Η νεκροφόρα με τις ρίγες

Έκπτωση
40%
Τιμή Εκδότη: 15.99
9.59
Τιμή Πρωτοπορίας
Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €6.40
+
295083
Συγγραφέας: Μακντόναλντ, Ρος
Εκδόσεις: Αλεξάνδρεια
Σελίδες:364
Μεταφραστής:ΛΕΚΚΑ ΒΙΚΤΩΡΙΑ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/06/2007
ISBN:9789602213841
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Τυπικά ο Λιου Άρτσερ προσλαμβάνεται από τον πλούσιο συνταγματάρχη Μπλάκγουελ για να εμποδίσει το γάμο της κόρης του. Πρέπει να αποδείξει ότι ο μυστηριώδης ρομαντικός ζωγράφος που την έχει ξετρελάνει δεν είναι αυτός που δείχνει. Ωστόσο, διερευνώντας το παρελθόν του νεαρού ο Άρτσερ δεν ξεθάβει απλώς παραπτώματα αλλά μια σειρά πτώματα, από την Καλιφόρνια μέχρι το Μεξικό και από τους υψηλούς κύκλους του Λος Άντζελες μέχρι τους τυχοδιώκτες τζογαδόρους στη λίμνη Τάχο. Κι έπειτα είναι αυτή η νεκροφόρα με τις ρίγες της ζέβρας και με τους ωραίους ηλιοκαμένους σέρφερ, που η πορεία της διασταυρώνεται ξανά μ' εκείνη του υποψήφιου γαμπρού -και του ιδιωτικού ντετέκτιβ- σε μια γρήγορη, δυναμική πλοκή με αποκορύφωμα έναν τριπλό φόνο και μια πολύ πειστική αποκάλυψη. Μόνο που τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται...

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου







ΚΡΙΤΙΚΗ



Νομίζω ότι το μότο φωτίζει κάπως την προσωπικότητα του ντετέκτιβ Λιου Αρτσερ, μόνιμου ήρωα σε μια σειρά έργων του κλασικού πια Αμερικανού συγγραφέα «σκληρών» (hard boiled) μυθιστορημάτων Ρος Μακντόναλντ (1915-1983), κατά κόσμον Κένεθ Μίλαρ. Υπαινίσσομαι τα χαρακτηρολογικά στοιχεία που μας προσφέρει η φράση, σχετικά με το προφίλ του αστυνομικού «λαγωνικού»: ενός ακόμα «ιδιωτικού οφθαλμού» (private eye) πιο συγκεκριμένα, ο οποίος συχνότατα σε αυτή την (παρα)φιλολογία έχει ανοιχτό διάλογο με την ηθική.

Αφού δολίως, να το πούμε κι έτσι, οι γεννήτορές του τον αναγκάζουν να δοκιμαστεί, κάποτε οριακά, μέσα σε έναν απίστευτα διαβρωμένο κόσμο. Εντός του συγκεκριμένου παγιδευτικού, λοιπόν, πλαισίου οι ήρωες-ντετέκτιβ των διαφόρων σπουδαίων φωνών της αστυνομικής λογοτεχνίας (π.χ. του Ντάσιελ Χάμετ ή, πολύ περισσότερο, του σύγχρονού μας Τζέιμς Ελρόι) δίνουν εξετάσεις εσωτερικής καθαρότητας και επιτυγχάνουν με απώλειες...

Ο Λιου Αρτσερ ακολουθεί τα ίχνη του Φίλιπ Μάρλοου, ήρωα του Ρέιμοντ Τσάντλερ, ενός «ιππότη της ηθικής», του οποίου μόνον το όνομα σπιλώνει κάπως τον χαρακτήρα του, καθώς θυμίζει τον τυχοδιωκτικό ελισαβετιανό, σύγχρονο του Σέξπιρ, βάρδο, ενώ κατά τα λοιπά μάς παραπέμπει σε ιδαλγούς ευγενείς, κυνηγούς άπιαστων ιδανικών, προϊόντων του παρελθόντος, της μεσαιωνικής παράδοσης: αυτά όλα για να τονίσουμε την προσωπικότητά του κάπως εμφαντικά, όπως το ήθελε εξάλλου και ο Αμερικανός δημιουργός του, ο Τσάντλερ, γέννημα-θρέμμα της Νέας Αγγλίας και λάτρης της παλιάς βρετανικής κουλτούρας.

Ο Λιου Αρτσερ δείχνει να μιμείται, λοιπόν, το πρότυπο Μάρλοου (μέχρι ποιου σημείου είναι ένα ζητούμενο, γιατί εδώ παίζεται και ένα παιχνίδι υπονόμευσης του μοντέλου αυτού): είναι ο αδιάφθορος κυνηγός παρανόμων, ο πρώην θεσμικός αστυνομικός, ο εντελώς μοναχικός, αθεράπευτος από ένα παλιό ερωτικό τραύμα (την προδοσία της γυναίκας του), που σχεδόν μονομανιακά καθηλώνεται στη διαλεύκανση των μυστηριωδών υποθέσεων των πελατών του. Φιλοτεχνημένος στα τέλη της δεκαετίας του '50, δεν ήταν δυνατόν, βέβαια, λόγω συνθηκών, να προκύψει ακραίος, όπως συμβαίνει κάποτε στην ποιητική του Ελρόι ή άλλων νεότερων και σε κάποιο βαθμό ωμών συγγραφέων του είδους. Ούτε διαθέσιμος να εμπλακεί σε εκείνο το σκοτεινό σκηνικό των ιστοριών του Χάμετ, που ήθελε τον ιδιωτικό αστυνομικό παρατηρητή αλλά και, εν πολλοίς, συμμέτοχο μιας ευρύτερης παθογένειας. Αυτός, αντιθέτως, αφιερώνει το τετράγωνο, κινητικό του πνεύμα και την άκαμπτη (;) ηθική του στην υπεράσπιση ενός Υπερεγώ, ενός Νόμου, που τον καλύπτει ψυχικά γιατί, αν θέλετε, τον αναγκάζει να απωθήσει τις αιτίες της προσκόλλησής του στις συγκεκριμένες αξίες.

«Συντηρητικός» μπορεί να είναι κι εκείνος που νιώθει αδύναμος να ξεφύγει από το πλαίσιο της μη ανοχής, εάν δεχθούμε έναν ορισμό της ελευθερίας σχετικό με το φλερτ αυτής της έννοιας με την ανοχή. Ούτε λόγος, όμως, για τη ρητή κατάθεση μιας τέτοιας προσέγγισης του ζητήματος από τον Μακντόναλντ, ο οποίος μόνον ακροθιγώς εξετάζει το πρόβλημα. Κι εμείς μέσα από μια διασταλτική ερμηνεία της σημειολογίας άμεσων και συνεκδοχικών καταστάσεων σχετικών με το ήθος του ήρωά του, έχουμε τη δυνατότητα ψυχολογικής μελέτης του. Πρέπει, δηλαδή, να εξάγουμε συμπεράσματα γι' αυτόν τον τελευταίο περίπου αυθαίρετα, με διακινδύνευση, αφού ο Αρτσερ αναδεικνύεται ως φιγούρα μέσα από το κάτοπτρο των άλλων. Διότι, σε ένα πρώτο επίπεδο γνωριμίας μαζί του, μας συστήνεται μέσω της μεθόδου που χρησιμοποιεί για την εύρεση της αλήθειας: κι αυτή είναι η μαιευτική, μία τακτική στηριγμένη στον διάλογο.

Η «Νεκροφόρα» είναι ένα κείμενο που βασίζεται, κατά κάποιον τρόπο, και εξωτερικά οπωσδήποτε, στην πλατωνική μέθοδο... Με τη διαφορά, βέβαια, ότι ο Αρτσερ, που αναζητεί τον ένοχο, εκκινεί από το μηδέν και δεν υποκρίνεται σωκρατικά ότι αγνοεί τα πάντα εξαρχής (τα του εαυτού του πρωτίστως και κυρίως). Ωστόσο η στρατηγική του για επίτευξη του στόχου διαθέτει στοιχεία ενός λογοκρατούμενου ατόμου, το οποίο προσπαθεί συνεχώς να παγιδεύσει τον συνομιλητή του, να τον υποχρεώσει βαθμιαία σε κατίσχυση ενώπιον των δικών του επιχειρημάτων.

Οπως έγινε, φαντάζομαι, αντιληπτό, το «μαύρο» μυθιστόρημα του Μακντόναλντ προτείνει μια πλησμονή διαλόγων, οι οποίοι υπερτερούν των άλλων αφηγηματικών δεδομένων. Είναι ένα ατού, πάντως, αν θέλετε χωρίς θεατρικό πρόσημο, γιατί εν προκειμένω το έργο, πέρα από τη ζωντανή του, άμεση γλώσσα, συνοδεύεται από τους ανοιχτούς χώρους της αστυνομικής έρευνας και της γνωστής συνοπτικής, περιγραφικής δεινότητας του δημιουργού του. Πρόκειται για ένα πολυπρισματικό, από πλευράς εναλλαγών δράσης και «καταλογισμού», μυθιστόρημα.

Ο Μακντόναλντ ξέροντας να εκμεταλλευτεί όλα τα αφηγηματικά στερεότυπα του είδους χωρίς συμπλέγματα, μπαίνει στο γνωστό παιχνίδι της εξιστόρησης μιας ακόμα περιπέτειας του Αρτσερ εντός μιας μίνι κόλασης, όπου αθώοι και ένοχοι διασταυρώνονται και μεθίστανται: ο ντετέκτιβ προσλαμβάνεται στο Λος Αντζελες από έναν γνωστό απόστρατο συνταγματάρχη, κύριο μεγάλης περιουσίας, για να διερευνήσει το ύποπτο παρελθόν ενός αδέκαρου, πλην ωραίου ζωγράφου, ο οποίος έχει ξελογιάσει τη μάλλον δύσμορφη κόρη τού ισχυρού άντρα και θέλει να φύγει μαζί της.

Ο Αρτσερ εισέρχεται, όπως όλοι οι ομοειδείς ήρωες, σε έναν λαβύρινθο με μακρινή, ίσως απρόσιτη έξοδο, την απόσταση της οποίας εντούτοις μειώνει όσο προχωρεί η έρευνά του. Ο ήρωάς μας από την πρώτη στιγμή δείχνει μεγάλη αυτοπεποίθηση, αλλά οι απροσδόκητες τροπές της υπόθεσης την υπονομεύουν. Ως ένα σημείο όμως η ήρεμη κυριαρχία στα αντανακλαστικά του και πάνω στους άλλους κάνουν τη διαφορά. Εδώ μάλλον βρίσκεται και η αχίλλειος πτέρνα του Μακντόναλντ, που θέλει μεν να προτείνει έστω μέσα από ελάχιστους υπαινιγμούς έναν πρωταγωνιστή εσωτερικά τρωτό (όσον αφορά το συναισθηματικό του ιστορικό), με εξωτερικά χαρακτηριστικά αρραγή, αλλά δεν το κατορθώνει, νομίζω: ο Αρτσερ παραμένει υπεραξιωμένος από την αρχή. Οσον αφορά σε όσα προελέχθησαν σχετικά με το -εικαζόμενο- στοίχημα του δημιουργού του να τον «εκθέτει» μέσα από τη συγκεκριμένη σκιαγράφηση, ο αναγνώστης έχει τον τελευταίο λόγο να κρίνει εάν τα συμφραζόμενα και η εμπλοκή του Αρτσερ με έναν κόσμο το ίδιο επιφανειακά θωρακισμένο με τον ίδιο, τον απογυμνώνει, ίσως και περισσότερο, με τον τρόπο του...

Εν πάση περιπτώσει, εκείνο που βαραίνει υφολογικά και δραματικά είναι οι ανατροπές: οι εναλλαγές του εσωτερικού τοπίου οι οποίες οδηγούν σε μεταπτώσεις αισθημάτων και διαθέσεων κάτω από αυτό το αδυσώπητο «ποιος το έκανε;», μόνιμο αστερισμό της mainstream αστυνομικής λογοτεχνίας. Μόνο που εδώ δεν έχουμε να κάνουμε απλώς μ' ένα παιχνίδι ενοχής και αθωότητας, σε επίπεδο σπαζοκεφαλιάς α λα Αγκαθα Κρίστι (γιατί κι αυτό υπάρχει στο εργαστήριο του Μακντόναλντ...), αλλά με μια βαθύτερη δοκιμασία μας καθ' υπόδειξιν του συγγραφέα: όλα είναι δυνατά εντός μιας κοινωνίας και ανθρωπογεωγραφίας πολλαπλών προσωπείων...

Η Βικτωρία Λέκκα απέδωσε ικανοποιητικά αυτό το κείμενο που συνεχώς ακροβατεί πάνω στους υποψιασμένους διαλόγους. Μικροπταίσματα κάποιες ακυριολεξίες, όπως αυτή στη σελ. 133: «Είμαι τύπος που του αρέσει πολύ να αυτομαστιγώνεται. Αλλά φαντάζομαι ότι είναι καλύτερο απ' το να σ' το κάνουν οι άλλοι..». Τι να σου κάνουν, δηλαδή, οι άλλοι, αναρωτιέσαι, να σε ...αυτομαστιγώνουν;



ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 31/08/2007

Κριτικές

Τυπικό αστυνομικό μυθιστόρημα με συμβατική πλοκή, επίπεδη ανάπτυξη, δίχως εντάσεις και κορυφώσεις... Σε μεγάλο μέρος του βαρετό.
Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!