι του, ύστερα όρθωσε το κορμί του και τράβηξε από πίσω το σακάκι της στολής. Μου φάνηκε σαν ένα ξωτικό, ένας πρίγκιπας βγαλμένος από παραμύθι σκοτεινό, που είχε καταφέρει να μας καταπλήξει με τρόπο απροσδόκητο.
«Μπες στο παιχνίδι» τον κάλεσε ο Βασίλης και το ύφος του πρόδιδε το ξάφνιασμα από την εύστοχη βολή. Το αλλόκοτο αγόρι, τινάζοντας με προσοχή τα τελευταία ίχνη σκόνης από τις παλάμες του, απάντησε κοφτά:
«Έρχομαι μόνο τα Σαββατοκύριακα. Τις άλλες μέρες όχι». Κι έστριψε την πλάτη του να φύγει.
«Πώς σε λένε;» πρόλαβε, θυμάμαι, να τον ρωτήσει ο αρχηγός.
Γύρισε εκείνος το κεφάλι και είπε φεύγοντας: «Θέμη».
Τώρα τα ξαναφέρνω στη σκέψη μου όλ’ αυτά. Πιέζω το μυαλό μου για να θυμηθώ τα γεγονότα, λησμονημένες λεπτομέρειες και περιστατικά που τότε, στον χωματόδρομο των εργατικών πολυκατοικιών, τα κατέγραφα στη μνήμη μου ως παρατηρητής απ’ τον πάγκο. Το ’59 ήταν; Ίσως και κάνα δυο χρόνια αργότερα.
Από τότε πέρασε κάμποσος καιρός, ο καθένας μας τράβηξε τον δρόμο του, εγώ κοντυλοφόρος, αυτοί –και οι τρεις– έκαναν λαμπρή καριέρα στο ποδόσφαιρο. Ο «Μάγος» Βασίλης Στραβοπόδης (Μπιλάκος για τους φίλους του), ο «Κανονιέρης» Κώστας Δαβουρλής κι ο Θέμης Ρήγας (ο πάντα απρόβλεπτος για όλους). Έπαιζαν μαζί στην ένδοξη κάποτε Παναχαϊκή. Απ’ τις αλάνες και τον τοίχο του Κουφού, τώρα πια αλώνιζαν τα γήπεδα κατατροπώνοντας τους αντιπάλους. Δοξάστηκαν, λατρεύτηκαν και έγιναν γνωστοί στο πανελλήνιο.
Ένα Σαββάτο μεσημέρι, τον Γενάρη του ’84, ο Θέμης έφυγε ξαφνικά και αναπάντεχα. Με τον ίδιο τρόπο που κάποτε εμφανίστηκε στη γειτονιά και μας θάμπωσε μ’ εκείνη τη λοξή τροχιά της μπάλας του, έτσι ακριβώς εκτόξευσε το παθιασμένο του κορμί και, φαλτσάροντας, το τίναξε στην άβυσσο. Γιατί αυτός ο μέγας ισορροπιστής της μπάλας δεν μπόρεσε να βρει μια ισορροπία στη ζωή του. Να κοντρολάρει την ανείπωτη ευαισθησία του και να κουμαντάρει τον εκρηκτικό του χαρακτήρα. Τον βρήκανε κατάγυμνο στο μπάνιο του σπιτιού του. Μύριζε η σόμπα του γκαζιού, το υγραέριο είχε γεμίσει τα πνευμόνια του και τα νερά κυλούσανε ακόμη στο τσιμεντένιο πάτωμα.
Αυτοί που τρέξαν στις φωνές της μάνας του δεν μπόρεσαν να τον επαναφέρουν στη ζωή. Άνοιξαν πόρτες και παράθυρα να μπει ο καθαρός αέρας, όμως τα γυμνασμένα εκείνα μέλη του ήταν νεκρά. Το βλέμμα του, ακίνητο, κοιτούσε στο κενό. Και το κορμί του, που όσο ζούσε δονούνταν από χίλιους δαίμονες, τώρα έγερνε άψυχο χωρίς πνοή.
Ύστερα από λίγα χρόνια, την άνοιξη του ’92, τον ακολούθησε κι ο «Κανονιέρης». Αυτός, ο πιο ορμητικός και λεοντόκαρδος στις μάχες των γηπέδων, προδόθηκε απ’ την καρδιά του. Για φαντάσου! Στα καλά καθούμενα. Ήταν ένας λεβέντης, αλλά με αδύναμη και τρυφερή ψυχή.
Με τον Μπιλάκο συναντιόμαστε καμιά φορά τυχαία στην παλιά μας γειτονιά και ανταλλάσσουμε δυο τρεις κουβέντες φιλικές. Στα βιαστικά. Όμως οι άλλοι πού να βρίσκονται; Τι έχουν γίνει άραγε ο Τσιμπλοκόκος, ο Ψαροκασέλας, ο Κοτολαίμης, ο Λιάλιας και οι υπόλοιποι συμπαίκτες μου; Ποιος ξέρει!
Πάντως εγώ, παρόλο που έκοψα τις παρτίδες μου με το ποδόσφαιρο –οι χώροι που εκτρέφουν μισαλλοδοξίες και φανατισμούς με απωθούν, και τα μυαλά τα κολλημένα με οτιδήποτε, θρησκείες, κόμματα, ποδόσφαιρα, τα σιχαίνομαι σαν τις αμαρτίες μου–, πολλές φορές ξαναγυρίζω νοερά στα ποδοσφαιρικά εκείνα απογεύματα. Και αναλαμβάνοντας τον ρόλο μου, του παρατηρητή ή του κριτή (ακριβοδίκαιου, πιστεύω), τους μνημονεύω όλους. Σε μερικούς που βιάστηκαν και φύγανε νωρίς τους ανάβω, καληώρα, το καντήλι.
Μέχρι να τους ανασύρει απ' το σκοτάδι η γραφή.
Ο Κανονιέρης, ο Μάγος
και ο σκοτεινός Πρίγκιπας
Στη μνήμη του Τίμου Πατρώνη
Ο δρόμος τελείωνε στον τοίχο του Κουφού. Το σπίτι του, παράνομα χτισμένο μέσα στο στενό, έφραζε τον χωματόδρομο και δημιουργούσε αδιέξοδο. Αυτό ήταν το στέκι της «συμμορίας» μας τα απογεύματα. Γιατί τα δυο ντουβάρια του μας είχανε βολέψει και τα κάναμε δοκάρια. Η μπάλα χτύπαγε πάνω στον τοίχο, ξαναγύριζε σ’ εμάς και δεν χανόταν στα χωράφια να την κυνηγάμε. Κι άλλωστε ο Γιάννης ο Κουφός –θεόκουφος πραγματικά ο κακομοίρης– ούτε τις φωνές μας άκουγε ούτε καν τον ενοχλούσαν οι μπαλιές πάνω στον τοίχο του. Δεν το ’παιρνε χαμπάρι καν, κι έτσι γλιτώναμε την γκρίνια του.
Ο Βασίλης, ο αεικίνητος σαν σβούρα παιχταράς (πολύ καλύτερος από τον συνονόματο ήρωα του Κουμανταρέα) ήταν ο αρχηγός μας. Αυτός κανόνιζε κάθε φορά τη σύνθεση, έκλεινε τα παιχνίδια με τις άλλες γειτονιές κι έκανε το κουμάντο. Όσο για τις τρίπλες του, ήταν να τις φοβάσαι. Έκοβε με το μάτι από πού θα έπρεπε ν’ ανοίξει δρόμο και, στριφογυρνώντας πέρα δώθε το κορμί του, ξεγλίστραγε σαν χέλι –από δω τους έφευγε αυτός, από κει τον τρέχανε οι άλλοι–, πέρναγε σαν σίφουνας την άμυνα των αντιπάλων και κάρφωνε την μπάλα στο ντουβάρι του Κουφού. Κάθε φορά που έκανε κατεβασιά ο Μπιλάκος, έλεγα μέσα μου «κάβουρας, κάβουρας, κάβουρας», για να αναχαιτίσω με ξόρκια την επέλαση, αφού αλλιώς ήταν αδύνατο. (Ήμουν εγώ τερματοφύλακας• παίζαμε μονότερμα κι όλοι κατευθύνονταν στο τέρμα μου.) Τον βαφτίσαμε λοιπόν «ο Τριπλαδόρος» και μετά του κολλήσαμε το παρατσούκλι «ο Μάγος». Έτσι έγινε αργότερα γνωστός στο πανελλήνιο.
Πού και πού ερχόταν από το Ζαβλάνι και ένας άλλος παιχταράς, ο Κώστας. Ακόμα και ο Μπιλ τον θεωρούσε κορυφή, παρόλο που ανήκε σε άλλη γειτονιά. Μαύρος από τα γεννοφάσκια του, τον είχαν φάει και οι ήλιοι στις αλάνες κι έγινε κατάμαυρος σαν το κατράμι. Τον φωνάζαμε «ο Γύφτος», αλλά αυτός δεν παρεξηγιόταν. Έτσι κι έπιανε στο πόδι του την μπάλα, έριχνε κανονιά, γι’ αυτό τον λέγαμε και «Κανονιέρη». Με αυτό το όνομα τον μάθανε σε όλη την Ελλάδα. Μα όσο γερό ήταν το πόδι του, άλλο τόσο μαλακή κι ευαίσθητη είχε ψυχή. Μάτι καθαρό και καρδιά αδύναμη σαν του μικρού παιδιού.
Παρ’ όλες τις προσπάθειές μου να αποκρούσω το σουτάρισμα του Κώστα, ήταν αδύνατο. Είδαν κι απόειδαν οι δικοί μου και με απόσυραν νωρίς νωρίς στον πάγκο. Δεν τόλμησαν να μου το πούνε καθαρά, γιατί όλοι αυτοί με είχαν ανάγκη στα μαθήματα. Συνεννοήθηκαν όμως μεταξύ τους και μ’ έβαλαν στην μπάντα: εξωφυλαρούχα. Μου ανέθεσαν τα καθήκοντα του παρατηρητή. Τους παρακολουθούσα απ’ την άκρη μου και με είχαν για κριτή.
Ένα απόγευμα λοιπόν που είχε ανάψει το παιχνίδι για καλά –ήταν καλοκαιράκι, στις αρχές του– εμφανίστηκε στο αδιέξοδο της γειτονιάς ένα γεροδεμένο αγόρι. Κανένας δεν το είχε ξαναδεί στα στέκια μας. Στήθηκε λίγο απόμακρα, προς τη μεριά μου, και παρακολουθούσε με ενδιαφέρον το παιχνίδι μας. Το ντύσιμό του ήταν παράξενο. Σκούρα καφετιά στολή, κοφτός γιακάς, επωμίδες στον δεξιό και αριστερό του ώμο. Το παντελόνι ατσάκιγο και το παπούτσι του σκαρπίνι, μαύρο. Έμοιαζε με αξιωματικό, ή μάλλον όχι –γιατί ήταν παιδί στην ηλικία μας–, περισσότερο φαινόταν σαν μαθητής στρατιωτικής σχολής, μπορεί και ορφανοτροφείου.
Ακίνητος, στητός, μετακινούσε το βλέμμα του προς την πορεία της μπάλας κι έδειχνε να αδιαφορεί γι’ αυτούς που, γεμάτοι περιέργεια, τον κοίταζαν κλεφτά και φευγαλέα, απορώντας από πού είχε ξεφυτρώσει ετούτη η φάτσα. Όση ώρα έμεινε κοντά μου ο μυστηριώδης ξένος, δεν θυμάμαι να χάραξε το χείλι του, το μάτι του δεν γύρισε να κοιτάξει άλλο βλέμμα. Παρέμεινε μέσα σ’ ένα αξεδιάλυτο μυστήριο. Μοναχικός κι απόμακρος.
Κάποια στιγμή ο Μπιλ πέταξε προς το μέρος του, τυχαία τάχατες, τη λαστιχένια μπάλα. Εκείνη κύλησε στα πόδια του αγοριού και κοντρολάροντάς την την έστησε με το σκαρπίνι του σε απόσταση βολής. Το σκοτεινό του βλέμμα άστραψε και χάραξε στα χείλη του, θυμάμαι, ένα αδιόρατο χαμόγελο. Έγειρε προς τα πίσω το κορμί του για να πάρει φόρα –κάτι σαν πάθος ή λαγνεία ξεπήδησε από το στέρεο σώμα του– και σημαδεύοντας με σιγουριά σούταρε σταθερά την μπάλα.
Μα πριν τα μάτια μου ακολουθήσουν την τροχιά της, πρόλαβα να διακρίνω καθαρά την ένταση στα ζυγωματικά, το άγριο σφίξιμο στα δύο σαγόνια του, ένα τρέμουλο ελαφρύ κάτω απ’ τα μάτια του. Η «στρογγυλή θεά» διέγραψε μια ψηλοκρεμαστή λοξή πορεία στον αέρα, ενώ εκείνος την κοιτούσε δοσμένος ολοκληρωτικά στην απρόβλεπτη τροχιά της. Ξαφνικά η μπάλα φάλτσαρε αυθάδικα και χτύπησε με τρομερή ορμή πάνω στον τοίχο του Κουφού. Ήταν μια θαυμαστή βολή, που αποκάλυπτε –από τότε κιόλας– τον επαγγελματία ποδοσφαιριστή, τον ψυχρό εκτελεστή των κατοπινών του αντιπάλων.
Είχαμε απομείνει και κοιτάζαμε με δέος το άγνωστο παιδί, που, αφού έσκυψε και τίναξε με την ανάστροφη παλάμη του τη σκόνη απ’ το παπούτσι του, ύστερα όρθωσε το κορμί του και τράβηξε από πίσω το σακάκι της στολής. Μου φάνηκε σαν ένα ξωτικό, ένας πρίγκιπας βγαλμένος από παραμύθι σκοτεινό, που είχε καταφέρει να μας καταπλήξει με τρόπο απροσδόκητο.
«Μπες στο παιχνίδι» τον κάλεσε ο Βασίλης και το ύφος του πρόδιδε το ξάφνιασμα από την εύστοχη βολή. Το αλλόκοτο αγόρι, τινάζοντας με προσοχή τα τελευταία ίχνη σκόνης από τις παλάμες του, απάντησε κοφτά:
«Έρχομαι μόνο τα Σαββατοκύριακα. Τις άλλες μέρες όχι». Κι έστριψε την πλάτη του να φύγει.
«Πώς σε λένε;» πρόλαβε, θυμάμαι, να τον ρωτήσει ο αρχηγός.
Γύρισε εκείνος το κεφάλι και είπε φεύγοντας: «Θέμη».
Τώρα τα ξαναφέρνω στη σκέψη μου όλ’ αυτά. Πιέζω το μυαλό μου για να θυμηθώ τα γεγονότα, λησμονημένες λεπτομέρειες και περιστατικά που τότε, στον χωματόδρομο των εργατικών πολυκατοικιών, τα κατέγραφα στη μνήμη μου ως παρατηρητής απ’ τον πάγκο. Το ’59 ήταν; Ίσως και κάνα δυο χρόνια αργότερα.
Από τότε πέρασε κάμποσος καιρός, ο καθένας μας τράβηξε τον δρόμο του, εγώ κοντυλοφόρος, αυτοί –και οι τρεις– έκαναν λαμπρή καριέρα στο ποδόσφαιρο. Ο «Μάγος» Βασίλης Στραβοπόδης (Μπιλάκος για τους φίλους του), ο «Κανονιέρης» Κώστας Δαβουρλής κι ο Θέμης Ρήγας (ο πάντα απρόβλεπτος για όλους). Έπαιζαν μαζί στην ένδοξη κάποτε Παναχαϊκή. Απ’ τις αλάνες και τον τοίχο του Κουφού, τώρα πια αλώνιζαν τα γήπεδα κατατροπώνοντας τους αντιπάλους. Δοξάστηκαν, λατρεύτηκαν και έγιναν γνωστοί στο πανελλήνιο.
Ένα Σαββάτο μεσημέρι, τον Γενάρη του ’84, ο Θέμης έφυγε ξαφνικά και αναπάντεχα. Με τον ίδιο τρόπο που κάποτε εμφανίστηκε στη γειτονιά και μας θάμπωσε μ’ εκείνη τη λοξή τροχιά της μπάλας του, έτσι ακριβώς εκτόξευσε το παθιασμένο του κορμί και, φαλτσάροντας, το τίναξε στην άβυσσο. Γιατί αυτός ο μέγας ισορροπιστής της μπάλας δεν μπόρεσε να βρει μια ισορροπία στη ζωή του. Να κοντρολάρει την ανείπωτη ευαισθησία του και να κουμαντάρει τον εκρηκτικό του χαρακτήρα. Τον βρήκανε κατάγυμνο στο μπάνιο του σπιτιού του. Μύριζε η σόμπα του γκαζιού, το υγραέριο είχε γεμίσει τα πνευμόνια του και τα νερά κυλούσανε ακόμη στο τσιμεντένιο πάτωμα.
Αυτοί που τρέξαν στις φωνές της μάνας του δεν μπόρεσαν να τον επαναφέρουν στη ζωή. Άνοιξαν πόρτες και παράθυρα να μπει ο καθαρός αέρας, όμως τα γυμνασμένα εκείνα μέλη του ήταν νεκρά. Το βλέμμα του, ακίνητο, κοιτούσε στο κενό. Και το κορμί του, που όσο ζούσε δονούνταν από χίλιους δαίμονες, τώρα έγερνε άψυχο χωρίς πνοή.
Ύστερα από λίγα χρόνια, την άνοιξη του ’92, τον ακολούθησε κι ο «Κανονιέρης». Αυτός, ο πιο ορμητικός και λεοντόκαρδος στις μάχες των γηπέδων, προδόθηκε απ’ την καρδιά του. Για φαντάσου! Στα καλά καθούμενα. Ήταν ένας λεβέντης, αλλά με αδύναμη και τρυφερή ψυχή.
Με τον Μπιλάκο συναντιόμαστε καμιά φορά τυχαία στην παλιά μας γειτονιά και ανταλλάσσουμε δυο τρεις κουβέντες φιλικές. Στα βιαστικά. Όμως οι άλλοι πού να βρίσκονται; Τι έχουν γίνει άραγε ο Τσιμπλοκόκος, ο Ψαροκασέλας, ο Κοτολαίμης, ο Λιάλιας και οι υπόλοιποι συμπαίκτες μου; Ποιος ξέρει!
Πάντως εγώ, παρόλο που έκοψα τις παρτίδες μου με το ποδόσφαιρο –οι χώροι που εκτρέφουν μισαλλοδοξίες και φανατισμούς με απωθούν, και τα μυαλά τα κολλημένα με οτιδήποτε, θρησκείες, κόμματα, ποδόσφαιρα, τα σιχαίνομαι σαν τις αμαρτίες μου–, πολλές φορές ξαναγυρίζω νοερά στα ποδοσφαιρικά εκείνα απογεύματα. Και αναλαμβάνοντας τον ρόλο μου, του παρατηρητή ή του κριτή (ακριβοδίκαιου, πιστεύω), τους μνημονεύω όλους. Σε μερικούς που βιάστηκαν και φύγανε νωρίς τους ανάβω, καληώρα, το καντήλι.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις