0
Your Καλαθι
Οι άνθρωποι της αβύσσου
Περιγραφή
"Τις εμπειρίες που αφηγούμαι σ' αυτό τον τόμο τις βίωσα το καλοκαίρι του 1902. Κατέβηκα στον υπόκοσμο του Λονδίνου με στάση που θα παρομοίαζα μάλλον με αυτή του εξερευνητή. Ήμουν έτοιμος να πεισθώ από αυτά που θα έβλεπαν τα μάτια μου και όχι από τα διδάγματα εκείνων που δεν είχαν δει ή απ' τα λόγια εκείνων που είδαν πριν από μένα".
Jack London
ΚΡΙΤΙΚΗ
Λονδίνο, καλοκαίρι του 1902. Ο 26χρονος Τζακ Λόντον, αμερικανός συγγραφέας και δημοσιογράφος, βρίσκεται τυχαία στο Λονδίνο. Θέλοντας να βρει έναν τρόπο να εκμεταλλευθεί τον χρόνο του αποφασίζει να ερευνήσει τη ζωή των πιο φτωχών κατοίκων που ζουν στην ανατολική πλευρά της πόλης. Γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι το αίτημά του δεν είναι τόσο απλό όσο νόμιζε. «Δεν γνωρίζουμε τίποτα για το Ηστ Εντ» του λένε οι τρομοκρατημένοι φίλοι του. «Είναι κάπου εκεί πέρα» ψελλίζουν δείχνοντας αόριστα προς κάποια κατεύθυνση. Ο Λόντον δεν το βάζει κάτω. Απευθύνεται σε ένα γραφείο που οργανώνει ταξίδια και εκδρομές. Εκεί μαθαίνει ότι είναι πιο εύκολο να πας στα βάθη του Θιβέτ παρά σε μια άλλη, κακόφημη γειτονιά της ίδιας πόλης. H αστυνομία δείχνει να βρίσκεται σε δύσκολη θέση και δεν θέλει με κανέναν τρόπο να ενθαρρύνει αυτή την εκκεντρική πρόθεση. H λύση δίνεται στο γραφείο του αμερικανού γενικού προξένου, ο οποίος γρήγορα αποδέχεται την επιθυμία του συμπατριώτη του και υπόσχεται να τον έχει στον νου του.
Εκεί αρχίζει ένας δεύτερος κύκλος διαπραγματεύσεων. Ο αμαξάς δεν μπορεί να καταλάβει τον προορισμό τους, δεν γνωρίζει τίποτε για την περιοχή που ο περίεργος πελάτης του ζητεί να πάει και, σε τελική ανάλυση, του φαίνεται αρκετά ύποπτη αυτή η ιστορία. Ο Λόντον καταφέρνει με αξιοθαύμαστη επιμονή να βρει ένα μαγαζί με παλιά ρούχα, όπου αγοράζει τη στολή που θα τον βοηθήσει να μπορέσει να ανακατευθεί στο πλήθος των φτωχών του Ηστ Εντ. Αυτό είναι και το σημείο όπου γεννιέται το συγκεκριμένο βιβλίο, ένα κράμα λογοτεχνικού αριστουργήματος και άριστης κοινωνιολογικής μελέτης.
Επιτόπια έρευνα
H καινοτομία του μελετητή-μυθιστοριογράφου είναι ότι δεν αποφασίζει να εξετάσει το αντικείμενό του από απόσταση. Ο Λόντον βρίσκει ένα θλιβερό κατάλυμα, δοκιμάζει να κοιμηθεί στους δρόμους, πασχίζει να εξασφαλίσει θέση σε ένα από τα άσυλα που προσφέρουν κλίνη και άθλιο φαγητό για ένα βράδυ, μπλέκεται με τους εξαθλιωμένους αυτούς ανθρώπους και ακούει προσεκτικά τις ιστορίες τους. Εχει, βέβαια, τη δυνατότητα να κάνει το διάλειμμά του όταν θελήσει, να απολαύσει ένα μπάνιο και ένα καλό πιάτο φαΐ, να φύγει από το άσυλο όταν θεωρήσει ότι η κατάσταση έχει παρατραβήξει ή να κεράσει μερικούς ξελιγωμένους από την πείνα «καινούργιους φίλους του» ένα πλούσιο γεύμα αποκαλύπτοντας την πραγματική του ταυτότητα. Ωστόσο η κίνησή του παραμένει τολμηρή, παρά τις «παρεκκλίσεις». Το αντεπιχείρημα είναι ότι, σε αντίθεση με τους ανθρώπους της Αβύσσου, αυτός πρέπει να διατηρήσει τις δυνάμεις του για να μπορεί να αφηγηθεί την ιστορία τους.
Δεν πρόκειται για μια ευχάριστη υπόθεση. Με μεμονωμένες παρατηρήσεις, επίσημα αριθμητικά στοιχεία και καθημερινές, εξατομικευμένες περιπτώσεις ο Λόντον καταφέρνει να περιγράψει το ζοφερό αδιέξοδο στο οποίο καταλήγουν οι φτωχοί άνθρωποι του Λονδίνου. Μπορεί να έχουν ξεκινήσει από τη θέση του ικανού εργάτη, όμως μια ατυχία, μια αρρώστια ή ένα ατύχημα φτάνουν για να τους βγάλουν από την παραγωγική αλυσίδα. Εκεί ξεκινά η πτώση τους. Αναγκάζονται να ζουν σε άθλιες συνθήκες, να υποσιτίζονται, να γεννούν φιλάσθενα παιδιά, που με τη σειρά τους δεν μπορούν να εργαστούν, και να εξωθούνται προς την ολοκληρωτική έλλειψη στέγης. Σε αυτό το σημείο η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο δύσκολη. Ο νόμος δεν τους επιτρέπει να ζητιανεύουν, να κοιμούνται στα κατώφλια των σπιτιών κατά τη διάρκεια της νύχτας, ούτε καν να έχουν πρόθεση να αυτοκτονήσουν. Το σύστημα είναι τόσο σκληρό που ουσιαστικά τους αφαιρεί κάθε ελπίδα για υγιή αναπαραγωγή: «Μέρα με τη μέρα πειθόμουν ότι δεν είναι ασύνετο αλλά και εγκληματικό να παντρεύονται οι άνθρωποι της Αβύσσου. Είναι οι άχρηστοι για τους οικοδόμους λίθοι. Βρίσκονται στον πυθμένα της Αβύσσου, εξαντλημένοι, αποβλακωμένοι και ανόητοι. Αν αναπαραχθούν, η ζωή είναι τόσο κακή σε ποιότητα που αναγκαστικά αυτοκαταστρέφεται».
Τα στατιστικά στοιχεία που αναφέρονται στο βιβλίο ενδυναμώνουν τα επιχειρήματα του συγγραφέα. Σε κάθε περίπτωση, σε κάθε μαθηματική εξίσωση, ο Λόντον εξετάζει τα δεδομένα και αποδεικνύει ότι όσο σκληρά και να δουλέψουν, οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν ελπίδα να επιβιώσουν. Τα έξοδά τους είναι πάντοτε μεγαλύτερα από τα έσοδά τους, ενώ συνεχίζουν να υποσιτίζονται. Σε κάποια σημεία η φωνή του αφηγητή ανεβάζει τους τόνους, όταν μιλάει για «γκέτο» υπονοώντας ένα πρόγραμμα συστηματικής εξόντωσης. Ο παραλληλισμός είναι σχεδόν προφητικός και παίρνει μια ακόμη πιο σκληρή χροιά για τον αναγνώστη που έπεται του B/ Παγκοσμίου Πολέμου: «Κάποτε οι χώρες της Ευρώπης περιόριζαν τους ανεπιθύμητους Εβραίους σε αστικά γκέτο. Ομως σήμερα, η κυρίαρχη οικονομικά τάξη, με λιγότερο αυθαίρετες αλλά εξίσου αυστηρές μεθόδους, έχει περιορίσει τους ανεπιθύμητους κι ωστόσο απαραίτητους εργάτες σε γκέτο εξαιρετικής αθλιότητας. Ενα τέτοιο γκέτο είναι και το Ανατολικό Λονδίνο».
Χωρίς ελπίδα
Το κείμενο μιλάει και για την κοινωνική υποκρισία των υπολοίπων Λονδρέζων που δηλώνουν χριστιανοί και έρχονται να μιλήσουν σε αυτούς τους εξαθλιωμένους ανθρώπους για «το Κάλλος, την Αλήθεια και την Αρετή». Κάποιοι άλλοι πηγαίνουν κάθε Κυριακή στην εκκλησία και τις υπόλοιπες ημέρες ξοδεύουν τα χρήματα που εισπράττουν από τους κατοίκους του Ηστ Εντ, «χρήμα βαμμένο με το αίμα των παιδιών». Και - τι ειρωνεία! - «καμιά φορά παίρνουν μισό εκατομμύριο από αυτά τα ενοίκια και το στέλνουν έξω για να μορφωθούν τα μαύρα αγόρια στο Σουδάν». Αυτό που καταγγέλλεται είναι η κοινωνική και οικονομική ανισορροπία: «Υπάρχει μια κινέζικη παροιμία που λέει ότι αν κάποιος ζει μέσα στην οκνηρία, κάποιος άλλος θα πεθάνει απ' την πείνα. Δεν θα μπορέσουμε να καταλάβουμε τον πεινασμένο, μπασμένο δουλευτάρη του Ηστ Εντ μέχρι να δούμε τους ψηλούς και γεροδεμένους Σωματοφύλακες του Γουέστ Εντ και να συνειδητοποιήσουμε ότι οι μεν πρέπει να ταΐζουν, να ντύνουν και να περιποιούνται τους δε».
Αυτό που καθιστά το συγκεκριμένο βιβλίο ακόμη πιο ζωντανό είναι η διαπίστωση ότι ο ίδιος ο συγγραφέας δεν είναι άγιος. Συχνά γίνεται υπερβολικά σκληρός με τους ανθρώπους που περιγράφει, κατακρίνει τις γυναίκες και καταγγέλλει τον αλκοολισμό, από τον οποίο πέθανε και ο ίδιος 14 χρόνια αργότερα. H οργή του όμως είναι γνήσια και η απόφασή του να βάλει αυτούς τους εξαθλιωμένους ανθρώπους στο προσκήνιο ενός από τα πιο σημαντικά έργα του είναι γενναία. Γιατί αυτή δεν είναι απλά η ιστορία των φτωχών Λονδρέζων των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Είναι ένας φόρος τιμής στους αφανείς ήρωες της εργατικής τάξης, στις ατομικές ιστορίες όλων των φτωχών, ανεξαρτήτως τόπου και εποχής, που - τι κρίμα - δεν θα βρέθηκαν ποτέ σε θέση να τις διαβάσουν.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΛΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 25-04-2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις