0
Your Καλαθι
Καπούτ
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
Η Ευρώπη πεθαίνει. Σωρός ερειπίων, θέατρο καταστροφής και θανάτου, η Γηραιά Ήπειρος σέρνει το μακρύ της ψυχορράγημα μέσα στη φρίκη του πολέμου. Στο μεταξύ, πρίγκιπες και πρέσβεις, κορυφαία στελέχη και κυρίες της αριστοκρατίας, ο καλός κόσμος της υψηλής κοινωνίας και των μποέμ καλλιτεχνών και λογοτεχνών, παρηκμασμένος, χρονοτριβεί εν μέσω διπλωματικών γευμάτων και λαμπρών δεξιώσεων. Γραμμένο μεταξύ του 1941 και του 1943, το Καπούτ είναι ένα έντονα λυρικό μυθιστόρημα και μαζί μια ωμή μαρτυρία για τη φρικτή πραγματικότητα της εποχής.Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Κριτική:
«Καπούτ»: Ανατομία του τέλους ενός πολιτισμού
Ενας κόσμος αμφιλογίας και αντιφάσεων
Οι κριτικοί υπήρξαν δύσπιστοι απέναντί του. Αναρωτήθηκαν συχνά αν οι φρικαλεότητες που περιγράφονται στο «Καπούτ» είν' αληθινές. Αν οι αφόρητα κυνικοί του διάλογοι γίνηκαν πράγματι...
Θ' απαντούσα πως, μες στην ακρότητά τους, απηχούν τόσο γνήσια την πραγματικότητα, ώστε δεν θα μπορουσαν να 'ναι αληθινότερα...
Ο Μαλαπάρτε προσπάθησε εναγώνια να συλλάβει και ν' αποτυπώσει το τέλος ενός πολιτισμού, του δυτικού, στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μα όχι απ' τις κορυφαίες μορφές της Ιστορίας και τη δράση τους, παρά μέσω κάποιων μικρών, προσδιοριστικών στιγμών, των δευτεραγωνιστών μάλιστα του δράματος...
Ο ίδιος, μια άκρως αμφιλεγόμενη προσωπικότητα... Με το «προνόμιο» να 'ναι διαρκώς στο μεταίχμιο: Στο μεταίχμιο των εποχών, πολέμησε ως ιδανιστής στον Πρώτο Παγκόσμιο και πρόλαβε να δει την κατεστραμμένη Ευρώπη μετά τον Δεύτερο. Στο μεταίχμιο εθνικών ταυτοτήτων και ιδιοσυγκρασιών: Γερμανός κατ' όνομα -Ερβιν Σούκερτ, το πραγματικό του-, μα από Ιταλίδα μάνα κι ολότελα μεσογειακός στην ψυχή. Στο μεταίχμιο των ιδεολογιών, «προδότης» για τους παλιούς συμμάχους κι «ανερμάτιστος» για τους νέους συντρόφους -άκρως εγωτικός, στην ουσία-, θήτευσε στον φασισμό τη δεκαετία του '20 και του '30, απ' όπου άρχισε τη σταδιακή απομάκρυνσή του πριν απ' τον πόλεμο, ώσπου πέρασε, μεταπολεμικά, στο Κ.Κ. Ιταλίας και πέθανε ασπαζόμενος τον Καθολικισμό! Διόλου παράξενο που ο μαρξιστής Γκράμσι τον θεωρούσε «ξεκαπίστρωτο αρριβίστα, με άμετρη ματαιοδοξία και χαμαιλεοντικό σνομπισμό». Αλλοι, πάλι, βεβαίωναν πως «μετριόφρων ασφαλώς δεν ήταν, αλλά τουλάχιστον δεν έκρυβε την οίησή του πίσω από κανένα προσωπείο ψευδοταπεινοφροσύνης».
Αλλ' ίσως τα πρόσωπα δεν έχουν εντέλει τόση σημασία...
Στη διάρκεια του πολέμου, επιμελώς καμουφλαρισμένος με τη στολή του Ιταλού λοχαγού -άχρηστος δα για πόλεμο στα μάτια των Γερμανών, αλλά «σύμμαχος» τύποις-, κατάφερε να βρεθεί σ' όλα τα θερμά μέτωπα στο πλευρό των δυνάμεων του Αξονα (απ' τη Λαπωνία του στρατάρχη Μάνερχαϊμ εναντίον των Ρώσων ή την Ουκρανία, κατά την προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων, ίσαμε την κατάληψη του Βελιγραδίου), ενώ κινήθηκε εξίσου άνετα και στα σαλόνια των μετόπισθεν, απ' τη γερμανοκρατούμενη Κρακοβία, ίσαμε τη Ρώμη του Τσιάνο και την Κροατία του Πάβελιτς, στα ζοφερά χρόνια του '41, του '42, του '43, βλέποντας και καταγράφοντας πολλά που διόλου δεν θ' άρεσαν στο καθεστώς της πατρίδας του...
Περιδιάβηκε το γκέτο της Βαρσοβίας με την υποχρεωτική συνοδεία ενός «νεαρού, ξανθού, με βλέμμα ανοιχτόχρωμο και ψυχρό, με πρόσωπο πανέμορφο, με ψηλό και καθαρό μέτωπο, που το ατσάλινο κράνος το σκίαζε με μια μυστική σκιά», ενός Μαύρου φρουρού της Γκεστάπο, «που βάδιζε ανάμεσα στους Εβραίους σαν Αγγελος του θεού του Ισραήλ», σαν Αγγελος Θανάτου - μα ο Γερμανός διοικητής, που του τον είχε επιβάλει «για προστασία» σίγουρα δεν θα επιδοκίμαζε τη συγκλονιστική περιγραφή της επίσκεψης εκείνης στις σελίδες του «Καπούτ».
Εφαγε αχνιστά αγριογούρουνα, ζαρκάδια κυνηγημένα στα χιονισμένα δάση της Πολωνίας κι ήπιε βαθυπόρφυρα κρασιά με ανθρώπους του Χίμλερ, με διοικητές κατοχικών δυνάμεων και στρατηγούς των ναζί, πλάι σε καλοπυρωμένα τζάκια, κάνοντας επίδειξη πνεύματος, αλλά και τολμώντας να ξεστομίζει ιταμότητες ενός Θερσίτη, που ποτέ δεν θα 'ταν ανεκτές σε γερμανικό αυτί, αν αντιλαμβάνονταν ότι τις εννοούσε κιόλας... Αν δεν ένιωθαν πως ένας «δικός τους» τέλος πάντων τα 'λεγε, στη γλώσσα τους, αλλά πιο «σκερτσόζος», Ιταλός...
Το βιβλίο απ' την πρώτη ώς την τελευταία σελίδα του αποπνέει τον ίδιο αέρα της αμφιλογίας, της αντίφασης, του «υπερβολικού, μα που όντως συνέβη» - γραμμένο, λες, από έναν διπρόσωπο Ιανό.
Ασφαλώς και δεν πρόκειται για μυθιστόρημα. (Με πανομοιότυπη τεχνική γραφής κι αντίστοιχες ποιότητες και τ' άλλο γνωστό έργο του, το «Δέρμα», που κυκλοφορεί σε άθλια μετάφραση Ανταίου Χρυσοστομίδη). Κι όποιος το πάρει ψάχνοντας πλοκή, χαρακτήρες, καταστάσεις με συνοχή και εξέλιξη, θα βρεθεί πολύ γελασμένος... Πρόκειται για μια ιδιότυπη αρθρωτή μαρτυρία, ακριβώς όπως η «Ντόλτσε βίτα» του συμπατριώτη του Φελίνι, που επιδιώκει με τις ακραίες πάντοτε αλληγορίες να σκιαγραφήσει το Πραγματικό - και το πετυχαίνει! Οχι πάντοτε, βέβαια. Ο αναγνώστης πρέπει πολλά να του συγχωρήσει. Να διαβεί μέσ' από απερίγραπτες εκτάσεις πολύ καλογραμμένου αλλ' αφόρητου λυρισμού, για να πιάσει τη μια στιγμή, γύρω απ' την οποίαν έχει σκόπιμα υφάνει ένα ατέρμονο υφάδι ισχυρότατου Συμβολισμού, σαν για να κρύψει τον πυρήνα ακριβώς απ' τ' αδιάκριτα βλέμματα, που θα 'θελαν να τον πάρουν μόνον αυτόν, σκέτον αυτόν, γυμνόν απ' όλα τα παρελκόμενά του. Κι ωστόσο, μοιάζει να θέλει να επιμείνει, πως όχι, δεν έγινε μόνο, αποκομμένο, το καθετί που περίτεχνα μυθοποιεί. Εγινε μαζί με τ' άλλα, τα επουσιώδη, τα δεύτερα, τα σκηνογραφικά. Και με την επιμονή του αυτή, 10 δραματικά επεισόδια, χαρακτηριστικά της απάνθρωπης ακριβώς εφαρμογής του απόλυτου γερμανικού «συστήματος» μες στον πόλεμο, και μαζί της εσωτερικής αποσύνθεσης που δρούσε, ήδη από τότε, υποδόρια, στην άκαμπτη αυτή -ρομαντικά ηρωική κι ακραία ορθολογιστική μαζί- «πολεμική μηχανή», αραιώνουν σε 600 και πλέον σελίδες με ποιητικά στάσιμα. Οσοδήποτε ικανά, αλλά στάσιμα. Οποιος έχει το κουράγιο να τις διελάσει, θα εισπράξει και τα «μηνύματα», που ξεσκεπάζουν πράγματι, έστω και μετά από μισόν αιώνα, τ' αληθινό πρόσωπο των «λειτουργών» της θηριωδίας εκείνης, των πρωτεργατών του Τέλους του Κόσμου, στα στρατόπεδα ή τα σαλόνια.
Κομμάτια, όπως αυτό με τους ρώσικους αντιαρματικούς σκύλους, ή το γυάλινο μάτι του Γερμανού αξιωματικού, ή την εκτέλεση των εγγράμματων Ρώσων αιχμαλώτων, ή το γεμάτο βγαλμένα μάτια καλάθι, δώρο των οφθαλμωρύχων «ουτσεκάδων» του Πάβελιτς στον αρχηγό τους, μπορούν κάλλιστα ν' αντικαταστήσουν το διάβασμα χιλιάδων ντοκουμέντων επίσημης Ιστορίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Και κατά τούτο το «Καπούτ» είναι κορυφαίο υποβλητικό κείμενο.
Αλλά κι όταν αναμετράει με το βλέμμα στις απέραντες πεδιάδες ανάμεσα στον Δνείστερο και τον Δνείπερο, τα «εκατοντάδες ελεεινά ψοφίμια από ατσάλι, αυτοκίνητα αναποδογυρισμένα, φορτηγά εγκαταλελειμμένα, άρματα ξεκοιλιασμένα, άμορφες μάζες απ' τις εκρήξεις, αεροπλάνα μισοβυθισμένα στους βάλτους - μηχανήματα σε αποσύνθεση, με τη μυρωδιά καμένου σίδερου και βενζίνης», συλλαμβάνοντας το Νέο, ακριβώς, που εισέβαλε βίαια καταλύοντας το παρελθόν κι ανοίγοντας τραγικά τους επερχόμενους καιρούς, τότε το γραφτό του γίνεται αναμφισβήτητα πρωτοποριακό, καθαυτό προφητικό...
Μοιραία, πολλά τα χάνουμε. Αγνοούμε πρόσωπα και πράγματα, και οι οξυδερκείς παρατηρήσεις του, οι διορατικές του επικρίσεις, η πνευματώδης και δηκτική του σάτιρα, πάει συχνά χαμένη. Θα 'πρεπε, ιδιαίτερα στο τελευταίο κεφάλαιο, στη συνάντησή του, μεσούντος του πολέμου, με τον Τσιάνο και τον θλιβερό εσμό των παρατρεχάμενων πατρικίων, στα ηλιόλουστα σαλόνια των ιταλικών γκολφ κλαμπ, λίγο προ της οριστικής κατάρρευσης, όπου ο συγγραφέας καταφέρει ηχηρό ράπισμα στην αναίσθητη πλέον παρειά της σύγχρονής του υποκριτικής κοινωνίας, να 'χαμε και σχόλια, για να κατανοούσαμε ποιος είναι ποιος, τι υπόκειται κάθε λέξη, κάθε του τομή με το νυστέρι... Αλλ' ίσαμε να σχολιαστεί ο Μαλαπάρτε...
Η απόδοση πιστή. Αθλος του μεταφραστή να δαμάσει το κείμενο με τους ατελείωτους λυρισμούς, την επίδειξη γνώσεων με δεκάδες μάρκες κρυστάλλων, πορσελανών, ονόματα καλλιτεχνών και τοπωνύμια περίεργα, καθώς και τα συνεχή ξενόγλωσσα παραθέματα στους μακροσκελείς διαλόγους, ενώ σποραδικά μόνο του ξέφυγαν αστοχίες, όπως η «διαιτήτρια», της σελ. 558, ή ρήματα σαν το βαρβαρικό εκείνο: «δρομολογήθηκε» κ.λπ.
Ο Μαλαπάρτε υπήρξε αναμφίβολα ευφυής. Στην ερώτηση του στρατάρχη Ρόμελ:
-«Εσείς σχεδιάσατε το σπίτι;», όταν περνώντας κάποτε απ' το Κάπρι, πήγε να θαυμάσει την περίφημη βίλα του συγγραφέα, εκείνος απάντησε:
-«Οχι, το τοπίο!»
Το «Καπούτ», είναι το βιβλίο ενός ευφυούς, που δεν δωσιλογεί παρά μόνο στον εαυτό του. Και γράφει μάλιστα στον πρόλογό του: «Είναι βιβλίο σκληρό. Η σκληρότητά του είν' η πιο εξαιρετική εμπειρία που αποκόμισα απ' το θέαμα της Ευρώπης στα χρόνια του πολέμου. Ωστόσο, ο πόλεμος δεν είναι παρά ένας δευτερεύων ήρωας. Εμπλέκεται όχι ως πρωταγωνιστής, αλλ' ως θεατής. Είναι το αντικειμενικό τοπίο του βιβλίου αυτού».
ΣΤΑΝΤΗΣ Ρ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ Βιβλιοθήκη, 9/5/2008
Κριτική:
«Καπούτ»: Ανατομία του τέλους ενός πολιτισμού
Ενας κόσμος αμφιλογίας και αντιφάσεων
Οι κριτικοί υπήρξαν δύσπιστοι απέναντί του. Αναρωτήθηκαν συχνά αν οι φρικαλεότητες που περιγράφονται στο «Καπούτ» είν' αληθινές. Αν οι αφόρητα κυνικοί του διάλογοι γίνηκαν πράγματι...
Θ' απαντούσα πως, μες στην ακρότητά τους, απηχούν τόσο γνήσια την πραγματικότητα, ώστε δεν θα μπορουσαν να 'ναι αληθινότερα...
Ο Μαλαπάρτε προσπάθησε εναγώνια να συλλάβει και ν' αποτυπώσει το τέλος ενός πολιτισμού, του δυτικού, στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μα όχι απ' τις κορυφαίες μορφές της Ιστορίας και τη δράση τους, παρά μέσω κάποιων μικρών, προσδιοριστικών στιγμών, των δευτεραγωνιστών μάλιστα του δράματος...
Ο ίδιος, μια άκρως αμφιλεγόμενη προσωπικότητα... Με το «προνόμιο» να 'ναι διαρκώς στο μεταίχμιο: Στο μεταίχμιο των εποχών, πολέμησε ως ιδανιστής στον Πρώτο Παγκόσμιο και πρόλαβε να δει την κατεστραμμένη Ευρώπη μετά τον Δεύτερο. Στο μεταίχμιο εθνικών ταυτοτήτων και ιδιοσυγκρασιών: Γερμανός κατ' όνομα -Ερβιν Σούκερτ, το πραγματικό του-, μα από Ιταλίδα μάνα κι ολότελα μεσογειακός στην ψυχή. Στο μεταίχμιο των ιδεολογιών, «προδότης» για τους παλιούς συμμάχους κι «ανερμάτιστος» για τους νέους συντρόφους -άκρως εγωτικός, στην ουσία-, θήτευσε στον φασισμό τη δεκαετία του '20 και του '30, απ' όπου άρχισε τη σταδιακή απομάκρυνσή του πριν απ' τον πόλεμο, ώσπου πέρασε, μεταπολεμικά, στο Κ.Κ. Ιταλίας και πέθανε ασπαζόμενος τον Καθολικισμό! Διόλου παράξενο που ο μαρξιστής Γκράμσι τον θεωρούσε «ξεκαπίστρωτο αρριβίστα, με άμετρη ματαιοδοξία και χαμαιλεοντικό σνομπισμό». Αλλοι, πάλι, βεβαίωναν πως «μετριόφρων ασφαλώς δεν ήταν, αλλά τουλάχιστον δεν έκρυβε την οίησή του πίσω από κανένα προσωπείο ψευδοταπεινοφροσύνης».
Αλλ' ίσως τα πρόσωπα δεν έχουν εντέλει τόση σημασία...
Στη διάρκεια του πολέμου, επιμελώς καμουφλαρισμένος με τη στολή του Ιταλού λοχαγού -άχρηστος δα για πόλεμο στα μάτια των Γερμανών, αλλά «σύμμαχος» τύποις-, κατάφερε να βρεθεί σ' όλα τα θερμά μέτωπα στο πλευρό των δυνάμεων του Αξονα (απ' τη Λαπωνία του στρατάρχη Μάνερχαϊμ εναντίον των Ρώσων ή την Ουκρανία, κατά την προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων, ίσαμε την κατάληψη του Βελιγραδίου), ενώ κινήθηκε εξίσου άνετα και στα σαλόνια των μετόπισθεν, απ' τη γερμανοκρατούμενη Κρακοβία, ίσαμε τη Ρώμη του Τσιάνο και την Κροατία του Πάβελιτς, στα ζοφερά χρόνια του '41, του '42, του '43, βλέποντας και καταγράφοντας πολλά που διόλου δεν θ' άρεσαν στο καθεστώς της πατρίδας του...
Περιδιάβηκε το γκέτο της Βαρσοβίας με την υποχρεωτική συνοδεία ενός «νεαρού, ξανθού, με βλέμμα ανοιχτόχρωμο και ψυχρό, με πρόσωπο πανέμορφο, με ψηλό και καθαρό μέτωπο, που το ατσάλινο κράνος το σκίαζε με μια μυστική σκιά», ενός Μαύρου φρουρού της Γκεστάπο, «που βάδιζε ανάμεσα στους Εβραίους σαν Αγγελος του θεού του Ισραήλ», σαν Αγγελος Θανάτου - μα ο Γερμανός διοικητής, που του τον είχε επιβάλει «για προστασία» σίγουρα δεν θα επιδοκίμαζε τη συγκλονιστική περιγραφή της επίσκεψης εκείνης στις σελίδες του «Καπούτ».
Εφαγε αχνιστά αγριογούρουνα, ζαρκάδια κυνηγημένα στα χιονισμένα δάση της Πολωνίας κι ήπιε βαθυπόρφυρα κρασιά με ανθρώπους του Χίμλερ, με διοικητές κατοχικών δυνάμεων και στρατηγούς των ναζί, πλάι σε καλοπυρωμένα τζάκια, κάνοντας επίδειξη πνεύματος, αλλά και τολμώντας να ξεστομίζει ιταμότητες ενός Θερσίτη, που ποτέ δεν θα 'ταν ανεκτές σε γερμανικό αυτί, αν αντιλαμβάνονταν ότι τις εννοούσε κιόλας... Αν δεν ένιωθαν πως ένας «δικός τους» τέλος πάντων τα 'λεγε, στη γλώσσα τους, αλλά πιο «σκερτσόζος», Ιταλός...
Το βιβλίο απ' την πρώτη ώς την τελευταία σελίδα του αποπνέει τον ίδιο αέρα της αμφιλογίας, της αντίφασης, του «υπερβολικού, μα που όντως συνέβη» - γραμμένο, λες, από έναν διπρόσωπο Ιανό.
Ασφαλώς και δεν πρόκειται για μυθιστόρημα. (Με πανομοιότυπη τεχνική γραφής κι αντίστοιχες ποιότητες και τ' άλλο γνωστό έργο του, το «Δέρμα», που κυκλοφορεί σε άθλια μετάφραση Ανταίου Χρυσοστομίδη). Κι όποιος το πάρει ψάχνοντας πλοκή, χαρακτήρες, καταστάσεις με συνοχή και εξέλιξη, θα βρεθεί πολύ γελασμένος... Πρόκειται για μια ιδιότυπη αρθρωτή μαρτυρία, ακριβώς όπως η «Ντόλτσε βίτα» του συμπατριώτη του Φελίνι, που επιδιώκει με τις ακραίες πάντοτε αλληγορίες να σκιαγραφήσει το Πραγματικό - και το πετυχαίνει! Οχι πάντοτε, βέβαια. Ο αναγνώστης πρέπει πολλά να του συγχωρήσει. Να διαβεί μέσ' από απερίγραπτες εκτάσεις πολύ καλογραμμένου αλλ' αφόρητου λυρισμού, για να πιάσει τη μια στιγμή, γύρω απ' την οποίαν έχει σκόπιμα υφάνει ένα ατέρμονο υφάδι ισχυρότατου Συμβολισμού, σαν για να κρύψει τον πυρήνα ακριβώς απ' τ' αδιάκριτα βλέμματα, που θα 'θελαν να τον πάρουν μόνον αυτόν, σκέτον αυτόν, γυμνόν απ' όλα τα παρελκόμενά του. Κι ωστόσο, μοιάζει να θέλει να επιμείνει, πως όχι, δεν έγινε μόνο, αποκομμένο, το καθετί που περίτεχνα μυθοποιεί. Εγινε μαζί με τ' άλλα, τα επουσιώδη, τα δεύτερα, τα σκηνογραφικά. Και με την επιμονή του αυτή, 10 δραματικά επεισόδια, χαρακτηριστικά της απάνθρωπης ακριβώς εφαρμογής του απόλυτου γερμανικού «συστήματος» μες στον πόλεμο, και μαζί της εσωτερικής αποσύνθεσης που δρούσε, ήδη από τότε, υποδόρια, στην άκαμπτη αυτή -ρομαντικά ηρωική κι ακραία ορθολογιστική μαζί- «πολεμική μηχανή», αραιώνουν σε 600 και πλέον σελίδες με ποιητικά στάσιμα. Οσοδήποτε ικανά, αλλά στάσιμα. Οποιος έχει το κουράγιο να τις διελάσει, θα εισπράξει και τα «μηνύματα», που ξεσκεπάζουν πράγματι, έστω και μετά από μισόν αιώνα, τ' αληθινό πρόσωπο των «λειτουργών» της θηριωδίας εκείνης, των πρωτεργατών του Τέλους του Κόσμου, στα στρατόπεδα ή τα σαλόνια.
Κομμάτια, όπως αυτό με τους ρώσικους αντιαρματικούς σκύλους, ή το γυάλινο μάτι του Γερμανού αξιωματικού, ή την εκτέλεση των εγγράμματων Ρώσων αιχμαλώτων, ή το γεμάτο βγαλμένα μάτια καλάθι, δώρο των οφθαλμωρύχων «ουτσεκάδων» του Πάβελιτς στον αρχηγό τους, μπορούν κάλλιστα ν' αντικαταστήσουν το διάβασμα χιλιάδων ντοκουμέντων επίσημης Ιστορίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Και κατά τούτο το «Καπούτ» είναι κορυφαίο υποβλητικό κείμενο.
Αλλά κι όταν αναμετράει με το βλέμμα στις απέραντες πεδιάδες ανάμεσα στον Δνείστερο και τον Δνείπερο, τα «εκατοντάδες ελεεινά ψοφίμια από ατσάλι, αυτοκίνητα αναποδογυρισμένα, φορτηγά εγκαταλελειμμένα, άρματα ξεκοιλιασμένα, άμορφες μάζες απ' τις εκρήξεις, αεροπλάνα μισοβυθισμένα στους βάλτους - μηχανήματα σε αποσύνθεση, με τη μυρωδιά καμένου σίδερου και βενζίνης», συλλαμβάνοντας το Νέο, ακριβώς, που εισέβαλε βίαια καταλύοντας το παρελθόν κι ανοίγοντας τραγικά τους επερχόμενους καιρούς, τότε το γραφτό του γίνεται αναμφισβήτητα πρωτοποριακό, καθαυτό προφητικό...
Μοιραία, πολλά τα χάνουμε. Αγνοούμε πρόσωπα και πράγματα, και οι οξυδερκείς παρατηρήσεις του, οι διορατικές του επικρίσεις, η πνευματώδης και δηκτική του σάτιρα, πάει συχνά χαμένη. Θα 'πρεπε, ιδιαίτερα στο τελευταίο κεφάλαιο, στη συνάντησή του, μεσούντος του πολέμου, με τον Τσιάνο και τον θλιβερό εσμό των παρατρεχάμενων πατρικίων, στα ηλιόλουστα σαλόνια των ιταλικών γκολφ κλαμπ, λίγο προ της οριστικής κατάρρευσης, όπου ο συγγραφέας καταφέρει ηχηρό ράπισμα στην αναίσθητη πλέον παρειά της σύγχρονής του υποκριτικής κοινωνίας, να 'χαμε και σχόλια, για να κατανοούσαμε ποιος είναι ποιος, τι υπόκειται κάθε λέξη, κάθε του τομή με το νυστέρι... Αλλ' ίσαμε να σχολιαστεί ο Μαλαπάρτε...
Η απόδοση πιστή. Αθλος του μεταφραστή να δαμάσει το κείμενο με τους ατελείωτους λυρισμούς, την επίδειξη γνώσεων με δεκάδες μάρκες κρυστάλλων, πορσελανών, ονόματα καλλιτεχνών και τοπωνύμια περίεργα, καθώς και τα συνεχή ξενόγλωσσα παραθέματα στους μακροσκελείς διαλόγους, ενώ σποραδικά μόνο του ξέφυγαν αστοχίες, όπως η «διαιτήτρια», της σελ. 558, ή ρήματα σαν το βαρβαρικό εκείνο: «δρομολογήθηκε» κ.λπ.
Ο Μαλαπάρτε υπήρξε αναμφίβολα ευφυής. Στην ερώτηση του στρατάρχη Ρόμελ:
-«Εσείς σχεδιάσατε το σπίτι;», όταν περνώντας κάποτε απ' το Κάπρι, πήγε να θαυμάσει την περίφημη βίλα του συγγραφέα, εκείνος απάντησε:
-«Οχι, το τοπίο!»
Το «Καπούτ», είναι το βιβλίο ενός ευφυούς, που δεν δωσιλογεί παρά μόνο στον εαυτό του. Και γράφει μάλιστα στον πρόλογό του: «Είναι βιβλίο σκληρό. Η σκληρότητά του είν' η πιο εξαιρετική εμπειρία που αποκόμισα απ' το θέαμα της Ευρώπης στα χρόνια του πολέμου. Ωστόσο, ο πόλεμος δεν είναι παρά ένας δευτερεύων ήρωας. Εμπλέκεται όχι ως πρωταγωνιστής, αλλ' ως θεατής. Είναι το αντικειμενικό τοπίο του βιβλίου αυτού».
ΣΤΑΝΤΗΣ Ρ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ Βιβλιοθήκη, 9/5/2008
Κριτικές
24/08/2011, 16:52