Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους

302533
Συγγραφέας: ΜακΚάρθυ, Κόρμακ
Εκδόσεις: Καστανιώτης
Σελίδες:273
Μεταφραστής:ΚΟΡΤΩ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/2008
ISBN:9789600346268


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή

Ένας τριαντάρης τυχοδιώκτης βρίσκει στο δρόμο του μια βαλίτσα με χρήματα, αιματηρό προϊόν του εμπορίου ηρωίνης που σφύζει στα μεξικανικά σύνορα. Αποφασίζει, κλέβοντας τα χρήματα αυτά, να εγκαταλείψει την παλιά ζωή του. Στο κατόπι του ένας δολοφόνος-αίνιγμα, η απόλυτη ενσάρκωση του παραλόγου και του κακού, αλλά κι ένας συρφετός από σκοτεινά πρόσωπα, έμποροι, σερίφηδες, πληρωμένοι ανθρωποκυνηγοί. Το κυνηγητό που θα ακολουθήσει θα αποκαλύψει μια κοινωνία που έχει υποταχθεί στην απόλυτη βία, μια κοινωνία όπου το καλό δεν μπορεί εύκολα να αντιπαρατεθεί στο κακό, μια κοινωνία όπου το αίμα αποτελεί τη μόνη διαχρονική αξία.

Μια συγκλονιστική κατάδυση στο σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής από τον βραβευμένο με το Πούλιτζερ, καθώς και με το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας των ΗΠΑ, Κόρμακ ΜακΚάρθυ, τον αναμφισβήτητο τεχνίτη του πιο σπαραχτικού μονολόγου της αμερικανικής ερημίας.


Κριτική:


Μελλοθάνατοι είναι όλοι


Δύο κόσμοι αντίθετοι συγκρούοναι στο υπαρξιακό θρίλερ του ΜακΚάρθυ


Στα ελληνικά κυκλοφόρησε για πρώτη φορά μυθιστόρημα του Κόρμακ ΜακΚάρθυ το 2000, με τον τίτλο «Ολα τα όμορφα άλογα» και ακολούθησαν –όλα από τις εκδόσεις Καστανιώτη– «Το πέρασμα» (2003) και «Ο δρόμος» (2007, βραβείο Πούλιτζερ), που πρόκειται να γίνει ταινία με πρωταγωνίστρια τη Σαρλίζ Θέρον, ένα βιβλίο το οποίο έβγαλε από την απομόνωσή του τον συγγραφέα και τον έκανε ευρέως γνωστό ελέω του τηλεοπτικού σόου της δημοφιλούς Οπρα Γουίνφρεϊ. Και μόλις πρόσφατα εκδόθηκε το υπαρξιακό θρίλερ «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους» (στα αγγλικά το 2005), το οποίο μεταφέρθηκε από τους αδερφούς Κοέν στον κινηματογράφο, κερδίζοντας το Οσκαρ καλύτερης ταινίας (η προβολή της στην Ελλάδα αρχίζει την ερχόμενη Πέμπτη, 6 Μαρτίου).


Ο Κόρμακ ΜακΚάρθυ γεννήθηκε το 1933 στο Ρόουντ Αϊλαντ και μεγάλωσε στο Νόξβιλ του Τενεσί σε περιβάλλον όπου επικρατούσαν οι αρχές του ρωμαιοκαθολικισμού. Αγαπημένο του βιβλίο είναι το έργο του Χέρμαν Μέλβιλ «Μόμπι Ντικ», ενώ δηλώνει ότι αδιαφορεί παντελώς για συγγραφείς σαν τον Χένρι Τζέιμς. Κατανοητό για τον ΜακΚάρθυ, ο οποίος επέλεξε να ζει στα άκρα, περιθωριακά, μέσα σε στερήσεις, σε σχεδόν άθλιες συνθήκες στον αγαπημένο του Νότο, περίπου όπως ζουν και οι ήρωές του. Μόλις τελευταία, όμως, μετά την επιτυχία των βιβλίων του, η ζωή του μπήκε σε κανονικούς ρυθμούς.


Αργησε η επιτυχία


Τα πρώτα του διηγήματα δημοσιεύτηκαν το 1957, ενώ το πρώτο του μυθιστόρημα «Ο επιστάτης του οπωρώνα» κυκλοφόρησε το 1965. Μολονότι οι κριτικές γι’ αυτό το έργο του όπως και για τα επόμενα ήταν πολύ καλές, η ζήτησή τους υπήρξε πάντα περιορισμένη έως την έκδοση του «Δρόμου» και την εμφάνιση του συγγραφέα στην τηλεόραση. Από τη στιγμή αυτή αλλάζουν πολλά στην καθημερινότητά του. Οι πωλήσεις των βιβλίων του εκτοξεύθηκαν στα ύψη και το ενδιαφέρον των αναγνωστών για τον ίδιο μεγάλωσε. Στα μυθιστορήματά του πρωταγωνιστούν τα έρημα τοπία των νοτίων πολιτειών, οι ήρωές του τα βάζουν με το πεπρωμένο τους, με τα στοιχεία της Φύσης, φτάνουν στα όρια των αντοχών τους, προκαλούν τους εκπροσώπους του νόμου.


Στο «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους», ένας νέος άντρας, στην έρημο του Τέξας, στα σύνορα των ΗΠΑ με το Μεξικό όπου βρίσκουν καταφύγιο οι παράνομοι, βρίσκει τυχαία μια βαλίτσα με μεγάλο χρηματικό ποσόν, προϊόν συναλλαγής εμπόρων ηρωίνης. Βγήκε να κυνηγήσει και έπεσε σε εγκαταλελειμμένα αυτοκίνητα που έκρυβαν τα κουφάρια των εμπόρων ναρκωτικών καθώς και το εμπόρευμά τους. Το λάθος του να επιστρέψει στον τόπο του «εγκλήματος» θα τον φέρει αντιμέτωπο με τους κακοποιούς, οι οποίοι θα μάθουν την ταυτότητά του και θα τον μετατρέψουν από κυνηγό σε θήραμα. Παρ’ όλες τις αντίξοες συνθήκες, αυτός θα επιμένει να ξεγλιστρά, να σκαρφίζεται τρόπους για να επιβιώσει. Ωστόσο ο παράλογος, ιδιοφυής δολοφόνος βρίσκεται παντού και ρυθμίζει τα πάντα. Από τα χέρια και την οργή του δεν θα ξεφύγει κανείς. Το σατανικό του μυαλό τα προβλέπει όλα εκτός από το απρόοπτο, που θα δώσει και την οριστική λύση.


Τυχαία γεγονότα


Μ’ ένα τυχαίο γεγονός ανοίγει η υπόθεση, μ’ ένα τυχαίο κλείνει. Στο ενδιάμεσο της ιστορίας παρακολουθούμε τους αργούς ρυθμούς του έντιμου και συναισθηματικού εκπροσώπου του νόμου, ο οποίος βρίσκεται κοντά στη συνταξιοδότησή του, ανήμπορος να προλάβει ή να σταματήσει το κακό. Ο αντίπαλός του ήδη μεταφέρεται πολύ μακριά, όταν αυτός μόνο να ακολουθήσει μπορεί, γιατί ούτε οι μέθοδοί του είναι προχωρημένες ούτε διαθέτει φαντασία, καθώς πρόκειται για έναν επαρχιώτη αστυνομικό, ο οποίος επιδιώκει να επιβάλει τον νόμο και την ησυχία στην περιοχή του, αλλά και να απολαύσει τη ζεστασιά στο σπίτι του, δίπλα στην αγαπημένη του σύζυγο.


Δύο κόσμοι εκ διαμέτρου αντίθετοι παρουσιάζονται με ιδιαίτερη μαεστρία από τον συγγραφέα. Και τα μέλη των δύο προσπαθούν να αποκτήσουν την ευδαιμονία, αλλά τα μέσα τα οποία χρησιμοποιούν είναι τόσο διαφορετικά. Οι μεν προκαλούν τον θάνατο, ζουν στο όριο, στο χείλος του γκρεμού, ο άλλος κρατά σημειώσεις, κερδίζει τον χρόνο με την ημερολογιακή γραφή, επιθυμεί να ασχοληθεί με τα άλογά του, με πράγματα απλά, καθημερινά.


Αλλά και το γράψιμο του ΜακΚάρθυ είναι τόσο λιτό ακόμα κι όταν μιλάει για σκληρά πράγματα, για ανθρώπους που δεν είναι της διπλανής πόρτας: «Εμεινε καθιστός να κοιτάζει κι έπειτα κατέβασε το διαχωριστικό κι έμεινε ακίνητος με σκυφτό το κεφάλι. Ολη του η ζωή μπροστά του, ανάμεσα στα πόδια του. Η κάθε μέρα από το πρωί ώς το βράδυ μέχρι να πεθάνει. Κι όλη η ζωή αυτή είκοσι κιλά χαρτί σε μια βαλίτσα…». Ο λόγος κοφτός, συμπυκνωμένος, μεταφέρει τον παράδοξο συναισθηματικό κόσμο ορισμένων χαρακτήρων, το σκότος της «ψυχής», την απόγνωση. Οι ήρωες γνωρίζουν ότι ζουν στην κόψη του ξυραφιού, αλλά παρ’ όλ’ αυτά ο κίνδυνος τους διεγείρει, δίνει νόημα στην κενή ζωή τους. Η διαταραχή και η σχιζοφρένεια γεννούν τον ολέθριο παραλογισμό, που κανείς δεν γνωρίζει πότε και πώς θα σταματήσει.


Το «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους» είναι ένα δυνατό βιβλίο, το οποίο αφήνει για πολύ καιρό τα ίχνη του στον αναγνώστη.

Χρύσα Σπυροπούλου, Καθημερινή, 2/3/2008











ΚΡΙΤΙΚΗ



«Κάποια στιγμή κουράζεσαι [...]. Ολη την ώρα να κυνηγάς αυτό που σου 'χουν κλέψει και δυο βήματα παρακεί το κακό να συνεχίζεται... Υστερα από λίγο απλώς προσπαθείς να σταματήσεις το αίμα». Το αίμα πασχίζει ματαίως να σταματήσει και ο Σερίφης Μπελ, κεντρικό πρόσωπο του πρόσφατου μυθιστορήματος του Κόρμακ ΜακΚάρθι. Το αίμα που αφήνει πίσω της η ακατάσχετη και ολότελα παράλογη βία, αλλά και το αίμα που κυλάει από πληγές εσωτερικές, ανεπούλωτες και ενίοτε ιδιόχειρες. Ο Μπελ γερνάει σε μια Αμερική την οποία αδυνατεί να κατανοήσει, όπως επίσης να υπερασπίσει, νιώθοντας εγκλωβισμένος σε έναν τόπο που «μπορεί να σε σκοτώσει για την πλάκα του» και επιχειρώντας να ανακαλύψει το δικό του πρόσωπο μέσα σε έναν κόσμο κυριαρχούμενο από το Κακό. Η επίμονη αναζήτηση από τον Σερίφη των ευθυνών του καθώς και το ζύγισμα της ανημποριάς του δεν απηχούν παρά τις ανησυχίες μιας μειοψηφίας, όπως φαίνεται να υπαινίσσεται ο συγγραφέας. Τα περισσότερα πρόσωπα του μυθιστορήματος, αντιπροσωπευτικά οπωσδήποτε των σημερινών κατοίκων της Δύσης, εμφανίζονται ναρκωμένα από την απάθεια, παραλυμένα από την αφασία. Η συναισθηματική τους αποχαύνωση συμπαρέσυρε ακόμα και την ανακλαστική ικανότητα του σαστίσματος απέναντι στον φονικό παραλογισμό. Ο ΜακΚάρθι χαρτογραφεί με υπόκωφη ένταση την εκτεταμένη επιβολή της βίας, της οποίας θύμα, όπως άλλωστε και αυτουργός, μπορεί να γίνει ο καθένας από μας. Υπό αυτό το πρίσμα ο συνταρακτικός μονόλογος του Μπελ που διατρέχει την αφήγηση, ακούγεται σαν επικήδειος για έναν εκτροχιασμένο, παράφρονα τόπο.



Εωσφορική φιγούρα



Η τυφλή επιθετικότητα που δεν πυροδοτείται από συγκεκριμένα αίτια και της οποίας ο στόχος είναι άμορφος και απροσδιόριστος, σαρκώνεται στην εωσφορική φιγούρα του Αντον Σίγκαρ. Αυτό το αλλόκοσμο πλάσμα που σπέρνει τον θάνατο θαρρείς και λογοδοτεί σε αδιανόητους κανόνες δικαίου, μετατοπίζει το αιώνιο ερώτημα για την ύπαρξη του Θεού στη διερώτηση για την ύπαρξη του Σατανά. Ωστόσο, ο ΜακΚάρθι προβαίνει σε μια πολύ πιο σκοτεινή διαπίστωση, επιμένοντας στην ανθρώπινη φύση του Σίγκαρ, συστήνοντάς τον σαν έναν «κανονικό άνθρωπο», γνώρισμα που τον καθιστά ακόμα πιο τρομακτικό. Αν εμφορούνταν από μια υπερκόσμια δύναμη ενδεχομένως να φάνταζε πιο καθησυχαστικός. Η ύπαρξή του, ωστόσο, γέννημα του αισθητού κόσμου, συνιστά αδιάσειστη απόδειξη ότι οι επικρατούσες συνθήκες είναι πρόσφορες για την υποδοχή του απόλυτου, απροσμάχητου Κακού. Σε δύο σκηνές του βιβλίου ο Σίγκαρ, λίγο πριν σκοτώσει τα θύματά του, συνομιλεί μαζί τους με ανατριχιαστική προσήνεια, προβάλλοντας σαν ιερέας που τους επισκέπτεται για την τελευταία μετάληψη. Αξιοπαρατήρητο είναι πως μέσα από τη διεστραμμένη λογική που διέπει τη συλλογιστική του, διαφαίνεται η απαρέγκλιτη συμμόρφωσή του με έναν κώδικα δεοντολογίας, δικής του επίνοιας προφανώς. Και αυτή ακριβώς η νοσηρή αυτοπειθαρχία του μαρτυρά μια συνέπεια λόγων και πράξεων, ανήκουστη για τα θύματά του. Οταν απευθύνεται σ' ένα από αυτά φαίνεται ξεκάθαρα πως ο ίδιος έχει πλήρη επίγνωση της ακριβούς θέσης του στον κόσμο. «Οι περισσότεροι δεν πιστεύουν ότι υπάρχει τέτοιος άνθρωπος στον κόσμο. Φαντάζεσαι τι πρόβλημα τους δημιουργεί η ύπαρξή του. Πώς να υπερισχύσεις ενάντια σε κάτι που δεν πιστεύεις καν πως υπάρχει;» Παρομοίως κυνική η επισήμανση που απευθύνει σε άλλο θύμα περί του φυλλορροήματος της εθελοτυφλίας απέναντι στην προοπτική του θανάτου: «Νομίζεις ότι δεν θα κλείσεις τα μάτια σου. Αλλά θα τα κλείσεις».

Ο Μπελ προσπαθεί να διαχειριστεί την εσωτερική του αστάθεια, αποτέλεσμα της απώλειας της πίστης του, ιδιαίτερα επικίνδυνη σε έναν κλυδωνιζόμενο κόσμο. Αν στο παρόν αντικρίζει μια όλως διόλου δυσεξήγητη εικόνα απέναντι στην οποία δεν διαθέτει την παραμικρή άμυνα, κοιτάζοντας πίσω σκοντάφτει σε δικά του, ασύγγνωστα λάθη που όλη η ζωή του δεν αρκεί για να τα επανορθώσει. Η αποτυχία του να προστατεύσει τον Μος, έναν τριαντάρη που κυνηγώντας αντιλόπες βρίσκει τυχαία έναν χαρτοφύλακα με δύο εκατομμύρια δολάρια για να μπλεχτεί έκτοτε σε ένα κυνηγητό που υπερβαίνει κατά πολύ τις θηρευτικές του ικανότητες, του υποδεικνύει το χρέος της παραίτησης. Ο Μπελ οδεύοντας προς το τέλος της ζωής του αντιλαμβάνεται πως έχει εξαντλήσει κάθε δυνατότητα σωτηρίας. Εξοχη η πύκνωση του ψυχογραφήματος του Σερίφη σε δύο σκηνές. Στη μία η ρευστή, μεταβαλλόμενη αντανάκλαση του προσώπου του στο φλιτζάνι του καφέ υποδήλωνε «τα πράγματα που χάνουν το σχήμα τους», ενώ αλλού αναφέρεται πως στεκόταν σαν να είχε μόλις θάψει κάποιον ή κάτι.



Αργόσυρτη γραφή



Το κλίμα του μυθιστορήματος, βαρύ και ληθαργικό, σχηματοποιείται εξ ολοκλήρου από τη γλώσσα (με την οποία συντονίζεται επιδέξια ο Αύγουστος Κορτώ), που υποβάλλει σε έναν εξαντλητικά αργόσυρτο αναγνωστικό ρυθμό με την επιτηδευμένη κατάχρηση της συμπλεκτικής σύνδεσης. Η γραφή μοιάζει να καταγράφει εξονυχιστικά όσο και βαριεστημένα την αλληλοδιαδοχή ανούσιων κινήσεων. Γραφή παγερή, υποτονική και βραδύκαυστη, άρρηκτα συναρτημένη με την αναπαράσταση ενός υπνωτισμένου, δυσκίνητου κόσμου για τον οποίο μόνον η μυρωδιά του αίματος είναι διεγερτική.

Αξιοσημείωτο είναι πως οι ρόλοι του απόλυτου θύματος και του απόλυτου θύτη, διανεμημένοι στον Μος και στον Σίγκαρ, αντιστοίχως, δεν αποκλίνουν τόσο μεταξύ τους. Δεν είναι τυχαίο πως οι δύο ήρωες συχνά μιμούνται ασύνειδα ο ένας τον άλλον. Οταν κάποτε τραυματίζονται υποχρεώνονται να αναλάβουν οι ίδιοι την περίθαλψή τους, ενώ για να προφυλάξουν τα τραύματά τους αγοράζουν ρούχα από περαστικούς. Ενδεικτικά της κτηνώδους φύσης του Σίγκαρ, αφενός, το ιδιότυπο φονικό του όπλο (ένα αεροπίστολο για την αναισθητοποίηση των βοοειδών πριν από τη σφαγή) και αφετέρου, η περιποίηση των πληγών του με κτηνιατρικά είδη. Η μόνη ανώτερη εξουσία που αναγνωρίζει αυτή η ζωώδης ενσάρκωση της βίας είναι αυτή της τύχης. Γι' αυτό προσφέρει σε δύο υποψήφια πτώματα την ευκαιρία να παίξουν κορόνα-γράμματα τη θανατική τους καταδίκη. Δυσοίωνο το διδακτικό μήνυμα του παιχνιδιού. Αν είναι ανέφικτο να επηρεάσεις ένα κέρμα, εξίσου παράλογη είναι η αυταπάτη πως μπορείς να λοξοδρομήσεις από την πορεία της ζωής σου. Ολα τα πρόσωπα του μυθιστορήματος συγκλίνουν στην πνιγηρή αίσθηση της παγίδευσης. Ο Σίγκαρ δεν προσωποποιεί παρά την παγίδα που τα ίδια συνήργησαν ανεπίγνωστα στη δημιουργία της. Εν ολίγοις, το Κακό έχει το δικό τους πρόσωπο.

Ο Κόρμακ ΜακΚάρθι σε αυτό το υπέροχο και ενίοτε εξουθενωτικό (εξαιτίας της επιτήδειας υποτονικότητας) μυθιστόρημα σκιαγραφεί υπό λοξή γωνία, με φόντο το Τέξας της δεκαετίας του '80, τη σημερινή τοπιογραφία της Αμερικής, παγιδευμένης σε μια ανέκκλητη, αυτοκαταστροφική τροχιά. Αν ο Μπελ αισθάνεται ενδόμυχα άπατρις, είναι επειδή κατανοεί πως η πλέον εκφοβιστική έκφανση της ανεστιότητας είναι να ανήκεις σε μια πατρίδα που σου επιτίθεται ποικιλοτρόπως με απερίγραπτη αγριότητα. Η δυστοπία βρίσκεται εκεί απ' όπου δεν μπορείς να φύγεις.

«Φαντάσου ότι ήσουνα κάπου αλλά δεν ήξερες πού. Το μόνο που θα 'τανε σίγουρο είναι ότι δεν θα 'ξερες πού βρισκόταν το αλλού. Πόσο μακριά. Αλλά δεν θ' άλλαζε τίποτε για το πού είσαι τώρα».



ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/03/2008

Κριτικές

Ένα αξιόλογο μυθιστόρημα γραμμένο από έναν εξαιρετικό συγγραφέα. Η ιστορία δεν έχει ιδιαιτερότητες, η πλοκή δεν είναι τόσο συγκλονιστική, οι διάλογοι είναι απλοϊκοί και όμως ο συγγραφέας καταφέρνει να φτιάξει μια άκρως ενδιαφέρουσα ιστορία με πολύ δυνατούς χαρακτήρες. Αυτό, κατά την άποψή μου, είναι το στοιχείο που κάνει τον Μακ Κάρθυ τόσο σπουδαίο συγγραφέα: ότι δηλαδή χωρίς φανφάρες και περιττά λόγια, χωρίς περιγραφές τόσο λεπτομερείς σε σημείο κουραστικό, καταφέρνει να φτιάξει σφιχτοδεμένες ιστορίες, γεμάτες έντονα συναισθήματα, και να σκιαγραφήσει άριστα τους ήρωες και αντιήρωές του, ξεγυμνώνοντάς τους στα μάτιο του αναγνώστη. Πάραυτα, θεωρώ ότι «Ο Δρόμος» είναι το κορυφαίο του βιβλίο. 4 αστεράκια, λοιπόν…
Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!