0
Your Καλαθι
Η αναστήλωση των αρχαίων μνημείων στη νεώτερη Ελλάδα 1834-1939
Το έργο της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας και της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας
Έκπτωση
20%
20%
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ένα βιβλίο το οποίο εξιστορεί τις αναστηλωτικές επεμβάσεις που έγιναν στα αρχαία μνημεία υποτίθεται πως απευθύνεται κατ' αρχήν στους αρχαιολόγους και στους ιστορικούς και επίσης στους αρχιτέκτονες, όχι όμως στο ευρύτερο κοινό, καθώς το θέμα είναι ειδικό. Τα αρχαία μνημεία όμως στην Ελλάδα δεν είναι θέμα ειδικό. Είναι τόσο στενά δεμένα με τον τόπο και την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, είναι τόσο παρόντα οπουδήποτε κι αν κοιτάξεις που δύσκολα μπορείς να τα ξεχάσεις, να τα αγνοήσεις. Ζεις στη σκιά τους, τα «ενοχλείς» και σε «ενοχλούν» και δεν μπορείς με τίποτε να φανταστείς τον τόπο σου χωρίς αυτά. Έτσι, ένα βιβλίο που αφηγείται την ιστορία των αναστηλώσεων των αρχαίων μνημείων στη νεότερη Ελλάδα αυτομάτως αφορά όλους μας. Αλλωστε η πλούσια εικονογράφηση με παλιές φωτογραφίες, σχέδια, σκαριφήματα, σημειώσεις και υδατογραφίες του περασμένου αιώνα είναι τόσο εύγλωττη ώστε ξυπνά το ενδιαφέρον και του πιο αδαούς, αδιάφορου ή και τεμπέλη αναγνώστη.
Η ζωή στη νεότερη Αθήνα αλλά και η ίδια η πόλη αναπτύχθηκε με γνώμονα και γύρω από τα μνημεία· και τώρα η μεγαλύτερη συνειδητή πολεοδομική επέμβαση στην πρωτεύουσα πρόκειται να γίνει για την ανάδειξη των μνημείων και την ένταξή τους ακόμη περισσότερο στην καθημερινότητα της πρωτεύουσας.
Είτε το θέλουμε είτε όχι, τα μνημεία είναι εδώ και η σκιά τους μας κατατρέχει. Έτσι, ειδικά σήμερα που το πρόγραμμα της Ενοποίησης των Αρχαιολογικών Χώρων της Αθήνας βρίσκεται προ των πυλών, ένας τόμος που περιέχει όλη την ιστορία των επεμβάσεων στα μνημεία είναι χρήσιμος, αν θέλουμε να ξέρουμε τι λέμε και τι γίνεται. Είναι χρήσιμος σε όλους εμάς και ιδίως σε εκείνους που θα πάρουν πιο ενεργά μέρος σε αυτό το πρόγραμμα το οποίο σίγουρα θα αλλάξει τη μορφή της πόλης και θα ανοίξει νέες προοπτικές, τις οποίες ούτε υποψιαζόμαστε.
Στο βιβλίο περιέχονται οι αναστηλωτικές δραστηριότητες και γενικότερα όλες οι επεμβάσεις που έγιναν στα μνημεία της νεότερης Ελλάδας κατά τη διάρκεια ενός αιώνα και συγκεκριμένα από τα πρώτα οθωνικά χρόνια ώς τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (1834-1939). Από τον όγκο των στοιχείων και των πληροφοριών που περιέχονται εδώ μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι η συγκέντρωσή τους θα πρέπει να ήταν μακρόχρονη και διόλου εύκολη, καθώς πρόκειται για στοιχεία που προέρχονται από διαφορετικά αρχεία υπουργείων και άλλων δημοσίων υπηρεσιών, από την αλληλογραφία των πρωταγωνιστών του τεράστιου έργου οικοδόμησης μιας πρωτεύουσας, από ημερολόγια και άλλες προσωπικές σημειώσεις.
Κατά κύριο λόγο πρόκειται για γνωστό υλικό, το οποίο ωστόσο βρισκόταν διάσπαρτο σε φακέλους δημοσίων υπηρεσιών και ήταν επομένως δύσχρηστο. Στη διάρκεια όμως της έρευνας βρέθηκαν και αρκετά αδημοσίευτα στοιχεία και άγνωστες μαρτυρίες που παρουσιάζονται ως παραρτήματα στο τέλος του βιβλίου.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη κυρίως και συμπληρώνεται από πλουσιότατη βιβλιογραφία, ένα σύντομο κεφάλαιο για αντίστοιχα έργα που έγιναν στην Ευρώπη και ιδίως στην Ιταλία, και από αρκετά αδημοσίευτα και άγνωστα εν πολλοίς κείμενα που κρίθηκε από τη συγγραφέα χρήσιμο να συμπεριληφθούν στον τόμο. «Δυστυχώς, η κύρια σε τέτοιου είδους μελέτες πηγή, το αρχείο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, παραμένει ακόμη, 165 χρόνια από την ίδρυσή της, κλειστό και απροσπέλαστο στους ερευνητές. Ευχής έργο είναι να αποδοθεί στον φυσικό νομέα του, την επιστημονική έρευνα, το συντομότερο. Είναι βέβαιο ότι το άνοιγμα και η διερεύνησή του θα προσκομίσουν πολύτιμες νέες πληροφορίες για τον τρόπο αντιμετώπισης από το νεοελληνικό κράτος του ευρύτερου ζητήματος της προστασίας της πολιτιστικής του κληρονομιάς αλλά και του ειδικότερου της αποκατάστασης των αρχαίων μνημείων, θέματος της προκείμενης μελέτης, οι οποίες θα οδηγήσουν στον εμπλουτισμό των ως τώρα γνώσεών μας, σε νέες εμβαθύνσεις, πιθανότατα σε αναθεωρήσεις απόψεων και συμπερασμάτων» σημειώνει η συγγραφέας αγγίζοντας ακροθιγώς το καυτό θέμα των αρχείων στον τόπο μας.
Το περιεχόμενο κατανέμεται χρονολογικά σε τρεις περιόδους. Πρώτη περίοδος είναι η οθωνική (1833-1863), με κυρίαρχη μορφή αρχικά τον Klenze και τις πρώτες επεμβάσεις στην Ακρόπολη και στη συνέχεια τον Ludwig Ross και τον Πιττάκη.
Στον Klenze εξάλλου οφείλεται και η αντίληψη της ενεργού προστασίας των μνημείων και η ανάγκη μιας γενικότερης μέριμνας από την πλευρά του κράτους, που ήρθε πολύ νωρίς, από το 1834, στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Στην αποκατάσταση των μνημείων όμως εκείνη την εποχή επικρατούν μέθοδοι που σήμερα απορρίπτονται.
«Κατά την επανατοποθέτηση στα μνημεία του διάσπαρτου αρχαίου υλικού δεν γίνεται καμία προσπάθεια εξακρίβωσης της αρχικής του θέσης, πολλές φορές μάλιστα και της ίδιας της προέλευσής του: κατά την αναστήλωση των πλευρικών τοίχων του Παρθενώνα χρησιμοποιούνται αποπριονισμένοι, από τον Elgin, λίθοι της ζωφόρου ως εσωτερικοί ορθοστάτες των τοίχων...».
Η δεύτερη περίοδος περιέχει τις δραστηριότητες από το τέλος των οθωνικών χρόνων ως την επανάσταση του 1909: είναι η εποχή των μεγάλων έργων στην Ακρόπολη και η πρώτη φάση των επεμβάσεων του Νικολάου Μπαλάνου. Η τρίτη περίοδος αφορά χρονικά το διάστημα από τον Πρώτο ώς τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τη συνέχιση του έργου του Μπαλάνου και την είσοδο στη σκηνή του Αναστασίου Ορλάνδου και του Γραφείου Αναστηλώσεως και Συντηρήσεως Αρχαίων Μνημείων, που ιδρύθηκε υπό τον εμπνευσμένο δάσκαλο. Είναι η εποχή κατά την οποία γίνονται τα πρώτα μεγάλα βήματα στην αναστήλωση των μνημείων όχι μόνο εντός αλλά και εκτός Αθηνών.
Στη συνέχεια η σύντομη αναφορά σε ανάλογα έργα που γίνονται στο εξωτερικό δίνει μόνο μια γεύση και όχι τη δυνατότητα συγκρίσεων, ενώ τα χρησιμότατα και πολύ διαφωτιστικά παραρτήματα που ακολουθούν μας δείχνουν πως από τον περασμένο αιώνα είχαν διατυπωθεί θεωρητικές αντιρρήσεις για τον τρόπο των επεμβάσεων στα μνημεία και υπήρχαν ερωτήσεις που ακόμη δεν έχουν απαντηθεί. Μάλιστα χαρακτηριστικό είναι το ερώτημα που έθεσε βρετανός περιηγητής το 1875 σχετικά με την κατεδάφιση του Φράγκικου Πύργου των Προπυλαίων.
Αποδίδοντας την κατεδάφιση σε έναν παρεξηγημένο θαυμασμό της κλασικής αρχαιότητας και χαρακτηρίζοντάς τη βάρβαρη, λέει ότι το ερώτημα παραμένει αν το κέρδος για την τέχνη είναι μεγαλύτερο από το χάσιμο της ιστορίας. Και αυτό είναι ένα δίλημμα που μας κατατρέχει κάθε φορά που αντιμετωπίζουμε την ανάγκη απομάκρυνσης των μεταγενέστερων φάσεων ενός μνημείου.
ΧΑΡΑ ΚΙΟΣΣΕ, ΤΟ ΒΗΜΑ, 14-02-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις