Λοντονιστάν
20%
Περιγραφή
Σ' ένα δυτικό προάστιο του Λονδίνου, ανάμεσα σε μοδάτα εστιατόρια και κλαμπ, μια παρέα τεσσάρων εφήβων, παιδιά Ινδών μεταναστών, αγωνίζεται να ξεφύγει απ' το στενό κλοιό της οπισθοδρομικής κοινότητάς της και να διεκδικήσει μια ταυτότητα στο σύγχρονο κόσμο.[...]
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Κριτική:
ΠΑΚΙΣΤΑΝΙΑ. ΡΟΥΝΤΜΠΟΪ. ΙΝΔΙΑΝΟΙ
ΑΡΑΠΗΔΕΣ. ΡΑΓΚΑΣΤΑΝΙ. ΒΡΕΤΑΝΟΑΣΙΑΤΕΣ.
ΙΝΔΟΒΡΕΤΑΝΟΙ. ΝΤΙΣΙ.
ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΝΑ ΛΕΓΟΝΤΑΙ, ΟΙ ΝΕΑΡΟΙ
ΑΣΙΑΤΕΣ, ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ
ΓΕΝΙΑΣ, ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΜΑΝΙΑ
ΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ
ΤΟΥΣ. ΤΑ ΒΑΖΟΥΝ ΜΕ ΤΟΥΣ
ΛΕΥΚΟΥΣ, ΤΟΥΣ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΥΣ,
ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥΣ. ΕΝΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΓΙΑ ΤΗ ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ ΜΟΡΦΗ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ:
ΤΟΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟ ΑΠΕΝΑΝΤΙ
ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΜΑΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ
«Διαπολιτισμικό καμάκι». «Βετζετέριαν φλερτ». «Καρουσέλ του ΦΠΑ». Να τρία μόνο από τα ιδιαίτερα στοιχεία της αστικής κουλτούρας των νεαρών Ασιατών που κατοικοεδρεύουν στο Χάουνσλοου, κοντά στο αεροδρόμιο Χίθροου, στην ευρύτερη περιοχή του Λονδίνου. Οι σύγχρονες μητροπόλεις έχουν μετατραπεί σε διαπολιτισμικές μήτρες. Στη μεθόριό τους αναπτύσσουν το ιδιαίτερο πολιτισμικό στίγμα τους τα παιδιά των μεταναστών. Η περίφημη «δεύτερη γενιά». Δεν ανήκουν στη χώρα της καταγωγής τους, δεν ανήκουν στη χώρα της κατοικίας τους. Ή, τουλάχιστον, έτσι πιστεύουν. Οπότε οφείλουν να διαμορφώσουν ταυτότητα. Να φωνάξουν την ιδιαιτερότητά τους. Να οργανωθούν σε κοινότητα. Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση- και αυτό κάνουν.
Στις ΗΠΑ είναι οι «νέγροι», οι «αράπηδες», οι «αφροαμερικανοί». Στη Βρετανία είναι τα «Πάκια», οι «Ινδιάνοι Αράπηδες»- ή «Ινδοβρετανοί», αν είστε πολιτικώς ορθοί. Υφίστανται τον ρατσισμό των γηγενών και το καταχωνιασμένο ψυχόδραμα των γονιών τους. Το χειρότερο απ΄ όλα: υφίστανται το τεστ φυλετικής νομιμοφροσύνης που υποβάλλουν στον ίδιο τους τον εαυτό.
Το περίφημο θέμα της «ταυτότητας», το αίτημα της «αυθεντικότητας», η εμμονή με την κάθε είδους ιδιαιτερότητα διαποτίζει πρώτα απ΄ όλα το χρηματιστήριο της τέχνης και την κοσμική δημοσιογραφία. Είναι φορές που διαβάζουμε λογοτεχνία με το αρπακτικό βλέμμα του τουρίστα: θέλουμε να πληροφορηθούμε γρήγορα και ευχάριστα τι συμβαίνει εκεί έξω, σε έναν κόσμο που τον υποψιαζόμαστε, αλλά στην πραγματικότητα δεν τον ξέρουμε.
Ο Γκάουταμ Μαλκάνι γεννήθηκε το 1976 και μεγάλωσε στο Χάουνσλοου. Το Λοντονιστάν είναι το πρώτο του μυθιστόρημα και συζητήθηκε ιδιαίτερα από την κριτική. Αποτελεί μία εκ των έσω- θερμή, αλλά την ίδια στιγμή καθαρή- ματιά στην αστική νεανική κουλτούρα των νεαρών Ασιατών της ευρύτερης περιοχής του Λονδίνου. Μιλάει τη γλώσσα τους.
Οι κώδικες
Ο Μαλκάνι παρουσιάζει μια πόλη, το Λοντονιστάν, που δεν είναι το Λονδίνο των τουριστικών οδηγών που όλοι ξέρουμε.
Είναι μια άλλη, πιο σπιντάτη πόλη, με τους κανόνες και τους ιδιαίτερους κώδικες συμπεριφοράς της. Το σκηνικό είναι οι δρόμοι του Χάουνσλοου. Οι ήρωες: μια παρέα- καλύτερα, μια συμμορία- τεσσάρων νεαρών Ινδοβρετανών. Ο Χαρνζίτ, ο αρχηγός, είναι ένας φανατικός και βίαιος σιχ, που παλεύει για τη φυλετική καθαρότητα. Φροντίζει τις γραμμώσεις του και μπλέκεται διαρκώς σε φυλετικούς καβγάδες. Ο Ραβί είναι ο σεξομανής της παρέας. Ο Άμιτ και- κυρίως- ο αδελφός του, Αρούν, είναι βαθιά χωμένοι στις ενδοοικογενειακές συγκρούσεις. Στα «πρέπει» που επιβάλλουν τα έθιμα και οι γονείς. Ο κακόμοιρος Αρούν ετοιμάζεται να παντρευτεί μια κατώτερης κάστας ινδουίστρια, με καλό και αποδοτικό επάγγελμα. Η θρήσκα μάνα του, που τηρεί με αμετανόητη στενοκεφαλιά τις παραδόσεις, τού κάνει τον βίο αβίωτο. Και, τέλος, ο Τζας, ο αφηγητής της ιστορίας μας. Μπήκε στη συμμορία για να πάψει να είναι σταμπαρισμένος «φλώρος». Κάνει το λάθος να ερωτευθεί τη Σαμίρα, μια μουσουλμάνα ασιατικής καταγωγής. Καταπατά κάθε ιερό και όσιο. Η συμμορία κυκλοφορεί με την «μπέμπα» (ΒΜW) του Ραβί. Κάνουν καμάκι, μπλέκουν σε καβγάδες, αναλαμβάνουν θεματοφύλακες της παράδοσης και της φυλετικής καθαρότητας, κλέβουν κινητά, βγάζουν παράνομα χρήματα. Μιλάνε ένα νευρώδες ιδιόλεκτο, ένα εκρηκτικό μείγμα αργκό, χίντι, παντζάμπι και γκάστα ραπ. Με τον τρόπο αυτό ορίζουν όχι μόνο τη γλωσσική, αλλά ταυτόχρονα την ιδεολογική τους ταυτότητα: χαράζουν το σύνορο ανάμεσα στους ίδιους και τους λευκούς, αλλά και ανάμεσα στους ίδιους και τις οικογένειές τους.
Η πλοκή αρχίζει να τρέχει όταν η συμμορία έρχεται σε επαφή με έναν μπασμένο στα κόλπα νεαρό παράνομο, Ασιάτη με οξφορδιανό λούστρο, τον Σαντζέι Βάρμα. Οι επαγγελματικοί και πολιτισμικοί ορίζοντες της συμμορίας διευρύνονται, η καταστροφή δεν αργεί. Ο αφηγητής καταφέρνει μέσα από τις πολλαπλές επιμέρους ιστορίες των ηρώων να αποτυπώσει τον κόσμο τους. Έναν κόσμο γεμάτο δεσποτικές μάνες που έχουν τους γιους δεμένους στο βρακί τους και ασκούν κάθε είδους εκβιασμό, έναν κόσμο βουτηγμένο στην παραοικονομία αλλά και στον καθωσπρεπισμό, έναν κόσμο όπου τα έθιμα και η οικογένεια είναι ταυτόχρονα το έρμα και η τροχοπέδη.
Σοφία Νικολαΐδου, Τα Νέα, 21/4/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις