0
Your Καλαθι
Το τέλος του ταξιδιού
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Ο Πιέρ στάθηκε κι ανάσανε βαθιά, ήταν σαν γιγάντια αναπνοή αυτός ο ήχος, των κυμάτων και του ανέμου. Ανασαίνοντας, ήταν σαν να 'κλεινε αυτήν τη γιγάντια αναπνοή μέσα του, κι ύστερα τα πλευρά του ήταν τα βράχια που επάνω τους έσκαζαν τα κύματα, κι ο άνεμος δεν φυσούσε μονάχα γύρω του, αλλά και μέσα του. Ο Πιερ είχε σταθεί όπως στέκεται ο δύτης ανεβαίνοντας προς την επιφάνεια, κι όταν ξεκίνησε ξανά, μια καινούργια ισορροπία υπήρχε ανάμεσα στο νησί και τον άνθρωπο, ανάμεσα στις ανεμόδαρτες γυμνές βουνοπλαγιές και τις θαλασσοδαρμένες ακτές, και σ' ό,τι σήμαινε αυτή η λέξη, άνθρωπος.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Συμβαίνει καμιά φορά. Ενας συγγραφέας, έναν χρόνο μόλις μετά την κυκλοφορία βιβλίου του, να επανέρχεται με ένα πεζογράφημα σαφώς πιο ελκυστικό από το αμέσως προηγούμενο. Μια εκτενέστερη νουβέλα από τις δύο που συγκατοικούσαν στη «Μαγική εκδρομή», προσδιοριζόμενη ως μυθιστόρημα, η πρόσφατη κατάθεση του Μιχάλη Μακρόπουλου. Μετακινήσεις ανάμεσα σε δύο αλληλοαναιρούμενες πραγματικότητες, παραισθήσεις και οράματα, ονειρική ατμόσφαιρα και εξονυχιστικές κατοπτεύσεις εσωτερικών και εξωτερικών τοπίων, αναδρομές σ' ένα παράξενο, εφιαλτικό παρελθόν σε παραλληλία με ρεαλιστικές απεικονίσεις του παρόντος, συνθέτουν το ιδιότυπο ταξίδι τού ήρωα, ένα ταξίδι που τερματίζεται με την άφιξή του σε ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί. Ποιο είναι όμως αυτό το ταξίδι που τελειώνει όταν ένα άλλο -πιο συμβατικό- μόλις αρχίζει; Γιατί ο ξένος τόπος δημιουργεί στον ήρωα την εντύπωση της επιστροφής σ' ένα σπίτι; Από ποια αρρώστια αναρρώνει; Και γιατί σε ένα βιβλίο που κυριαρχείται από τις αισθήσεις, η όραση έχει τόσο περιθωριακό, καταφανώς υποβαθμισμένο ρόλο; Μπορεί ο ήρωας -όπως και όλοι, εδώ που τα λέμε- να ζει με ερωτήσεις αναπάντητες, τουλάχιστον όμως στα ερωτήματα που σπείρει στην αφήγησή του ο Μακρόπουλος ενυπάρχουν οι απαντήσεις τους, απαντήσεις ολοένα πιο προφανείς με την εκτύλιξη του μύθου. Το μυστήριο, η σύγχυση, η παλινδρόμηση της αφήγησης ανάμεσα στη ζοφερότητα της φαντασίας και τα υπνωτιστικά μοτίβα του ελληνικού καλοκαιριού, εμπλέκουν τον αναγνώστη σ' έναν καλοδουλεμένο γρίφο που με την αποκρυπτογράφησή του εξισώνεται με μια εκτεταμένη, ευρηματική μεταφορά για την πιο κοινή και την πλέον δυσβάσταχτη συνθήκη, τον ψυχικό πόνο.
Επικοινωνία πέρα από τις λέξεις
Ο Πιέρ είναι γλύπτης από τη Λιόν και πιστεύει στην «ποίηση της μεταφυσικής χωρίς την ίδια τη μεταφυσική». Αρχές Ιουνίου επισκέπτεται ένα ελληνικό νησί, όπου ανακαλύπτει εκ νέου την ποίηση τόσο στις καθημερινές του περιηγήσεις όσο και στην επαφή του με τους ντόπιους ή άλλους παραθεριστές. Αφήνεται να μαγευτεί από τις φροντίδες της τυφλής μεσόκοπης γυναίκας η οποία του νοικιάζει το δωμάτιο, από την αγριότητα και τη ζεστασιά του τοπίου, από τους ανεξάντλητους κώδικες επικοινωνίας που παροπλίζουν την τουριστική πανάκεια των αγγλικών. Ο Πιέρ ψαύει τα βότσαλα στην παραλία για να συλλάβει και να απομνημονεύσει το σχήμα τους, θαυμάζει τον ρικνό κορμό μιας ηλικιωμένης ελιάς, ο βηματισμός του συντονίζεται αβίαστα, σαν χορογραφημένος, με τον ήχο του ανέμου και της θάλασσας, νιώθει, εν ολίγοις, ότι η γεωγραφία τού νησιού τον απορροφά, τον δέχεται. Ανάλογη μέθεξη με τις δονήσεις της πόλης βίωνε ο άστεγος στις «Ιστορίες για μικροσκοπικά και γιγαντιαία πλάσματα» (2000), αλλά εκεί σηματοδοτούσε τη συντριβή, την ήττα του σώματος από το χώρο. Αντιθέτως, εδώ το σώμα, απελευθερωμένο από την επιπολαιότητα της όρασης, μετέχει σε μια μεστή ανταλλαγή με το περιβάλλον. Ο Πιέρ με συγκίνηση εντοπίζει συγγενικούς δεσμούς με την τυφλή γυναίκα στον τρόπο που προσλαμβάνουν τον τόπο, πέρα από την εικόνα των ματιών, πέρα από τους περιορισμούς του λόγου, στον τρόπο με τον οποίο επιστρατεύουν τη φαντασία για να δαμάσουν ένα κενό, μια απώλεια ή μιαν αναπηρία. Κυρίως όμως συγκινείται από το εικαζόμενο βάθος αυτού του τυφλού βλέμματος, ικανού να καταβυθίζεται και να επινοεί την ομορφιά. Ο Πιέρ ζήλεψε την πληρότητα του νοητού κόσμου της γυναίκας, όπως αργότερα ζήλεψε την ξυλογλυπτική μαεστρία ενός επίσης τυφλού καλόγερου. Ομως ό,τι διεγείρει συγκινησιακά τον μοναχικό παραθεριστή φαίνεται να αντιστοιχεί σε κάτι απωθημένο, κάτι εξαιρετικά αλγεινό, άμεσα συναρτημένο με τη γυναίκα της παραλίας. Από όλα τα τοπία του νησιού ο Πιέρ καθηλώνεται μπροστά στη φευγαλέα μορφή μιας γυναίκας, στοιχειώνεται από το σκιασμένο, απαραβίαστο βλέμμα της. Η αναζήτησή της αποδεικνύεται ματαιοπονία, όπως ισχύει για τις χίμαιρες ή τον ανεπίστρεπτα περασμένο χρόνο.
Η σημαντικότερη και επαχθέστερη αποσκευή του Πιέρ είναι τα απομεινάρια του προηγούμενου ταξιδιού του. Ενα ταξίδι στο Διάστημα, το οποίο βίωσε σε κατάσταση σχεδόν ληθαργική, στις παρυφές της ανυπαρξίας, έγκλειστος σ' ένα αεροστεγές σκάφος όπου το μόνο στοιχείο που υπενθύμιζε τις βιολογικές ανάγκες ήταν η τακτική τροφοδοσία. Το σώμα του εκτελούσε μηχανικά τις στοιχειώδεις λειτουργίες, κουρδισμένο στους σκοπούς μιας απροσδιόριστης αποστολής. Μια αρρώστια ευεργετική θα αλλάξει τις συνθήκες στο «περιβάλλον μήτρας» και ο Πιέρ με οδύνη θα ξαναγεννηθεί, θα απεγκλωβιστεί από το σκάφος για να μπει στο κρισιμότερο στάδιο του ταξιδιού, το τέλος του. Στο νησί ο Πιέρ δεν έχει απόλυτη συνείδηση αυτής της δύσκολης εμπειρίας. Ο Πάουλ, ένας Γερμανός βιολόγος, με την εγκαρδιότητά του θα ενθαρρύνει εκμυστηρεύσεις που θα ελαφρύνουν το φορτίο του Πιέρ.
Το μακρύ ταξίδι της επιστροφής
Το μοτίβο του ταξιδιού και οι άπειρες συνδηλώσεις του έχουν πολυχρησιμοποιηθεί στη λογοτεχνία, ενώ τροφοδότησαν και τις συλλήψεις στο προηγούμενο βιβλίο του Μακρόπουλου. Εδώ το ταξίδι δεν λειτουργεί μετωνυμικά σαν διαδικασία αυτογνωσίας, φυγής προς τα μέσα, υπαρξιακής διευθέτησης ή συναισθηματικής ωρίμανσης. Αποδίδεται σαν μια προχωρημένη καταρράκωση, ψυχική και σωματική, μια εκφύλιση του σώματος σε καθαρή ύλη που αναγνωρίζει αποκλειστικά οτιδήποτε υλικό, όπως η τροφή ή οι επιφάνειες που την περιβάλλουν, και παράλληλα μια νοητική κατάρρευση που ακυρώνει όλα τα αισθητήρια. Συνεπώς το πέρας αυτής της κωματώδους υπαρκτικής συνθήκης μόνο ως ανάταση μπορεί να προσληφθεί. Υπό αυτό το πρίσμα, προορισμός του ταξιδιού είναι το τέλος του και η άφιξη του ήρωα στο νησί εξομοιώνεται με γυρισμό στο μόνο αληθινό σπίτι, άλλοτε φυλακή κι άλλοτε καταφύγιο, τον εαυτό. Ο Μακρόπουλος, μάστορας στη μικροσκοπική παρατήρηση, αποτυπώνει απαράμιλλα την περίοδο απομονωτισμού του πρωταγωνιστή, τα χαρακτηριστικά της, τις αδιόρατες μεταλλαγές τους και τις λεπτομέρειες που τις προοιωνίζονται. Οι παραισθήσεις, οι αυταπάτες και η αυθυποβολή, από όργανα πλοήγησης μετεξελίσσονται σε αρρώστια που ζωογονεί το σώμα, επιστρέφοντάς του τη γεύση, την αίσθηση της θερμοκρασίας, τον πόνο και τον τρόμο. Ευφυές το εύρημα με τη σκόνη που σωρεύεται αιφνιδίως στον ασφαλισμένο χώρο και κατόπιν υποδεικνύει την εισβολή του χρόνου και επαγωγικά την αρχή της ανάνηψης, την επαναλειτουργία τής μνήμης. Παρενθετικά ας θυμηθούμε στο σημείο αυτό τα σκονισμένα δωμάτια στις εξίσου αποπνικτικές νουβέλες της «Μαγικής εκδρομής».
Αξιοπρόσεκτη είναι η μέριμνα του Μακρόπουλου για κάθε δευτερεύον στοιχείο που θα του χρησιμεύσει άλλοτε για να υφάνει την παραδοξότητα της ιστορίας του κι άλλοτε για να τη διαρρήξει, όπως τα ερμητικά ντουλάπια στο σκάφος και το εκφοβιστικό τους περιεχόμενο. Εν ολίγοις, κάθε μυθοπλαστικό θρύμμα έρχεται να συμπληρώσει, να αποκωδικοποιήσει, να νοηματοδοτήσει ένα άλλο, προϋπάρχον στην αφήγηση. Παραδείγματος χάριν, η διαφορετική εθνικότητα του ήρωα πόρρω απέχει από κοσμοπολιτικό ψιμύθιο. Είναι ξένος με κάθε δυνητική έννοια. Αποξενωμένος από τον εαυτό του, από το παρελθόν του, από τις πράξεις του και προφανώς ξένος ως τουρίστας. Η μυθοπλαστική χρησιμότητα της γλυπτικής, παραπάνω από εύληπτη. Προσεκτικά ζυγισμένη η ισότιμη συνύπαρξη της λογικής με το παράλογο και ο αμφίδρομος εμπλουτισμός τους, σταθερή επίτευξη στα πεζά του Μακρόπουλου. Οπως λεπτοδουλεμένη είναι και η διακριτική συνομιλία τών -φαινομενικά ασύνδετων- κεφαλαίων που περιγράφουν τις καλοκαιρινές διακοπές και όσων ανατρέχουν στο μυστηριώδες ταξίδι. Τα σημεία σύγκλισης μεταξύ των δύο περιόδων, της παρελθοντικής και της τωρινής, οδηγούν σταδιακά στην αποσαφήνιση των επιμέρους αινιγμάτων. Βραδύκαυστη η ιστορία, ξετυλίγεται με τη διστακτικότητα και το φόβο μιας επώδυνης αναγνώρισης, της αδυναμίας αποδοχής του τετελεσμένου. Διόλου τυχαίος ο ενεστώτας στην τελευταία λέξη του βιβλίου.
Ωστόσο ως εμβληματικό στοιχείο της αφήγησης προβάλλει η αίσθηση της αφής. Η προσήλωση του συγγραφέα στην πρόταξη της ιδιαίτερης σημασίας της για τη μυθοπλασία, τον παρασύρει ενίοτε στην αδέξια καθοδήγηση του αναγνώστη καθώς και σε πιο επουσιώδεις αστοχίες. Λειτουργική, για παράδειγμα, η παρουσία της τυφλής γυναίκας, αλλά πλεοναστική εκείνη του τυφλού καλόγερου. Επίσης, στην πολύ προσεγμένη έκφραση, ξενίζουν ατοπήματα όπως η κατάχρηση του ρήματος «ψηλαφίζω» (σε μία παράγραφο μάλιστα συνυπάρχει με τον πιο εύηχο μάλλον τύπο «ψηλαφώ»), του επιθέτου «ορυκτή», μεταφορικά χρωματισμένου, ενώ ο «παντογράφος των δακτύλων» υπονομεύεται με την επανάληψή του. Οι επανεμφανίσεις της αέρινης γυναικείας φιγούρας μέσα σε ένα απαράλλακτο λεκτικό σχήμα από ένα σημείο χάνουν την έντασή τους και καταντούν γραφικές, σαν τις γαλλικές καλημέρες του ήρωα.
Αναμφίβολα μικρές ατέλειες δεν τραυματίζουν την υποβλητικότητα και τη γοητεία του κειμένου, τουλάχιστον όχι τόσο όσο μίζερες παρατηρήσεις όπως οι προρρηθείσες.
ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 13/10/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις