Παλάμη ωχρού μελισσοκόμου

Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 6.39
4.47
Τιμή Πρωτοπορίας
+
110055
Συγγραφέας: Λουκάκης, Μάνος
Εκδόσεις: Καστανιώτης
Σελίδες:75
Ημερομηνία Έκδοσης:01/10/2000
ISBN:9789600329001
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Ο Μάνος Λουκάκης (γενν. 1951) έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Ζήτω το Ξενοδοχείον της Μεγάλης Βρετανίας» (εκδ. Γνώσεις, 1989) και «Σαν τη Μαρία το πρωί» (εκδ. Καστανιώτη, 1998). Επίσης έχει εκδώσει το «Έρωτος λόγοι από την αρχαία Μεσόγειο» (εκδ. Καστανιώτη, 1998), μια συλλογή ερωτικών αποσπασμάτων από την αρχαιοελληνική και λατινική γραμματεία σε δική του απόδοση στα νέα ελληνικά, ενώ έχει δημοσιεύσει και μια μελέτη-εισαγωγή στο έργο του ποιητή Μηνά Δημάκη με τίτλο «Μηνάς Δημάκης, πορεία μέσα στη νύχτα» (εκδ. «Ο Ανθολόγος Ερμής», 1999).




ΚΡΙΤΙΚΗ



Η «Παλάμη ωχρού μελισσοκόμου», αποτελούμενη από τρεις ενότητες ­εύλογα υποψιάζεται ο αναγνώστης πως αυτό το τριμερές σχήμα δεν είναι τυχαίο­, ανήκει σ' εκείνο το είδος ποίησης που θέλει το σώμα του ποιήματος να γίνεται τόπος συνάντησης των ψυχών. Ο Μ. Λ., γνωρίζοντας ότι μοναδική στράτευση του ποιητή είναι να παράγει νόημα, εντοπίζει το νόημα αυτό (ή το Νόημα) στη συνάντηση με τον άλλον, είτε πάνω στο θερμό σώμα του ποιήματος είτε στους ψυχρότερους, κάποτε κάποτε οδυνηρούς, τόπους της μνήμης.


Εκτός όμως από τόπος συνάντησης, η Παλάμη είναι τόπος πολλών επιμειξιών, πρώτα απ' όλα γλωσσικών: ο Μ. Λ. χρησιμοποιεί, σε ποικίλες ανά ποίημα αναλογίες, τόσο τον λόγιο όσο και τον δημώδη οπλισμό της γλώσσας (οι λέξεις του ντόπιου κρητικού ιδιώματος αφθονούν στο βιβλίο), καταλήγοντας σ' ένα μεικτό είδος λόγιας και λαϊκής ποίησης που δεν συνηθίζεται στα γράμματά μας. Ύστερα, γίνεται τόπος επιμειξιών τεχνοτροπικών: ο Μ. Λ. δανείζεται απ' όλες τις ηλικίες της ποίησης ­από τη Βίβλο και την εκκλησιαστική υμνογραφία, από τον Όμηρο και την αρχαία ελληνική μυθολογία, από το δημοτικό τραγούδι και τη μοντέρνα ποίηση­, για να καταλήξει σ' ένα ποιητικό πανόραμα που θέλει να συνοψίσει όλα τα γραμμένα.


Αν όμως τα ποιήματα που απαρτίζουν τη συλλογή θέλουν από τη μία να είναι ο προνομιούχος τόπος συναντήσεων, από την άλλη σημαδεύονται από μια διαρκή απουσία, καθώς το μοτίβο της αναχώρησης, της ματαιωμένης παρουσίας, κυριαρχεί σ' όλη την έκταση της συλλογής.


Από αυτό το διπολικό σχήμα συνάντησης-αναχώρησης, από αυτό το πυκνό, αξεδιάλυτο μείγμα παρουσίας-απουσίας δεν θα μπορούσε να λείπει ούτε η μορφή της γυναίκας ούτε η βαρύνουσα σημασία της πράξης.


Η πρώτη, πανταχού παρούσα είτε ως προσδοκία είτε ως ματαίωση, ορίζει όλη την ψυχογραφία της συλλογής. Αλλού ερωμένη, αλλού μητέρα, αλλού τυχαίο αντικείμενο ενός τυχαίου βλέμματος, είναι προορισμένη να διαφεύγει σε τόπους μυθικούς, είτε ο τόπος αυτός είναι η γενέθλια νήσος Κρήτη είτε οι τόποι μιας ασφαλούς αρχαιογνωσίας.


Η δεύτερη, η πράξη, καθώς η ποίηση του Μ. Λ. είναι κατ' εξοχήν ποίηση των ετεροδόξων συνάψεων, χάνει το νόημά της αμέσως μόλις τελεστεί.


Είναι ο τόπος του ποιητή τόπος του ποιήματος; Αμφίβολο. Όσο και αν όλη η τοπογραφία και τοπιογραφία του βιβλίου υποδεικνύουν την κραταιά νήσο Κρήτη, όσο και αν το γλωσσικό υλικό των ποιημάτων βρίθει από λέξεις-στοιχεία της κρητικής ντοπιολαλιάς, αυτή η εντοπιότητα δεν μοιάζει να δηλώνει καταγωγή ­όσο και αν είναι αληθής η βιολογική καταγωγή του ποιητή από τη Μεγαλόνησο­ μα προορισμό, όχι αφετηρία αλλά τέρμα. Με άλλα λόγια: η Κρήτη στην Παλάμη ωχρού μελισσοκόμου είναι πιο πολύ ο φασματικός τόπος όπου γεννιέται το αντικείμενο-ποίημα ως πνευματικό γεγονός παρά η γεωγραφική μονάδα απ' όπου έλκει τη βιολογική καταγωγή το υποκείμενο-ποιητής.


Εν κατακλείδι: η μουσικά οργανωμένη και γλωσσικά αυτόχθων Παλάμη ωχρού μελισσοκόμου του Μάνου Λουκάκη είναι μια μουσική-ποιητική αλληγορία, ένας ψιθυριστός χρησμός· και έτσι να διαβαστεί: σαν ένας ατέλεστος χρησμός για το ματαιωμένο σχήμα της συνάντησης.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 04-03-2001







ΚΡΙΤΙΚΗ



Η τρίτη ποιητική συλλογή του Μάνου Λουκάκη «Παλάμη ωχρού μελισσοκόμου» προϋποθέτει γλωσσικά και θεματογραφικά τον τόπο της γέννησής του, την Κρήτη, και τον τόπο γέννησης του καθενός μας: την Ελλάδα. Δεν υπάρχει πιο κουραστικό και πολλές φορές πληκτικό πράγμα -πληκτικό γιατί αφυδατώνεις την ποίηση από τον ηλεκτρισμό και το μαγνητισμό της- να μιλάς για μια ποιητική συλλογή, να χρησιμοποιείς λέξεις που επιθυμείς να κυριολεκτήσουν μ' αυτό που αισθάνεσαι, αλλά τελικώς να μην δύνασαι να διατυπώσεις αναλυτικώ τω τρόπω το διάβημα του ποιητή. Το κείμενο ετούτο από τη σύλληψή του αποτελεί μια προδοσία απέναντι στο ποιητικό υλικό, το οποίο αναπνέει αυτοδύναμο, όπως το πουλί πετάει χωρίς ν' αναρωτιέται γιατί.

Και ο Μάνος Λουκάκης δεν αναρωτιέται για το πέταγμά του, όταν έρθει η πρέπουσα στιγμή της συλλήψεως του ποιήματος. Αν οι λέξεις είναι οι φτερούγες και το συντελεσμένο ποίημα, η άτρακτος, το σώμα του πτηνού, η ποιητική συλλογή είναι η αρχή και το τέλος ενός ταξιδιού που ποτέ δεν αρχίζει και ποτέ δεν τελειώνει. Πώς λοιπόν να μιλήσεις για το αταξίδευτο, πώς λοιπόν να μιλήσεις αποτελεσματικά και εύστοχα για ένα ταξίδι χωρίς προορισμό ούτε σημείο εκκινήσεως;

Το βιβλίο είναι ένα συνθετικό αποτέλεσμα, χωρισμένο σε τρία λειτουργικά μέρη, με την έννοια ότι το ένα μέρος προϋποθέτει το άλλο. Είναι μέρη ενιαίου ρυθμού και ενιαίας αναπνοής και προϋποθέτουν την αφήγηση, ακόμη κι όταν είναι ολιγόστιχα. Οι λίγοι στίχοι είναι σαν να έχουν αποσπασθεί από μίαν μακράς διαρκείας αφήγηση και παρά το μικρό της εκτάσεώς τους αντιμετωπίζουν τον κόσμο με το βηματισμό του έπους και την αναπόφευκτη ενοχή της Ιστορίας.

Ο Μάνος Λουκάκης δημιουργεί ένα σύγχρονο έπος με παλαιά υλικά, όπως είναι τα μυθολογικά προσωπεία που χρησιμοποιεί, τα οποία λειτουργούν στα χνάρια της αρχαίας τραγωδίας, που χαράζονται από στίχους που χρεωστούν τα μέγιστα στο λυρισμό, σ' έναν λυρισμό πηγαιότητας, που ανακαλεί στη μνήμη, αίφνης, καλοχωνεμένους στίχους και ρυθμούς του δημοτικού τραγουδιού, εκείνου όμως του αυτοσχεδιαστικού, δημιούργημα εν πολλοίς της Κρήτης, του ως μαντινάδα γνωστού.

Μα τι γυρεύει η μαντινάδα σ' έναν σημερινό ποιητή, που αν ήθελε να λεγόταν μοντέρνος θα έπρεπε ν' αναζητάει τις αφορμές του στις κατακτήσεις του μοντερνιστικού ποιητικού πειράματος του εικοστού αιώνα; Πιθανότατα έχει ξεκαθαρίσει εντός του ότι χρωστάει ακόμη πολλά στον τόπο όπου άκουσε για πρώτη φορά τις λέξεις σφάκες ή βολόσυρος. Λέξεις ελληνικές παραδομένες από γενιά σε γενιά, λέξεις χαμένες και ευρισκόμενες σε βάθος παρελθόντος και βάθος μέλλοντος. Λέξεις που θα χαθούν, όταν πεθάνουν οι άνθρωποι που τις προφέρουν, λέξεις που θα σωθούν, όταν διασωθούν στη σωτηρία της ποιήσεως λέμβο. Γι' αυτό αγαπώ τους ποιητές, γιατί πολλοί εξ αυτών διασώζουν ό,τι πολύτιμο έχουμε, τη σκληρότητα για να υπάρχουμε, τη λογική κατάφαση σε πράγματα καθημερινά, τη μνήμη της παιδικής ηλικίας, την υπερηφάνεια προπαντός κι ας θεωρείται απ' ορισμένους μια μορφή αλαζονείας ή εγωισμού.

Ο Λουκάκης γράφει κι ας γνωρίζει ότι ο κόσμος είναι φορές που είναι στρωμένος με ερείπια. Ερείπια κτισμάτων και ερείπια ψυχών, εξ ου κι αναρωτιέται: πώς απ' αυτά τα ερείπια θα πεταχθεί ένα άνθος θρασύτατα όχι για να τα διακοσμήσει, αλλά για να συντρίψει η ρίζα που κατεβαίνει βαθιά μέσα τους κι από εκεί να ηχήσουν ξανά σφυριά της υπομονής - τα νέα τραγούδια που θα υψώσουν και θα υψωθούν.

Η ποίησή του είναι ένα βύθισμα εις των ημερών την πιο μαύρη αγωνία, είναι ένα παιχνίδισμα χωρίς τέλος ανάμεσα φωτός και σκιάς, είναι ένα μοίρασμα εις των ζώντων την παρουσία και εις των τεθνεώτων τις πανταχού παρούσες σκιές. Χωρίς των προγόνων τις σκιές, τι είναι ο ποιητής; Ενα ξύλο που αρμενίζει είναι, θύμα των κυμάτων και του ρεύματος της θαλάσσης. Τα φάσματά τους δεν είναι φαντάσματα, δεν είναι της φαντασίας επινοήσεις, αλλά φωτεινά ιπτάμενα, όπως εντός της νυκτός οι πυγολαμπίδες, οι δεικνύουσες το μονοπάτι, όταν όλοι του ηλεκτρισμού οι φωτισμοί έχουν αποενεργοποιηθεί, όταν όλα τα μέσα της τεχνολογίας έχουν επιστρέψει στο διακόπτη που τα ενεργοποίησε, όταν τα αστέρια και η σελήνη ανταποδίδουν στον ήλιο την ευγνωμοσύνη τους που τους χάρισε αυτό το ελάχιστο του φωτός λυχναράκι.

Επιθυμώ να σιωπήσω. Επιθυμώ να εγκαθιδρυθεί η σιωπή πριν και μετά το λόγο, επιθυμώ να δω και ν' ακούσω τις ακρογιαλιές παφλάζουσες και τους ηχηρούς κρότους των απανταχού λιμένων, να με καλημερίζουν και να με καλησπερίζουν. Επιθυμώ να νιώσω τα περάσματα του φωτός στο σκότος και αντιστρόφως σωματικώς, με ίχνη επάνω μου εγχάρακτα, σύμβολα στο μέτωπο σφραγισμένα του ηλίου, της πλήρους καταφάσεως της πράξεως, της σελήνης, της πλήρους αρνήσεως, της οδηγούσης τον άνθρωπο εις την κλίνη - άλλοι τον λένε θάνατο πρόσκαιρο, άλλοι των νηπίων ύπνο βαθύ και ανερμήνευτο.

Στα ποιήματα του Μάνου Λουκάκη η ζωή πανηγυρίζει εν αγωνία κι ο θάνατος καλεί να λυτρωθεί εις της ζωής τα νάματα. Ομορφα πλεγμένα, όμορφα σαν τις οχιές, δαγκώνονται και ύστερα αφήνονται, η ζωή μετατρέπει του θανάτου το δηλητήριο σε μέλι ζωογόνο, η γη ξενοδοχεί τις λέξεις κι αυτές ξενοδοχούν εκείνη τη μάνα, τη φύτρα την παμπάλαιη που ποτέ δεν γερνάει, που κάθε ημέρα ανανεώνεται και μας ανανεώνει, όπως κάθε άνοιξη τα δέντρα γνωρίζουν εκ νέου την καταγωγή τους, όπως κάθε φθινόπωρο τα φυλλοβόλα φυλλοβολούν όλη του θέρους την ακμή, όταν το χειμώνα ο καρπός που σήπεται θα βροντοφωνάξει την πρέπουσα εποχή «ζήτω ζωή, ευγνωμονώ τις βροχές που μ' έθρεψαν, θυσιάζομαι στη θύελλα του χιονιού κι ό,τι ο πάγος διέσωσε». Τι ξεροκεφαλιά κι αυτή της φύσεως και της ποιήσεως ν' ανασταίνει σε βλαστούς αυτό που κειτόταν νεκρό, αυτό που ήταν βαθιά θαμμένο κι όμως νέο.

Η ποίησή του δίνει φωνή στα άφωνα, κίνηση στα ακίνητα, νόημα στην απουσία νοήματος, ονοματίζει τα πράγματα ριγώντας, κι όσο ριγεί, αυτά επιδεικνύουν σωματικώς τα χαρίσματά τους, έως ότου αέρας γίνουν, το άρωμά του, το άκουσμά του, το ψαύσιμό του, η απελευθερώνουσα και απελευθερωτική έλευσις εις του στόματος την φυλακή.



ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 30/03/2001

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!