0
Your Καλαθι
Δούναβης
Περιγραφή
Ο Δούναβης είναι ένα προσωπικό στοχαστικό ταξίδι κατά μήκος των 2.888 χιλιομέτρων του ποταμού, από τις διαφιλονικούμενες πηγές του στη Γερμανία ώς τις εκβολές του στη Μαύρη Θάλασσα (στο περίφημο λιμάνι Σουλίνα, τόπο δράσης της βεριστικής όπερας του Σπύρου Σαμάρα «Η μάρτυς«), μετατρέπεται σε μια συναρπαστική αφήγηση γύρω από το θέμα των συνόρων και της ταυτότητας. Το σύνορο ή τα σύνορα, το εδώ και το πέρα, το γνωστό και το άγνωστο στη διαλεκτική σχέση τους, αποτελούν τη συνιστώσα του Δούναβη, αλλά και όλου του έργου του Μάγκρις. Ο Δούναβης, αυτός ο γερμανο-μαγιαρο-σλαβο-ρομανο-εβραϊκός ποταμός, που ποτίζει κυριολεκτικά τη Mitteleuropa (είτε ως πραγματική γεωγραφία είτε ως λογοτεχνική) και αποτελεί από μόνος του μιαν οικουμένη, δίνει την ευκαιρία στον Μάγκρις να δημιουγήσει μια αφήγηση-ποταμό, όπου η γεωγραφία, το τοπίο, η γεωπολιτική συναντούν την ιστορία και συνομιλούν με τις φωνές της συνείδησής της, τον Χάιντεγγερ, τον Σελίν, τον Γκριλπάρτζερ, τον Κάφκα και τόσους άλλους.
από την εισαγωγή του Νίκου Μπακουνάκη
Ταξιδιωτική αφήγηση, πολιτισμικό δοκίμιο, αυτοβιογραφική μαρτυρία, λογοτεχνικό υβρίδιο, «μνημειώδες βιβλίο προσωπικής και διανοητικής μεταφοράς», σύμφωνα με τον Νίκο Μπακουνάκη, υφαίνεται πάνω σ' ένα ταξίδι που το ρυθμό του δίνει ο σφυγμός της Κεντρικής Ευρώπης: ο «Δούναβης» του Κλάουντιο Μάγκρις, μια περιήγηση κατά μήκος των 2.888 χιλιομέτρων του ποταμού, από τη Γερμανία ώς τη Μαύρη Θάλασσα, είναι μια αναζήτηση των πηγών, πλούσιων και πυκνά διακλαδούμενων, ενός πολιτισμού δυτικού, που αρδεύτηκε από την Ανατολή, Χριστιανικού, που συνομίλησε με το Ισλάμ και τον Ιουδαϊσμό· μια καταβύθιση στο γνωστό και το άγνωστο, στο προφανές και το ανοίκειο. Το ποτάμι, πραγματικότητα γεωγραφική και συνάμα μεταφορά, υδάτινη αρτηρία της Mitteleuropa, αποτελεί τον μίτο αυτής της γοητευτικής αφήγησης που συνδέει ιστορία και γεωπολιτική, λογοτεχνία και γεωγραφία, για να διερευνήσει την έννοια των συνόρων και της ταυτότητας. Ο Μάγκρις δεν αφήνει γωνιά ανεπίσκεπτη. Από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό, ο συγγραφέας ακολουθεί το ρεύμα του ποταμού ξαναζωντανεύοντας τα φαντάσματα που ενοικούν τα σπίτια και τα μνημεία - τον Οβίδιο, τον Μάρκο Αυρήλιο, τον Κάφκα, τον Χάιντεγκερ, τον Σελίν, τον Βίτγκενσταϊν, τον Κανέτι - τους θρύλους και τις ιστορίες που στοιχειώνουν το παρόν, τις ιδέες που όρισαν το παρελθόν και προδιαγράφουν το μέλλον αυτής της τόσο ευαίσθητης και ταραγμένης ζώνης. Ιστορικά γεγονότα και περιστατικά της καθημερινότητας, βιβλία και στοχαστές, κοιλάδες και βουνά, το χαμόγελο ενός ψαρά και το βλέμμα ενός φίλου, όλα συναρμόζονται και συμπλέκονται, διδάσκοντάς μας να αναγνωρίζουμε τα ίχνη και τα όνειρα των ανθρώπων, να αποδεχόμαστε την ετερότητά τους και να σεβόμαστε τη διαφορά.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/12/2001
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΟΛΟΓΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Αργησε πολύ να μεταφραστεί ο Κλάουντιο Μάγκρις στα ελληνικά. Αργησε όχι μόνο σε σχέση με το πότε κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο του, Il Mito Absburgico nella letteratura austriaca moderna (Ο μύθος των Αψβούργων στη σύγχρονη αυστριακή λογοτεχνία 1963), που αποτελεί το θεμέλιο πάνω στο οποίο στηρίζεται όλη η προβληματική του συγγραφέα· άργησε, κυρίως, γιατί το έργο του Μάγκρις, ένα έργο πάνω στην ταυτότητα, μας αφορά απόλυτα, πολύ περισσότερο που το πεδίο αναζητήσεων του τριεστίνου συγγραφέα, η γεωγραφία του, είναι και δική μας γεωγραφία, η Αδριατική, η Μέση Ευρώπη, τα Βαλκάνια, εκεί όπου οι εμπορευόμενοι Έλληνες άφησαν τη σφραγίδα τους. Με τη βοήθεια του έργου του Μάγκρις μπορούμε να κατανοήσουμε ή καλύτερα να συμπονέσουμε τον κόσμο που μας περιβάλλει, αυτόν που αναδύθηκε μέσα από την κοσμογονία της δεκαετίας του '90, φέρνοντας στο προσκήνιο μικρούς και επί αιώνες συνθλιμμένους λαούς. Σε αυτόν τον κόσμο η ταυτότητα είναι μια ανοιχτή αναζήτηση, που υλοποιείται, όπως δείχνουν όσα συμβαίνουν γύρω μας, με ποικίλες μορφές, ακόμη και με την ένοπλη ρήξη. Τι μπορεί να δείχνει αυτή η αναζήτηση; Ας αρκεστούμε σε ό,τι μας λέει ο Κλάουντιο Μάγκρις: «Η έμμονη υπεράσπιση των καταβολών μπορεί να γίνει συχνά μια οπισθοδρομική δουλεία, το ίδιο όπως σε άλλες περιπτώσεις είναι δουλεία η ένοχη συναίνεση στον ξεριζωμό».
Είμαστε ευτυχείς που το πρώτο έργο του Μάγκρις που μεταφράζεται στα ελληνικά είναι ο «Δούναβης» («Danubio»)· ένα magnus opus, όπου ένα προσωπικό στοχαστικό ταξίδι κατά μήκος των 2.888 χιλιομέτρων του ποταμού, από τις διαφιλονικούμενες πηγές του στη Γερμανία ώς τις εκβολές του στη Μαύρη Θάλασσα, μετατρέπεται σε μια συναρπαστική αφήγηση γύρω από το θέμα των συνόρων και της ταυτότητας. Το σύνορο ή τα σύνορα, το εδώ και το πέρα, το γνωστό και το άγνωστο στη διαλεκτική σχέση τους, αποτελούν τη συνιστώσα του «Δούναβη», αλλά και όλου του έργου του Μάγκρις, είτε του δοκιμιακού είτε του λογοτεχνικού (θεατρικά έργα και μυθιστορήματα). Ο Δούναβης, αυτός ο γερμανο-μαγιαρο-σλαβο-ρωμανο-εβραϊκός ποταμός, που ποτίζει κυριολεκτικά τη Mitteleuropa (είτε ως πραγματική γεωγραφία είτε ως λογοτεχνική) και αποτελεί από μόνος του μιαν οικουμένη, δίνει την ευκαιρία στον Μάγκρις να δημιουργήσει μια αφήγηση-ποταμό, όπου η γεωγραφία, το τοπίο, η γεωπολιτική συναντούν την Ιστορία και συνομιλούν με τις φωνές της συνείδησής της, τον Χάιντεγκερ, τον Σελίν, τον Γκριλπάρτσερ, τον Κάφκα, τον Κανέτι, τον Παναΐτ Ιστράτι (γιο ενός έλληνα λαθρέμπορου) και τόσους άλλους. Υπάρχει καλύτερη μεταφορά από το ποτάμι ως κατ' εξοχήν εικόνα της αναζήτησης πάνω στην ταυτότητα;
Ο «Δούναβης» κυκλοφόρησε το 1986, λίγα χρόνια πριν από την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου και τη θύελλα που σάρωσε τα αυταρχικά καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης. Διαβάζοντάς το σήμερα, εκτός από την αυτονόητη απόλαυση που σου προσφέρει η αφήγηση και το διαρκές παιχνίδι ανάμεσα στο γεωγραφικό και στο διανοητικό ταξίδι, μπορείς να καταλάβεις τις αντιπαλότητες, τις αντιθέσεις, τις συγκρούσεις, τις συμμαχίες ή τις φιλίες που αναδύθηκαν στην ευρύτερη περιοχή μας μετά την κομμουνιστική χειμερία νάρκη. Ο Μάγκρις άρχισε να γράφει τον «Δούναβη» το 1982· και το ταξίδι που, όπως λέει ο ίδιος στο βιβλίο, ήταν «μια αποστολή διάσωσης, η συλλογή στοιχείων πάνω σε κάτι που βρίσκεται σε πορεία εξάλειψης και σε λίγο θα χαθεί, το ύστατο αγκυροβόλημα σε ένα νησί που τα νερά το καταπίνουν», κράτησε τέσσερα χρόνια. Στην πραγματικότητα η επεξεργασία του «Δούναβη» είναι επεξεργασία ζωής και αυτό το μείζον έργο δεν θα μπορούσε να γραφεί αν απουσίαζε η βιωματική σχέση αλλά και οι σπουδές του Μάγκρις, η έρευνά του και οι αναζητήσεις του για το τέλος της αυτοκρατορίας των Αψβούργων, για το τέλος μιας εποχής όπου το όλον κατακερματίζεται, όπου το Finis Austriae γίνεται το σύνθημα για τον κατατεμαχισμό μιας ενότητας υπό τους ήχους των βαλς κατ' εξοχήν μουσική της μελαγχολίας και της οπερέτας κατ' εξοχήν θέαμα συναισθηματικού κυνισμού. Πολλές φορές για την κατανόηση ενός έργου είναι απαραίτητη η γνώση της βιογραφίας. Για την κατανόηση του «Δούναβη», γι' αυτήν την ψυχολογική στάση που υπάρχει πίσω από την αφήγηση, είναι απαραίτητη η γνώση της βιογραφίας του Μάγκρις.
Γεννημένος το 1939 στην Τεργέστη (στο πανεπιστήμιο της οποίας είναι καθηγητής Γερμανικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας) ο Κλάουντιο Μάγκρις ήρθε αντιμέτωπος από πολύ νωρίς με τα «σύνορα», που ήταν η θεμελιώδης εμπειρία της ζωής του. «Στη διάρκεια της νεότητάς μου, το σιδηρούν παραπέτασμα που χώριζε τον κόσμο στα δύο και πίσω από το οποίο άρχιζε ο μυστηριώδης και απειλητικός κόσμος των κομμουνιστικών κρατών, περνούσε πέντε χιλιόμετρα από το σπίτι μου» έχει πει ο Μάγκρις σε μια σχετικά πρόσφατη συνέντευξή του. «Ταυτόχρονα οι εκτάσεις πέρα απ' αυτό το αδιαπέραστο σύνορο ήταν για μένα αρκετά γνωστές γιατί είχα γεννηθεί όταν η Ιστρια ήταν ακόμη ιταλική. Έτσι, πέρα από τα σύνορα υπήρχε ταυτόχρονα το γνωστό και το άγνωστο κι αυτή η σχέση ανάμεσα στο γνωστό και στο άγνωστο σφυρηλάτησε την ταυτότητά μου, κάνοντάς με να συνειδητοποιήσω την πολλαπλότητα των πιθανών ταυτοτήτων. Ίσως γι' αυτό προτιμώ τις ταυτότητες που είναι προϊόν μετοικεσίας». Αυτής της ταυτότητας και αυτής της συνείδησης είναι προϊόν ο «Δούναβης», μνημειώδες βιβλίο προσωπικής και διανοητικής μεταφοράς.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ, ΤΟ ΒΗΜΑ, 09-12-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Θα διακινδύνευα την εκτίμηση πως στο διαρκώς αυξανόμενο όγκο των σκουπιδιών των τελευταίων δεκαετιών, τα οποία φέρουν την παραπλανητική ονομασία «λογοτεχνία», ένα από τα λιγοστά διαμάντια, που τα σκουπίδια δεν παρασύρουν, είναι το βιβλίο Δούναβης του καθηγητή της γερμανικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Τεργέστης, ειδικευμένου στη μακρά περίοδο των Αψβούργων, Κλαούντιο Μάγκρις. Η αξία αυτού του έργου έγγειται στο γεγονός πως συμπυκνώνει μέσα από τα μεγάλα και τα παραλειπόμενα της Ιστορίας, της λογοτεχνίας, των ηθών και των κοινωνικών εξελίξεων και εκφράσεων, τον πολιτισμό που αναπτύχθηκε και διαμόρφωσε εν πολλοίς την Ευρώπη χάρη στην παρουσία του Δούναβη. Για να αποτυπωθούν όλες οι πλευρές της σχέσης του ποταμού με τους χώρους που διασχίζει, με τους λαούς που έδρασαν ένθεν κακείθεν των όχθεών του, με τα αποτελέσματα και τις συνέπειες αυτών των επί αιώνες δράσεων στην ύπαρξη και την επιβίωση εθνών και εθνοτήτων, χρειάζεται να έχει κανείς παιδεία αναγεννησιακού άνδρα και μια αίσθηση οικουμενικότητας για να είναι σε θέση να τιθασεύσει το διαθέσιμο υλικό ώστε να αντλήσει την πεμπτουσία του. Αυτές τις ιδιότητες, ο Κλαούντιο Μάγκρις τις έχει χωρίς εκζήτηση και ως προίκα.
Ο αναγνώστης έχει λοιπόν την εντύπωση πως ακολουθεί τη ροή του ποταμού, πως λικνίζεται επί των υδάτων του, πως όλα συνδέονται με τέτοιο μάλιστα τρόπο ώστε δημιουργείται η εντύπωση πως αν ο Δούναβης δεν υπήρχε, η Ευρώπη ως σύνολο δεν θα υπήρχε. Με άλλα λόγια, πως αν ο Δούναβης δεν υπήρχε, θα έπρεπε να τον εφεύρουμε για να έχει έννοια η γεωγραφική ενότητα από τα Ουράλια ώς τη Μάγχη και από τη Βόρεια Θάλασσα ώς τη Μεσόγειο, που διαμόρφωσε και ανέπτυξε την Ευρώπη.
Έχουμε εξοικειωθεί με την προσέγγιση του Φερνάν Μπροντέλ ώστε να θεωρούμε πως τα αρχεία, η μικροϊστορία, τα χρονικά, τα λογής δημόσια έγγραφα είναι πηγές αστείρευτες της κατανόησης των ιστορικών φαινομένων. Ο Κλαούντιο Μάγκρις, δίχως να επεκτείνεται στην εξάντληση της επιχειρηματολογίας για την παρουσίαση των απόψεών του, έχει το προσόν να εμφανίζει περιορισμένα στοιχεία, τόσο καίρια όμως, ώστε να μην αφήνει περιθώρια για αντιρρήσεις. Στοιχεία που εντυπωσιάζουν, καθώς αναπηδούν με φυσικότητα, συγκεντρώνονται σε παραποτάμους, που όλοι χύνονται στο Δούναβη, σε αυτή την προσωπικότητα, η οποία παραμένει σταθερή επί αιώνες και κυρίαρχη, μια και οι ανθρώπινες προσωπικότητες είναι περαστικές και συνεπώς ευάλωτες. Αυτή η εξουσία του Δούναβη ενισχύεται και από μια υπερφυσική διάσταση αφού, κατά τον Κλαούντιο Μάγκρις, η πηγή του ποταμού δεν είναι συμφωνημένο πού βρίσκεται, χωρίς να αποκλείεται να είναι το απλό ρομπινέτο μιας βρύσης εκεί όπου υποτίθεται πως το νερό του γεννιέται.
Τον αναγεννησιακό χαρακτήρα αυτού του βιβλίου ενισχύει η χειροπιαστή επαφή του συγγραφέα με το αντικείμενό του: ο Κλαούντιο Μάγκρις περπάτησε, με την πραγματική έννοια, κατά μήκος του Δούναβη, έψαυσε όλα για όσα κάνει λόγο, έζησε τον Δούναβη σαν να είχε να κάνει με ανθρώπινο ήρωα. Αυτή η επαφή εξάλλου εμποδίζει να χαρακτηρίσει κανείς το έργο του δοκίμιο, μυθιστορία, εντυπώσεις, ημερολόγιο. Ίσως αυτό το έργο είναι το πετυχημένο δείγμα ενός είδους λόγου που θα ονομάζαμε «ολιστικό», με την έννοια ότι περικλείει τα πάντα και προτείνει το «όλον» του επιστητού και εκφραζόμενου διά των λέξεων.
Πρόκειται, άλλη μια φορά, για αναγεννησιακή συγκρότηση: δεν είναι το είδος που έχει σημασία, αλλά ο λόγος ως στοιχείο επικοινωνίας, συνομιλίας, μάθησης, στοχασμού, στερέωσης της πραγματικότητας. Ο αναγνώστης το κατανοεί μεμιάς: ζώντας όλο και περισσότερο σε μια εικονική πραγματικότητα, νιώθει να επιστρέφει στη φύση (και όχι στο «περιβάλλον»), στη σχέση με το νερό, χωρίς το οποίο η ζωή (πάει να πει το σύνολο της πραγματικότητας) είναι αδιανόητη. Αυτή η αίσθηση είναι έντονη, επειδή ο Κλαούντιο Μάγκρις κατέρχεται το Δούναβη, έτσι που προσφέρει την νεότητα του ποταμού ώς το Ουλμ, απ' όπου καθίσταται πλωτός, την άνδρωσή του μέσα από την άπλα (και την απλοχεριά) ώς τις Σιδηρές Πύλες, την εκβολή του, πλατιά, πλούσια και ήρεμη, όμοια με διαθήκη και κληρονομιά, στη Μαύρη Θάλασσα. Σε αυτό το μήκος, η Ιστορία πείθει πως κυλάει με ορμή, το τοπίο πείθει πως είναι γέννημα του ποταμού, οι άνθρωποι πείθουν πως τσαλαβουτούν, χαριεντίζονται, υποφέρουν, υφίστανται τις συνέπειες της τόλμης, του παραλογισμού, της βλακείας τους ενώπιον του νερού! Επιβεβαιώνεται έτσι η θεωρία του βυζαντινολόγου (και νυν υπουργού Πολιτισμού της Ρουμανίας) Ρεζβάν Τεοντορέσκου πως η δουνάβια περιοχή αποτελεί «διάδρομο πολιτισμού», πάει να πει διαρκές πέρασμα εμπλουτιζόμενο αδιάκοπα από τις συμβολές των επώνυμων και ανώνυμων, μικρών και μεγάλων ιχνών της επίμονης συνέχειας των ανθρώπινων πράξεων.
Για να αποδώσει αυτή την πολλαπλότητα, ο Κλαούντιο Μάγκρις έχει αφεθεί σε ένα ύφος που ποιητικίζει, σε ένα λεξιλόγιο που φιλοσοφεί, σε μια παράθεση δεδομένων που χρωματίζει, σε μια νωχέλεια που υπνωτίζει, σε μια αφήγηση που τελειωμό δεν έχει. Είναι προφανές πως όλα αυτά επαυξάνουν την αξία του βιβλίου, καθιστώντας ταυτόχρονα τη μετάφρασή του μια δύσκολη και επικίνδυνη εργασία. Ο μεταφραστής της ελληνικής έκδοσης είναι βέβαιο πως κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια. Προφανώς όμως χωρίς βοηθήματα, χωρίς ίσως επαρκή συγχρωτισμό με το αντικείμενο. Έτσι, το ποιητικίζον ύφος, στην αρχή του βιβλίου τουλάχιστον, επιβαρύνεται από αδιαφανείς νεολογισμούς (για παράδειγμα οι λέξεις «διερώτηση» και «αναρώτηση» δεν υπάρχουν στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής), η απόδοση όρων παραδίδεται στα ελληνικά, αλλά με την αντίστοιχη ιταλική λέξη σε παρένθεση χωρίς να υπάρχει προφανής λόγος, τα ονόματα προσώπων εμφανίζονται λανθασμένα (κόμης Κάρογλυ και όχι Καρόλυι, Εουτζέν Μποτέζ και όχι Έουγκεν Μποτέζ), τα ονόματα τόπων δεν αντιστοιχούν στα ισχύοντα (Βανάτο και όχι Μπανάτο, Τούλτσα και όχι Τούλτσεα, Σουλίνα και όχι Σουλίμα). Εκτός αυτών, ο αναγνώστης θα διευκολυνόταν αν υπήρχαν επεξηγηματικες σημειώσεις ώστε να εξασφαλίζεται η κατανόηση σημαδιακών γεγονότων (για παράδειγμα, τι ήταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή του Δούναβη;). Τέλος, η ελληνική έκδοση θα σεβόταν την αναγνώστη αν, όπως η γαλλική έκδοση, αφιέρωνε μια σελίδα στο χάρτη της περιοχής για την οποία γίνεται λόγος σε κάθε ενότητα του βιβλίου. Το όλο «τοπίο» θα εμφανιζόταν οικείο.
Αυτές οι παρατηρήσεις δεν αναιρούν σε τίποτα την αξία της μετάφρασης. Αν ήταν περισσότερο φροντισμένη, η ανάγνωση θα ήταν απολαυστικότερη και θα ήταν αυταπόδεικτο πως ο εκδότης έχει αναγνωρίσει τη βαρύτητα του έργου που περιλαμβάνει πια στον κατάλογό του. Έτσι, θα είχε ζητήσει από τον κύριο Νίκο Μπακουνάκη που έχει επιμεληθεί ένα σύντομο πρόλογο, να τονίσει τη σημασία του έργου και όχι να γράψει ένα δημοσιογραφικό κατεβατό, που ο αναγνώστης δεν θα χάσει αν δεν διαβάσει, αλλά προχωρήσει αμέσως στο κείμενο του Κλαούντιο Μάγκρις.
Φ.Δ. ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 01/02/2002
Κριτικές
21/07/2010, 19:40