0
Your Καλαθι
Οπλίτης στο Αλβανικό Μέτωπο
Ημερολογιακές σημειώσεις 1940-1941
Περιγραφή
Ο γνωστός λαογράφος δημοσιεύει μετά από πολλές δεκαετίες το ημερολόγιο που κράτησε από την πρώτη μέρα της κήρυξης του ελληνο-ιταλικού πολέμου έως την κατάρρευση του μετώπου τον Απρίλιο του 1941. Επίστρατος οπλίτης, περιγράφει το καθημερινό χάος των μονάδων στα μετόπισθεν αλλά και στην πρώτη γραμμή, διασώζει πράξεις αυτοθυσίας αλλά και ιδιοτέλειας και αποκαλύπτει το πλούσιο φρόνημα των κληρωτών και την εκτός λογικής στάση των επαγγελματιών του στρατού. Ο αναγνώστης θα ανακαλύψει σε αυτές τις ημερολογιακές σημειώσεις ένα κείμενο που στέκεται δίπλα σε μεγάλα έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, δίπλα στην "Ιστορία ενός Αιχμαλώτου" ή στη "Ζωή εν Τάφω".
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στρατιωτικές αναμνήσεις που υπομειδιά κανείς όταν τις διαβάζει δεν είναι συχνό φαινόμενο. Όπως αντιλήφθηκε με το που μπήκε στον στρατώνα ο 93χρονος σήμερα καθηγητής Λαογραφίας Δημήτριος Λουκάτος, «το ρίχνει κανείς στο αστείο, για να μην κλάψη ή να μη βλαστημήση». Η περίοδος που καλύπτουν τα ημερολόγια του στρατευμένου τότε καθηγητή είναι, όπως γνωρίζουμε, μια περίοδος δόξας λαμπρής. Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 οι Ιταλοί μάς κήρυξαν τον πόλεμο, μετά την ύπουλη βύθιση της φρεγάδας «Έλλη» στο λιμάνι της Τήνου, και σύσσωμος ο ελληνικός λαός ξεσηκώθηκε. Ο τριακοντούτης και κάτι τότε φιλόλογος Δημήτριος Λουκάτος άρχισε να καταγράφει σε ημερολόγια τις καθημερινές αποχρώσεις αυτού του ξεσηκωμού και του επακόλουθου έπους καρέ καρέ. Ενθουσιασμός υπήρχε, αλλά και ανησυχία. Καθοδήγηση από τους αρμοδίους, αλλά και ασάφεια στις οδηγίες. Μέθη, αλλά και ακαταστασία και ανευθυνότητα. Τα ημερολόγια που έγραφε ο επίστρατος οπλίτης εν θερμώ, αλλά και με τη ματιά του ερευνητή από τότε, εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους στη διάρκεια της Κατοχής. Μόλις τα τελευταία χρόνια αποφάσισε ο καθηγητής τη δημοσίευσή τους. Αισίως. Αν κάποιος πλέον θελήσει να γυρίσει σε κινηματογραφική ταινία τους πέντε αυτούς μήνες του ελληνικού θριάμβου, το αληθινό σενάριο έχει γραφεί.
Καθώς οι νέοι φεύγουν για το μέτωπο, ο κ. Λουκάτος τρέχει και αυτός για τον σταθμό Πελοποννήσου. Έχει δει κολλημένες προκηρύξεις - Διατάγματα Επιστρατεύσεως, που καλούν και την κλάση του, του 1928. «Θα παρουσιαστώ εντός 24 ωρών στην Πάτρα. Ετοιμάζομαι. Είναι κάτι σαν μέθη. Αφήνεσαι στα γεγονότα δίχως σκέψη. Τα τραμ τώρα κυκλοφορούνε παραφορτωμένα. Απ' όλα τα πλευρά τους κρέμονται νέοι, που φεύγουν για τον σταθμό ή πηγαινοέρχονται στα φρουραρχεία. Στις 5 το ραδιόφωνο ξαναλέει το Διάταγμα της Επιστρατεύσεως, «μα μιλεί για τις κλήσεις από 30 και νεώτερους». Πολλοί ζητούν επεξηγήσεις στο Φρουραρχείο, αλλά δεν βγαίνει άκρη. «Εγώ δεν εφωτίστηκα. Με παίρνει ή δεν με παίρνει; Οπωσδήποτε ετοιμάζομαι να φύγω». Αλλο χάος στον σταθμό Πελοποννήσου. Τελικά, «πολλοί της δικής μου κλάσης ανεβαίνουν στα τραίνα και φεύγουν. Εγώ δεν βρίσκω θέση». Αντιφατικά αισθήματα διαδέχονται το ένα το άλλο. Ο συγγραφέας, «ευχαριστημένος που γλυτώνω, προς το παρόν», παρακολουθεί ωστόσο καθημερινά τις εφημερίδες μήπως διαβάσει τη στράτευσή του.
Η στιγμή της στράτευσης για τον νεαρό Λουκάτο φθάνει στις 22 Νοεμβρίου. «Ένα καρδιοχτύπι και μια συγκίνηση με συνεπήρε. Εκείνο που "φοβόμουνα" έγινε χρέος». Ήδη οι ειδήσεις από το Μέτωπο είναι εξαιρετικά ευοίωνες. Η ιταλική εισβολή έχει αναχαιτιστεί και ο ελληνικός στρατός προχωρεί ακάθεκτος στο υπό ιταλική κατοχή αλβανικό έδαφος. «Οι μεγαλύτεροι και οι κυρίες μού λένε ενθουσιασμένοι: "Έλα ντε, τρέχα και συ στο Μέτωπο να προφτάσης"!». Με τα πολλά βρίσκεται και ο συγγραφέας σ' ένα καμιόνι με άλλους στρατευμένους, που τους αδειάζουν στην πλατεία Ρηγίλλης. «Στον δρόμο μάς παίρνουν γι' αποστολή και μας λένε: Στο καλό, στο καλό. Νικητές! Μη βιάζεσαι, κυρά μου, ακόμα δεν ξεκινήσαμε!».
Φρένο, γκάζι, ο συγγραφέας βρίσκεται στον λόχο του. «Αρχίζει η πλήξη του άβουλου "πλήθους", που περιμένει το άγνωστο, χωρίς να 'χη καμιά προσωπικότητα. "Πόσους άνδρες διαθέτεις;". "Καμιά διακοσαριά". "Στείλε μου 50, να κουβαλήσουν το υλικό στις αποθήκες". Τώρα αρχίζει και η κατεργαριά. Οι άνδρες χωρίζονται σε "μάγκες" και σε "κορόιδα". Τα κορόιδα κουβαλάνε κι οι μάγκες φέρνουνε βόλτα τ' αποχωρητήρια, σαν να 'χουν συχνοουρία. Είναι αλήθεια πως στον στρατό δεν υπάρχει ή δεν μπορεί να υπάρξει "δικαιοσύνη". Αν στέκης ευσυνείδητα, διαρκώς μπροστά στην υπηρεσία σου, μπορεί να λυώσης στη δουλειά!».
Αυτοί οι άντρες όμως θα γράψουν το έπος του '40. Ανάστατοι νέοι που μετέφεραν στους στρατώνες τον χαρακτήρα τους, τα άγχη τους, τα κόλπα τους, τον ψυχισμό της ελληνικής κοινωνίας. Στην κρίσιμη στιγμή θα πολεμήσουν με αυτοθυσία. Οι επαγγελματίες του στρατού δυστυχώς ήταν αυτοί που εμπνέονταν λιγότερο από τα ιδεώδη. Ο συγγραφέας, ένας νεαρός λόγιος των Αθηνών, ψυχογραφεί τους άλλους και τον εαυτό του. Οι φράσεις του είναι κοφτές, οι παρατηρήσεις καίριες: «Κόσμος πήχτρα», «μάτι όλο κερδοσκοπία», «ύφος αξιωματικού», «μια σειρά "Επισήμων" γυρίζει τα κρεβάτια». Η ψυχολογία αλλάζει όταν ο λόχος πλησιάζει στα αλβανικά σύνορα. «Οι φαντάροι της Φλώρινας μας περιεργάζονται, σαν καταδικασμένους. Μας το λένε κιόλας. "Παιδιά, για το Μέτωπο σας έχουνε". Τους ρωτάμε: "Πώς θα πάμε; Με τα πόδια;". "Μπορεί και με τα πόδια, μπορεί και με αυτοκίνητα. Αναλόγως πού θα σας χρειάζωνται. Εφυγε από 'δώ κοσμάκης και κοσμάκης με τα πόδια!"». Ο συγγραφέας, καθ' ότι ιταλομαθής, θα χρησιμεύσει αργότερα και για να συνεννοηθούν οι αξιωματικοί του λόχου του με τους ιταλούς αιχμαλώτους.
Τα πολλά πρόσωπα του πολέμου διαγράφονται μέσα από τις εμπειρίες του νεαρού οπλίτη που καταγράφει τα πάντα, και την αυτοθυσία και την ιδιοτέλεια. Λόγια, συναισθήματα, σκέψεις συγκρούονται. Το έπος του '40 φαντάζει πιο ρεαλιστικό, πιο ανθρώπινο. Δεν γνωρίζουμε αν υπεβλήθησαν σε κάποια επεξεργασία οι σημειώσεις του οπλίτη Λουκάτου, δεν είναι υπερβολή όμως ο παραλληλισμός τους με την Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα και τη Ζωή εν τάφω του Στράτη Μυριβήλη.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στρατιωτικές αναμνήσεις που υπομειδιά κανείς όταν τις διαβάζει δεν είναι συχνό φαινόμενο. Όπως αντιλήφθηκε με το που μπήκε στον στρατώνα ο 93χρονος σήμερα καθηγητής Λαογραφίας Δημήτριος Λουκάτος, «το ρίχνει κανείς στο αστείο, για να μην κλάψη ή να μη βλαστημήση». Η περίοδος που καλύπτουν τα ημερολόγια του στρατευμένου τότε καθηγητή είναι, όπως γνωρίζουμε, μια περίοδος δόξας λαμπρής. Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 οι Ιταλοί μάς κήρυξαν τον πόλεμο, μετά την ύπουλη βύθιση της φρεγάδας «Έλλη» στο λιμάνι της Τήνου, και σύσσωμος ο ελληνικός λαός ξεσηκώθηκε. Ο τριακοντούτης και κάτι τότε φιλόλογος Δημήτριος Λουκάτος άρχισε να καταγράφει σε ημερολόγια τις καθημερινές αποχρώσεις αυτού του ξεσηκωμού και του επακόλουθου έπους καρέ καρέ. Ενθουσιασμός υπήρχε, αλλά και ανησυχία. Καθοδήγηση από τους αρμοδίους, αλλά και ασάφεια στις οδηγίες. Μέθη, αλλά και ακαταστασία και ανευθυνότητα. Τα ημερολόγια που έγραφε ο επίστρατος οπλίτης εν θερμώ, αλλά και με τη ματιά του ερευνητή από τότε, εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους στη διάρκεια της Κατοχής. Μόλις τα τελευταία χρόνια αποφάσισε ο καθηγητής τη δημοσίευσή τους. Αισίως. Αν κάποιος πλέον θελήσει να γυρίσει σε κινηματογραφική ταινία τους πέντε αυτούς μήνες του ελληνικού θριάμβου, το αληθινό σενάριο έχει γραφεί.
Καθώς οι νέοι φεύγουν για το μέτωπο, ο κ. Λουκάτος τρέχει και αυτός για τον σταθμό Πελοποννήσου. Έχει δει κολλημένες προκηρύξεις - Διατάγματα Επιστρατεύσεως, που καλούν και την κλάση του, του 1928. «Θα παρουσιαστώ εντός 24 ωρών στην Πάτρα. Ετοιμάζομαι. Είναι κάτι σαν μέθη. Αφήνεσαι στα γεγονότα δίχως σκέψη. Τα τραμ τώρα κυκλοφορούνε παραφορτωμένα. Απ' όλα τα πλευρά τους κρέμονται νέοι, που φεύγουν για τον σταθμό ή πηγαινοέρχονται στα φρουραρχεία. Στις 5 το ραδιόφωνο ξαναλέει το Διάταγμα της Επιστρατεύσεως, «μα μιλεί για τις κλήσεις από 30 και νεώτερους». Πολλοί ζητούν επεξηγήσεις στο Φρουραρχείο, αλλά δεν βγαίνει άκρη. «Εγώ δεν εφωτίστηκα. Με παίρνει ή δεν με παίρνει; Οπωσδήποτε ετοιμάζομαι να φύγω». Αλλο χάος στον σταθμό Πελοποννήσου. Τελικά, «πολλοί της δικής μου κλάσης ανεβαίνουν στα τραίνα και φεύγουν. Εγώ δεν βρίσκω θέση». Αντιφατικά αισθήματα διαδέχονται το ένα το άλλο. Ο συγγραφέας, «ευχαριστημένος που γλυτώνω, προς το παρόν», παρακολουθεί ωστόσο καθημερινά τις εφημερίδες μήπως διαβάσει τη στράτευσή του.
Η στιγμή της στράτευσης για τον νεαρό Λουκάτο φθάνει στις 22 Νοεμβρίου. «Ένα καρδιοχτύπι και μια συγκίνηση με συνεπήρε. Εκείνο που "φοβόμουνα" έγινε χρέος». Ήδη οι ειδήσεις από το Μέτωπο είναι εξαιρετικά ευοίωνες. Η ιταλική εισβολή έχει αναχαιτιστεί και ο ελληνικός στρατός προχωρεί ακάθεκτος στο υπό ιταλική κατοχή αλβανικό έδαφος. «Οι μεγαλύτεροι και οι κυρίες μού λένε ενθουσιασμένοι: "Έλα ντε, τρέχα και συ στο Μέτωπο να προφτάσης"!». Με τα πολλά βρίσκεται και ο συγγραφέας σ' ένα καμιόνι με άλλους στρατευμένους, που τους αδειάζουν στην πλατεία Ρηγίλλης. «Στον δρόμο μάς παίρνουν γι' αποστολή και μας λένε: Στο καλό, στο καλό. Νικητές! Μη βιάζεσαι, κυρά μου, ακόμα δεν ξεκινήσαμε!».
Φρένο, γκάζι, ο συγγραφέας βρίσκεται στον λόχο του. «Αρχίζει η πλήξη του άβουλου "πλήθους", που περιμένει το άγνωστο, χωρίς να 'χη καμιά προσωπικότητα. "Πόσους άνδρες διαθέτεις;". "Καμιά διακοσαριά". "Στείλε μου 50, να κουβαλήσουν το υλικό στις αποθήκες". Τώρα αρχίζει και η κατεργαριά. Οι άνδρες χωρίζονται σε "μάγκες" και σε "κορόιδα". Τα κορόιδα κουβαλάνε κι οι μάγκες φέρνουνε βόλτα τ' αποχωρητήρια, σαν να 'χουν συχνοουρία. Είναι αλήθεια πως στον στρατό δεν υπάρχει ή δεν μπορεί να υπάρξει "δικαιοσύνη". Αν στέκης ευσυνείδητα, διαρκώς μπροστά στην υπηρεσία σου, μπορεί να λυώσης στη δουλειά!».
Αυτοί οι άντρες όμως θα γράψουν το έπος του '40. Ανάστατοι νέοι που μετέφεραν στους στρατώνες τον χαρακτήρα τους, τα άγχη τους, τα κόλπα τους, τον ψυχισμό της ελληνικής κοινωνίας. Στην κρίσιμη στιγμή θα πολεμήσουν με αυτοθυσία. Οι επαγγελματίες του στρατού δυστυχώς ήταν αυτοί που εμπνέονταν λιγότερο από τα ιδεώδη. Ο συγγραφέας, ένας νεαρός λόγιος των Αθηνών, ψυχογραφεί τους άλλους και τον εαυτό του. Οι φράσεις του είναι κοφτές, οι παρατηρήσεις καίριες: «Κόσμος πήχτρα», «μάτι όλο κερδοσκοπία», «ύφος αξιωματικού», «μια σειρά "Επισήμων" γυρίζει τα κρεβάτια». Η ψυχολογία αλλάζει όταν ο λόχος πλησιάζει στα αλβανικά σύνορα. «Οι φαντάροι της Φλώρινας μας περιεργάζονται, σαν καταδικασμένους. Μας το λένε κιόλας. "Παιδιά, για το Μέτωπο σας έχουνε". Τους ρωτάμε: "Πώς θα πάμε; Με τα πόδια;". "Μπορεί και με τα πόδια, μπορεί και με αυτοκίνητα. Αναλόγως πού θα σας χρειάζωνται. Εφυγε από 'δώ κοσμάκης και κοσμάκης με τα πόδια!"». Ο συγγραφέας, καθ' ότι ιταλομαθής, θα χρησιμεύσει αργότερα και για να συνεννοηθούν οι αξιωματικοί του λόχου του με τους ιταλούς αιχμαλώτους.
Τα πολλά πρόσωπα του πολέμου διαγράφονται μέσα από τις εμπειρίες του νεαρού οπλίτη που καταγράφει τα πάντα, και την αυτοθυσία και την ιδιοτέλεια. Λόγια, συναισθήματα, σκέψεις συγκρούονται. Το έπος του '40 φαντάζει πιο ρεαλιστικό, πιο ανθρώπινο. Δεν γνωρίζουμε αν υπεβλήθησαν σε κάποια επεξεργασία οι σημειώσεις του οπλίτη Λουκάτου, δεν είναι υπερβολή όμως ο παραλληλισμός τους με την Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα και τη Ζωή εν τάφω του Στράτη Μυριβήλη.
ΜΑΙΡΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ, ΤΟ ΒΗΜΑ, 21-10-2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις