0
Your Καλαθι
Πεθαίνοντας στη Σύρο τον 19ο αιώνα
Οι μαρτυρίες των διαθηκών
Περιγραφή
Η διαθήκη σηματοδοτεί το τέλος μιας πορείας, είναι ο μακρυνός απόηχος μιας ολόκληρης ζωής. Στην πράξη αυτή, στο μέτρο που επιχειρείται ένα είδος προσωπικού απολογισμού εν όψει, μάλιστα, του επερχόμενου ή αναμενόμενου θανάτου, εμπεριέχονται ποικίλα στοιχεία. Η μελέτη τους μπορεί, ίσως, να επιτρέψει την αποδέσμευση ενός πλέγματος αλληλοσυνδεόμενων σχέσεων που αφορούν, μεταξύ άλλων, στα οικονομικά ζητήματα, στις συγγενικές σχέσεις, στη φιλανθρωπία, στη θρησκευτικότητα, στη στάση απέναντι στο θάνατο.
Διαθήκες συνέταξε μικρό ποσοστό των κατοίκων της Σύρου. Επειδή όμως οι συντάκτες τους καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα των τότε επαγγελμάτων, μπορούν να θεωρηθούν ότι αντιπροσωπεύουν ευρύτερα σύνολα.
Επιπλέον, σ' αυτές μιλούν για τη ζωή τους, αυτοβιογραφούνται κατά κάποιον τρόπο, και ανώνυμοι στους οποίους σπάνια παρέχεται η ευκαιρία να ακουστούν. Οι ατομικές αυτές μαρτυρίες παρουσιάστηκαν ξεχωριστά, αλλά και, κωδικοποιημένες, ως σύνολο. Επιδιώχθηκε, δηλαδή, ο συνδυασμός του ποιοτικού με το ποσοτικό, των ατομικών με τις συλλογικές διαδρομές. Το όλο εγχείρημα επέτρεψε μια άλλη οπτική γωνία, αποδέσμευσε στοιχεία και σχέσεις σε πολλαπλά επίπεδα, ώστε να ελπίζεται ότι η γνώση μας για τη συγκεκριμένη κοινωνία στην οποία αυτά αναφέρονται να είναι ασφαλέστερη και, κυρίως, πολύπλευρη.
Κριτική
Η διαθήκη σηματοδοτεί το τέλος μιάς πορείας· είναι ο μακρυνός απόηχος μιάς ολόκληρης ζωής. Στην πράξη αυτή, στο μέτρο που επιχειρείται ένα είδος προσωπικού απολογισμού εν όψει, μάλιστα, του επερχόμενου ή αναμενόμενου θανάτου, εμπεριέχονται ποικίλα στοιχεία. Η μελέτη τους μπορεί, ίσως, να επιτρέψει την αποδέσμευση ενός πλέγματος αλληλοσυνδεόμενων σχέσεων που αφορούν, μεταξύ άλλων, στα οικονομικά ζητήματα, στις συγγενικές σχέσεις, στη φιλανθρωπία, στη θρησκευτικότητα, στη στάση απέναντι στον θάνατο.
Διαθήκες συνέταξε μικρό ποσοστό των κατοίκων της Σύρου. Επειδή όμως οι συντάκτες τους καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα των τότε επαγγελμάτων, μπορούν να θεωρηθούν ότι αντιπροσωπεύουν ευρύτερα σύνολα.
Επιπλέον, σ' αυτές μιλούν για τη ζωή τους, αυτοβιογραφούνται κατά κάποιον τρόπο, και ανώνυμοι, στους οποίους σπάνια παρέχεται η ευκαιρία να ακουστούν.[...]
Από τη δεκαετία του '70 γάλλοι ιστορικοί, ο Μισέλ Βοβέλ και ο Φιλίπ Αριές, έστρεψαν το ερευνητικό ενδιαφέρον τους στη μελέτη του θανάτου κατά τη μεγάλη διάρκεια που ορίζεται από τον Μεσαίωνα ως το παρόν. Είτε επρόκειτο για τις «στάσεις απέναντι στον θάνατο» του Αριές είτε για το τρίπτυχο «ενσκήπτων θάνατος»-«βιωμένος θάνατος»-«λόγος περί θανάτου» του Βοβέλ, οι ιστορικοί αναζήτησαν τις αλλαγές που συνέβησαν στον χρόνο ως προς τη σχέση των ανθρώπων με τον θάνατο. Γιατί, παρ' ότι ο θάνατος ως βιολογικό γεγονός αποτελεί σταθερά της ανθρώπινης ύπαρξης, ως δημογραφικό, κοινωνικό και πολιτισμικό γεγονός υπόκειται σε αλλαγές. Η μελέτη των αλλαγών αυτών άλλων ταχύτερων και άλλων βραδύτερων επιτρέπει τη συγγραφή της ιστορίας του θανάτου. Η ιστορία αυτή γεννήθηκε με άλλες «μόδες» της ιστορικής έρευνας στο πλαίσιο της γαλλικής «ιστορίας των νοοτροπιών» αλλά φαίνεται ότι λόγω της ιδιαιτερότητας του αντικειμένου της έχει διάρκεια. Αυτό διαπιστώνει ο Μ. Βοβέλ στον πρόλογο της πρόσφατης επανέκδοσης του βιβλίου του Ο θάνατος και η Δύση από το 1300 ώς τις μέρες μας, το οποίο εκδόθηκε και στα ελληνικά (Νεφέλη, Αθήνα 2000). Αυτό επιβεβαιώνεται και από το βιβλίο του Χρήστου Λούκου, το οποίο θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πνευματικό τέκνο του συνολικού έργου του Βοβέλ για την ιστορία του θανάτου.
Η συγγένεια των δυο έργων ανιχνεύεται στις θεωρητικές υποθέσεις, στα ερευνητικά ερωτήματα, στη μέθοδο και στη χρήση των πηγών. Ο Βοβέλ χρησιμοποίησε τις διαθήκες για να μελετήσει τις στάσεις απέναντι στον θάνατο και στη θρησκευτικότητα στην Προβηγκία τον 18ο αιώνα. Αντίστοιχα ο Χρ. Λούκος στηρίζει την έρευνά του σε ένα σύνολο 162 δημόσιων και μυστικών ή ιδιόγραφων διαθηκών για να μελετήσει το ίδιο φαινόμενο στην Ερμούπολη του τελευταίου τετάρτου του 19ου αιώνα. Οι διαθήκες αποτελούν πράγματι ενδιαφέροντα τεκμήρια για την ιστορική έρευνα, εφόσον είναι συχνά η μοναδική προσωπική μαρτυρία των «αφανών», των σιωπηλών της Ιστορίας, εκείνων που δεν άφησαν με άλλον τρόπο ίχνη της παρουσίας τους. Ο Χρ. Λούκος περιγράφει με ακρίβεια το κοινωνικό προφίλ αυτών των «αφανών»: δεν πρόκειται για τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, τα οποία εξακολουθούν να παραμένουν, στην πλειονότητά τους, σιωπηλά για τον ερευνητή, αλλά για τη συριανή τοπική ελίτ. Αυτοί είναι που συντάσσουν διαθήκες και που φροντίζουν για τη διάθεση της περιουσίας τους μετά τον θάνατό τους. Εντούτοις, όπως δείχνει η συστηματική παρουσίαση των επαγγελμάτων των διαθετών, το κοινωνικό φάσμα που καλύπτεται είναι ευρύ («από τους εργοστασιάρχες και εμπόρους ως τις πρώην υπηρέτριες και τους λεμβούχους»), έτσι ώστε να είμαστε σε θέση να μιλάμε για αντιπροσωπευτικότητα.
Για τον συγγραφέα, η αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος είναι σημαντική γιατί η μελέτη του θανάτου στοχεύει σε έναν ευρύτερο και πολύ πιο φιλόδοξο στόχο, ο οποίος δεν αποκαλύπτεται από τις συγκρατημένες εισαγωγικές αναγγελίες του αλλά από το τελικό αποτέλεσμα όπως αυτό ξεδιπλώνεται στα κεφάλαια του βιβλίου: την κοινωνική και πολιτισμική ιστορία της Ερμούπολης στον φθίνοντα 19ο αιώνα. Η Ερμούπολη, πόλη που ιδρύθηκε το 1821 και γρήγορα αναδείχθηκε στο σημαντικότερο αστικό κέντρο του ελληνικού κράτους, για να πάρει τον δρόμο της παρακμής από τη δεκαετία του 1860, είναι το κέντρο της αφήγησης. Η ιστορία των ανθρώπων της Ερμούπολης γράφεται έτσι «μέσα από τον καθρέφτη του θανάτου». Η επιτυχία της σύνθεσης βρίσκεται στη διαπλοκή του ποσοτικού με το ποιοτικό, του συλλογικού με το ατομικό. Τα άτομα δεν χάνονται μέσα στους αριθμούς και στα ποσοτικά σύνολα. Αντίθετα, τα πρόσωπα «ζωντανεύουν» μέσα από μια σειρά από μικρές βιογραφίες που τις ανακαλύπτουμε εγκατεσπαρμένες σε όλο το βιβλίο και, κυρίως, στις υποσημειώσεις. Αλλά και οι συγγενικές σχέσεις αρμονικές ή ταραγμένες, η συγκρότηση των νοικοκυριών με τις «πολυθρόνες εκ δαμάσκου» και τις μαρμάρινες λάμπες, οι περιθωριακές ομάδες των φτωχών και των ορφανών, η θέση της γυναίκας, το επίπεδο μόρφωσης, το μέγεθος των οικογενειών, είναι κάποιες από τις όψεις αυτής της πολύπλευρης γνώσης για την κοινωνία του περασμένου αιώνα που μας προσφέρει το Πεθαίνοντας στη Σύρο.
Η επίτευξη αυτού του ευρύτερου στόχου καθίσταται δυνατή χάρη στη χρήση ενός ευρέως φάσματος πηγών εφημερίδες και περιοδικά της εποχής, ερμουπολίτικες εκδόσεις, νομοθεσία, τα πλούσια αρχεία της Σύρου. Έτσι οι διαθήκες, παρ' ότι αποτελούν το κύριο σώμα τεκμηρίων, πλαισιώνονται από πλήθος άλλων πηγών που τις φωτίζουν και επιτρέπουν την ερμηνευτική ανάγνωσή τους. Μέσα στα κεφάλαια του βιβλίου διεξάγεται ένας συνεχής διάλογος ανάμεσα στη βαθιά γνώση της κοινωνίας της Σύρου, την οποία ήδη κατέχει ο συγγραφέας από προηγούμενες μελέτες του, και στις πληροφορίες που προσφέρουν οι διαθήκες. Το βιβλίο αυτό βρίσκεται πράγματι πολύ κοντά σε μια ευρύτερη σύνθεση κοινωνικής ιστορίας για την Ελλάδα του περασμένου αιώνα, πεδίο που μόνο αποσπασματικά έχει μελετηθεί μέχρι στιγμής.
Ως προς τον ειδικότερο και κύριο στόχο του βιβλίου, τον θάνατο, πολλά ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά. Ίσως γιατί η ιστορία του θανάτου προσκρούει σε περισσότερες σιωπές απ' ό,τι άλλα θέματα, τόσο σε επίπεδο τεκμηρίων όσο και σε επίπεδο βιβλιογραφίας. Ο Χρ. Λούκος, επιλέγοντας έναν τίτλο που φανερώνει τη διάρκεια του θανάτου («πεθαίνοντας») στην ανθρώπινη ιστορία αλλά και ως κομμάτι της ατομικής διαδρομής (φόβος και αναμονή του θανάτου, αρρώστια, φροντίδα για το σώμα και την ψυχή μετά θάνατον κτλ.), θέλησε να δει τον θάνατο από όλες τις πιθανές πλευρές του. Κυρίως θέλησε να ανιχνεύσει την αλλαγή αν, πότε και γιατί συνέβη στη θρησκευτικότητα των ανθρώπων, όπως καθρεφτίζεται τη στιγμή που ο άνθρωπος νιώθει ότι βρίσκεται μπροστά στην τελική κρίση όταν συντάσσει τη διαθήκη του. Εντούτοις, παρ' ότι όλα τα στοιχεία συνηγορούν σε κάμψη της θρησκευτικότητας το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, τα αίτια της αλλαγής είναι δύσκολο να περιγραφούν. Χρειάζονται ακόμη πολλές έρευνες για να φανεί αν ισχύει και στην ελληνική περίπτωση η υποχώρηση του «χριστιανικού θανάτου» που εντοπίζεται στη Δύση από τον αιώνα των Φώτων και να γραφτεί μια ιστορία του θανάτου η οποία θα φωτίζει και θα φωτίζεται από την ιστορία της ελληνικής κοινωνίας.
Χριστίνα Κουλούρη, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 22-04-2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις