0
Your Καλαθι
Από τη Βιέννη στα Καλάβρυτα
Τα αιματηρά ίχνη της 117ης μεραρχίας καταδρομών στη Σερβία και την Ελλάδα
Περιγραφή
Στο βιβλίο αυτό ακολουθώ την πορεία μιας τακτικής μεραρχίας της Βέρμαχτ, η οποία δημιουργήθηκε το 1941 στη Βιέννη και έδρασε στη Σερβία και την Πελοπόννησο. Αρχικά η μεραρχία αυτή επρόκειτο να αναλάβει την επιβολή της τάξης στη Σερβία και την προάσπιση της Πελοποννήσου από μια πιθανή απόβαση συμμαχικών δυνάμεων. Όμως πολύ σύντομα εμπλέχθηκε σε σφοδρές συμπλοκές με τους αντάρτες και τις λεγόμενες επιχειρήσεις αντιποίνων.
Το βιβλίο ασχολείται με ολόκληρη την περίοδο της Κατοχής στην Πελοπόννησο, με το ρόλο των Ιταλών και των Βρετανών, με τις ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις και με τα ελληνικά τάγματα ασφαλείας που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς. Αντικείμενο μελέτης αποτελούν επίσης οι λόγοι που οδήγησαν στην επιβολή "αντιποίνων", και οι υπεύθυνοι των επιχειρήσεων αυτών, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε το ζήτημα από τις δικαστικές αρχές στην Ελλάδα και τη Γερμανία κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Έτσι η σφαγή αμάχων στο πλαίσιο της επιχείρησης "Καλάβρυτα" μετατράπηκε αναπόφευκτα σε βασικό θέμα του βιβλίου. Με βάση τον αριθμό των θυμάτων, πρόκειται προφανώς για το μεγαλύτερο έγκλημα πολέμου που διέπραξε η Βέρμαχτ σε μη σλαβόφωνο κράτος κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Χέρμαν Φρανκ Μάγερ δεν είναι επαγγελματίας ιστορικός αλλά το βιβλίο του θα το ζήλευαν πολλοί επαγγελματίες ιστορικοί. Πρόκειται για μια υποδειγματική στρατιωτική ιστορία βασισμένη σε πολύχρονη έρευνα πολλαπλών, αρχειακών και μη, πηγών που καταφέρνει να φωτίσει τη γερμανική κατοχή στην Πελοπόννησο με μοναδικό τρόπο, φέρνοντας στο φως ορισμένα νέα στοιχεία και διαλύοντας πολλούς μύθους. Αξίζει να τονιστεί ότι η έκδοση είναι ιδιαίτερα προσεγμένη και καλαίσθητη, διανθισμένη με πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Δεν χωράει αμφιβολία ότι ο Μάγερ έγραψε ένα βιβλίο αναφοράς για τη γερμανική κατοχή που θα αποτελέσει απαραίτητο βοήθημα για τη μελέτη της ιστορίας της δεκαετίας του '40. Συγχρόνως πρόκειται για ένα βιβλίο που διαβάζεται εύκολα, παρά τον όγκο και τη σοβαρότητά του.
Κλειδί στην επιτυχία του εγχειρήματος, παράλληλα με την εξαντλητική έρευνα, υπήρξε η απόφαση του συγγραφέα να ερευνήσει ολόκληρο τον ιστορικό κύκλο μιας στρατιωτικής μονάδας, από τη δημιουργία της ως και τη διάλυσή της, γεγονός που επιτρέπει την τοποθέτηση του κεντρικού γεγονότος που πραγματεύεται - τη σφαγή των Καλαβρύτων - σε ένα ευρύτερο και πολύ πιο γόνιμο πλαίσιο.
Το κενό εξουσίας
H 117η μεραρχία κυνηγών δεν υπήρξε ποτέ μια ιδιαίτερα αξιόμαχη, και πολύ λιγότερο επίλεκτη, μονάδα. «Γεννήθηκε» ως 717η μεραρχία πεζικού και την αποτέλεσαν κυρίως αυστριακοί κληρωτοί προχωρημένης ηλικίας με απηρχαιωμένο οπλισμό και ελλιπή εκπαίδευση. Δραστηριοποιείται για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1941 στη Γιουγκοσλαβία, όπου δέχεται μετωπικές επιθέσεις από τους αντάρτες, με αποτέλεσμα να υποστεί σημαντικές απώλειες και να αντιδράσει με μαζικές εκτελέσεις αμάχων. Τον Μάρτιο του 1943 ανασυγκροτείται ως 117η μεραρχία κυνηγών, αποκτά έναν νέο διοικητή, τον αποφασιστικό και σκληρό συνταγματάρχη Καρλ φον Λε Σουίρ, και αποστέλλεται στην Πελοπόννησο για να αντιμετωπίσει τη συμμαχική απόβαση που αναμενόταν αλλά δεν έγινε ποτέ. Την ίδια εποχή αναπτύσσεται το αντάρτικο του ΕΛΑΣ που ως το φθινόπωρο του 1943 είχε καταφέρει να διαλύσει τις αντιστασιακές ομάδες των αξιωματικών και να επικρατήσει στις ορεινές περιοχές. Μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών κάλυψε εύκολα το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε και κυριάρχησε σε όλη την Πελοπόννησο, με μερική εξαίρεση τα αστικά κέντρα.
H συμπλοκή της Κερπινής
Στην προσπάθειά της να ελέγξει την κατάσταση, που είχε αρχίσει να ξεφεύγει από τον έλεγχό της, η αδύναμη γερμανική μεραρχία ανέλαβε μια σειρά από επιχειρήσεις, μία από τις οποίες επικεντρώθηκε στην ορεινή ενδοχώρα του Αιγίου. Στις 16 Οκτωβρίου 1943 οι γερμανικές δυνάμεις έπεσαν σε ενέδρα κοντά στην Κερπινή, με αποτέλεσμα τη σύλληψη 81 ανδρών. Ακολούθησε μια περίοδος διαπραγματεύσεων ανάμεσα στις δύο πλευρές με στόχο την ανταλλαγή αιχμαλώτων και την αποφυγή αντιποίνων, τις οποίες ο Μάγερ ανασυνθέτει λεπτομερώς. Οι αντάρτες απαίτησαν την απελευθέρωση 50 Ελλήνων για κάθε γερμανό αιχμάλωτο, ενδεχομένως και του Νίκου Ζαχαριάδη, που την εποχή εκείνη κρατούνταν στο Νταχάου. Οι Γερμανοί απέρριψαν τις συγκεκριμένες προτάσεις και στις αρχές του Δεκεμβρίου εξαπέλυσαν μια μεγάλη επιχείρηση με σκοπό τον εντοπισμό των αιχμαλώτων, η οποία συνοδεύτηκε από μια αλυσίδα θηριωδιών, με αποκορύφωμα τη σφαγή των Καλαβρύτων. Στις 7 Δεκεμβρίου, και ενώ οι Γερμανοί πλησίαζαν, οι αντάρτες αποφάσισαν να εκτελέσουν τους αιχμαλώτους. Τα στοιχεία που παρέχει ο Μάγερ δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για το ότι η εκτέλεση έλαβε χώρα ύστερα από διαταγή και όχι εν θερμώ, και προηγήθηκε του ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων, αντίθετα από ό,τι υποστηρίχθηκε αργότερα και εξακολουθεί να γράφεται ως σήμερα.
Οταν οι Γερμανοί ανακάλυψαν ότι τρεις τραυματισμένοι σύντροφοί τους, που είχαν μεταφερθεί μετά τη συμπλοκή της Κερπινής στο Νοσοκομείο των Καλαβρύτων, είχαν και αυτοί εκτελεστεί, αποφάσισαν να τιμωρήσουν παραδειγματικά τους κατοίκους των Καλαβρύτων, οι οποίοι δεν είχαν καμία σχέση με το γεγονός. H σφαγή έλαβε χώρα στις 13 Δεκεμβρίου και η περιγραφή της από τον Μάγερ είναι συγκλονιστική, εν μέρει γιατί αποφεύγει τους περιττούς μελοδραματισμούς που συχνά συνοδεύουν αντίστοιχες περιγραφές (ακόμη και σε ένα από τα εισαγωγικά σημειώματα του βιβλίου).
H σφαγή των Καλαβρύτων
H ενδελεχής διασταύρωση των πηγών επιτρέπει την τεκμηρίωση συνολικά 694 φόνων μεταξύ 5 και 16 Δεκεμβρίου, εκ των οποίων οι 487 στα Καλάβρυτα. Αποδεικνύεται, με άλλα λόγια, ότι ο αριθμός των 1.300 εκτελεσθέντων Καλαβρυτινών που επεκράτησε μεταπολεμικά ήταν φανταστικός. Συγχρόνως καταρρέουν και μια σειρά συσσωρευμένοι μύθοι, όπως για παράδειγμα η συμμετοχή Ελλήνων στις εκτελέσεις των Καλαβρύτων, η περίπτωση του «αυστριακού στρατιώτη» ο οποίος υποτίθεται ότι έσωσε τη ζωή εκατοντάδων γυναικόπαιδων ανοίγοντας την πόρτα του σχολείου όπου κρατούνταν ή οι αναφορές στον «περιβόητο» γερμανό αξιωματικό «Τέννερ» που εμφανίζεται σε δεκάδες αναγνώσματα ως διευθύνων τις εκτελέσεις και ο οποίος τελικά ήταν ένας απλός δεκανέας ονόματι Κόνραντ Ντένερτ, με περιθωριακή συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων. Το ξεκαθάρισμα αυτό δεν μεταβάλλει την ουσία του γεγονότος αλλά συμβάλλει στην απαλλαγή από ένα σωρό μυθοπλασίες που δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Οι αντιδράσεις των επιζώντων
Ο Μάγερ ακουμπά ένα πραγματικά καυτό θέμα, τις αντιδράσεις του πληθυσμού της μαρτυρικής πόλης. Οπως έχει δείξει σειρά ερευνών στην Ιταλία και αλλού, οι επιζώντες των γερμανικών αντιποίνων όχι μόνο δεν ενέκριναν τις ενέργειες των ανταρτών αλλά συχνά τους θεωρούσαν συνυπεύθυνους για τα αντίποινα που προκαλούσε η δράση τους, πράγμα που μεταπολεμικά συγκαλυπτόταν στο όνομα της «εθνικής ενότητας». Κάτι αντίστοιχο φαίνεται ότι συνέβη και στα Καλάβρυτα: μια γυναίκα θυμάται πως «εκείνη τη μέρα παρουσιαστήκανε κάποιοι αντάρτες... Του ριχτήκανε όλες οι γυναίκες να τον σκοτώσουν, αλλά εκείνος διέφυγε και τους φώναξε έτσι "Τι να σας κάνουμε, προλάβανε οι Γερμανοί, αλλιώς θα το είχαμε κάνει 'μείς". Την επομένη ήλθε και άλλος αντάρτης του οποίου ο πατέρας και ο αδελφός είχαν τυφεκισθή. H μάνα του τον καταράστηκε και τον φώναξε φονιά και του είπε να μην το ξαναδή... Δύο ή τρεις από τις γυναίκες διαμαρτυρήθηκαν τόσο έντονα, ώστε οι αντάρτες τις πήραν μαζί τους και τις έκλεισαν σε κάποιο στρατόπεδο. Μερικές εβδομάδες αργότερα αφέθηκαν ελεύθερες και επέστρεψαν στα Καλάβρυτα» (σελ. 424). Πράγματι, είναι δύσκολο να περιγραφεί το δράμα των ανθρώπων αυτών.
H αιματηρή πορεία της 117ης μεραρχίας δεν σταμάτησε στα Καλάβρυτα. Συνολικά προκάλεσε τον θάνατο περισσοτέρων από 4.000 Ελλήνων, κυρίως αμάχων, ενώ περίπου 1.100 Γερμανοί πλήρωσαν με τη ζωή τους την παρουσία τους στην Πελοπόννησο (στους αριθμούς αυτούς δεν συγκαταλέγονται τα θύματα της ελληνικής εμφύλιας σύγκρουσης που έλαβε χώρα κυρίως το 1944). Τελικά, η 117η μεραρχία είχε οικτρή τύχη στη διάρκεια της υποχώρησής της στη Γιουγκοσλαβία όπου είχε τρομακτικές απώλειες.
H συμβολή του Μάγερ είναι πολλαπλή καθώς η υποδειγματική και πολύπλευρη τεκμηρίωσή του συμβαδίζει με μια απέριττη γραφή που αφήνει τα γεγονότα να μιλήσουν μόνα τους. H μόνη ίσως αδυναμία του έργου αυτού, αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, αφορά την περιγραφή και τεκμηρίωση των δυναμικών στο εσωτερικό του ελληνικού πληθυσμού και των διαφόρων οργανώσεων. Ο Μάγερ παρέχει βέβαια σημαντικές πληροφορίες από τα γερμανικά και αγγλικά αρχεία, συμπληρώνοντάς τες με προφορικές μαρτυρίες που συνέλεξε ο ίδιος με τη βοήθεια ελλήνων μεταφραστών, αλλά εδώ μένει πολύ πιο κοντά στην επιφάνεια. Αυτό είναι αναμενόμενο καθώς η ανάλυσή του επικεντρώνεται πρωταρχικά στους Γερμανούς. Και σε αυτόν τον τομέα όμως η έρευνά του θέτει τις βάσεις για μια σειρά νέα και γόνιμα ερωτήματα.
Ο έλεγχος ποιότητας
Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι η συμβολή του Μάγερ ξεπερνά τα στενά όρια της ιστοριογραφίας. Πρώτον, επιβεβαιώνει ότι η σφαιρική και σε βάθος πραγματολογική ανασύνθεση των γεγονότων της δεκαετίας του 1940 είναι μονόδρομος για την κατανόηση και ερμηνεία της. Δεύτερον, αναδεικνύει μια βασική αδυναμία της εγχώριας ιστοριογραφικής παραγωγής: τη διαδεδομένη τάση να μετατρέπονται σε αυτονόητες αλήθειες σοβαρές ανακρίβειες μέσω της αέναης αναπαραγωγής τους από βιβλίο σε βιβλίο. Το πρόβλημα αυτό οφείλεται εν μέρει στο τεράστιο κομμάτι που αντιπροσωπεύει η ερασιτεχνική ιστοριογραφία αλλά και στο γεγονός ότι απουσιάζει ένας αποτελεσματικός επαγγελματικός «έλεγχος ποιότητας» έτσι ώστε ο μέσος αναγνώστης να μπορεί να διακρίνει με ασφάλεια τη σοβαρή έρευνα από τις μυθοπλασίες. Τέλος, το βιβλίο αυτό υπενθυμίζει τη σημασία του ερευνητικού ήθους. Ο Μάγερ πρωτοασχολήθηκε με την έρευνα της γερμανικής κατοχής της Ελλάδας ξεκινώντας από ένα προσωπικό βίωμα, την εκτέλεση του πατέρα του, στρατιώτη της Βέρμαχτ, από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, την οποία περιγράφει εναργώς αλλά κατά τρόπο φορτισμένο στο πρώτο του βιβλίο (H αναζήτηση, Καλέντης, 1995).
Μέσα σε λίγα χρόνια όμως κατάφερε να ξεπεράσει τη φυσιολογική αυτή φόρτιση και να παραγάγει ένα έργο αξιώσεων που αποφεύγει τόσο την τάση έμμεσης δικαίωσης των θυτών (που εξακολουθεί να κυριαρχεί σε ορισμένους γερμανικούς κύκλους) όσο και την εύκολη ροπή στον μελοδραματισμό σε βάρος της λεπτομερούς και σε βάθος καταγραφής. Παραδίδει έτσι ένα ιστορικό έργο που χαρακτηρίζεται από ακρίβεια και αντικειμενικότητα χωρίς να χάνει ούτε στιγμή τη δύναμή του.
Στάθης N. Καλύβας (καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 15-02-2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις