0
Your Καλαθι
Ο Κάντιος και τα Βαλκάνια
Ασκήσεις λογικής
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ορθά ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος χαρακτηρίζει «ασκήσεις λογικής» τα κείμενα, δημοσιευμένα στο περιοδικό «Σημειώσεις» και στην εφημερίδα «Καθημερινή», που συστεγάζονται στο βιβλίο του «Ο Κάντιος και τα Βαλκάνια», στη νέα σειρά (καλοτάξιδη, Γιώργο!) που διευθύνει ο ποιητής Γιώργος Κοροπούλης. Πράγματι, εδώ ακούγεται, καθαρά, η φωνή της λογικής, μια φωνή που επιχειρεί να εναντιωθεί στην καθεστηκυΐα φωνασκία του παραλόγου, στον κόσμο που χάνει τα αυτονόητά του, στην κοινωνία με τους διαρρηγμένους συνδετικούς ιστούς.
Η αντιστροφή της λογικής και η κατάλυσή της σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα φαίνεται ότι είναι πρώτιστο «καθήκον» εκείνων που μονοπωλούν το δημόσιο λόγο, εκείνων που ασκούν την εξουσία (και των φερέφωνών τους). Η αντιστροφή της αντιστροφής αυτής, η επάνοδος στα αυτονόητα, η επισήμανση του τι είναι σημαντικό και τι ασήμαντο, τι ουσιώδες και τι επουσιώδες, τι κρίσιμο και τι όχι, αποτελεί, σήμερα, μέριμνα όσων αρνούνται να κοιμηθούν μέσα στη νύχτα του θεάματος, στη νύχτα της λογικής που γεννάει τέρατα και όπου, καθώς θα έλεγε και ο Hegel, όλες οι αγελάδες είναι γκρίζες.
Ο Λυκιαρδόπουλος καταπιάνεται με τα ουσιώδη της τελευταίας δεκαετίας, με όσα ταλανίζουν την ευαισθησία και τη λογική μας, με όσα οδηγούν από την τρομοκρατία του θεάματος στο θέαμα της τρομοκρατίας, με όσα κονιορτοποιούν τα νοήματα και τις σημασίες, με την αφλογιστία των λέξεων, με την καλπάζουσα φθορά των αξιών, αλλά και με το «τι να κάνουμε» (για να θυμηθούμε έναν επαναστάτη που τείνουμε να λησμονήσουμε για πάντα), ναι, με το «τι να κάνουμε» απέναντι σε μια φαινομενικά ακαταμάχητη επέλαση των ορδών της ΚΔΩΑ, όπως έλεγε και ο Πάνος Κουτρουμπούσης, της Κτηνώδους Δύναμης και της Ογκώδους Αγνοιας.
Στον παρόντα τόμο καυτηριάζεται δεόντως εκείνος ο ιδιόρρυθμος ελληνικός λαϊκισμός, που τόσο λαγαρά συνοψίστηκε στις φράσεις: «Αυτό το ρυάκι αναιρεί ολόκληρη την Κριτική του Καθαρού Λόγου» και «Ο Κάντιος και ο Μαρξ βομβάρδισαν τη Σερβία». Καυτηριάζεται η κινητικότητα πολλών Ελλήνων «πρώην» που μοχθούν να γίνουν, αντί τρόπω, «νυν»: πρώην επαναστατών, πρώην διανοουμένων, πρώην ποιητών, πρώην εξεγερμένων, πρώην κομμουνιστών, που γίνονται νυν υπουργοποιημένοι, νυν κλαρινολάτρες, νυν κυνικοί, νυν «ρεαλιστές», νυν έμμισθοι δοξολογητές του υπάρχοντος. Καυτηριάζονται εκείνοι που ασκούν κριτική post festum, εκείνοι που με τόσο θάρρος πυροβολούν νεκρούς, εκείνοι που με τόση λεβεντιά, και με τριάντα και σαράντα και πενήντα χρόνια καθυστέρηση, τα βάζουν ωρυόμενοι με τον Ρίτσο, με τον Λένιν, με τον Τρότσκι ή με τον Ζαχαριάδη, ενώ δεν είχαν το νου και την τιμή να θίξουν τίποτα και ποτέ ενόσω ήταν κραταιό και in, ενόσω δέσποζε και κυριαρχούσε. Ο Λυκιαρδόπουλος καυτηριάζει, και καλά κάνει, τους αστέρες της «απαστράπτουσας τιποτολογίας των ημερών», αυτούς που ενορχηστρώνουν την «πολιτική άπνοια, την πνευματική οξείδωση και την ιστορική αμνησία», τους νυν του in!
Στα όσα τείνουν να μας οδηγήσουν από τον αφρό των ημερών στη Μεγάλη Χωματερή, ο Λυκιαρδόπουλος αντιπαραθέτει την επιστροφή στη λογική και στα αυτονόητά μας, την επιστροφή σε έννοιες, νοήματα και σημασίες που έχουν φθαρεί πολύ, αλλ' ίσως όχι ανεπανόρθωτα, αντιπαραθέτει την αντίσταση της ποίησης, «τους μικρούς σκληρούς πυρήνες αντιστάσεως που αυθαδιάζουν στην ακατάσχετη καθημερινότητα του θανάτου μας -το απροσδόκητο γρασίδι που βλέπουμε κάποτε να ραγίζει το τσιμέντο».
Η λογική και η γλώσσα είναι υπό διωγμόν στις μέρες μας. Στον τρελό χορό του μεταμοντέρνου anything goes στροβιλίζονται κι εκτοξεύονται σε έναν τόπο κενό, σε μια no man's land, η σκέψη, το όραμα, η αγάπη, η ευγένεια, η καλλιέργεια, όλες οι πυξίδες και όλοι οι οδοδείκτες που έδειχναν προς το βορειοδυτικό πέρασμα, προς τη γεωγραφία της αληθινής ζωής.
Ο Guy Debord το είχε διατυπώσει έτσι: «Η υποχώρηση της ορθολογικής σκέψης, τόσο έκδηλη και τόσο εσκεμμένα επιδιωκόμενη στο θέαμα, κάνει να χαρακτηρίζονται μαύρη μαγεία, προσεταιρισμός των σκοτεινών δυνάμεων των γκουρού, του βουντού, και λοιπά, όλες οι πρακτικές που κρατιούνται έξω από την επίσημη μαγεία την οποία οργανώνει το κράτος, από τον πανταχού παρόντα καθρέφτη του κόσμου, στον οποίο όλα παρουσιάζονται ανάποδα. Να λέμε ότι δύο και δύο κάνουν τέσσερα φτάνει να γίνει επαναστατική πράξη. Τολμά κανείς να σκεφτεί στη Γαλλία να γυρέψει το μεσημέρι στις δεκατέσσερις η ώρα το καλοκαίρι; Τρομοκρατία! Αυτός που απατάται είναι ο ήλιος, κι αυτός που έχει δίκιο είναι η κυβέρνηση» (Παρατηρήσεις για τη δολοφονία του Ζεράρ Λεμποβισί, μτφρ. Βασίλης Τομανάς, εκδ. «Νησίδες»).
Ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος δεν λέει κάτι διαφορετικό: «Διότι εάν το άλας μωρανθεί, ο πολιτισμός καταντάει μια ασήμαντη "λεπτομέρεια" ή υποκαθίσταται και ορίζεται από τα περιττώματά του: αυθεντικοί ερμηνευτές του γίνονται τότε οι ιέρακες των χρηματιστηρίων και οι κήρυκες των πετρελαίων. Σε ένα "παγκόσμιο χωριό" όπου η σκέψη δεν βρίσκει πλέον πατρίδα».
Θαρρείς για να κάνει δεύτερη φωνή στις «Ασκήσεις Λογικής», ο Λυκιαρδόπουλος μας προσφέρει ταυτόχρονα και τρεις ποιητικές ενότητες, τον «Τσε», τα «Ποιήματα του Μανδαρίνου» και τη «Λοξοδρομία». Πρόκειται, σε έγγραφη μορφή, για την αντίσταση της ποίησης, για την οποία μας μιλάει στις «Ασκήσεις». Ποιήματα που με δήθεν φτωχά υλικά, με λέξεις από όλους αναγνωρίσιμες, γυμνωμένες από ψιμύθια και σουσούμια, μας επαναφέρουν στο καίριο και στο ουσιώδες που τείνουμε, δυστυχώς, να λησμονούμε. Το μόνο ναρκωτικό που είχε, μας λέγει ο Λυκιαρδόπουλος, ήταν ακριβώς οι λέξεις. Με τις λέξεις οφείλουμε εκ νέου να κοινοποιήσουμε τη στάση μας απέναντι στην οδύνη, στη βαναυσότητα, στην αμνησία, στις επιθέσεις που δέχεται η λογική. «Ερχόμαστε από στέππες αμετάφραστες», γράφει ο Λυκιαρδόπουλος στο ποίημα «Από την παιδική ηλικία του E.C.G.», δηλαδή του Ernesto Che Guevara. Και λίγο πιο κάτω: «Δεν μεγαλώσαμε εύκολα/ καπνίζαμε τσιγάρα στούκας και διαβάζαμε τον Ζαρατούστρα,/ ξορκίζαμε το κατηχητικό στα υπόγεια του Γκόρκυ και του Ζορρό/ υπόγεια δικά μας προαιώνια ελληνικά/ - δεν μεγαλώσαμε εύκολα/ φοράμε πάντα ρούχα κατοχικά/ κρυώνει ακόμα η ψυχή μας/ καπνίζουμε εφημερίδες μεθάμε με μελάνι/ μας πνίγουν οι καπνοί οι λέξεις μας στενεύουν/ ερχόμαστε από πολύ μακριά».
Ο Λυκιαρδόπουλος, ακριβώς όπως και οι «συνένοχοί του» της περιλάλητης «συμμορίας των τεσσάρων», του Ερασμου και των Σημειώσεων (Στέφανος Ροζάνης, Μάριος Μαρκίδης, Βύρων Λεοντάρης), που όλοι τους συνδυάζουν τον ποιητικό και το δοκιμιακό λόγο εδώ και δεκαετίες, ξέρει καλά να υπερασπίζεται τις λέξεις και τις σημασίες, να υπερασπίζεται με τις λέξεις και με τις σημασίες ό,τι μας κάνει ανθρώπινους, ό,τι δεν μας αφήνει να χαθούμε κι εμείς στη Μεγάλη Χωματερή. Γι' αυτό είναι πολύτιμη η προσφορά του.
ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/02/2003
Ορθά ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος χαρακτηρίζει «ασκήσεις λογικής» τα κείμενα, δημοσιευμένα στο περιοδικό «Σημειώσεις» και στην εφημερίδα «Καθημερινή», που συστεγάζονται στο βιβλίο του «Ο Κάντιος και τα Βαλκάνια», στη νέα σειρά (καλοτάξιδη, Γιώργο!) που διευθύνει ο ποιητής Γιώργος Κοροπούλης. Πράγματι, εδώ ακούγεται, καθαρά, η φωνή της λογικής, μια φωνή που επιχειρεί να εναντιωθεί στην καθεστηκυΐα φωνασκία του παραλόγου, στον κόσμο που χάνει τα αυτονόητά του, στην κοινωνία με τους διαρρηγμένους συνδετικούς ιστούς.
Η αντιστροφή της λογικής και η κατάλυσή της σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα φαίνεται ότι είναι πρώτιστο «καθήκον» εκείνων που μονοπωλούν το δημόσιο λόγο, εκείνων που ασκούν την εξουσία (και των φερέφωνών τους). Η αντιστροφή της αντιστροφής αυτής, η επάνοδος στα αυτονόητα, η επισήμανση του τι είναι σημαντικό και τι ασήμαντο, τι ουσιώδες και τι επουσιώδες, τι κρίσιμο και τι όχι, αποτελεί, σήμερα, μέριμνα όσων αρνούνται να κοιμηθούν μέσα στη νύχτα του θεάματος, στη νύχτα της λογικής που γεννάει τέρατα και όπου, καθώς θα έλεγε και ο Hegel, όλες οι αγελάδες είναι γκρίζες.
Ο Λυκιαρδόπουλος καταπιάνεται με τα ουσιώδη της τελευταίας δεκαετίας, με όσα ταλανίζουν την ευαισθησία και τη λογική μας, με όσα οδηγούν από την τρομοκρατία του θεάματος στο θέαμα της τρομοκρατίας, με όσα κονιορτοποιούν τα νοήματα και τις σημασίες, με την αφλογιστία των λέξεων, με την καλπάζουσα φθορά των αξιών, αλλά και με το «τι να κάνουμε» (για να θυμηθούμε έναν επαναστάτη που τείνουμε να λησμονήσουμε για πάντα), ναι, με το «τι να κάνουμε» απέναντι σε μια φαινομενικά ακαταμάχητη επέλαση των ορδών της ΚΔΩΑ, όπως έλεγε και ο Πάνος Κουτρουμπούσης, της Κτηνώδους Δύναμης και της Ογκώδους Αγνοιας.
Στον παρόντα τόμο καυτηριάζεται δεόντως εκείνος ο ιδιόρρυθμος ελληνικός λαϊκισμός, που τόσο λαγαρά συνοψίστηκε στις φράσεις: «Αυτό το ρυάκι αναιρεί ολόκληρη την Κριτική του Καθαρού Λόγου» και «Ο Κάντιος και ο Μαρξ βομβάρδισαν τη Σερβία». Καυτηριάζεται η κινητικότητα πολλών Ελλήνων «πρώην» που μοχθούν να γίνουν, αντί τρόπω, «νυν»: πρώην επαναστατών, πρώην διανοουμένων, πρώην ποιητών, πρώην εξεγερμένων, πρώην κομμουνιστών, που γίνονται νυν υπουργοποιημένοι, νυν κλαρινολάτρες, νυν κυνικοί, νυν «ρεαλιστές», νυν έμμισθοι δοξολογητές του υπάρχοντος. Καυτηριάζονται εκείνοι που ασκούν κριτική post festum, εκείνοι που με τόσο θάρρος πυροβολούν νεκρούς, εκείνοι που με τόση λεβεντιά, και με τριάντα και σαράντα και πενήντα χρόνια καθυστέρηση, τα βάζουν ωρυόμενοι με τον Ρίτσο, με τον Λένιν, με τον Τρότσκι ή με τον Ζαχαριάδη, ενώ δεν είχαν το νου και την τιμή να θίξουν τίποτα και ποτέ ενόσω ήταν κραταιό και in, ενόσω δέσποζε και κυριαρχούσε. Ο Λυκιαρδόπουλος καυτηριάζει, και καλά κάνει, τους αστέρες της «απαστράπτουσας τιποτολογίας των ημερών», αυτούς που ενορχηστρώνουν την «πολιτική άπνοια, την πνευματική οξείδωση και την ιστορική αμνησία», τους νυν του in!
Στα όσα τείνουν να μας οδηγήσουν από τον αφρό των ημερών στη Μεγάλη Χωματερή, ο Λυκιαρδόπουλος αντιπαραθέτει την επιστροφή στη λογική και στα αυτονόητά μας, την επιστροφή σε έννοιες, νοήματα και σημασίες που έχουν φθαρεί πολύ, αλλ' ίσως όχι ανεπανόρθωτα, αντιπαραθέτει την αντίσταση της ποίησης, «τους μικρούς σκληρούς πυρήνες αντιστάσεως που αυθαδιάζουν στην ακατάσχετη καθημερινότητα του θανάτου μας -το απροσδόκητο γρασίδι που βλέπουμε κάποτε να ραγίζει το τσιμέντο».
Η λογική και η γλώσσα είναι υπό διωγμόν στις μέρες μας. Στον τρελό χορό του μεταμοντέρνου anything goes στροβιλίζονται κι εκτοξεύονται σε έναν τόπο κενό, σε μια no man's land, η σκέψη, το όραμα, η αγάπη, η ευγένεια, η καλλιέργεια, όλες οι πυξίδες και όλοι οι οδοδείκτες που έδειχναν προς το βορειοδυτικό πέρασμα, προς τη γεωγραφία της αληθινής ζωής.
Ο Guy Debord το είχε διατυπώσει έτσι: «Η υποχώρηση της ορθολογικής σκέψης, τόσο έκδηλη και τόσο εσκεμμένα επιδιωκόμενη στο θέαμα, κάνει να χαρακτηρίζονται μαύρη μαγεία, προσεταιρισμός των σκοτεινών δυνάμεων των γκουρού, του βουντού, και λοιπά, όλες οι πρακτικές που κρατιούνται έξω από την επίσημη μαγεία την οποία οργανώνει το κράτος, από τον πανταχού παρόντα καθρέφτη του κόσμου, στον οποίο όλα παρουσιάζονται ανάποδα. Να λέμε ότι δύο και δύο κάνουν τέσσερα φτάνει να γίνει επαναστατική πράξη. Τολμά κανείς να σκεφτεί στη Γαλλία να γυρέψει το μεσημέρι στις δεκατέσσερις η ώρα το καλοκαίρι; Τρομοκρατία! Αυτός που απατάται είναι ο ήλιος, κι αυτός που έχει δίκιο είναι η κυβέρνηση» (Παρατηρήσεις για τη δολοφονία του Ζεράρ Λεμποβισί, μτφρ. Βασίλης Τομανάς, εκδ. «Νησίδες»).
Ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος δεν λέει κάτι διαφορετικό: «Διότι εάν το άλας μωρανθεί, ο πολιτισμός καταντάει μια ασήμαντη "λεπτομέρεια" ή υποκαθίσταται και ορίζεται από τα περιττώματά του: αυθεντικοί ερμηνευτές του γίνονται τότε οι ιέρακες των χρηματιστηρίων και οι κήρυκες των πετρελαίων. Σε ένα "παγκόσμιο χωριό" όπου η σκέψη δεν βρίσκει πλέον πατρίδα».
Θαρρείς για να κάνει δεύτερη φωνή στις «Ασκήσεις Λογικής», ο Λυκιαρδόπουλος μας προσφέρει ταυτόχρονα και τρεις ποιητικές ενότητες, τον «Τσε», τα «Ποιήματα του Μανδαρίνου» και τη «Λοξοδρομία». Πρόκειται, σε έγγραφη μορφή, για την αντίσταση της ποίησης, για την οποία μας μιλάει στις «Ασκήσεις». Ποιήματα που με δήθεν φτωχά υλικά, με λέξεις από όλους αναγνωρίσιμες, γυμνωμένες από ψιμύθια και σουσούμια, μας επαναφέρουν στο καίριο και στο ουσιώδες που τείνουμε, δυστυχώς, να λησμονούμε. Το μόνο ναρκωτικό που είχε, μας λέγει ο Λυκιαρδόπουλος, ήταν ακριβώς οι λέξεις. Με τις λέξεις οφείλουμε εκ νέου να κοινοποιήσουμε τη στάση μας απέναντι στην οδύνη, στη βαναυσότητα, στην αμνησία, στις επιθέσεις που δέχεται η λογική. «Ερχόμαστε από στέππες αμετάφραστες», γράφει ο Λυκιαρδόπουλος στο ποίημα «Από την παιδική ηλικία του E.C.G.», δηλαδή του Ernesto Che Guevara. Και λίγο πιο κάτω: «Δεν μεγαλώσαμε εύκολα/ καπνίζαμε τσιγάρα στούκας και διαβάζαμε τον Ζαρατούστρα,/ ξορκίζαμε το κατηχητικό στα υπόγεια του Γκόρκυ και του Ζορρό/ υπόγεια δικά μας προαιώνια ελληνικά/ - δεν μεγαλώσαμε εύκολα/ φοράμε πάντα ρούχα κατοχικά/ κρυώνει ακόμα η ψυχή μας/ καπνίζουμε εφημερίδες μεθάμε με μελάνι/ μας πνίγουν οι καπνοί οι λέξεις μας στενεύουν/ ερχόμαστε από πολύ μακριά».
Ο Λυκιαρδόπουλος, ακριβώς όπως και οι «συνένοχοί του» της περιλάλητης «συμμορίας των τεσσάρων», του Ερασμου και των Σημειώσεων (Στέφανος Ροζάνης, Μάριος Μαρκίδης, Βύρων Λεοντάρης), που όλοι τους συνδυάζουν τον ποιητικό και το δοκιμιακό λόγο εδώ και δεκαετίες, ξέρει καλά να υπερασπίζεται τις λέξεις και τις σημασίες, να υπερασπίζεται με τις λέξεις και με τις σημασίες ό,τι μας κάνει ανθρώπινους, ό,τι δεν μας αφήνει να χαθούμε κι εμείς στη Μεγάλη Χωματερή. Γι' αυτό είναι πολύτιμη η προσφορά του.
ΓΙΩΡΓΟΣ-ΙΚΑΡΟΣ ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/02/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις