Οι δίκες του λόγου - Ράβδας Π.

146182
Εκδόσεις: Σάκκουλας
Σελίδες:276
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/2002
ISBN:9789601507637


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή

Το βιβλίο περιλαμβάνει τρεις διπλωματικές εργασίες του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Κοινωνιολογίας Δικαίου του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Πρόκειται για συγκέντρωση και αξιολόγηση εμπειρικού υλικού σχετικά με ορισμένες διώξεις του λόγου, είτε αυτές αφορούσαν τη δημοτική γλώσσα, είτε σε κείμενα που κρίθηκαν «άσεμνα» ή προσβλητικά του θρησκευτικού συναισθήματος. Στις τρεις αυτές αντιστοιχούν οι εργασίες «Έννομη Τάξη και γλωσσικό ζήτημα» (Μυρτώ Λουκίδη), «Ζητήματα αισθητικής και δικαίου στην Ελλάδα της μεταμοντέρνας περιόδου» (Βασιλική Παπαδοπούλου) και «Με ένα βιβλίο αντίκρυ στο Θεό» (Παντελής Ραβδάς). Η βασική ιδέα που διατρέχει το έργο στο σύνολό του, είναι ότι «οι δίκες του λόγου» είναι και «δίκες του Νόμου».





ΚΡΙΤΙΚΗ



Η γλώσσα είναι το κύριο όχημα της ανθρώπινης επικοινωνίας. Με τον γραπτό και προφορικό λόγο εκφράζουμε (ή κρύβουμε) τις σκέψεις μας, τις προθέσεις μας και τους μύχιους πόθους μας, ορίζουμε και οριοθετούμε τον ατομικό και συλλογικό εαυτό μας, αλλά πάνω απ' όλα συλλαμβάνουμε, περιγράφουμε, προβλέπουμε ή προδιαγράφουμε την αντικειμενική πραγματικότητα. Μιλώντας (ή γράφοντας) πράττουμε, και πράττοντας με τα μέσα του λόγου συμμετέχουμε στη συγκρότηση του γύρω μας κόσμου. Με τη χρήση του λόγου μπορούμε να χτίσουμε αλλά και να γκρεμίσουμε νοήματα, να συνδεθούμε αλλά και να αποκοπούμε συναισθηματικά από τους άλλους ανθρώπους. Η γλώσσα χαρίζει στον άνθρωπο τη δυνατότητα του αυτοκαθορισμού γιατί του επιτρέπει να διαφοροποιηθεί σε έναν βαθμό από τον εαυτό του αλλά και από τις σκέψεις και πεποιθήσεις των άλλων.

Η γλώσσα όμως δεν είναι μόνο προϋπόθεση του αυτοκαθορισμού μας αλλά και ενδεχομένως και αιτία του ετεροκαθορισμού μας. Με τη γλώσσα μπορούμε να κινήσουμε και να παρακινήσουμε άλλους ανθρώπους να πράξουν ή να παραλείψουν και ανάλογα με το πώς τη χρησιμοποιούμε μπορούμε να γίνουμε αίτιοι καλών ή κακών πράξεων, θετικών ή αρνητικών γεγονότων. Η γλώσσα μπορεί να είναι λοιπόν το τσιμέντο αλλά και η πυρίτιδα του κόσμου. Αρα δεν είναι να απορεί κανείς ότι ο προφορικός και γραπτός λόγος αποτελούν πεδίο ρυθμιστικού ενδιαφέροντος του δικαίου. Οι τρεις μελέτες που περιλαμβάνονται στον παρουσιαζόμενο τόμο (βασίζονται σε διπλωματικές εργασίες μεταπτυχιακών φοιτητών που εκπονήθηκαν στα πλαίσια του σχετικού προγράμματος - κατεύθυνση Κοινωνιολογία του Δικαίου - του Τομέα Ιστορίας, Φιλοσοφίας και Κοινωνιολογίας Δικαίου του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών) εξετάζουν τρία κρίσιμα σημεία διαπλοκής της Γλώσσας με το Δίκαιο αλλά και εμπλοκής του λόγου με τα δικαστήρια.

Η πρώτη μελέτη της Μυρτώς Λουκίδη με θέμα «Εννομη τάξη και γλωσσικό ζήτημα» αναφέρεται στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος, στις πολιτικές διαμάχες που συνόδευσαν τον αγώνα γλωσσικής αποκρυστάλλωσης στη νέα Ελλάδα και στις προσπάθειες του κράτους να προκαταλάβει τους όρους της γλωσσικής εξέλιξης. Οι διαμάχες αυτές, όσο και αν εξόκειλαν κατά περιόδους σε υπερβολές και ακρότητες, εξέφραζαν την αγωνία αυτοπροσδιορισμού ενός έθνους και μιας κοινωνίας. Οπως ένας νέος άνθρωπος αναζητά μια «γλώσσα» για να βρει τον εαυτό του, έτσι και η νέα κοινωνία που άρχισε να συγκροτείται μετά την απελευθέρωση από τους Οθωμανούς έπρεπε να επιλέξει την ταυτότητα και τον εαυτό της ανάμεσα σε πιο ιδανικές και ρομαντικές από τη μία, αλλά και πιο οικείες ή πιο θαμπές εκδοχές από την άλλη. Η σύγκρουση καθαρεύουσας και δημοτικής αυτό ουσιαστικά εξέφραζε και ήταν επόμενο στη διαμάχη εκείνη να εμπλακεί το δίκαιο. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας ότι η αγωνιώδης αυτή αναζήτηση λαμβάνει χώρα όχι σε συνθήκες εργαστηρίου αλλά σε μια εθνικά ταραχώδη περίοδο, σε ένα ιδιαίτερα ασταθές περιβάλλον εθνικών ανταγωνισμών στα Βαλκάνια, μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους για τη μετάφραση του Ευαγγελίου ή της Ορέστειας. Αυτό που γίνεται σίγουρα λιγότερο κατανοητό είναι η εθνική ανασφάλεια απέναντι σε μειονοτικές γλώσσες ή απέναντι στην «κοινή» της εποχής μας, τα αγγλικά, όπως κατέδειξαν οι κάπως υστερικές αντιδράσεις στις γνωστές προτάσεις της επιτρόπου Αννας Διαμαντοπούλου.

Οι δύο άλλες μελέτες αφορούν ένα θέμα που έχει απασχολήσει όχι μόνο τους νομικούς αλλά την ηθική και πολιτική φιλοσοφία από την εποχή του Τζον Στιούαρτ Μιλ. Νομιμοποιείται το κράτος να παρεμβαίνει ρυθμιστικά στην ανθρώπινη συμπεριφορά όταν δεν συντρέχει ουσιώδης λόγος προστασίας αγαθών και δικαιωμάτων; Μπορεί το αίσθημα της «αιδούς» κάποιων ανθρώπων ή το θρησκευτικό αίσθημα να περιορίσουν και μάλιστα με τα μέσα του Ποινικού Δικαίου τη συνταγματική μας ελευθερία να εκφραζόμαστε ελεύθερα; Η γλώσσα (όπως και η εικόνα) μπορεί πράγματι να μεταφέρει νοήματα δυσάρεστα, ενοχλητικά, ακόμη και «υβριστικά» για το αίσθημα της αιδούς αλλά και τη θρησκευτική πίστη. Για περισσότερο από έναν αιώνα τα δικαστήρια καλούνται να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά όταν βιβλία με ποικίλο περιεχόμενο και σκοπούς προκαλούν τα αντανακλαστικά της σεμνοτυφίας μας ή δυσαρεστούν την Εκκλησία μας και κάποιους «υπερορθοδόξους». Η μελέτη της Βασιλικής Παπαδοπούλου μάς εισάγει στη νομοθεσία περί ασέμνων εντύπων αλλά και στη σχετική νομολογία από το 1950 ως τις ημέρες μας και εκθέτει με εύστοχο τρόπο τα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις της. Πέρα από τις εγγενείς δυσχέρειες στη διάκριση του «άσεμνου» έργου από το έργο τέχνης μπορούμε εύλογα να αμφιβάλλουμε για το νόημα μιας τέτοιας διάκρισης, αν λάβει κανείς υπόψη του τις προθέσεις και πρακτικές της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας αλλά και την εξέλιξη των κοινωνικών αντιλήψεων για τα ζητήματα αυτά.

Στις προσδοκίες προστασίας μιας διαφορετικής «ιερότητας» αναφέρεται, τέλος, η ιδιαίτερα γλαφυρή ιστορική μελέτη του Παντελή Ραβδά. Η Εκκλησία έχει την τάση να θεωρεί βλασφημία εναλλακτικές ερμηνείες γεγονότων και παραδόσεων θρησκευτικού χαρακτήρα ή την κριτική σε πρακτικές της, όπως δείχνουν οι περιπτώσεις του Α. Λασκαράτου, του Ν. Καζαντζάκη και στις μέρες μας του Μίμη Ανδρουλάκη. Η παρεμβολή του δικαίου στις ερμηνευτικές αυτές διαμάχες είναι προβληματική γιατί, ανάμεσα στα άλλα, παρέχει ηθική κάλυψη σε πρόσωπα και θεσμούς που περιφρονούν την αξία του ελεύθερου λόγου, αντιστέκονται στην πνευματική ενηλικίωσή τους και κυρίως συγχέουν την αληθινή πίστη με τον βλακώδη φανατισμό.



Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου (καθηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου)

ΤΟ ΒΗΜΑ , 06-04-2003

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!