0
Your Καλαθι
Τον Συγγραφέα!
Περιγραφή
Στο Σκέψεις, Σκέψεις, ο Χένρι Τζέιμς είχε μια έντονη παρουσία μέσα από πάμπολλες αναφορές στο έργο του. Τώρα καταλαμβάνει το κέντρο της σκηνής -μερικές φορές και κυριολεκτικά...
Η ιστορία αρχίζει το Δεκέμβριο του 1915, όταν ο Χένρι Τζέιμς πεθαίνει περιστοιχισμένος από τους συγγενείς και τους υπηρέτες του. Και ύστερα πηγαίνει πίσω, στα δύσκολα «ενδιάμεσα χρόνια», των ταλαντεύσεων και των αμφιβολιών, όταν τα πρώτα έργα του είχαν σχεδόν ξεχαστεί και τα μεγάλα μυθιστορήματα της ωριμότητάς του δεν είχαν γραφτεί ακόμα...[...]Ένα βιβλίο που διαβάζεται εξίσου σαν βιογραφία και σαν μυθιστόρημα για τη φιλία, τη φιλοδοξία και τον πειρασμό του φθόνου. Και, κυρίως, για την ίδια τη φύση της δημιουργίας, για τις εμμονές, τις ελπίδες, τους θριάμβους και τις πικρές διαψεύσεις από τις οποίες είναι φτιαγμένη η ζωή κάθε μεγάλου συγγραφέα...
«Εξαιρετικό... εμπνευσμένο».
Sunday Times
«Ένα συναρπαστικό βιβλίο. Ποτέ άλλοτε ένας χαρακτήρας -ο ίδιος ο Χένρι Τζέιμς- δεν υπηρετήθηκε τόσο καλά από έναν συγγραφέα».
The Spectator
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το 1893 ο Χένρι Τζέιμς ήταν πενήντα ετών και ακινητοποιημένος στο διαμέρισμά του στο Λονδίνο όταν άρχισε να αισθάνεται τις αντοχές του να τον εγκαταλείπουν. Εχοντας ήδη γράψει έναν αριθμό απαιτητικών μυθιστορημάτων που διάβαζαν ελάχιστοι, βασανιζόταν από τις ανεκπλήρωτες φιλοδοξίες του και από το φόβο της εξάντλησης των ψυχικών του αποθεμάτων. Την ίδια εποχή, παρότι δεν το παραδεχόταν ανοιχτά, τυραννιόταν να βλέπει άλλους συγγραφείς να αποσπούν τα εγκώμια και την προσοχή που πίστευε πως άξιζαν στον ίδιο.
Η καριέρα του ως συγγραφέα μυθιστορημάτων βρισκόταν σε κρίση. Οι πωλήσεις των βιβλίων του είχαν πέσει κατακόρυφα Στην αρχή τής σταδιοδρομίας του φιλοδοξούσε να γίνει ο Μπαλζάκ του αγγλοσαξονικού κόσμου και έτρεφε την κρυφή ελπίδα πως θα κατόρθωνε να γίνει όχι μόνο διάσημος αλλά και να κερδίσει αρκετά χρήματα από τα βιβλία του, ώστε να απαλλαγεί από τη μέριμνα της καθημερινότητας. Γι' αυτό και παραχώρησε το μερίδιο του από την πατρική κληρονομιά στην αδελφή του Αλις, μια χειρονομία που δήλωνε και την ακλόνητη πίστη του στο συγγραφικό του μέλλον, πως θα κατόρθωνε δηλαδή να ζει από την πένα του διατηρώντας ταυτόχρονα τα υψηλότερα καλλιτεχνικά κριτήρια. Με τα χρόνια, οι προοπτικές αυτού του σχεδίου διαγράφονταν όλο και πιο ζοφερές, καθώς ο Χένρι είχε μεν αποκτήσει ορισμένους απαιτητικούς αναγνώστες αλλά δεν είχε προσεγγίσει το ευρύτερο κοινό. Εκείνη τη χρονική περίοδο πήρε την απόφαση να στρέψει τις εναπομείνασες δημιουργικές δυνάμεις του στο θέατρο, ελπίζοντας πως αν πετύχαινε ως δραματουργός θα έβρισκε την ενέργεια και την αυτοπεποίθηση να αναζωογονήσει και τη συγγραφική του ιδιότητα.
Η αφήγηση του Λοτζ εστιάζεται σε αυτά τα ενδιάμεσα χρόνια της ζωής του Χένρι, βάζοντας στο κέντρο της αφήγησης τις προσπάθειές του να γράψει θεατρικά έργα, σχολιάζοντας ταυτόχρονα την απογοήτευση, τη διάψευση, τη συνεχόμενη αγωνία που δοκιμάζει κάθε δημιουργός -δοκιμασίες που μπορεί να αποβούν μοιραίες αν δεν βρει τον τρόπο να οδηγηθεί σε κάποιου είδους κάθαρση.
Δημόσιος χλευασμός
Στην πρώτη του θεατρική απόπειρα ο Χένρι δραματοποιεί το πρώιμο έργο του «Ο Αμερικάνος», το οποίο είχε μέτρια επιτυχία. Η δεύτερη ήταν με το «Γκάι Ντόμβιλ», έργο για το οποίο έτρεφε τις μεγαλύτερες προσδοκίες αλλά έγινε η αφορμή να εκτεθεί ανεπανόρθωτα στο κοινό. Ο Λοτζ περιγράφει με λεπτομέρειες την ταπείνωση που υπέστη σ' αυτό το κρίσιμο σημείο της καριέρας του καθώς και τα γεγονότα που προηγήθηκαν και ακολούθησαν, ανάμεσα σε δυο κεφάλαια που περιγράφουν το τέλος της ζωής του μέσα από τη συνείδηση των ανθρώπων που τον περιστοίχιζαν. Παρουσιάζονται επίσης δύο πρόσωπα με τα οποία ο Χένρι διατηρούσε στενές φιλικές σχέσεις, η συγγραφέας Αλις Φένιμορ και ο σκιτσογράφος Ντι Μοριέ.
Λόγω τού ότι ο Χένρι επιθυμούσε η ιδιωτική του ζωή να κρατηθεί μυστική και θεωρούσε πως οι πληροφορίες τού είδους δεν βοηθούν το έργο του, ο Λοτζ τον παρουσιάζει στην αρχή του μυθιστορήματος να ρίχνει στη φωτιά τις επιστολές φίλων αλλά και της Φένιμορ, την οποία και υποχρέωσε να κάνει το ίδιο. Ο ίδιος απείχε από τις ερωτικές σχέσεις και τις σαρκικές επαφές, θεωρώντας την εργένικη ζωή αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση της συγγραφικής του τέχνης.
Κεντρική θέση στο μυθιστόρημα καταλαμβάνει η φιλία του με τον Ντι Μοριέ, μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης· παρουσιάζονται να ανταλλάσσουν σκέψεις και ανησυχίες στο δικό τους «παγκάκι των εκμυστηρεύσεων». Στο παγκάκι αυτό ο Ντι Μοριέ προσφέρει στον Χένρι μια ιδέα για ένα μυθιστόρημα, το οποίο και απορρίπτει γιατί πιστεύει πως δεν έχει τις αναγκαίες μουσικές γνώσεις που οφείλουν να αποδοθούν στον ήρωα. Αυτή την ίδια ιδέα χρησιμοποιεί ο Ντι Μοριέ στην πρώτη του συγγραφική απόπειρα, καθώς λόγω της μερικής απώλειας της όρασής του αδυνατεί να ζωγραφίσει. Ο Χένρι με κατανόηση παρακολουθεί την προσπάθεια του φίλου του, κάνοντάς του κάποιες βοηθητικές υποδείξεις, ενθαρρύνοντάς τον όσο χρειάζεται χωρίς να μπορεί να αποφύγει μια κάποια δυσαρέσκεια για την άγνοια, την προχειρότητα και τον υπερβολικό ενθουσιασμό του.
Η έκδοση του «Τίλμπι», του μυθιστορήματος του Ντι Μοριέ, ακολουθήθηκε από μεγάλη εκδοτική επιτυχία, του απέφερε τεράστια χρηματικά ποσά, έγινε το απόλυτο μπεστ σέλερ της εποχής και παγκόσμια επιτυχία όταν μεταφέρθηκε στη θεατρική σκηνή. Η επιτυχία του συνέπεσε με την παταγώδη αποτυχία του «Γκάι Ντόμβιλ», που ανέβηκε στο Λονδίνο την ίδια σεζόν με το «Η Σημασία τού να είσαι Σοβαρός» του Ουάιλντ. Ο Τζέιμς κρατούσε τις αποστάσεις του από τον προκλητικό συγγραφέα και τους μποέμ καλλιτέχνες αλλά και από τις συνήθειες των οπαδών και των φίλων τους. Παρ' όλα αυτά, τη βραδιά της πρεμιέρας του έργου του επέλεξε να παρακολουθήσει την παράσταση του Ουάιλντ προκειμένου να μετριαστεί η αγωνία του για την αποδοχή του από το κοινό. Σχεδίασε, όμως, να βρίσκεται στο θέατρο λίγο πριν από το τέλος της δικής του παράστασης, ώστε να προλάβει να ανέβει στη σκηνή αν τον καλούσαν. Ετσι και έπραξε: μετά την αγωνιώδη προσμονή κάποιων ωρών, φτάνει στο θέατρο τη στιγμή που οι ηθοποιοί είχαν βγει στη σκηνή και, όταν ο πρωταγωνιστής του έκανε νόημα να ανεβεί, τρέχει και αρχίζει να υποκλίνεται. Το όραμα της υπόκλισης κάτω από το φως των προβολέων με το κοινό να ζητωκραυγάζει «τον συγγραφέα, τον συγγραφέα!» έγινε πραγματικότητα, μόνο που δεν τον κάλεσαν για να τον επευφημήσουν αλλά για να τον γιουχάρουν. Τίποτα δεν τον είχε προετοιμάσει για τη δημόσια διαπόμπευσή του. Υστερα από μια πεντάχρονη προσπάθεια να γίνει θεατρικός συγγραφέας και έχοντας παραμελήσει την τέχνη του, στην οποία αναγνωρισμένα διέθετε μια δεξιοτεχνία, δοκιμάζει το πικρό συναίσθημα της παταγώδους αποτυχίας και αναγκάζεται να ομολογήσει στον εαυτό του πως είχε ηττηθεί από το παιχνίδι στο οποίο είχε εμπλακεί. Κατά τη διάρκεια του σκληρού αυτού απολογισμού μαθαίνει και τα νέα τού χαμού της Φένιμορ, η οποία τον στήριζε ηθικά, και που αποφάσισε να βάλει η ίδια τέρμα στη ζωή της στη Βενετία ενώ ακολουθεί ο ξαφνικός θάνατος του Ντι Μοριέ, που δεν «άντεξε» την επιτυχία του. Η αίσθηση ματαιότητας τον κυριεύει και η κατάστασή του επιδεινώνεται.
Καθυστερημένη αναγνώριση
Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες παρήγαγε τα επόμενα έργα του ήταν εξίσου δυσχερείς. Οι αρχισυντάκτες των περιοδικών γκρίνιαζαν πως οι ιστορίες του ήταν αργές, περιείχαν πολλή ανάλυση και ενδοσκόπηση κι εκείνος είχε πλέον αποδεχτεί το γεγονός πως δεν θα γινόταν πραγματικά δημοφιλής ούτε θα έγραφε ποτέ κάποιο μπεστ σέλερ, καθώς οι μεταβολές στην πολιτιστική ζωή δεν τον ευνοούσαν - η απίσχναση της παιδείας, η ισοπεδωτική επίδραση του καπιταλισμού, η διαστρέβλωση των αξιών από τη διαφήμιση καθιστούσαν αδύνατο ένας μυθιστοριογράφος να πετύχει ταυτόχρονα την καλλιτεχνική αρτιότητα και τη δημοτικότητα του Ντίκενς ή της Ελιοτ στην ακμή τους.
Μετά την ταπείνωση, την αδιαφορία και την πανωλεθρία από τα θεατρικά του έργα, έγραψε τα τελευταία του αριστουργήματα, που έβαλαν τον θεμέλιο λίθο στο σύγχρονο ψυχολογικό μυθιστόρημα -τη «Χρυσή Κούπα», τους «Πρεσβευτές» και τα «Φτερά της Περιστέρας»- βιώνοντας άλλη μια φορά την απογοήτευση, καθώς έγιναν δεκτά με αμηχανία και απροκάλυπτη αδιαφορία.
Ο Λοτζ στο τελευταίο κεφάλαιο αφηγείται στον Χένρι αυτά που θα ήθελε να είχε μάθει πριν φύγει. Του απευθύνεται σαν να μιλάει σε κάποιον φίλο, του λέει πως ύστερα από κάποιες δεκαετίες σχετικής αφάνειας έχει καθιερωθεί ως κλασικός συγγραφέας, απαραίτητη αναγνωστέα ύλη για όποιον ενδιαφέρεται για την αισθητική του μυθιστορήματος, ότι τα έργα του διδάσκονται σε κολέγια και πανεπιστήμια, είναι θέμα αναρίθμητων διατριβών και άρθρων και εξακολουθεί να εμπνέει συγγραφείς (όπως τον ίδιο, την Εμα Τέναντ, τον Χόλινγκχερστ), ζητώντας του όπου κι αν βρίσκεται να κάνει μια βαθιά υπόκλιση στο αναγνωστικό του κοινό, που συνεχίζει να θρέφεται από τα έργα του.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 19/08/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις