0
Your Καλαθι
Το Βρετανικό Μουσείο πέφτει
Περιγραφή
Ο Άνταμ Άπλμπι, ένας μεταπτυχιακός φοιτητής της Αγγλικής Λογοτεχνίας, φτωχός και παντρεμένος, προσπαθεί φιλότιμα να τελειώσει τη διδακτορική διατριβή του. Όμως το μυαλό του έχει κολλήσει σ' ένα πρόβλημα εντελώς άλλης φύσεως. Η γυναίκα του ίσως είναι πάλι έγκυος.
Κι αυτό γιατί, ως καλοί Καθολικοί, ακολουθούν την εκπληκτική αντισυλληπτική μέθοδο των Ασφαλών Ημερών, ή αλλιώς "Ρουλέτα του Βατικανού": τη μόνη που αποδέχεται η Εκκλησία -και που τους έχει ήδη οδηγήσει τρεις φορές στο μαιευτήριο...
Στο Αναγνωστήριο του Βρετανικού Μουσείου, όπου ο Άνταμ ξημεροβραδιάζεται καθημερινά, καθώς παλεύει με τα χαρτιά και τα βιβλία του αρχίζει να βιώνει μερικά πολύ περίεργα επεισόδια -τη μια βυθίζεται στην Καρδιά του Σκότους του Κόνραντ, την άλλη αισθάνεται σαν ήρωας του Κάφκα, την τρίτη εκλέγεται- Πάπας!
"Είναι μια ιδιαίτερη μορφή λόγιας νεύρωσης", σχολιάζει ο φίλος του ο Κάμελ. "Δεν μπορεί πλέον να ξεχωρίσει τη ζωή από τη λογοτεχνία". "Μπορώ και παραμπορώ", απαντάει ο Άνταμ. "Η λογοτεχνία έχει να κάνει κυρίως με το σεξ και πολύ λίγο με την τεκνοποιία. Η ζωή είναι το αντίστροφο".
Ο ήρωας του Ντέιβιντ Λοτζ έρχεται, καβάλα στο σκουτεράκι του, από μια όχι και τόσο μακρινή εποχή, που ο οικογενειακός προγραμματισμός υπάκουε στους κανόνες του παπά της ενορίας και το Χάπι ήταν απλώς μια δελεαστική φήμη. Και δίνει την ευκαιρία στον αξεπέραστο συγγραφέα της Θεραπείας να υπογράψει μια από τις καλύτερες και πιο δηλητηριώδεις σάτιρές του, όπου η Εκκλησία συγκρούεται με την Αντισύλληψη και η υψηλή λογοτεχνία με την αληθινή ζωή...
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Καθένα από τα μυθιστορήματά μου ανταποκρίνεται σε μια ιδιαίτερη φάση ή άποψη της ζωής μου. [...] αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είναι αυτοβιογραφικά με την απλή, άμεση σημασία. Αρχίζω με ένα προαίσθημα πως αυτό που έχω βιώσει ή παρατηρήσει έχει κάποια αντιπροσωπευτική (δηλαδή μεγαλύτερη από την απλώς ιδιωτική) σημασία, η οποία θα μπορούσε να υλοποιηθεί μέσω μιας μυθοπλαστικής ιστορίας». Αυτή η δήλωση του Λοτζ επαληθεύεται σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό σε όλα τα μυθιστορήματά του, αλλά η αλήθεια της είναι περισσότερο ευδιάκριτη στα τρία πρώτα μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν ανάμεσα στο 1960 και το 1965, όπου αντανακλάται η μικροαστική ανατροφή του Λοτζ μέσα σε μια παραδοσιακή καθολική οικογένεια, σύμφωνα με τις αυστηρές συνθήκες της μεταπολεμικής Αγγλίας. Το πρώτο παρουσιάζει την εικόνα μιας καθολικής οικογένειας που ζει στο νότιο Λονδίνο, και η κόρη τους έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον του φοιτητή νοικάρη τους. Το δεύτερο αντλεί από τις εμπειρίες που αποκόμισε κατά τη στρατιωτική θητεία του, και το τρίτο, «Το Βρετανικό Μουσείο πέφτει», είναι η ιστορία ενός φτωχού καθολικού μεταπτυχιακού φοιτητή που δουλεύει τη διατριβή του στο Κυκλικό Αναγνωστήριο της Βιβλιοθήκης του Βρετανικού Μουσείου.
Η κωμική ενέργεια του σοβαρού
Σε αντίθεση με τα δύο πρώτα, το τρίτο μυθιστόρημα φανερώνει τάσεις απομάκρυνσης από τον βρετανικό νεορεαλισμό της δεκαετίας του 1950. Αυτό κατορθώνεται κυρίως μέσω του κωμικού χαρακτήρα της αφήγησης, ο οποίος ωστόσο εξασφαλίζεται από την παρουσία καταστάσεων που ιστορικά δεν ισχύουν πλέον: η διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας σχετικά με τον έλεγχο των γεννήσεων (που απαγόρευε τις τεχνητές μορφές αντισύλληψης και δημιουργούσε μεγάλη σύγχυση και άγχος στα ζευγάρια των πιστών Καθολικών), η οποία μετά τη Δεύτερη Σύνοδο του Βατικανού έγινε περισσότερο φιλελεύθερη. Ακόμη και η βιβλιοθήκη του Βρετανικού Μουσείου, που αποτελεί το βασικό μυθιστορηματικό σκηνικό, δεν στεγάζεται πλέον στο κτήριο του Μουσείου. Από την άποψη αυτή, το μυθιστόρημα είναι παρωχημένο, αλλά το κωμικό στα μυθιστορήματα του Λοτζ πηγάζει από τη σύμπτωση καταστάσεων που προσδιορίζονται όχι μόνον ιστορικά, αλλά κυρίως ψυχολογικά, παραπέμποντας σε μια διαχρονική ανθρώπινη συμπεριφορά, οπότε ο κωμικός χαρακτήρας παραμένει αμείωτος.
Σύμφωνα και πάλι με όσα έχει πει ο ίδιος, για να αρχίσει ένα μυθιστόρημα πρέπει να βρει μια δομική ιδέα που θα προκαλέσει την ιστορία: για παράδειγμα, δύο πανεπιστημιακοί των οποίων οι πτήσεις διασταυρώνονται πάνω από τον Βόρειο Πόλο, καθώς κατευθύνονται προς τη νέα τους θέση που έχουν ανταλλάξει μεταξύ τους (αυτό συμβαίνει στο μυθιστόρημα «Αλλάζοντας θέσεις»). Η δομική ιδέα, που πυροδοτεί τη διαδικασία της μυθοπλασίας, λειτουργεί σαν μια αλληλοαναφορά ή και προσέγγιση δύο καταστάσεων που μπορεί να είναι δύο ιδεολογίες ή νοοτροπίες ή τρόποι ζωής. Αυτή η δυαδική δόμηση των μυθοπλασιών του Λοτζ αντιστοιχεί στο ενδιαφέρον του ως κριτικού για τον στρουκτουραλισμό, ενώ η από μέρους του χρήση του κωμικού ως μέσου διερεύνησης του σοβαρού εναρμονίζεται με την υιοθέτηση της αντίληψης του Μπαχτίν για το μυθιστόρημα ως καρναβαλικής φόρμας που ανατρέπει τις μονολογικές ιδεολογίες με το γέλιο και την πολυφωνία των λόγων.
Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα η πολυφωνία λειτουργεί σε δύο επίπεδα: στο ιδεολογικό και στο υφολογικό. Στο πρώτο υπηρετείται από τον διάλογο ανάμεσα σε διαφορετικές κοσμοθεωρίες και στάσεις ζωής που εκπροσωπούνται από ανόμοια μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας, από τον ιερέα, τον πλούσιο Αμερικανό που θέλει να αγοράσει το Βρετανικό Μουσείο, να το μεταφέρει πέτρα πέτρα στο Κολοράντο όπου θα το ξαναχτίσει κ.ά., ενώ στο δεύτερο επίπεδο από μια προγραμματική διακειμενικότητα που κατορθώνει να γίνει μέρος της μυθοπλασίας χάρη στο γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής είναι ένας μεταπτυχιακός φοιτητής της Αγγλικής Λογοτεχνίας, του οποίου η ζωή παίρνει συνεχώς το υφολογικό και θεματικό χρώμα των συγγραφέων που μελετά: Κάθε επεισόδιο απηχεί, μέσα από την παρωδία, τη μίμηση και τον υπαινιγμό, το έργο κάθε σύγχρονου μυθιστοριογράφου που μελετά: Γκράχαμ Γκριν, Βιρτζίνια Γουλφ, Φραντς Κάφκα, Τζόζεφ Κόνραντ, Ντέιβιντ Χέρμπερτ Λόρενς, Χένρι Τζέιμς, Ερνεστ Χέμινγουεϊ, Τζέιμς Τζόις... Οι μεταβολές στον τόνο και στην αφηγηματική τεχνική που προκαλούνται με αυτό το εύρημα εκδηλώνονται μέσα από τις ονειροπολήσεις, τις φαντασιώσεις και τις παραισθήσεις του πρωταγωνιστή.
Η κωμική ενέργεια του μυθιστορήματος εκλύεται βασικά από τη σύγκρουση δύο διαφορετικών, αλληλοσυγκρουόμενων ψυχολογικών καταστάσεων του πρωταγωνιστή: η ηρεμία και αυτοσυγκέντρωση που απαιτούνται για την έρευνά του στη βιβλιοθήκη και την εκπόνηση της διατριβής του, από το ένα μέρος, και από το άλλο μέρος, το άγχος του για την πιθανότητα μιας τέταρτης εγκυμοσύνης της γυναίκας του, που τον κάνει κάθε τόσο να βγαίνει από το αναγνωστήριο για να της τηλεφωνήσει και να μάθει πώς εξελίσσονται κάποια ύποπτα συμπτώματα.
Παράλληλα με τις δομές του κωμικού, υπάρχουν και τα επιμέρους, εμφανή στοιχεία του που συνίστανται συνήθως σε σκηνές (όπως οι Κινέζοι τουρίστες που περιεργάζονται το γραφείο που χρησιμοποιούσε ο Μαρξ, η συζήτηση του Ανταμ με τον ιερέα σχετικά με τη στάση της Εκκλησίας στο θέμα της αντισύλληψης διασχίζοντας την πρωινή κίνηση του Λονδίνου πάνω σε ένα σκούτερ ή μέσα σε ένα sex-shop) ή σε ειρωνικούς υπαινιγμούς -όπως το θέμα της διατριβής του φίλου του πρωταγωνιστή, Κάμελ: «Εγκαταστάσεις υγιεινής στη βικτωριανή πεζογραφία», ένα θέμα που φαίνεται πολύ στενό, ενώ στην πραγματικότητα είναι εξαιρετικά ευρύ, επειδή η απουσία αναφορών στις εγκαταστάσεις υγιεινής είναι εξίσου σημαντική με την παρουσία τους, και κατ' αυτόν τον τρόπο αγκαλιάζει ολόκληρο το φάσμα της βικτωριανής πεζογραφίας...
Κολάζ παρωδιών σε πλαίσιο ρεαλιστικό
Το κωμικό μυθιστόρημα υπήρξε μια διέξοδος στην αντίφαση ανάμεσα στον θαυμασμό που ο Λοτζ ως κριτικός αισθανόταν για τους μεγάλους μοντερνιστές συγγραφείς, και στη δική του μυθιστορηματική γραφή που είχε διαμορφωθεί από το νεορεαλιστικό, αντιμοντερνιστικό μυθιστορηματικό ρεύμα της δεκαετίας του 1950. Το κωμικό δημιουργούσε ένα κλίμα ιδεολογικής σχετικότητας -αλλά και μια συνθήκη υφολογικής ελευθεριότητας-, μέσα στο οποίο μπορούσε να στρέψει μερικώς το ενδιαφέρον του από τη μίμηση προς τη γραφή, ενώ η παρωδία τον λύτρωνε από την αγωνία της επίδρασης, οδηγώντας τον στην οργανωμένη ανά κεφάλαιο παρωδία ενός συγγραφέα. Οι διαδοχικές παρωδίες ανόμοιων μεταξύ τους συγγραφέων αποτελούν στοιχείο διάσπασης της συνέχειας της πλοκής, αλλά το γεγονός πως τα έργα που ο Λοτζ μιμείται ή παρωδεί είναι γνωστά, αποκαθιστά μια άλλη συνέχεια που δεν αναφέρεται στη ρεαλιστική πλευρά του μυθιστορήματος, αλλά στη ρητορική πλευρά του: η αναγνωρισιμότητα των παρωδούμενων έργων συνιστά μια αληθοφάνεια ως προς την πραγματικότητα όχι του ιστορικο-κοινωνικού αλλά του λογοτεχνικού περιβάλλοντος. Με τον τρόπο αυτόν, κατορθώνει τη σύμπτωση δύο διαφορετικών επιπέδων: του λογοτεχνικού ρεαλισμού και της μεταμυθοπλασίας.
Αυτός ο υφολογικός συνδυασμός αντιστοιχεί στη σχέση ανάμεσα στη ζωή και τη λογοτεχνία, που αποτελεί το πρόβλημα του πρωταγωνιστή: η ζωή του σε κάθε περιστατικό της μοιάζει σαν να έχει ήδη γραφεί από κάποιον μυθιστοριογράφο. «Είναι μια μορφή λόγιας νεύρωσης. Δεν μπορεί πλέον να ξεχωρίσει τη ζωή από τη λογοτεχνία», σχολιάζει ο Κάμελ. Και ο Ανταμ τον αποστομώνει: «Μπορώ και παραμπορώ. Η λογοτεχνία έχει να κάνει κυρίως με το σεξ και πολύ λίγο με την τεκνοποιία. Η ζωή είναι το αντίστροφο».
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/11/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις