0
Your Καλαθι
Μνημόσυνο για τον Κορνήλιο Καστοριάδη
Από τον Ζήσιμο Λορεντζάτο ένα φίλο του
Περιγραφή
Στην εποχή της Αναγέννησης και του Ουμανισμού, η ευρυμάθεια και η ολόπλευρη έρευνα στα πεδία της γλώσσας, της φυσικής επιστήμης, των μαθηματικών, των τεχνών, της φιλοσοφίας και της ιστορίας αποτελούσαν ίδιον της μεγαλοφυΐας. Ζώντας στην εποχή της εξειδίκευσης, ο Κορνήλιος Καστοριάδης ήταν ωστόσο ένας άνθρωπος αναγεννησιακός είδος υπό εξαφάνισιν. Προ τριών ετών, εξηγώντας για ποιο λόγο εκτιμά τον Καστοριάδη ο Οκτάβιο Πας, μια άλλη ξεχωριστή φυσιογνωμία του 20ού αιώνα, είχε δηλώσει σε συνέντευξή του: «Στο έργο του [ο Καστοριάδης] πραγματεύεται θεμελιώδη ζητήματα, όχι μόνο πολιτικά (τα οποία τον έκαναν ευρύτερα γνωστό) αλλά και οντολογικά, ανθρωπολογικά, γνωσιολογικά. Σημαντική, ακόμη, είναι η προσοχή που δίνει στη σύγχρονη επιστήμη. Λίγοι φιλόσοφοι της εποχής μας είχαν την ικανότητα να πλησιάσουν την επιστημονική σκέψη. Ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, λόγου χάριν, την αγνοούσε παντελώς. Ο Καστοριάδης, αντιθέτως, έχει εντρυφήσει σε προβλήματα μαθηματικών, φυσικής, βιολογίας. Και αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος για την εκτίμηση που του τρέφω». Γνωστό είναι άλλωστε το ενδιαφέρον του φιλοσόφου για την ψυχανάλυση, τη λογοτεχνία και τη μουσική.
Μια άλλη πλευρά, λιγότερο γνωστή, της πολύεδρης προσωπικότητας του Κορνήλιου Καστοριάδη φωτίζεται σε ένα αδημοσίευτο γραπτό του, γλωσσολογικού περιεχομένου, το οποίο παρουσιάζει για πρώτη φορά σε μια τιμητική έκδοση ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στις 6 Φεβρουαρίου, που κλείνουν 40 ημέρες από τον θάνατο του φιλοσόφου. Η σχέση των δύο ανδρών χρονολογείται προ του πολέμου, από τον καιρό που σύχναζαν στα προαύλια του Πανεπιστημίου, όταν αμφότεροι σπούδαζαν στο Αθήνησι, παρ' ότι ο Καστοριάδης ήταν επτά χρόνια νεότερος. Τον καιρό εκείνο, στα χρόνια που προηγήθηκαν του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τις σχολές δεν τις τελείωναν απαραιτήτως, αλλά τις παρακολουθούσαν ανάλογα με το εύρος των ενδιαφερόντων του ο καθένας. Ο Λορεντζάτος ήταν στη Νομική και είχε μετεγγραφεί στη Φιλοσοφική, ο Καστοριάδης ήταν στη Νομική και συνεργαζόταν με το «Αρχείον της φιλοσοφίας και θεωρίας των επιστημών», το τριμηνιαίο περιοδικό, με διευθυντή τον Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο, που εξέδιδαν ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, νεαροί καθηγητές τότε, με τον Μιχαήλ Τσαμαδό, πρέσβη της Ελλάδας και σύμβουλο Επικρατείας αργότερα. Στα χρόνια εκείνα των πνευματικών ζυμώσεων και των ιδεολογικών συγκρούσεων, με το φροντιστήριο φιλοσοφίας του Κωνσταντίνου Τσάτσου στο αμφιθέατρο του κεντρικού κτιρίου του Πανεπιστημίου από τη μια πλευρά και τις περί τον Δημήτρη Γληνό ομάδες που πρέσβευαν τον ιστορικό-υλιστικό μαρξισμό από την άλλη, το πεδίο ήταν πρόσφορο για την πρώιμη ιδεολογική διαμόρφωση των νεαρών φοιτητών, επιστημόνων και διανοουμένων.
Οι διαδρομές που ακολούθησαν στη συνέχεια Καστοριάδης και Λορεντζάτος τους απομάκρυναν. Η στάση τους απέναντι στα κοινά ήταν ολότελα διαφορετική: ο ένας σε αδιάλειπτη ενασχόληση με το κοινωνικό γίγνεσθαι και με συχνές παρεμβάσεις στην πολιτική ζωή και συνεντεύξεις στα media, ο άλλος σε σταθερή πορεία προς μεταφυσικότερες θέσεις, ασκητικά προσηλωμένος στην πνευματική δημιουργία, αποτραβηγμένος στο σπίτι του στην Κηφισιά. Η σχέση τους ωστόσο ήταν διαρκής μέσω των βιβλίων τους, που έστελναν άλλωστε ο ένας στον άλλον. Την «Ανοδο της ασημαντότητας» του Καστοριάδη, που εκδόθηκε στη Γαλλία το 1996, ακολούθησε η έκδοση του τελευταίου δοκιμιογραφικού έργου του 82χρονου Λορεντζάτου, οι «Διόσκουροι. Γιώργος Σαραντάρης, Δημήτριος Καπετανάκης», το 1997, από τις εκδόσεις Δόμος στην Αθήνα. Τον τελευταίο καιρό η αλληλογραφία των δύο παλαιών συμφοιτητών είχε πυκνώσει.
Το καλοκαίρι του 1996, ένα χρόνο προτού πεθάνει, ο Κορνήλιος Καστοριάδης έστειλε ένα γράμμα από τον Τριπόταμο της Τήνου, όπου παραθέριζε τα τελευταία 15 χρόνια, στον Ζήσιμο Λορεντζάτο στην Κηφισιά, ζητώντας του σχόλια σε ένα αδημοσίευτο κείμενό του, δακτυλόγραφο 18 σελίδων. Στο κείμενο αυτό ο Καστοριάδης σύγκρινε την πολυσημία που υπάρχει στις λέξεις της αρχαίας ελληνικής ποίησης με τις αναπτυγμένες αναφορές ή τις εικόνες της νεότερης ευρωπαϊκής, χρησιμοποιώντας παραδείγματα και από τις δύο. «Το πρώτο παράδειγμα με τη Σαπφώ με συνεπήρε τόσο δυνατά», γράφει ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στον πρόλογο της τιμητικής έκδοσης που επιμελήθηκε, «που του ζήτησα την άδεια να το μεταφράσω ελληνικά. Στις 10/10/96 μου απάντησε από το Παρίσι: "Η διάθεσή σου να μεταφράσεις το απόσπασμα για το δίστιχο της Σαπφώς μού προκαλεί μεγάλη ευχαρίστηση και, αν το κάνεις, μπορείς να το δημοσιεύσεις όπου κρίνεις σκόπιμο"». Η στιγμή της δημοσίευσης των δύο παράλληλων κειμένων, του γαλλικού και του ελληνικού, έμελλε να είναι το μνημόσυνο: το βιβλίο τιτλοφορείται «Μνημόσυνο για τον Κορνήλιο Καστοριάδη από τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, ένα φίλο του». Προσήκον μνημόσυνο, πράγματι, για έναν «αυτόνομο» στοχαστή που ήταν άθεος και δεν θέλησε ούτε η κηδεία του να έχει θρησκευτικό χαρακτήρα. Η έκδοση άλλωστε έγινε «με την ελπίδα», όπως γράφει ο εκλεκτικός δοκιμιογράφος της γενιάς του '30, «να παρουσιάσω μία ακόμα πλευρά του ανθρώπου από τις αμέτρητες λιγότερο γνωστή στους συμπατριώτες του».
Παρ' ότι γλωσσολογικής και σημασιολογικής υφής, μέσα στην ανάλυση του Καστοριάδη παρεισφρέουν παρατηρήσεις κοινωνικού και φιλοσοφικού περιεχομένου, που αφορούν όλη του την ιδιοσυγκρασία. «Να διαβάζει κανείς ένα αρχαίο ποίημα σημαίνει να ξαναβρίσκει έναν κόσμο, χαμένο πια, κόσμο που τώρα σκεπάστηκε από την αδιαφορία του "πολιτισμού" μπροστά στα στοιχειώδη και βασικά πράγματα» γράφει. Έτσι, καθώς εξετάζει το ποίημα της Σαπφώς «Δέδυκε μεν α σελάννα...», το πιο γνωστό ποίημα της αρχαϊκής λυρικής ποίησης, αναλύοντας τη δυσμετάφραστη πολυσημία των λέξεων, προχωρά σε συγκρίσεις και σε αντιστοιχίες όσον αφορά τις ευαισθησίες του ανθρώπου της σύγχρονης εποχής: «Βρισκόμαστε στη μέση της νύχτας και το Φεγγάρι έχει πέσει. Ένας σύγχρονός μας δεν βλέπει τι σημαίνει αυτό, δεν καταλαβαίνει πώς, αφού το Φεγγάρι έπεσε πριν από τα μεσάνυχτα, βρισκόμαστε ανάμεσα στο νέο Φεγγάρι και στο πρώτο τέταρτο και, λοιπόν, στην αρχή ενός σεληνιακού μηνός (χρονικό μέτρο για όλους τους αρχαίους λαούς). Είναι όμως και η Πούλια πεσμένη. Αυτή την ακρίβεια των αρχαίων ποιητών τη βρίσκομε σπάνια στους νεότερους: με την ένδειξη αυτή θα μπορούσαμε σχεδόν να βρούμε την ημερομηνία που γράφηκε το ποίημα. Βρισκόμαστε στην άνοιξη και μάλιστα στην αρχή της άνοιξης, η Πούλια πέφτει πριν από τα μεσάνυχτα· όσο η χρονιά προχωράει τόσο αργότερα πέφτει» (απόσπασμα του κειμένου του Κορνήλιου Καστοριάδη στη μετάφραση του Ζήσιμου Λορεντζάτου).
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 18σέλιδο αδημοσίευτο γραπτό, που μόλις πριν από ένα χρόνο αποφάσισε ο Καστοριάδης να στείλει στον Λορεντζάτο, είχε γραφεί σταδιακά στη διάρκεια μιας δεκαπενταετίας περιστασιακής ενασχόλησης με την αρχαία ποιητική. Αλλωστε και στον κύριο όγκο του έργου του επανειλημμένως ο Κορνήλιος Καστοριάδης αντιπαραβάλλει τον σύγχρονο κόσμο με εκείνον της ελληνικής αρχαιότητας, αφού κυρίαρχο στοιχείο της σκέψης του είναι η εξέταση των νέων σχημάτων, παραστάσεων και σημασιών του κόσμου που έρχονται να αντικαταστήσουν τα παλιά. «Η κοινωνία κάνει να υπάρξει ένας κόσμος σημασιών και υπάρχει η ίδια αναφερόμενη σ' έναν τέτοιο κόσμο. (...) Αυτό που συνέχει μια κοινωνία είναι η συνοχή του κόσμου των σημασιών αυτής της κοινωνίας» έγραφε στο θεμελιώδες έργο του «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας» (εκδόσεις Ράππας, Αθήνα 1981, ένα έργο του οποίου τη μετάφραση στα ελληνικά αποκήρυξε ο φιλόσοφος ως πολύ κακή).
Ακόμη και την εμφάνιση του καπιταλισμού και αργότερα του μαρξισμού, ως εκφράσεις μιας διαφορετικής κοινωνικής πραγματικότητας, ο Καστοριάδης τις εξέταζε σε αντιδιαστολή με το πνεύμα του αρχαίου κόσμου. «Αν στην αρχαιότητα», έγραφε στο ίδιο έργο, «οι επικρατούσες κατηγορίες, με τις οποίες συλλαμβάνονται οι κοινωνικές σχέσεις και η ιστορία, είναι κατηγορίες ουσιαστικά ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ, αν το οικονομικό δεν λαμβάνεται υπόψη παρά μόνο περιθωριακά, αυτό δεν οφείλεται ούτε στο ότι η ευφυΐα ή η σκέψη ήταν λιγότερο "προηγμένες" ούτε στο ότι το οικονομικό υλικό έλειπε ή αγνοείτο. Αυτό οφείλεται στο ότι το οικονομικό δεν είχε ακόμη συγκροτηθεί, μέσα στην πραγματικότητα της αρχαιότητας, ως ξεχωριστή στιγμή, "αυτόνομη", όπως έλεγε ο Μαρξ, "δι' εαυτήν", της ανθρώπινης δραστηριότητας». Είναι οι βασικές ιδέες σε κάθε κοινωνία αυτές που ονόμαζε «κεντρικές φαντασιακές σημασίες», που σημασιοδοτούν την πραγματικότητα, την ανθρώπινη ζωή και τον κόσμο. Αυτές τις βασικές ιδέες «τις συναντάμε από την καταβολή, από την αρχική σύσταση του ελληνικού κόσμου, από τον Όμηρο ήδη και από τη μυθολογία».
Ωστόσο ο Καστοριάδης δεν έπασχε από στείρα αρχαιοπληξία αυτήν ίσα ίσα καυτηρίαζε σε κάθε ευκαιρία, ως εμμονή του πολιτιστικού κατεστημένου της χώρας μας και ως πηγή της νεοελληνικής κακοδαιμονίας. Η αρχαία ελληνική αντίληψη για τη ζωή χρησίμευε στον φιλόσοφο ως κέντρισμα, έμπνευση και πηγή ιδεών για τον σημερινό άνθρωπο. Το 1984 ήδη έγραφε ότι «το ενδιαφέρον μου για την αρχαία ελληνική δημοκρατία και, γενικότερα, για την αρχαία ελληνική δημιουργία ενδιαφέρον πάρα πολύ παλιό αναζωπυρώθηκε κατά την εξέλιξη της σκέψης μου και, ιδιαίτερα, μετά την κριτική στην οποία υπέβαλα την παραδοσιακή επαναστατική ιδεολογία, και πιο συγκεκριμένα τον μαρξισμό». Όχι γιατί, στα πλαίσια της αμφισβήτησης του υπαρκτού σοσιαλισμού (μια αμφισβήτηση που πήρε τη μορφή χιονοστιβάδας μετά το 1985), πρόβαλλε την αρχαία Ελλάδα ως πρότυπο για αντιγραφή. «Η αρχαία Ελλάδα δεν είναι πρότυπο ούτε μοντέλο προς μίμηση, όπως άλλωστε δεν μπορεί να είναι κανένα ιστορικό έργο σε οποιονδήποτε τομέα. Θεωρώ, όμως, ότι μπορεί να λειτουργήσει για μας σαν γονιμοποιό σπέρμα, δεδομένου ότι μας επιτρέπει να δούμε εν τη γενέσει τους πληθώρα στοιχείων πάντοτε επίκαιρων» («Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα», εκδόσεις Υψιλον, 1985).
Αν αντλούσε παραδείγματα από τον χώρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης ήταν συχνά για να δείξει πού μπορεί να οδηγήσει η μιμητική, εξωτερική και άγονη σχέση με την παράδοση. Οπως το βράδυ που μίλησε, πριν από τρία χρόνια, στον Σύλλογο Τριποταμιανών-Σμπεραδιανών στην Τήνο, για τη σχέση των Νεοελλήνων με το παρελθόν τους: «Μόνο αν μπορέσουμε να αφομοιώσουμε δημιουργικά τον απέραντο πολιτισμικό πλούτο που δημιούργησε η Δύση και που εμπεριέχει έστω και ανεπαρκώς την αρχαία ελληνική αναφορά θα μπορέσουμε ίσως να μιλήσουμε μια πραγματικά δική μας γλώσσα και να παίξουμε την παρτίδα μας σε μια νέα πολιτιστική συμφωνία. Αλλιώς θα εξακολουθήσουμε να βράζουμε στο ζουμί μας και να καλλιεργούμε την περιθωριακή μας ασημαντότητα». Επίλογος που παραπέμπει ευθέως στο έργο που ακολούθησε τον επόμενο χειμώνα, την «Ανοδο της ασημαντότητας» (θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά σε δύο μήνες, από τις εκδόσεις Ύψιλον), έργο που πάντως δεν αφορά την κρίση της ελληνικής κοινωνίας αλλά, αυτή τη φορά, του δημοκρατικού πολιτεύματος και του δυτικού πολιτισμού στο σύνολό του. Μια κρίση που οφείλεται πλέον σε «γενικευμένη απάθεια», παρά τις όποιες αντιστάσεις στο ατομικό και στο συλλογικό επίπεδο.
Οπωσδήποτε το τιμητικό φυλλάδιο που έρχεται τώρα να επισφραγίσει το μνημόσυνο του Κορνήλιου Καστοριάδη δεν δίνει το εύρος των αναζητήσεων του ανδρός, αλλά υπογραμμίζει την ευαισθησία και την ανησυχία του ανθρώπου που δεν έπαυε να αναζητά τη γνώση σε κάθε έκφανση της ζωής και της τέχνης. Το φυλλάδιο με το σύντομο αυτό κείμενο, όπως το παρουσιάζει ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, δίνει απλώς μια «γεύση» Καστοριάδη, μια ιδέα γι' αυτό που ήταν ο άνθρωπος Καστοριάδης και τα συναισθήματα που γεννούσε σε εκείνους που τον γνώριζαν. Ο σχολιασμός του δοκιμιογράφου και φίλου είναι πλέον ενδεικτικός του δικού του κριτικού αναστήματος. «Ένα έχω να προσθέσω πριν από τα κείμενα» γράφει ο Ζήσιμος Λορεντζάτος. «Με την ποιητική αστρονομία του και αφορμή το μικρό ποίημα ή την αγρύπνια μιας νέας γυναίκας την άνοιξη, ο Καστοριάδης ξεδιπλώνει μπροστά στα μάτια μας ένα μαγεμένο ριπίδι, που πιάνει από του Σολωμού "το μέγα πολυκάντηλο" του ουρανού της νύχτας ίσαμε του Δάντη τον Παράδεισο με τον ακροτελεύτιο υπερβατικό στίχο: L' amor che move il sole e l' altre stelle».
ΜΑΙΡΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 01-02-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις