0
Your Καλαθι
Ομίχλη στη Γέφυρα Τολμπιάκ
Περιγραφή
Παρίσι, 1956. Πυκνή ομίχλη στις συνοικίες, η φωνή του Ζορζ Μπρασένς από τα τζουκμπόξ στα μπιστρό, το σφύριγμα των τρένων, τα φώτα στο λιμάνι, οι φωνές των εργατών στις αποβάθρες, ένα ρεύμα παγωμένου αέρα από το Σηκουάνα, που παρασέρνει πεταμένα χαρτιά και κιτρινισμένα φύλλα.
Ο ντετέκτιβ Νέστωρ Μπουρμά, παλιός αναρχικός, τύπος ανεξάρτητος και πνευματώδης, με μια ιδιαίτερη φιλοσοφία για τη ζωή, λαμβάνει στο Γραφίο του το εξής σημείωμα:
«... Ένα καθίκι μαγειρεύει μια βρωμοδουλειά. Έλα να με βρεις στο νοσοκομείο Σαλπετριέρ, θάλαμος 10, κρεβάτι... Θα σου εξηγήσω πώς θα μπορέσεις να σώσεις κάποιους φίλους.
Με αδελφικούς χαιρετισμούς, Αμπέλ Μπενουά».
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στη σειρά του Κέδρου «Μαύρο Βελούδο», όπου ανάμεσα στα κλασικά έργα της αστυνομικής λογοτεχνίας έχουν κυκλοφορήσει δύο μικρά αριστουργήματα, H μικρή αδελφή του Ρέιμοντ Τσάντλερ και η Υπόθεση Γκάλτον του Ρος Μακ Ντόναλντ, εκδόθηκε πρόσφατα, για τις καλοκαιρινές αναγνώσεις των φίλων των νουάρ μυθιστορημάτων, ένα εξαιρετικό βιβλίο: το Ομίχλη στη Γέφυρα του Τολμπιάκ του Λεό Μαλέ. Ο συγγραφέας που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στο πολιτικοποιημένο γαλλικό κοινό των περασμένων δεκαετιών - ίσως αυτό να συμβαίνει και σήμερα - δεν είναι άγνωστος στην Ελλάδα αλλά μάλλον παραγνωρισμένος: από τις εκδόσεις Λιβάνη έχουν κυκλοφορήσει τα μυθιστορήματά του Κούρσα θανάτου στη Σανζ Ελιζέ, Νέστωρ Μπουρμά - Πρόσωπο με πρόσωπο και Ο στιγματισμένος.
Ο Λεό Μαλέ (1909-1996) ήταν κατά κάποιον τρόπο ο πρόδρομος του Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ, του κυριότερου εκπροσώπου της ευρωπαϊκής σχολής της νουάρ λογοτεχνίας, ιδρυτή του λεγομένου neo-polar. Το διάστημα 1926-1928 αρθρογραφούσε σε αναρχικές εφημερίδες, ενώ για λόγους βιοπορισμού ασκούσε διάφορα επαγγέλματα. Συμμετείχε ενεργά στην (τροτσκιστική) Τετάρτη Διεθνή και συνδεόταν στενά με τους ηγέτες του σουρεαλιστικού κινήματος (Αντρέ Μπρετόν, Πολ Ελυάρ, Σαλβαδόρ Νταλί, Λουί Αραγκόν κ.ά.). Το 1936 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή, ενώ το 1943 εξέδωσε το 120, rue de la Gare, το πρώτο από τα 39 αστυνομικά βιβλία με ήρωα τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Νέστωρ Μπουρμά. Το 1953 εισηγήθηκε τη σειρά «Τα νέα μυστήρια των Παρισίων» και εξέδωσε το πρώτο βιβλίο της, το Le soleil se leve derniere le Louvre. Σε αυτή τη σειρά είχε την ιδέα η δράση κάθε βιβλίου να εκτυλίσσεται σε ένα διαμέρισμα του Παρισιού, όπου θα γίνεται και από ένα έγκλημα. Το 1972 εξέδωσε το τελευταίο του μυθιστόρημα, το Abbattoir ensoleille, το 1984 η Εταιρεία Γραμμάτων του απένειμε το βραβείο Paul Feval, το 1985 άρχισε η δημοσίευση των Απάντων του στη σειρά «Bouquins» και το 1988 δημοσιεύτηκαν τα απομνημονεύματά του.
Ονειροπόλος ρακοσυλλέκτης
Το Ομίχλη στη Γέφυρα Τολμπιάκ είναι μια περιπέτεια του πρώην αναρχικού ντετέκτιβ Νέστωρ Μπουρμά, alter ego του συγγραφέα, ο οποίος λαμβάνει στο γραφείο του ένα αινιγματικό σημείωμα. Ενας άγνωστος σε αυτόν αποστολέας, ο οποίος στη συνέχεια αποδεικνύεται πως είναι παλιός σύντροφός του, θαμώνας σε ένα κέντρο φανατικών χορτοφάγων στην οδό Τολμπιάκ, ο Αλμπέρ Λεναντέ, ένας ονειροπόλος αναρχικός ρακοσυλλέκτης, τον καλεί να τον επισκεφθεί στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύεται, ύστερα από μια επίθεση με μαχαίρι, ώστε να σωθούν μερικοί φίλοι του. Φθάνοντας όμως εκεί ο τραυματισμένος είναι ήδη νεκρός και ο Μπουρμά με τη βοήθεια της Μπελίτα Μοράλες, μιας όμορφης νεαρής τσιγγάνας, προστατευομένης του μυστηριώδους ασθενούς, προσπαθεί να εξιχνιάσει την υπόθεση, με την οποία ασχολείται παράλληλα και η επίσημη παρισινή αστυνομία με τον επιθεωρητή Φαμπρ και τον αρχηγό Φαρού.
Ερευνώντας και ψάχνοντας τα αποκόμματα παλιών εφημερίδων ο Μπουρμά ανακαλύπτει ότι το θύμα μαζί με κάποιους αναρχικούς συντρόφους του σχεδίαζαν μια γερή μπάζα (το θέμα υπάρχει στο κεφάλαιο 3 με τον τίτλο «Οι αναρχικοί του Κέντρου Φυτοφαγίας»), που ίσως ήταν η ληστεία μιας χρηματαποστολής που έγινε το 1936 και οδήγησε στην εξαφάνιση ή στον θάνατο του υπαλλήλου που μετέφερε τα χρήματα.
H νεαρή τσιγγάνα είναι το κλειδί στην υπόθεση, χάρη σε αυτήν ο Μπουρμά φθάνει στο ξετύλιγμα της πλοκής, η παρουσία της όμως δίνει στον συγγραφέα την ευκαιρία να δημιουργήσει ένα σύντομο ειδύλλιο ανάμεσα σε αυτήν και στον ήρωα. Ωστόσο το κύριο μέλημα του Μαλέ είναι να αφηγηθεί μια ιστορία με κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις, δεδομένου ότι οι παλιοί σύντροφοι του νεκρού ρακοσυλλέκτη δεν είναι τόσο σύντροφοι ούτε τόσο έντιμοι όσο θα επέβαλλαν οι ιδέες τους (κατά σύμπτωση το ίδιο θέμα χειρίζεται και ο Πέτρος Μάρκαρης, ο οποίος στο πρόσφατο μυθιστόρημά του Ο Τσε αυτοκτόνησε βάζει κάποιους παλιούς αντιστασιακούς και επαναστάτες να υπηρετούν τον καπιταλισμό και να διαπλέκονται με ποικίλα συμφέροντα). Δηλαδή, ο συγγραφέας πραγματεύεται το γνωστό θέμα της πολιτικής «προδοσίας» καθώς ο Κεναντέ ήταν ένας ιδεολόγος.
Δεν χρειάζεται να μιλήσει κανείς περισσότερο για την πλοκή του μυθιστορήματος και τον αγώνα του κεντρικού ήρωα να διαλευκάνει το έγκλημα· λίγο-πολύ μοιάζει με κάποιες άλλες που βασίζονται στις κλασικές συνταγές που πάνε πολύ πίσω, στον Ογκύστ Ντιπέν του Πόε, στον Μάρλοου του Τσάνλτερ ή στους ήρωες του Χάμετ.
Σκοτεινές συνοικίες
Ούτε χρειάζεται να μιλήσει για τον φτωχό και έντιμο ντετέκτιβ (είναι συνεχώς με μια πίπα στο στόμα), ο οποίος σε κάποιο βιβλίο του Μαλέ λέει: «Δεν μπορώ να γίνω Αρσέν Λουπέν, δεν καταδέχομαι να είμαι ο Μεγκρέ, είμαι ο Μπουρμά». Ο ήρωας δεν παριστάνει τον κριτή, δεν θεωρεί τον εαυτό του εκδικητή, είναι απλώς κάποιος που βιώνει απογοητευμένος το φάσμα της ανθρώπινης δυστυχίας. Αυτό που κάνει την ιστορία αξιανάγνωστη είναι η δεξιοτεχνία του συγγραφέα να αφηγείται (η Ομίχλη στη Γέφυρα Τολμπιάκ είναι γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο με τρόπο εξομολογητικό), η εύθυμη διάθεσή του, το χιούμορ του, ο σαρκασμός του και η διάθεσή του να κριτικάρει ιδέες και συμπεριφορές. Απέναντι στο θύμα, τον ιδεολόγο αναρχικό, ο οποίος θυσιάστηκε για να σώσει τους παλιούς συντρόφους του, αντιπαρατάσσονται ποικίλα «φρούτα» της επαναστατικής Αριστεράς.
Στα θετικά της αφήγησης κατατάσσεται η εξαίσια περιγραφή του Παρισιού, μια πόλη που λες και είναι ο ιδανικός χώρος για την ανάπτυξη παρόμοιων ιστοριών. Ο αναγνώστης δεν «βλέπει» τις τουριστικές περιοχές του, τις φωτεινές και λαμπερές συνοικίες, τη Μονμάρτρη, το Λούβρο, τον Πύργο του Αϊφελ, τα Ηλύσια Πεδία, αλλά τις σκοτεινές γειτονιές με τις βιοτεχνίες και τα εργοστάσια, τα χαμόσπιτα και τα παραπήγματα των περιθωριακών, τους σταθμούς του μετρό, τις ράγες του σιδηροδρόμου, τις γειτονιές των Αράβων και των τσιγγάνων, τον Σηκουάνα, τις αποβάθρες των τρένων και τις αποβάθρες με τα καράβια, τους ναυτικούς, τους γερανούς και τους λιμενεργάτες, όλα αυτά τυλιγμένα σε μια ομίχλη, ύπουλη και ψυχρή. H Γέφυρα Τολμπιάκ, σύμφωνα με μια σημείωση, λειτουργεί ως οροθέσιο της πόλης, ως οδόσημο μιας διαδρομής προσωπικής αναζήτησης, ενώ η πόλη του Παρισιού παρουσιάζεται «σαν να διατρυπά με την εικόνα της το φόντο και να αναδύεται στο φως». Το βιβλίο, που γράφτηκε το 1956, βρίθει ονομάτων που τότε βρίσκονταν στην επικαιρότητα (Μπριζίτ Μπαρντό, Ζορζ Μπρασένς, Μέριλιν Μονρόε, Ζιλιέτ Γκρεκό, Σασά Γκιτρί), κάτι που δίνει την ατμόσφαιρα της εποχής.
H μετάφραση της Γιώτας Κακαρούκα, η οποία έγραψε και τις πολύτιμες σημειώσεις, είναι εξαιρετική, ενώ το επίμετρο για την αστυνομική λογοτεχνία και τον συγγραφέα (καρπός ανάγνωσης πληθώρας σχετικών βιβλίων) θαυμάσιο και κατατοπιστικό. Μόνο που ο εκδότης παρέλειψε, προφανώς εκ παραδρομής, να σημειώσει το όνομα του συντάκτη (ή της συντάκτριας) στο βιβλίο.
Φίλιππος Φιλίππου (συγγραφέας)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 13-07-2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις