Στην ακτή ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
67%
Περιγραφή
Ιούλιος του 1962. Ο Έντουαρντ και η Φλόρενς, δύο αθώοι νεαροί νιόπαντροι, φτάνουν στο ξενοδοχείο τους στην ακτή του Ντόρσετ. Καθώς δειπνούν στα δωμάτιά τους παλεύουν να καταπνίξουν τους κρυφούς τους φόβους για τη γαμήλια νύχτα που έρχεται…
Το Στην ακτή είναι ένα ακόμη αριστούργημα από τον Ίαν ΜακΓιούαν – μια ιστορία για το πώς μπορούν ολόκληρες ζωές να μεταμορφωθούν από μία χειρονομία που δεν έγινε ή μια λέξη που δεν ειπώθηκε ποτέ.
«Μετά την Εξιλέωση και το Σάββατο, που θεωρήθηκαν τα «μεγάλα» σύγχρονα βρετανικά μυθιστορήματα (μαζί με τα πρώτα του Μάρτιν Έιμις και του Γκρέιαμ Σουίφτ), ο Ίαν ΜακΓιούαν υπογράφει ένα σύντομο, αλλά όχι λιγότερο «μεγάλο» αφήγημα, που θυμίζει τις καλύτερες σελίδες της Ήντιθ Γουόρτον».
Daily Telegraph
«Ένα μυθιστόρημα που δε διέψευσε τις προσδοκίες: ο ΜακΓιούαν γράφει πάντα με μια τόσο ήρεμη χάρη, που μοιάζει σχεδόν αβάσταχτη».
Metro
«O MακΓιούαν (μαζί με τον Τζιμ Κρέις, συγγραφέα του "Καραντίνα") είναι ένας από τους καλύτερους σύγχρονους στιλίστες: η πρόζα τους κινείται αργά αλλά αριστοτεχνικά, με βάθος και ακρίβεια και ξαφνικά, απροειδοποίητα, γίνεται αιχμηρή και ανατρεπτική...»
London Review of Books
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Κριτική:
Ίαν ΜακΓιούαν: σεξ, αποτυχία και παρεξήγηση, στο μικροσκόπιο
Το χάδι της ήταν μοιραίο
ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΝΑ ΑΓΑΠΑΣ ΚΑΠΟΙΟΝ ΠΟΥ ΦΟΒΑΣΑΙ ΝΑ ΑΓΓΙΞΕΙΣ; Ή ΝΑ ΣΕ ΑΓΓΙΞΕΙ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΑ;
ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙΣ ΤΟΣΗ ΑΙΔΗΜΟΣΥΝΗ; ΠΟΣΟ ΜΕΤΡΑΕΙ ΤΟ ΝΑ ΧΑΝΕΙΣ
ΚΑΠΟΙΟΝ ΓΙ΄ ΑΥΤΟ; ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΦΙΑΣΚΟ ΜΙΑΣ ΠΡΩΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ΓΑΜΟΥ, Ο ΙΑΝ
ΜΑΚ ΓΙΟΥΑΝ ΓΡΑΦΕΙ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ!
Εξέχον μέλος μιας λαμπρής βρετανικής γενιάς με ταλαντούχους συγγραφείς όπως ο Σαλμάν Ρούσντι, ο Μάρτιν Έιμις ή ο Τζούλιαν Μπαρνς, ο 59χρονος σήμερα Ίαν ΜακΓιούαν είχε ανέκαθεν αδυναμία στους Αμερικανούς μάστορες όπως ο Μπέλοου, ο Απντάικ ή ο Ροθ, για τους οποίους ο ανθρώπινος χαρακτήρας είναι δείκτης της κοινωνίας στην οποία αναφέρεται. Το καινούργιο του βιβλίο, είναι η δική του εκδοχή προς αυτήν την κατεύθυνση.
Οι δύο ήρωές του νέοι, καλλιεργημένοι και παρθένοι στις αρχές της δεκαετίας του ΄60, είναι ερωτευμένοι μεταξύ τους, αλλά δεν ξέρουν πώς να το πουν ο ένας στον άλλο. Ένα μείγμα φόβου και αξιοπρέπειας μετατρέπει αυτό που θα μπορούσε να είναι μια απλή υποχώρηση του καθενός τους, σε κάτι πολύ πιο σοβαρό. Κι έτσι από τη μια στιγμή στην άλλη, τα πράγματα στραβώνουν αμετάκλητα.
Ο Έντουαρντ και η Φλόρενς ζουν στο τέλος μιας εποχής, όπου το να είσαι νέος και ανύπαντρος βιώνεται περισσότερο σαν βάρος παρά σαν ελευθερία. Βρίσκονται σε ένα παραθαλάσσιο ξενοδοχείο κοντά στο Ντόρσετ, έχουν τελειώσει το γαμήλιο γεύμα τους και περιμένουν με νευρικότητα την επόμενη πράξη. Εκεί παρεισφρέει ο παντεπόπτης συγγραφέας και τους βάζει στο μικροσκόπιο. Τι σκέφτονται; Πώς έφτασαν ώς εκεί; Τι τους συνέβη στο κρεβάτι; Τι συζήτησαν μετά, στην ακτή;
Εκείνη, επίδοξη βιολονίστρια, με μάνα διανοούμενη και πατέρα επιχειρηματία, βλέπει το σεξ σαν τίμημα της αγάπης, και βιώνει έναν μυστικό διχασμό ανάμεσα στην αποστροφή και στη χαρά. Εκείνος, νεόκοπος ιστορικός με αγροτικές καταβολές, πατέρα δάσκαλο και μάνα «με εγκεφαλική βλάβη», δεν μπορεί να φανταστεί την αντίφαση στην οποία είναι παγιδευμένη. Όμως, η επιφυλακτικότητά της εξυπηρετεί τη δική του έλλειψη αυτοπεποίθησης, μέχρι που η ανυπομονησία του για έκσταση τον παρασύρει.
Ο ΜακΓιούαν περιγράφει λεπτομερώς τις δειλές κινήσεις τους, το φερμουάρ που σκαλώνει, την πρωτόγνωρη σωματική αίσθηση από εκείνη την τρίχα που το χέρι του ερεθίζει στον μηρό της, τη δυσφορία που της προκαλεί η επιθετική γλώσσα του όταν τη φιλάει, την άβολη στάση του όταν την ξαπλώνει... Κι ανεβάζει ολοένα τους βαθμούς του σασπένς, παρεμβάλλοντας τις σκέψεις που τους περνάνε σαν φλασιές από το μυαλό αυτή την ώρα της αμηχανίας, την ανάμνηση ενός καβγά στον οποίο είχε μπλέξει για να υπερασπιστεί έναν φίλο του που δεν του το αναγνώρισε ποτέ, τα βήματα αγάπης που έκαναν για να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσά τους... Ώσπου εκείνη, σε μια προσπάθεια να διατηρήσει τα προσχήματα και να μην τον απογοητεύσει, προχωρά στο μοιραίο χάδι. Η επόμενη φάση είναι σπαρακτική: τα γεγονότα τον προλαβαίνουν, εκείνη αηδιάζει, ουρλιάζει, εκείνος αισθάνεται ταπεινωμένος, εκείνη ξέρει ότι έχει φερθεί απαίσια και το σκάει από το δωμάτιο, εκείνος νιώθει αδικημένος.
Η τελευταία πράξη θα παιχτεί στην ακτή, αλλά οι ρόλοι θα έχουν πια αντιστραφεί. Ο μάστορας Μακ Γιούαν κεντάει περιγράφοντας το αδιέξοδο στο οποίο άθελά τους γλιστρούν, τις μεταπτώσεις και τις παρεκκλίσεις των συναισθημάτων της, την εκτροπή της κουβέντας τους, τα λόγια που λένε χωρίς να τα εννοούν, τα λάθη τακτικής που κάνουν. Αυτοί οι πολιτισμένοι, αγαπημένοι, ανοιχτόμυαλοι, φερέλπιδες νέοι...
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΟΥΣΤΑ ΤΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ
Το μυθιστόρημα για τον Ίαν ΜακΓιούαν είναι «μια εξερεύνηση της ανθρώπινης φύσης», την οποία φωτίζει μέσα από μια διαρκή εναλλαγή θεμάτων και ύφους. Έτσι το Στην ακτή λ.χ.
δεν μοιάζει καθόλου με το Άμστερνταμ που του χάρισε το βραβείο Μπούκερ το 1998, ούτε με την εξαίρετη Εξιλέωση του 2001 ή με το Σάββατο του 2006 (Νεφέλη) που έγραψε στον απόηχο της 11/9, ούτε βέβαια με τα μακάβρια πορτρέτα που ήταν το φόρτε του ώς τα μέσα του ΄80. Είναι μια ιστορία δωματίου, σε ύφος νατουραλιστικό, που αναζητά το νόημα στη λεπτομέρεια και πάλλεται από μια βουβή ένταση. Είναι λιγότερο ρομαντικό από άλλα του βιβλία και παίζει πολύ περισσότερο, με το υποδόριο σασπένς. Σε μια εποχή που ο φόβος για τον σαρκικό έρωτα είναι λογοτεχνικά ντεμοντέ, ο ΜακΓιούαν τον φέρνει στο κέντρο του προβληματισμού του, καλώντας τον αναγνώστη να σκαλίσει κάτω από την κρούστα της σεξουαλικής απελευθέρωσης- και κατ΄ επέκταση, κάθε «απελευθέρωσης». Για να μας δείξει πώς μια στιγμή, με τις τραγικά διαφορετικές ερμηνείες της- ερμηνείες προσωπικές αλλά κοινωνικά προκαθορισμένες- μπορεί να αλλάξει την πορεία μιας ζωής.
Μικέλα Χαρτουλάρη, Τα Νέα, 29/6/2007
Κριτική:
Η πρώτη νύχτα μιας ζωής στο σκοτάδι
Η ανατομία ενός σφάλματος
Ο αδέξιος χειρισμός μιας κρίσης, μια στιγμιαία αψυχολόγητη απόφαση, η βιαστική οπισθοχώρηση μπροστά σε καταστάσεις που απαιτούν υπομονή και δεξιότητα, αλλά και οι συνέπειες κάποιων φαινομενικά τυχαίων γεγονότων είναι τα θέματα του μικρού σε όγκου, ωστόσο, μεγάλου σε ένταση και πυκνότητα μυθιστορήματος του Αγγλου συγγραφέα. Ο ΜακΓιούαν σε όλα του τα έργα δεν παραλείπει να μας υπενθυμίζει πως οι άνθρωποι δεν είναι μόνο θύματα του εαυτού τους αλλά και της εποχής τους, τοποθετώντας την πλοκή σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο που επηρεάζει και κατευθύνει τις επιλογές των χαρακτήρων του. Η χρονική στιγμή φαίνεται να παίζει ιδιαίτερο ρόλο στο τελευταίο του μυθιστόρημα, καθώς, είναι σχεδόν σίγουρο, πως αν οι ίδιοι άνθρωποι που παρουσιάζει ζούσαν μερικά χρόνια αργότερα, ίσως να μην είχαν συγκρουστεί, ίσως να έβρισκαν άλλους τρόπους να λύσουν τις διαφορές τους και μπορεί, επίσης, αυτή η ίδια σύγκρουση να είχε δημιουργική παρά καταστροφική έκβαση.
Η ιστορία εκτυλίσσεται το 1962, λίγο μετά την απαγόρευση και τη δίκη της Λαίδης Τσάτερλι του Ντ. Χ. Λόρενς και λίγο πριν από τη σαρωτική εμφάνιση των Μπιτλς με την επακόλουθη σεξουαλική επανάσταση και την απελευθέρωση της λίμπιντο. Στις αρχές του '60 η σεξουαλική σχέση ενός ζευγαριού άρχιζε επισήμως μετά την εκκλησία, γεγονός που δημιουργούσε αδημονία στους νεαρούς και άγχος και νευρικότητα στις κοπέλες, καθώς η πρώτη νύχτα του γάμου περιείχε και ένα είδος συναλλαγής, την παράδοση της αγνότητας της γυναίκας στον άντρα μετά την αποχώρησή τους από την εκκλησία. Πολλά θέματα, όπως η αντρική ανατομία, η διαδικασία και η τεχνική της συνουσίας, ήταν ταμπού και πολλές νεόνυμφες κατέφευγαν σε εγχειρίδια για να ενημερωθούν και να αντεπεξέλθουν.
Ο Εντουαρντ και η Φλόρενς είναι είκοσι δύο χρόνων, μορφωμένοι και παρθένοι την πρώτη νύχτα του γάμου τους, στο Τσέτσιλ Μπιτς όπου και πήγαν για τον μήνα του μέλιτος και ζουν στην εποχή, όπου η όποια «συζήτηση για σεξουαλικές δυσκολίες ήταν απλώς αδύνατη». Στην εναρκτήρια σκηνή παρουσιάζονται σε ένα τελετουργικό ταμπλό βιβάν μια εισαγωγή αυτού που πρόκειται να ακολουθήσει: Το ζευγάρι τρώει στο δωμάτιό τους με τις μπαλκονόπορτες μισάνοιχτες, αντικρίζοντας την απέραντη έκταση της βοτσαλωτής παραλίας, υπό το αδιάκριτο βλέμμα των σερβιτόρων που πηγαινοέρχονται στη γαμήλια σουίτα. Το εμβληματικό σκηνικό της παραλίας πάνω στην οποία απλώνεται αραιή ομίχλη, η αδιάκοπη επέλαση και υπαναχώρηση της θάλασσας που προκαλούσε «απαλές βροντές και άξαφνους συριγμούς πάνω σα βότσαλα» προμηνύουν κάτι το δυσοίωνο: την απώλεια μιας βεβαιότητας που απολαμβάνουν αυτή τη στιγμή και που δεν πρόκειται να ανακτηθεί ξανά στη ζωή τους.
Εχουν κι οι δυο τους πολλά όνειρα για το κοινό τους μέλλον που μόλις αρχίζει, είναι ήδη στενοί φίλοι μεταξύ τους, ερωτευμένοι, αυτός άρχισε να δουλεύει για την εταιρεία του πατέρα της Φλόρενς της οποίας η μουσική καριέρα ως βιολίστρια προβάλλει ευοίωνη. Ομως, την εποχή εκείνη το να είσαι νέος ήταν ένα «κοινωνικό φορτίο, ένα σημάδι ασχετοσύνης, μια αμυδρά ενοχλητική κατάσταση για την οποία ο γάμος ήταν η αρχή της ίασης» και από την πρώτη τους νύχτα η κοπέλα συμπεριφέρεται στον αγαπημένο της αμφιθυμικά, όπως η θάλασσα: πότε προελαύνει και πότε οπισθοχωρεί. Για να αρχίσει η κοινή τους ζωή θα πρέπει να κάνει έρωτα μαζί του και είναι αποφασισμένη να εκτελέσει τα καθήκοντά της, αν και μέσα της κυριαρχεί μια βαθιά άρνηση γι' αυτή την ακατανόητη πράξη η οποία στα εγχειρίδια περιγράφεται ως εισβολή, ως «διείσδυση», μια λέξη που της φέρνει στον νου πόνο και την «εικόνα σάρκας ανοιγμένης από μαχαίρι».
Αυτοί οι δύο άνθρωποι έχουν διαφορετικές προσδοκίες για την πρώτη τους νύχτα, προσδοκίες που αποκαλύπτονται μέσα από την αντιπαράθεσή τους καθώς ο ΜακΓιούαν περνάει από τη σκέψη του Εντουαρντ στη σκέψη της Φλόρενς: Ενώ εκείνος υποφέρει από τον εκνευρισμό της πρώτης νύχτας, εκείνη βιώνει έναν βαθύ τρόμο για το σεξ στα σπλάχνα της, μια ανεξέλεγκτη αηδία τόσο χειροπιαστή όσο η θαλασσινή ναυτία. Θα ήθελε να διατηρήσει την αγνότητά της, θα προτιμούσε να μην την αγγίξει κανένας, ακόμη και ο άντρας που αγαπάει, ενώ η γλώσσα του εγχειριδίου της δημιουργεί αμηχανία, τη στιγμή που εκείνος ονειρεύεται την αδιάκοπη ηδονή που θα έχουν όλο τον χρόνο να απολαύσουν τώρα που φορέσανε επισήμως τη βέρα.
Η βραδιά θα εξελιχτεί σε έναν αγώνα επέλασης και οπισθοχώρησης. Το αίτημα του νεαρού έχει ήδη εκδηλωθεί διστακτικά σε διάφορα στάδια της σχέσης τους, αλλά έχει αποκρουστεί με αποφασιστικότητα καθώς το όργανό του και οι απαιτήσεις του της προκαλούσαν αηδία. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται για να περιγραφεί η αμήχανη αυτή κατάσταση είναι σύμφωνη με τις εκφράσεις της εποχής και βιώνεται ως αναπηρία που δεν επιδέχεται θεραπεία. Η γυναίκα πάσχει από «ψυχρότητα» και ο άντρας από αδεξιότητα και υπερβολική παρόρμηση, ενώ ο ΜακΓιούαν κατορθώνει με επιδέξιο χειρισμό να παρουσιάσει τον ψυχισμό των ηρώων του, τις προσδοκίες τους και την αποτυχία τους μέσα σε τρεις συνεχόμενες στιγμές τις οποίες απομονώνει και επενδύει με νόημα και βαρύτητα.
Το «Στην Ακτή» είναι κτισμένο γύρω από αυτές τις τρεις σημαίνουσες στιγμές: το δείπνο, το βιαστικό και αδέξιο ψαχούλεμα της γυναικείας σάρκας με στόχο την «ολοκλήρωση» του γάμου και η τελική τους συνάντηση στην παραλία, όπου ειπώθηκαν πράγματα αμετάκλητα τα οποία ανέτρεψαν τα σχέδιά τους και τους ανάγκασαν να στραφούν σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Ανάμεσα σε αυτές τις τρεις στιγμές-στάδια παρεμβάλλονται δύο περιεκτικότατα κεφάλαια όπου περιγράφονται η οικογενειακή τους κατάσταση, η διαφορετική ταξική τους προέλευση, οι προσωπικές τους μυθολογίες και στόχοι, η τυχαία και αναπόφευκτη συνάντησή τους. Αναφέρεται, επίσης, επί μακρόν, στην παιδική ηλικία του Εντουαρντ σε ένα αγρόκτημα με τον δάσκαλο πατέρα του και τη μητέρα του η οποία έπασχε από «εγκεφαλική βλάβη», αλλά και στην ασφυξία της Φλόρενς στο μεγάλο της σπίτι με τον επιχειρηματία πατέρα της και τη διανοούμενη μητέρα της.
Ο ΜακΓιούαν αποκαλύπτει τις αυταπάτες και τις εκλογικεύσεις στις οποίες ενδίδουν όλοι οι άνθρωποι σε στιγμές συναισθηματικής αβεβαιότητας, τις απρόβλεπτες μεταστροφές των συναισθημάτων τους, περιγράφοντας με ανατριχιαστική διεισδυτικότητα την εύθραυστη φύση των ανθρώπινων σχέσεων. Επιπλέον, παρά την εστίαση του βιβλίου στην προσωπική σφαίρα των δύο πρωταγωνιστών, μας δίδεται και η ατμόσφαιρα της εποχής μέσα από τον απόηχο του ραδιοφώνου που ακούγεται από τον κάτω όροφο καθ' όλη σχεδόν τη διάρκεια του δείπνου· ο Ψυχρός Πόλεμος, η βόμβα υδρογόνου, η εξωτερική πολιτική της Βρετανίας, καθώς και η φωνή του πρωθυπουργού Χάρολντ Μακμίλαν που γειώνει αυτή την καθημερινή ιστορία ανθρώπινων σχέσεων στην πραγματικότητα. Με ύφος κοφτό και απέριττο, το θέμα του εκτυλίσσεται αργά αλλά υποβλητικά, με εμφανείς αναφορές στον Λόρενς και στον Φόστερ, περνώντας από τη συνείδηση του ενός στη σκέψη του άλλου, με πολλές αναδρομές στο παρελθόν και με ένα τελικό άλμα στο μέλλον, σαράντα χρόνια αργότερα, όπου και παρουσιάζεται το αποτέλεσμα της παρεξήγησης, ανατέμνοντας εκείνη την απόφαση που πάρθηκε εν θερμώ.
Ο Εντουαρντ στον τελικό του απολογισμό λέει πως η ιστορία της ζωής του θα μπορούσε να ειπωθεί σε ένα λεπτό και να απλωθεί σε μισή σελίδα, ενώ αν είχε μείνει με τη Φλόρενς που με την πειθαρχία της εξελίχτηκε σε πρώτη βιολίστρια, μπορεί κι εκείνος να ξεδίπλωνε τις δυνατότητές του, αν δεν παρέμενε αδρανής και διέθετε υπομονή, μπορεί η ιστορία του να καταλάμβανε περισσότερες σελίδες και να μην ήταν ένας απλός κομπάρσος στη ζωή του.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 03/08/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις