Η θεωρία του μυθιστορήματος

Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 12.00
8.40
Τιμή Πρωτοπορίας
+
219925
Συγγραφέας: Λούκατς, Γκέοργκ
Εκδόσεις: Πολύτροπον
Σελίδες:222
Επιμελητής:ΣΑΓΚΡΙΩΤΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Μεταφραστής:ΤΣΕΛΕΝΤΗ ΞΑΝΘΙΠΠΗ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/2004
ISBN:9789608354159
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Άμεσα διαθέσιμο
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Επανάσταση ή προσπάθεια δίχως αύριο;
Η εμφάνιση του νέου μυθιστορήματος, οι πολεμικές που εγείρει, η επίδραση που ασκεί στη λογοτεχνική δημιουργία τοποθετούν το μυθιστορηματικό είδος στο επίκεντρο γόνιμων θεωρητικών ενασχολήσεων και προβληματισμών. Η Θεωρία του Μυθιστορήματος, ένα από τα πρώτα έργα του Ludacs, ανταποκρίνεται στη συγκυρία της εποχής του, συγκεντρώνοντας όλα τα στοιχεία μίας εύστοχης και εποικοδομητικής συμβολής. Προσεγγίζοντας το ζήτημα της μεγάλης επικής λογοτεχνίας στις σχέσεις της με την κοινωνία και τον πολιτισμό, ο συγγραφέας περιγράφει τις ιδιότυπες μορφές της εποποιίας και της τραγωδίας, της νουβέλας και του ειδυλλίου, αναδεικνύοντας ταυτοχρόνως τις χαρακτηριστικές δομές του μυθιστορήματος. Εφαρμόζοντας την αναλυτική του μέθοδο στο έργο του Δάντη, του Θερβάντες, του Μπαλζάκ, του Τολστόι, του Ντοστογιέφσκι συγκροτεί συγκεκριμένες έννοιες και κατηγορίες, αποδίδοντας στις ευρύτερες επιστημολογικές αναζητήσεις την πραγματική φιλοσοφική και ιστορική τους διάσταση.

(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)







ΚΡΙΤΙΚΗ



Δημοσιευμένη μεσούντος του A/ Παγκοσμίου Πολέμου και σε μορφή βιβλίου το 1920, η Θεωρία του Μυθιστορήματος ανήκει, όπως και H ψυχή και οι Μορφές (1911), στα αποκηρυγμένα από τον Λούκατς έργα της προμαρξιστικής, και περισσότερο αμφιλεγόμενης, δοκιμιογραφίας του. Γραμμένη σε γλώσσα που κάνει χρήση μιας εγελιανής και προεγελιανής ορολογίας, αλλά και μιας μετανιτσεϊκής ρητορικής, δεν συνιστά επ' ουδενί ένα εύκολο ανάγνωσμα. Ξενίζει μέχρι αποθαρρύνσεως τον αναγνώστη ο τόνος ενός συγγραφέα που κινείται σ' έναν τέτοιο βαθμό αφαίρεσης, ώστε μοιάζει σαν να μιλάει εξ ονόματος της ίδιας της μυθιστορηματικής συνείδησης. Οπως έχει παρατηρήσει ο Πολ ντε Μαν, είναι το ίδιο το Μυθιστόρημα αυτό που μας αφηγείται την ιστορία της ανάπτυξής του, με τον ίδιο περίπου τρόπο που στη Φαινομενολογία του Χέγκελ το Πνεύμα αφηγείται την εξέλιξή του προς την προϊούσα αυτοσυνειδησία. Με τη διαφορά ότι, ενώ στον Χέγκελ το Πνεύμα, άπαξ και κατακτήσει το αυτεξούσιο της αυτοσυνείδησής του, αξιώνει την αδιαφιλονίκητη αυθεντία, το μυθιστόρημα δεν είναι παρά μια ενδεχομενική μορφή, που εκφράζει όσο καμία άλλη την αλλοτριωμένη κατάσταση της νεωτερικής ύπαρξης, και μάλιστα μια μορφή προσωρινή, μεταβατική, εφόσον, κατά τον Λούκατς, προοιωνίζεται την ίδια της την αναίρεση (η περίπτωση Τολστόι) από μια νέα εποχή της παγκόσμιας ιστορίας, από τον ερχομό ενός νέου κόσμου, όπου η Μορφή μέλλει να συντριβεί επί της Ζωής (η περίπτωση Ντοστογέφσκι).



H χαμένη ολότητα



Είναι γνωστό ότι ένα μεγάλο μέρος του θεωρητικού και πρακτικού λόγου στην εποχή του κλασικού μοντερνισμού κατατρύχεται από το φάντασμα του απόλυτου και της χαμένης ολότητας της εμπειρίας. Ετσι και για τον Λούκατς, η νεωτερικότητα μαστίζεται από την απουσία της ολότητας του Είναι, ενώ το κοινό στοιχείο που διαπνέει το έργο του από το 1910 ως το 1925, καθιστώντας τον από την άποψη αυτή συνεχιστή της κλασικής φιλοσοφίας, είναι η αγωνιώδης προσπάθεια του αποξενωμένου υποκειμένου να ανακτήσει το απόλυτο ως ουσία της ανθρώπινης ζωής. Εκφράσεις, όπως «υπερβατολογική ανεστιότητα» ή «έλλειψη υπερβατολογικής πατρίδος», επιστρατεύονται για να περιγράψουν αυτήν ακριβώς την εμπειρία. Την ερμηνεία αυτή της νεωτερικότητας ο Λούκατς θα την εγγράψει στα συμφραζόμενα της πρώιμης δοκιμιογραφίας του, όπου η αισθητική μορφή, επωμιζόμενη τη δημιουργία μιας «κατασκευασμένης ολότητας», λειτουργεί ως υποκατάστατο της φιλοσοφίας της ιστορίας, και ως αντιουτοπικό εμμενές όργανο της λύτρωσης (ενόραση μέσω της οποίας επιχειρείται η ανασκευή του Πνεύματος της Ουτοπίας [1921] του Μπλοχ).

Ενα οπωσδήποτε μεταεγελιανό στοιχείο εισάγεται με την εμμονή του Λούκατς στην ολότητα ως εσωτερική αναγκαιότητα που διαμορφώνει κάθε έργο τέχνης και ως εγγενές χαρακτηριστικό της αναστοχαστικής συνείδησης. Ετσι η θρυλούμενη αρμονική ενότητα του ελληνικού κόσμου βρίσκει τη μορφική της συστοιχία στη δημιουργία κλειστών, ολικών μορφών, όπως αυτής του έπους. Ο Λούκατς πραγματεύεται το μυθιστόρημα ως εκπεσούσα μορφή του αρχετυπικού ελληνικού έπους και τη μοντέρνα εμπειρία ως αμαρτωλή έκπτωση από τον παράδεισο του αρχαίου ελληνικού κόσμου της ολότητας, στον οποίο και χορηγεί καταχρηστικά, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για προσωπικό εξιδανικευμένο μόρφωμα, αυθεντική ιστορική ύπαρξη. Σε αυτό το σημείο, ο Λούκατς διαπράττει το σφάλμα, για το οποίο μάλιστα μέμφεται τον Βίνκελμαν και τον Νίτσε: ότι δηλαδή προβάλλουν τις δικές τους μέριμνες στην εικόνα που πλάθουν για την ελληνική τέχνη και λογοτεχνία.

Το λουκατσιανό μυθιστόρημα προκύπτει ως σύνθεση μιας διαλεκτικής μεταξύ της ανθρώπινης επιθυμίας για ολότητα και της κατάστασης του υπερβατολογικώς απάτριδος αποξενωμένου υποκειμένου. Απηχεί τον βίαιο διαχωρισμό μεταξύ της ζωής και της ουσίας της - που δεν μπορεί παρά να μας παραπέμπει απευθείας στη χαϊντεγκεριανή διάκριση μεταξύ αυθεντικής και αναυθεντικής ύπαρξης. Καθίσταται επομένως «η εποποιία ενός κόσμου χωρίς θεούς», παραμένοντας εν τούτοις βαθιά ριζωμένο στην ιδιαιτερότητα της εμπειρίας. Ως επικό είδος, το μυθιστόρημα δεν γίνεται να αποκοπεί από την εμπειρική πραγματικότητα - εγγενές συστατικό της ίδιας του της μορφής -, αναγκάζεται όμως να την αναπαραστήσει καταλλήλως, δηλαδή ατελή και κατακερματισμένη. Ετσι ο Λούκατς αναγνωρίζει στον Δον Κιχώτη το πρώτο μεγάλο μυθιστόρημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, στο μέτρο που ο Θερβάντες διεκτραγωδεί την «πρώτη μεγάλη μάχη της εσωτερικότητας ενάντια στην εκχυδαϊσμένη πεζότητα της εξωτερικής ζωής».

Ο θεματικός αυτός δυϊσμός, η διαπάλη μεταξύ του πεπρωμένου και μιας συνείδησης που αποπειράται να υπερβεί την ίδια της τη συνθήκη, προκαλεί δομικές ασυνέχειες στη μορφή του μυθιστορήματος. Την εντατική απόβλεψη της ολότητας σε ένα συνεχές συγκρινόμενο με την ενότητα μιας οργανικής οντότητας αντιστρατεύεται η πραγματικότητα, η οποία παρεμβαίνει και το διακόπτει. Την ασυνέχεια αυτή ο Λούκατς την ταυτίζει με την ειρωνεία. Ως οργανωτική αρχή της μορφής του, η ειρωνεία είναι αυτή που αποκαλύπτει την παράδοξη αλήθεια του διφυούς χαρακτήρα του μυθιστορήματος, και, στο μέτρο που θεμελιώνεται σε μια συνειδητή πράξη και όχι στη μίμηση ενός φυσικού αντικειμένου, ενώνοντας ιδεατό και πραγματικό, είναι αυτή που επιτρέπει στον Λούκατς να τηρήσει τις αποστάσεις του από μια μιμητική θεωρία του μυθιστορήματος ως αναπαράστασης της πραγματικότητας. Αυτή παρέχει στον μυθιστοριογράφο το μέσο για να υπερβεί την ομολογημένη ενδεχομενικότητα της ύπαρξής του: «Για το μυθιστόρημα, η ειρωνεία, αυτή η ελευθερία του συγγραφέα απέναντι στον Θεό (...) εκφράζει, σ' έναν κόσμο χωρίς Θεό, την υψηλότερη δυνατή ελευθερία». Αυτή η θεματοποίηση της ειρωνείας ως δυναμικής κατάφασης μιας απουσίας προδίδει ασφαλώς τις ιδεαλιστικές και ρομαντικές καταβολές του Λούκατς, την επιρροή του Φρίντριχ Σλέγκελ, του Χέγκελ και, προπαντός, του συγχρόνου του Χέγκελ, Καρλ Ζόλγκερ, όπως ακριβώς η διάκριση που κάνει των κύριων λογοτεχνικών ειδών φανερώνει την επίδραση που δέχθηκε από τον Σίλερ. H πρωτοτυπία του Λούκατς έγκειται στη χρήση της ειρωνείας ως δομικής κατηγορίας.



Ο χρόνος



Στο δεύτερο μέρος του δοκιμίου, τα μυθιστορήματα του επονομαζόμενου ρομαντισμού της απογοήτευσης χρησιμεύουν στον Λούκατς ως παραδείγματα κατά την άσκηση οξύτατης κριτικής εναντίον της υπερβάλλουσας εκείνης εσωτερικότητας, η οποία, αποσυνδέοντας πλήρως το μυθιστόρημα από την εμπειρία, το εκθέτει στην απατηλότητα της ουτοπίας και άρα προκαλεί τη διαστροφή του είδους. Πώς όμως η Αισθηματική αγωγή του Φλομπέρ όχι μόνο διασώζεται σε σχέση με άλλα μεταρομαντικά μυθιστορήματα της εσωτερικότητας αλλά χαρακτηρίζεται απερίφραστα από τον Λούκατς το μεγαλύτερο επίτευγμα του είδους κατά τον 19ο αιώνα; Για να λογοδοτήσει γι' αυτή του την κρίση, ο Λούκατς εισάγει για πρώτη φορά στο κείμενο την έννοια της χρονικότητας, κάτι που καταπλήσσει, αφού ο Προυστ γίνεται γνωστός στη Γερμανία μετά το 1920. Για τον παρακμία ρομαντικό, ο χρόνος βιώνεται ως καθαρή αρνητικότητα, ενώ η εσωτερική δράση του μυθιστορήματος είναι μια απελπισμένη πάλη με τη διαβρωτική δύναμη του χρόνου. Απεναντίας στην Αισθηματική αγωγή ο χρόνος θριαμβεύει ως θετική αρχή, ακριβώς επειδή, κατά τον Λούκατς, ο Φλομπέρ επιτυγχάνει να συλλάβει «την αδιάλειπτη και ανεμπόδιστη ροή του χρόνου» στη βάση της μπερξονικής διάρκειας. Φαίνεται πως ο οργανικισμός, τον οποίο ο Λούκατς είχε παραμερίσει όταν αναγόρευε την ειρωνεία σε δομική αρχή του μυθιστορήματος, επανέρχεται στο προσκήνιο με το προσωπείο της χρονικότητας. Στο δοκίμιο αυτό ο χρόνος υποκαθιστά την οργανική συνέχεια, από την οποία ο Λούκατς δείχνει ανίκανος να απαλλαγεί.

Αναφέραμε ήδη ότι ο ώριμος μαρξιστής Λούκατς αποκήρυξε τα έργα της νεότητάς του ως «κατάφορτα με ιδεαλιστικό μυστικισμό». Μήπως όμως μια περιοδολόγηση με βάση τη μαρξιστική του μεταστροφή όχι μόνο αδικεί το έργο ενός στοχαστή της εμβέλειας του Λούκατς αλλά είναι επιπλέον παραπλανητική, καθ' όσον συσκοτίζει τη συνέπεια ενός γνήσιου θιασώτη του απόλυτου, ο οποίος απλώς μετατοπίζεται από την ολότητα της αισθητικής μορφής στον ολοκληρωτισμό της πολιτικής μορφής; Αντί άλλης απάντησης, θυμίζουμε το εξής: στο Μαγικό βουνό του Τόμας Μαν, ο Λούκατς είναι αυτός που κρύβεται πίσω από την αντιδραστική μορφή του Νάφτα.



ΧΑΡΗΣ E. ΡΑΠΤΗΣ

ΤΟ ΒΗΜΑ, 27-06-2004

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!