0
Your Καλαθι
Να έρχεσαι όποτε θες
Περιγραφή
Τι σχήμα και τι χρώμα έχει η απειλή; Ποιο είναι το πρόσωπο του φασισμού -του φανερού ή του κρυφού- και η καθημερινή του οσμή; Ποιοι τον ασκούν και σε ποια παράταξη ανήκουν;
Ο Αρίστος Γιαννακός, υπηρετώντας τη θητεία του στα τελευταία χρόνια της δικτατορίας, θα βρεθεί σ' ένα απομακρυσμένο χωριό της Βόρειας Ελλάδας λόγω δυσμενούς μετάθεσης. Οι συναναστραφές του με τους ντόπιους και η ερωτική του ζωή -κυρίως αυτή- θα σταθούν η αφορμή να συνειδητοποιήσει ότι οι προσωπικές επαναστάσεις είναι και οι πιο σημαντικές...
Δόγματα και καταστάσεις της ελληνικής κοινωνίας από τα χρόνια της δικτατορίας ώς τον Νοέμβριο του 1989 υποσκάπτονται με σαρκαστικό χιούμορ κρατώντας αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ενας Νότιος που διασχίζει για πρώτη φορά τον κάμπο των Σερρών τρομάζει από τη γύμνια του τοπίου. Ανθρωπος της πόλης, σκιάζεται από την πρωτόγονη συμπεριφορά των κατοίκων του μεθοριακού χωριού. Αισθήματα αποξένωσης και ανασφάλειας κάποιου που βρίσκεται στην εξορία του Αδάμ. Αυτοβιογραφούμενος ο αφηγητής, μεσήλικος δικηγόρος με τουλάχιστον έναν διαλυμένο γάμο στο ενεργητικό του και παιδί, ανακαλεί τον εαυτό του όπως ήταν τον Φεβρουάριο του 1974 στον δεύτερο χρόνο της στρατιωτικής του θητείας. Τον πρώτο τον είχε περάσει «σε τάγμα έξω απ' τη Λάρισα». Ειδική μεταχείριση, χάρη σε μια φίλη, κόρη ναυάρχου. Από μια απερισκεψία όμως τον μετέθεσαν στο Σιδηρόκαστρο και ακόμη βορειότερα, στο Κλειδί, που, για τις ανάγκες του μυθιστορήματος, αποκαλείται Πυκνόφυτο.
Χωρίς αναστολές
Ενθυμούμενος τα γεγονότα διανθίζει την αφήγηση με μεταγενέστερες απόψεις και κρίσεις. Βασικό θέλγητρο του αφηγητή ο ξεκάθαρος και ειλικρινής τρόπος του, ούτε ωραιοποιήσεις ούτε γελοιογραφικές παραμορφώσεις. Τον καιρό της δικτατορίας ήταν ένας νεαρός «χωρίς αναστολές ιδεολογικής φύσεως», που ενδιαφερόταν μόνο για τα προσωπικά του και αδιαφορούσε για το τι γινόταν γύρω του. Απόφοιτος μεν της Νομικής, αλλά το μορφωτικό του επίπεδο χαμηλό. Από βιβλία μόνο η Πηνελόπη Δέλτα τού είχε εντυπωθεί και οι τρομερές περιγραφές της στα Μυστικά του Βάλτου και Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου τον συντρόφευαν στα άξενα μέρη όπου του έλαχε να υπηρετήσει. Παρεμπιπτόντως στις αναφορές του στη Δέλτα υπάρχει η συνήθης, τον τελευταίο καιρό, δόση ειρωνείας ως προς την ιδεολογική φόρτιση των βιβλίων της, αν και της αναγνωρίζει την αρετή μιας ζωντανής αφήγησης. Αλλά και αργότερα, που ο νεαρός έφεδρος είχε την ευκαιρία να διαβάσει και να ενημερωθεί, σε κανέναν αγώνα δεν συμμετέσχε, άλλωστε δεν του δόθηκε και η ευκαιρία. Μόνο την προσωπική του επανάσταση έκανε, κι αυτήν με ξένα δεκανίκια.
H μνημονική αφήγηση δεν ανατρέχει σε κατορθώματα και ηρωικούς χαρακτήρες. Αντίθετα, διασκεδάζει σκιαγραφώντας ορισμένους αντιπροσωπευτικούς τύπους στρατιωτικών· έναν ταγματάρχη στη Λάρισα, σωστό «σκύλο», έναν διοικητή στο Σιδηρόκαστρο με «υγιείς» απόψεις, όχι περί πολιτικής, αλλά για το φλέγον θέμα των θηλυκών και του έγγαμου βίου, και ακόμη έναν «στραβοκάνη και ζουμπά» Ηπειρώτη, ανθυπολοχαγό του τάγματος με θεατρινίστικες κινήσεις, που «δήλωναν δήθεν ανδρισμό και τσαμπουκά». Τονίζοντας τους τρόπους του Ηπειρώτη ο συγγραφέας αποδίδει τον χαρακτήρα ελαστικής συνείδησης. Από ένθερμος υποστηρικτής της απριλιανής δικτατορίας, εμφανιζόταν στις εκλογές του 1989 φανατικός οπαδός του σοσιαλιστικού κινήματος. Δίνοντας το δικό του στίγμα ο αφηγητής κάνει τη διάγνωση ότι ο φασισμός έπαιρνε τότε νέα μορφή. Οσο για τους φοιτητές που συνελήφθησαν στα επεισόδια της Νομικής και «τους έντυσαν με το ζόρι στο χακί», τους παρουσιάζει φοβισμένους και αφελείς.
Εκείνος ο Στρυμόνας
Το αφήγημα του Λογαρά κερδίζει το ενδιαφέρον με τον αυθορμητισμό και την αμεσότητά του, παρά τις κάποιες βεβιασμένες λύσεις που δίνει η μυθοπλασία. Μια από αυτές και η επιπολαιότητα ενός από τους φοιτητές, που δείχνει υπερβολική αλλά κρίνεται αναγκαία για να καταλήξει με δυσμενή μετάθεση ένας στρατιώτης αμέτοχος και ενδοτικός. Κατά τα άλλα, υποβλητικές οι περιγραφές του φυσικού περιβάλλοντος από τη σκοπιά του Πελοποννήσιου, ιδίως εκείνος ο Στρυμόνας όπως βρυχάται και αφρίζει, στριμωγμένος στην «μπούκα» του προτού ξεχυθεί στα πεδινά. Σύντομες προτάσεις με έντονες τις εντυπώσεις τονίζουν την παγωμένη ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής στο χωριό με τους «αγριομακεδόνες», μια πανσπερμία φυλών που ζητά κάποια «εθνική οντότητα». Βοηθά και η γλώσσα του Λογαρά, όπως εμπλουτίζεται με ντοπιολαλιές, που ο αφηγητής ανακατώνει με ιδιωματικές λέξεις από τα μέρη του επιδιώκοντας τη μουσικότητα της αφήγησης. Γι' αυτό προχωρεί και σε νεολογισμούς, που δεν είναι όμως πάντοτε ποιητικοί, κάποτε μάλιστα δεν αποβαίνουν ούτε καν εύηχοι.
Κοινότοπο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το εύρημα των δύο αντικριστών καφενείων του διώκτη των «κατσαπλιάδων» και του ελασίτη, ως αλληγορία για το μοίρασμα του χωριού. Ωστόσο οι δύο καφετζήδες δεν ξεπέφτουν σε γραφικές φιγούρες, αλλά μέσα από τις κουβέντες και τις διηγήσεις τους χρωματίζουν τα εμφυλιακά πάθη, όπως αποτυπώθηκαν και στη γλώσσα, με τη διωνυμία ανθρώπων και πραγμάτων. Κεντρική ιδέα του βιβλίου η παραλληλία της βίας ενός δικτατορικού καθεστώτος με τη βία που ασκείται σε προσωπικό επίπεδο. Καθοριστικά πρόσωπα η σύζυγος του ελασίτη καφετζή και η δεκαεξάχρονη κόρη τους. «Να έρχεσαι όποτε θες» προτείνει στον έφεδρο «φιλικά και ντρέτα» ο ελασίτης, αγνοώντας τα δόλια σχέδια της συμβίας του, που αγωνιά να τυλίξει τον ξενομερίτη με τα κάλλη της κόρης της, βοηθούσης και της φοβερής μαγειρικής της. Ακαταμάχητος ο συνδυασμός, μόνο που σκοντάφτει στις ερωτικές ορέξεις του νεαρού. Συναρπαστικές οι σκηνές ερωτικής κραιπάλης, όπως πασπαλίζονται με παρατηρήσεις για μεσόκοπες αλλά «δοτικές» και για κορασίδες, παρθένες μεν αλλά πανούργες όταν πρόκειται για την εξεύρεση νυμφίου. Μπορεί να μοιάζει κάπως σχηματικό το δίπολο «ο φασισμός του Σκύλου», δηλαδή η δικτατορία, και «η δολιότητα της Χάρυβδης», τουτέστιν η ελασίτισσα καφετζού, ωστόσο το αφήγημα του Λογαρά και πνοή διαθέτει και ανάλαφρα ειρωνική διάθεση. Τελικά, ευτυχέστερο από τα φιλόδοξα μυθιστορηματικά εγχειρήματα του φθινοπώρου.
MAPH ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 05-12-2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις