0
Your Καλαθι
Εκατό και πλέον δαχτυλίδια για πρίγκιπες
Έκπτωση
25%
25%
Περιγραφή
Ο γνωστός καλλιτέχνης ζωγραφίζει τη ζωή του με το δικό του ιδιότυπο τρόπο. Η τεχνική είναι ίδια και τα χρώματα πολλά.
Θύμησες, βιώματα, περιπέτειες, τα παιδικά χρόνια στη Λυγκηστίδα, η Λυγκηστίδα των παιδικών χρόνων, το πέρασμα στις Ινδίες η Αθήνα της νεότητας, η Νέα Υόρκη και η Θεσσαλονίκη, ο Μόραλης, ο Καντάφι, η βιολονίστρια μητέρα του και ο αυταρχικός πατέρας του, η Σχολή Καλών Τεχνών αλλά και η σημερινή κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική πραγματικότητα, με τη ζωγραφική πάντα κυρίαρχη αποτελούν ψηφίδες του ψηφιδωτού της ζωής του μεγάλου δημιουργού, όπως αυτή παρουσιάζεται στις σελίδες αυτού του βιβλίου και μάλιστα σε πρώτο πρόσωπο...
ΚΡΙΤΙΚΗ
Για τον Κώστα Λούστα, τον τελευταίο ίσως γνήσιο Βορειοελλαδίτη ιμπρεσιονιστή, τόπος έμπνευσης και σταυρός μαρτυρίου μαζί (όπως για κάποιον άλλον, κάποτε, η Arles), υπήρξε η Λυγκηστίδα -ή για όσους δεν την αναγνωρίζουν με το αρχαίο της όνομα: η Φλώρινα.
Μεγάλωσε με την ανάμνηση μόνο μιας χαρισματικής μάνας, που όμως έφυγε πολύ νωρίς, και πλάι σ' έναν πατέρα που δεν ένιωθε τίποτε απ' τις ευαισθησίες του γιου του -ευαισθησίες ανεπίτρεπτες γι' αγόρι στη μεταπολεμική επαρχία: ζωγραφική και βιολί!... Εξ απαλών ονύχων βίωσε όλη τη βαρβαρότητα των ανθρώπων που κλοτσάνε ό,τι δεν καταλαβαίνουν, αδιαφορούν για το παιδί και τις κλίσεις του, αργότερα για το νέο και τα οράματά του, και τέλος, για το γέρο και τις «τρέλες» του. Κι αν ρίχτηκε μ' όλο του το πάθος και το πείσμα στις αγάπες του, αν τις υπηρέτησε πιστά ώς το τέλος, και με ταλέντο αναμφισβήτητο -πρώτος στη Σχολή Καλών Τεχνών, και μ' επαίνους των δασκάλων του, και μ' έργο, και μ' αναγνώριση σ' Ευρώπη κι Αμερική, που δεν την επιδίωξε και δεν τον ενδιέφερε ποτέ-, τώρα με το βιβλίο του ο Κ. Λούστας γυρεύει να καταγγείλει όσα άδικα του 'γιναν και η ζωγραφική του μόνο να τα υπαινίσσεται σιωπηρά μπορούσε, χρόνια πίσω...
Εχει τόσα μαζεμένα να σούρει -σαν χείμαρρος ακατάσχετος, σαν το Σακουλέβα της πατρίδας του, όταν φουσκώνει και παρασέρνει τα σκουπίδια, τ' άχρηστα και τα περιττά! Αναρχος, ανέντακτος σε γραμματολογικά είδη ο λόγος του, άλλοτε αυτοβιογραφικός κι άλλοτε σκέψεις πικρές κι αγανάκτηση ριγμένη χύμα στο χαρτί, συμποσώνεται σ' εκατό και πλέον δαχτυλίδια για πρίγκηπες!
Τι εννοεί;
- Μα τους εκλεκτούς, όσους δεν ακολουθούν την πεπατημένη του νου, γιατί καθό «πεπατημένη», εξ ορισμού δεν έχει αξία! Τους λίγους που 'χουν υποψιαστεί τα κρυφά μονοπάτια του ταλέντου...
Ανακαλεί απ' τον τάφο τους κολασμένους που τον βασάνισαν και τους πετάει ολωνών κατάμουτρα όσα του 'κάναν εν ονόματι «αγωγής», κι όσα κάναν της πόλης του, που κυριολεκτικά την ξεθεμέλιωσαν, υπέρ της «προόδου» τάχα και του εκσυγχρονισμού: Γυρεύει πίσω την τραυματισμένη παιδική του καρδιά, αλλά και το Γυμνάσιο που γκρέμισαν, κ' εκείνος το 'χει ζωγραφίσει εκατοντάδες φορές... Γυρεύει την παλιά πλατεία Ομονοίας, τις λεύκες όλες, που 'κοψαν, δίπλα στο ποτάμι, και τις δόξασε στους πίνακές του, τα σπίτια, τους χωμάτινους δρόμους της βροχής, τις βρύσες που 'σταζαν κάτω απ' τον παγωμένο ουρανό της Φλώρινας...
Τα παράπονά του ξεκινούν απ' την πρώτη μέρα στο Γυμνάσιο, όταν αντί της συνηθισμένης προσφώνησης του δασκάλου του στο Δημοτικό: «Αγαπημένα μου παιδιά», ήρθαν κατακέφαλα δεκάρικοι λόγοι «εθνικού» περιεχομένου και η ωμή επιβολή ψευδο-ιδανικών, που 'στελναν τα παιδιά κοπαδιαστά στις σχολές Χωροφυλακής και των Σωμάτων Ασφαλείας. Εκείνος, αντιθέτως, γύρισε την πλάτη σε μια τέτοια «Παιδεία», πέταξε τα βιβλία του στο ποτάμι, και δεν διστάζει να μεταφέρει αυτούσια τη συνομιλία που 'χε τότε με το Θεό! Ναι! Ενας μαθητάκος σκαστός, με τον Θεό απέναντί του, να του χαϊδεύει το κουρεμένο του κεφάλι και να του λέει παρηγορητικά: «Εννοια σου, αυτοί υπάρχουν-δεν υπάρχουν, το ίδιο είναι»... Κι ο μικρός τράβηξε έκτοτε το δικό του δρόμο...
(Πόσοι δόκιμοι λογοτέχνες μας είχαν το θάρρος να καταγράψουν μια τέτοια συνομιλία κατευθείαν με τον Θεό, έτσι απ' τα κόκαλα βγαλμένη; Πόσοι αλήθεια;)
Ο «δρόμος του» τον έφερνε πάντα στους αγρούς και τους λόφους, στην ύπαιθρο γύρω απ' τη Φλώρινα, μακριά απ' το σπίτι και το σχολείο, που κύριος οίδε πώς κατάφερε να το τελειώσει με τους κατατρεγμούς του Γυμνασιάρχη του, να τον αποβάλλει συνεχώς, με το παραμικρό, επίτηδες, για να τον αφήσει στην ίδια τάξη, κι ενώ βραβευόταν σε πανελλήνιο διαγωνισμό η έκθεσή του, να κάνει αναφορά ότι του παραπήγαινε τέτοια τιμη του «αλήτη» του Λούστα, του πείξιου, του δείξιου, που 'ναι ταραχοποιό στοιχείο, που διαβάζει εξωσχολικά βιβλία...
Μα εκείνος είχε τις δικές του στροφές... Κοιμόταν στις ερημιές, σε παρατημένους σταθμούς και σε χαλάσματα, και με χαρτιά και μολύβια υπό μάλης, ολοένα ζωγράφιζε. Σαν έδειξε τα πρώτα σχέδια του σε συντοπίτες καλλιτέχνες, κανείς δεν τον πίστεψε! Ολοι τον ρώταγαν πού τα βρήκε... Και σαν τόλμησε κάποτε να στήσει το καβαλέττο του στην πλατεία της Φλώρινας, ήρθε τ' «όργανο της τάξεως» και προτού προλάβει να τα μαζέψει, του τα κλότσησε όλα χάμω, τελάρο και μπογιές, βρίζοντάς τον «ανισόρροπο» και διώχνοντάς τον με τη δικαιολογία πως «ενοχλεί τον κόσμο που περπατάει»...
Στην Αθήνα βρέθηκε απένταρος, κατεβασμένος με το φορτηγό ενός νταλικέρη, που ώς και μακαρονάδα τον τρατάρισε, άφαγον από μέρες, καθώς τον είδε -μα μόλις τα σχέδια του αριστούχου πρωτοετούς στη Σχολή Καλών Τεχνών φτάσαν στα χέρια του δασκάλου του, του Μόραλη, εκείνος τον ρώτησε εντυπωσιασμένος: «Μπράβο, πού έμαθες να σχεδιάζεις έτσι;»...
-Μιλιά ο Λούστας -τι να πει; Πως τονε δίδαξαν ο ουρανός και τα τοπία της Φλώρινας;...
Η φτώχεια όμως αθεράπευτη: Να κοιμάται σε παγκάκια του κήπου, ώσπου τον συνέλαβαν «επί αλητεία» και χρειάστηκε η επέμβαση του πρύτανη, του Κεφαλληνού, όχι μόνο για να μην τον πειράξουν τα «όργανα», αλλά και για να του εξασφαλίσουν κιόλας ένα πιάτο φαΐ καθημερινώς και στέγη στο ...«τμήμα»! Και φυσικά, απόκοντα και η φυματίωση, να τονε φέρνει χρόνια ύστερα στη «Σωτηρία»... Είναι να μην τα 'χεις με τον κόσμο;
Μες από τέτοια ζωή ατσαλώθηκε μια συνείδηση ανυποχώρητη, που δεν υποκλίνεται παρά στην τέχνη, τη δίχως όρους και συμβιβασμούς υπηρετούμενη. Ετοιμος πάντα να γίνει μάρτυρας για τα πιστεύω του, κατηγορεί τους διάφορους ψευδοπολιτιστικούς «παράγοντες» γι' ανιδανισμό και λιποψυχία στη μεγάλη μάχη:
...Ελπίζαμε εμείς οι παλιότεροι ότι δεν θα έσπανε η συνέχεια... και ότι με την ψυχή στα δόντια εσείς οι νεότεροι θα κρατούσατε το δικό μας δίδαγμα ψηλά και το δέλεαρ των ανέσεων θα το πετούσατε στα σκουπίδια. Διότι για τα σκουπίδια ήταν! Αντ' αυτού, καθίσατε σαν κότες στ' αβγά σας, τ' αναθέσατε όλα σε μια καρέκλα κι ένα γραφείο, σε δυο-τρεις ανακοινώσεις στο χαρί, για το τι μέλλει γενέσθαι στο γράμμα του πολιτισμού εν γένει!... Αμ δεν είν' έτσι!... Θέλει θυσίες ο πολιτισμός. Και την ίδια σας τη ζωή... Θέλει πράξεις ηρωισμών, τόλμη άγριου θηρίου κι οργάνωση αλεπούς!... Θέλει παρασπονδίες στην απειλή των τύπων των ασημαντοτήτων. Θέλει έπαρση πατριωτισμού και λάβαρο ονείρων! Πού είναι τ' αυτά;... Ποιο είναι το δικό σας όνειρο; Τυλίξτε το σ' ένα ασημόχαρτο και στείλτε τό μου, παρακαλώ, να το καμαρώσω!
Ας μη γελιόμαστε... Επανάσταση θέλει!... Δέντρα θέλει! Ποτάμια θέλει! που παρασύρουν οικοσκευές και κρεβάτια... Αέρα καθαρό... περιδιάβαση σε κάμπο ανθισμένο...
Σηκώστε τα μανίκια κι αρχίστε να ρίχνετε μπουνιές σε όποια νυσταλέα φάτσα συναντήσετε στο δρόμο! Πάρτε και πέτρες στην τσέπη, μισό κιλό η καθεμιά... καλά είναι! Ανοίγει κεφάλι ώσπου να πεις κρεμμύδι. «Αυτό» είναι «πολιτισμός»!!!
- Οξύς; Υπερβολικός; Ακραίος; Ασυνεννόητος;
- Ασφαλώς όλ' αυτά μαζί! Δίχως αξίωση λογοτεχνική απ' το γραφτό του, ξιφουλκεί κατά πάντων -καρυωτακικό κύμβαλον αλαλάζον!-, με μια ψυχή όμως αληθινή, που αναδύεται άπεφθη, μόλις τίθεται θέμα ψυχισμού, μα και απόλυτα ρεαλιστής:
Ξέρω ότι μια μέρα θα δικαιωθούμε παταγωδώς εμείς οι «παράξενοι». Αλλ' έως τότε αυτός ο κόσμος θα 'χει χάσει και το τελευταίο τρένο προς τη σωτηρία του...
Αλλού πάλι, μ' απόλυτη νηφαλιότητα και την πολύτιμη εμπειρία του μάστορα, αφήνει κάποιες υποθήκες για νέους ζωγράφους -μια λεπτότατη Ποιητική της Τέχνης. Κυρίως, όμως -αν παραμερίσει κανείς ορισμένα ασθενέστερα, εντελώς προσωπικά κομμάτια, ενίοτε απλώς γουστόζικα-, τ' όλο βιβλίο, εκτός από Ιερεμιάδα κατά της πολυπληθούς μάζας των Φιλισταίων, είν' ευαγγέλιο ήθους για τον καλλιτέχνη, αλλά και τον πνευματικό, τον Ανθρωπο γενικότερα, σήμερα που όλα γινήκαν εύκολα, όλα καλοπληρώνονται, οι θυσίες θεωρούνται πια «κακές συνήθειες» του παρελθόντος, οι ευαισθησίες καταλογίζονται ως υποχονδρίες, και η Ελλάδα, ολοένα εντονότερα, όπου και να ταξιδέψεις σε πληγώνει!..
Ανυπόκριτος πατριώτης, δον-κιχωτικός μαχητής, σημαντικός ζωγράφος, λάτρης του καιρού που χάθηκε ανεπιστρεπτί, αξίζει να διαβαστεί πρωτίστως για την ειλικρίνεια της φλόγας που τον καίει ακόμα σύγκορμον!
ΣΤΑΝΤΗΣ Ρ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 18/08/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις